Μάστορας : Oxide Pang Chun, Danny Pang
Παίχτες : Nicolas Cage , Shahkrit Yamnarm
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας πληρωμένος δολοφόνος αναλαμβάνει να σκοτώσει 4 άτομα στην Ταϋλάνδη. Όσα θα ζήσει μέχρι τότε θα αλλάξουν την κοσμοθεωρία και τον τρόπο ζωής του.
Αναλυτικότερα :
Να κι ένα review που πραγματικά το άργησα... Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα τουλάχιστον, η τελευταία δουλειά των αδερφών Pang που εχω υπόψη μου είναι το “The Eye” τόσο στην original, όσο και στην Αμερικάνικη βερζιόν του. (το τελευταίο θα το βρείτε στα πιο παλιά review της Καμαριέρας!) Δε μπορώ να πω το ίδιο για τον Nicholas Cage που φαινομενικά βγάζει τις ταινίες με το κιλό. Όπως και να έχει, το ταινιάκι εδώ είναι μια μάλλον... συναισθηματική περιπέτεια με κάπως περίεργη... κοσμοθεωρία. Έχοντας ένα νουάρ μελαγχολικό στυλάκι, με την εκτεταμένη αφηγηματική εισαγωγή και τη μελαγχολική διάθεση, αν μη τι αλλο είναι ένα καλοφτιαγμένο έργο. Η Ταϋλάνδη απεικονίζεται σαγηνευτική και διεφθαρμένη συνάμα ενώ οι σκηνοθέτες επιτυγχάνουν μάλλον με επιτυχία να μεταδώσουν το συναίσθημα αποξένωσης και μοναξιάς που νιώθει ο παρείσακτος πρωταγωνιστής, παρά το ότι κινείται διαρκώς ανάμεσα σε τόσο κόσμο, κάτι που προφανώς αντακακλά και τη δική του εσωτερική μοναξιά.
Το ίδιο υψηλό επίπεδο επιτυγχάνεται και με τις ερμηνείες, δηλαδή με την εξής... μία, αυτή του Nicholas Cage, καθώς είναι ο βασικός (και μάλλον και ο μοναδικός) πρωταγωνιστής. Ο οποίος εννοείται ότι και εδώ - όπως και σχεδόν σε κάθε άλλη ταινία του - κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα : να κοιτά πονεμένα το φακό με τα μεγάλα soulful μάτια του και να κάνει τις απανταχού 40άρες και άνω να στενάζουν. Ωστόσο, εδώ το κόλπο μάλλον πιάνει και πείθει πραγματικά, ίσως για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Η ταινία, παρά τη μεγάλη διάρκειά της, έχει πάρα πολύ καλό pacing και ουδέποτε κάνει κοιλιά, κρατώντας το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι το τέλος. Αμείωτο, αλλά – μάλλον δυστυχώς – όχι και αμετάβλητο, καθώς το στυλ και το θέμα του έργου αλλάζει με την πάροδο του χρόνου.
Και κάπου εδώ αρχίζουν τα μειονεκτήματα της ταινίας. Ξεκινά σαν αφηγηματικό νουάρ γνωρίζοντάς μας τον πρωταγωνιστή, την ξεχωριστή ζωή του, την ηθελημένη του μοναξιά, τις μεθόδους του. Οι σκηνές από τις δολοφονίες είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσες, αλλά και πάλι κάπως... αταίριαστες. Η μια είναι στυλ γιαπωνέζικο action τύπου John Woo και η άλλη έχει στυλάκι Metal Gear. Μετά η πλοκή αλλάζει και επεκτείνεται στην αναπτυσσόμενη σχέση μαθητή - δασκάλου με τον βοηθό του, θυμίζοντας... Karate Kid! Στο τρίτο μέρος τηε ταινίας παρακολουθούμε το ατυχές ρομάντζο του με μια κοπέλα και το έργο κινείται σε ρυθμούς που μοιάζουν αυτών ρομαντικής συναισθηματικής ταινίας. Τέλος, κλείνοντας με την τελική αναμέτρηση που είναι αποτέλεσμα μιας αμφισβητούμενης, άκρως ηθικολογικής και μάλλον αντίθετης με το αρχικό resolution του πρωταγωνιστή, απόφασής του, το στυλάκι παίρνει ρυθμούς πιο κλασικής ταινίας δράσης για να καταλήξει σε ένα άκρως παράλογο και ανεξήγητο φινάλε.
Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Κανένα από τα επιμέρους τμήματα της ταινίας δεν πάσχει – από μόνο του. Είναι το καθένα εξόχως προσεγμένο και καλοφτιαγμένο για το είδος του. Είναι που το όλο συνταίριασμα σαν σύνολο δεν ταιριάζει, δεν καταφέρνει να κολλήσει καλά και να επιτύχει μια ομοιογένεια. Για αυτό το λόγο τελικά δεν επιτυγχάνεται ένας ξεχωριστός χαρακτήρας που θα έκανε αυτό το έργο να ξεχωρίσει. Αλλά αντί αυτού, δίνει περισσότερο την αίσθηση ότι απαρτίζεται από σκηνές τραβηγμένες από 4 διαφορετικές ταινίες που κάποιος τις σύρραψε μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, και παρά τις παραπάνω αδυναμίες του, το κόλπο παραδόξως πιάνει. Οι επιτηδευμένα αργοί ρυθμοί και η υπνωτιστική σκηνοθεσία κάνουν τις 2 παρά κάτι ψιλά ώρες που διαρκεί, να περνούν πριν καλά καλά να το καταλάβεις. Η συντηρητικότητα στη δράση και το χαμηλό προφίλ που κρατά καθόλη τη διάρκειά του, σε συνδυασμό με την όλη συναισθηματική αντιμετώπιση των θεμάτων του θα το κάνει ιδιαίτερα ελκυστικό στους λιγότερο “ψημένους” από κινηματογράφο και ειδικά στο γυναικείο κοινό.
Ρεζουμέ :
Είναι σίγουρα ένα καλοφτιαγμένο έργο και αν δεν πλατείαζε τόσο πολύ (και δεν είχε κουραδένιο φινάλε!) ίσως και να παραμιλούσαμε. Όπως και να έχει, ό,τι απομένει από αυτή την παράξενη ταινία, είναι παρόλα αυτά, τουλάχιστον αξιοπρεπές. Θυμίζει έργο προηγούμενων δεκαετιών ('70, '80 και βγάλε...) όπου τα είδη μεταξύ των διάφορων κινηματογραφικών genre δε χωρίζονταν με τόση σαφήνεια και δεν υπήρχε ακόμα η τρελή εξειδίκευση για κάθε κατηγορία ταινίας. Και σε τελική ανάλυση, αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι το τόσο κακό.
Παίχτες : Nicolas Cage , Shahkrit Yamnarm
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας πληρωμένος δολοφόνος αναλαμβάνει να σκοτώσει 4 άτομα στην Ταϋλάνδη. Όσα θα ζήσει μέχρι τότε θα αλλάξουν την κοσμοθεωρία και τον τρόπο ζωής του.
Αναλυτικότερα :
Να κι ένα review που πραγματικά το άργησα... Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα τουλάχιστον, η τελευταία δουλειά των αδερφών Pang που εχω υπόψη μου είναι το “The Eye” τόσο στην original, όσο και στην Αμερικάνικη βερζιόν του. (το τελευταίο θα το βρείτε στα πιο παλιά review της Καμαριέρας!) Δε μπορώ να πω το ίδιο για τον Nicholas Cage που φαινομενικά βγάζει τις ταινίες με το κιλό. Όπως και να έχει, το ταινιάκι εδώ είναι μια μάλλον... συναισθηματική περιπέτεια με κάπως περίεργη... κοσμοθεωρία. Έχοντας ένα νουάρ μελαγχολικό στυλάκι, με την εκτεταμένη αφηγηματική εισαγωγή και τη μελαγχολική διάθεση, αν μη τι αλλο είναι ένα καλοφτιαγμένο έργο. Η Ταϋλάνδη απεικονίζεται σαγηνευτική και διεφθαρμένη συνάμα ενώ οι σκηνοθέτες επιτυγχάνουν μάλλον με επιτυχία να μεταδώσουν το συναίσθημα αποξένωσης και μοναξιάς που νιώθει ο παρείσακτος πρωταγωνιστής, παρά το ότι κινείται διαρκώς ανάμεσα σε τόσο κόσμο, κάτι που προφανώς αντακακλά και τη δική του εσωτερική μοναξιά.
Το ίδιο υψηλό επίπεδο επιτυγχάνεται και με τις ερμηνείες, δηλαδή με την εξής... μία, αυτή του Nicholas Cage, καθώς είναι ο βασικός (και μάλλον και ο μοναδικός) πρωταγωνιστής. Ο οποίος εννοείται ότι και εδώ - όπως και σχεδόν σε κάθε άλλη ταινία του - κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα : να κοιτά πονεμένα το φακό με τα μεγάλα soulful μάτια του και να κάνει τις απανταχού 40άρες και άνω να στενάζουν. Ωστόσο, εδώ το κόλπο μάλλον πιάνει και πείθει πραγματικά, ίσως για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Η ταινία, παρά τη μεγάλη διάρκειά της, έχει πάρα πολύ καλό pacing και ουδέποτε κάνει κοιλιά, κρατώντας το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι το τέλος. Αμείωτο, αλλά – μάλλον δυστυχώς – όχι και αμετάβλητο, καθώς το στυλ και το θέμα του έργου αλλάζει με την πάροδο του χρόνου.
Και κάπου εδώ αρχίζουν τα μειονεκτήματα της ταινίας. Ξεκινά σαν αφηγηματικό νουάρ γνωρίζοντάς μας τον πρωταγωνιστή, την ξεχωριστή ζωή του, την ηθελημένη του μοναξιά, τις μεθόδους του. Οι σκηνές από τις δολοφονίες είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσες, αλλά και πάλι κάπως... αταίριαστες. Η μια είναι στυλ γιαπωνέζικο action τύπου John Woo και η άλλη έχει στυλάκι Metal Gear. Μετά η πλοκή αλλάζει και επεκτείνεται στην αναπτυσσόμενη σχέση μαθητή - δασκάλου με τον βοηθό του, θυμίζοντας... Karate Kid! Στο τρίτο μέρος τηε ταινίας παρακολουθούμε το ατυχές ρομάντζο του με μια κοπέλα και το έργο κινείται σε ρυθμούς που μοιάζουν αυτών ρομαντικής συναισθηματικής ταινίας. Τέλος, κλείνοντας με την τελική αναμέτρηση που είναι αποτέλεσμα μιας αμφισβητούμενης, άκρως ηθικολογικής και μάλλον αντίθετης με το αρχικό resolution του πρωταγωνιστή, απόφασής του, το στυλάκι παίρνει ρυθμούς πιο κλασικής ταινίας δράσης για να καταλήξει σε ένα άκρως παράλογο και ανεξήγητο φινάλε.
Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Κανένα από τα επιμέρους τμήματα της ταινίας δεν πάσχει – από μόνο του. Είναι το καθένα εξόχως προσεγμένο και καλοφτιαγμένο για το είδος του. Είναι που το όλο συνταίριασμα σαν σύνολο δεν ταιριάζει, δεν καταφέρνει να κολλήσει καλά και να επιτύχει μια ομοιογένεια. Για αυτό το λόγο τελικά δεν επιτυγχάνεται ένας ξεχωριστός χαρακτήρας που θα έκανε αυτό το έργο να ξεχωρίσει. Αλλά αντί αυτού, δίνει περισσότερο την αίσθηση ότι απαρτίζεται από σκηνές τραβηγμένες από 4 διαφορετικές ταινίες που κάποιος τις σύρραψε μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, και παρά τις παραπάνω αδυναμίες του, το κόλπο παραδόξως πιάνει. Οι επιτηδευμένα αργοί ρυθμοί και η υπνωτιστική σκηνοθεσία κάνουν τις 2 παρά κάτι ψιλά ώρες που διαρκεί, να περνούν πριν καλά καλά να το καταλάβεις. Η συντηρητικότητα στη δράση και το χαμηλό προφίλ που κρατά καθόλη τη διάρκειά του, σε συνδυασμό με την όλη συναισθηματική αντιμετώπιση των θεμάτων του θα το κάνει ιδιαίτερα ελκυστικό στους λιγότερο “ψημένους” από κινηματογράφο και ειδικά στο γυναικείο κοινό.
Ρεζουμέ :
Είναι σίγουρα ένα καλοφτιαγμένο έργο και αν δεν πλατείαζε τόσο πολύ (και δεν είχε κουραδένιο φινάλε!) ίσως και να παραμιλούσαμε. Όπως και να έχει, ό,τι απομένει από αυτή την παράξενη ταινία, είναι παρόλα αυτά, τουλάχιστον αξιοπρεπές. Θυμίζει έργο προηγούμενων δεκαετιών ('70, '80 και βγάλε...) όπου τα είδη μεταξύ των διάφορων κινηματογραφικών genre δε χωρίζονταν με τόση σαφήνεια και δεν υπήρχε ακόμα η τρελή εξειδίκευση για κάθε κατηγορία ταινίας. Και σε τελική ανάλυση, αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι το τόσο κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου