Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Αντρικές Φιλίες & Άλλες Αηδίες Part II : Σαν Τρελό Φορτηγό


(Σημ.του συγγραφέα, μετά την ολοκλήρωση της γραφής του παρακάτω : Τι έγραψα πάλι ο πούστης! Φαντάσου δηλαδή και μόλις μπω στην εμμηνόπαυση τι αριστουργήματα έχω να δώσω!)

Κάποιες φορές βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Όπως σε ένα νόμισμα, έτσι και στη ζωή τα πάντα έχουν 2 πλευρές. Είναι τα πράγματα αλλιώς όταν συναντάς τους δικούς σου ανθρώπους μετά από δεν-ξέρω-και-εγώ πόσο καιρό και όλα γύρω σου μοιάζουν σαν να μην άλλαξε τίποτα ανάμεσά σας, σα να μη πέρασε μια μέρα από τότε. Από τα παλιά. Με το που ανοίγεις το στόμα να μιλήσεις, μια περίεργη μαγεία αρχίζει να δουλεύει - μια μαγιά όπως την έλεγε και ο Κολοκοτρώνης – και όλα μοιάζουν σα να είχες την τελευταία συζήτηση με τους φίλους σου μόλις χτές.

Είναι όταν λες με τα παιδιά “τα δικά σας” τα οποία μπορεί να ακούγονται σαν χαζομάρες για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, μα εσύ ξέρεις ότι είναι κάτι παραπάνω. Πολύ παραπάνω. Υπεράνω. Ακόμα και οι ίδιες ιστορίες, τα ανέκδοτα, τα αστεία, όλα τα στιγμιότυπα που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, τα ακούς και τα απολαμβάνεις κάθε φορά ξεχωριστά, λες και είναι η πρώτη. Δεν το έχεις ζήσει? Μερικές φορές, ακόμα πριν να ανοίξει ο άλλος το στόμα του, με την έκφραση που θα πάρει ή με την πρώτη λέξη που θα ακούσεις, να καταλαβαίνεις κατευθείαν τι τι θα πει στη συνέχεια? Παρόλα αυτά ωστόσο, ποτέ δεν τον διακόπτεις, ποτέ δε λες “ναι ρε, αυτό μου το έχεις πει”. Τα ακούς και τα ξανακούς, τα ίδια και τα ίδια. Και γουστάρεις όπως πρώτα. Αρκεί τα λόγια αυτά να προέρχονται από το σωστό άνθρωπο.

Ήμανε στη Χίο τις προάλλες, και καλά για να ψηφίσω. Συζητούσαμε μεταξύ αστείου και σοβαρού να οργανωθούμε και να κινήσουμε για Γερμανία. Να τα σπάσουμε στο Magic Circle Festival, το ετήσιο φεστιβάλ των Manowar. Να 'βρουμε και ένα σαράβαλο βανάκι φορτηγό, σαν και αυτά που είχαν τότε οι χίπηδες και τα έκαναν αγνώριστα, με πολύχρωμα σπρέι, με γιρλάντες, γλαδιόλες και σήματα της είρήνης. Ένα τέτοιο να πάρουμε και εμείς και να ζωγραφίσουμε πάνω ο καθένας ό,τι γουστάρει. Τhe Crown and the Ring. The Sign of the Hammer. Το Χρυσό Καβλί που εφηύρε και ο Νίκος στο Ποσείδι. Και μετά να το στοιβάξουμε με άρρωστο, τρελαμένο κόσμο και να κινήσουμε. Ένα τρελό heavy metal φορτηγό που θα ξεκινήσει από το νησί και θα μας πάει Αθήνα, Βουλγαρία, Ιταλία, Τσεχία, Γαλλία, Γερμανία!

Και γιατί μετά να σταματήσουμε εκεί? Οδικώς, με τα πόδια, κολυμπώντας, whatever. Λονδίνο, Μπαλί, Ντουμπάι, Γαλλική Πολυνησία, Αρκτικός Κύκλος, diethnis kamariera uber alles!!!

αλλά και

Άραξο, Κόρινθο, Κιάτο, Αθήνα, Πειραιά, Λάρισα (γειά σου Mata!), Λειβαδιά, Ορχομενό, Κατερίνη, Salonica, Σέρρες, Τρίκαλα, Αλεξανδρούπολη, Κιλκίς, Χίος, Μυτιλήνη, Κεφαλλονιά, Κρήτη!

Το ξέρω ότι το πιο πιθανό είναι ένα τέτοιο τρελό φορτηγό να μην ξεκινήσει ποτέ. Να μείνει για πάντα σαν ένα ακόμα χαζό concept στο μυαλό μας.

Ε, και?

Βαρκελώνη, Κούβα, Νέα Αγγλία, Γιοχάνεσμπουργκ, γη του Πυρός, Φιλιππίνες μα και Νάξος, Πάρος, στη Σύρο για μαραθόπιτα δίπλα στο κύμα, Τήνος, Εύβοια, Σκιάθος, Μάνη, Καλαμάτα, Αγρίνιο, να γίνουμε σταφίδα σε πανηγύρι με φάλτσα κλαρίνα και το θεό τον Κιτσάκη! Στον Αστακό με το Μιχάλη. Μεσολόγγι! Ίμπιζα! Disneyland και χωριό του Αστερίξ. Λιμνούπολη για να δεις το Donald Duck με τα ανήψια του. Στο Κλόνταϊκ θα σκάψεις να βρεις χρυσάφι παρέα με το Σκρουτζ Μακ Ντακ. Στα κρυμμένα χωριά του Περού που οι κότες γεννάνε τετράγωνα αυγά. Στην Πανταρβέ όπου ο Στορμ αναζήτησε το Μυστικό της Νιτρικής ακτινοβολίας. Στην Averoigne που ονειρεύτηκε ο Clark Ashton Smith. Στο μυαλό είναι όλα.

Μετά πετάγεσαι με τους φίλους σου για μπαρμπούτι σε ένα παλιό σπίτι στην Ολύμπου. Κάτω στα πόδια σου να απλώνεται το Μπιτ Μπαζάρ, να το καμαρώνεις από το μπαλκόνι και η Πέπη να κερνάει ουισκάκι με ξηροκάρπια. Μην ψαρώνεις. Ούτε να φοβάσαι να περάσεις καλά. Ανεξαρτήτως ηλικίας είμαστε νέοι άνθρωποι και το μεγαλύτερο σφάλμα που κάνουν διαχρονικά οι νέοι είναι το ότι ξεχνούν πόσο όμορφοι είναι. Μη διστάσεις να απολαύσεις, ούτε να κολώσεις να προσφέρεις τα ίδια στους δικούς σου ανθρώπους. Μη μασάς από συμβάσεις, ούτε να καταναλώνεις τα σκατά που σου προσφέρουν όσοι θέλουν να σε κάνουν μίζερο και ίδιο με τα μούτρα τους. Τα πάντα γίνονται, αρκεί να έχεις διάθεση, ανοιχτό μάτι και πάνω από όλα, ανοιχτό μυαλό.

7 ευρώ έχει το ποτό στη μέση μίζερη μπάρα. 7,80 θα το πληρώσεις στο lounge του ξενοδοχείου στο Λουτράκι και θα σου φερθούν και σα βασιλιά. Με τις πισίνες σου, τα πιάνα, τα λουλουδάκια σου. Θα ρεμβάσεις κοιτώντας τα αστέρια του καλοκαιρινού ουρανού, θα ακούσεις καλή ποιοτική ζωντανή μουσικούλα και για να ολοκληρώσεις τη χαλάρωσή σου θα πεταχτείς για διακοπές στο πιο καλό spa του κόσμου. Είναι τελείως δωρεάν και βρίσκεται στην παραλία Ξι στην Κεφαλλονιά. Σπας με το χέρι κομμάτια από τον αργιλλώδη βράχο της παραλίας, τα μουσκεύεις στο κύμα μέχρι να λασπιάσουν και τα απλώνεις στη γυναίκα σου. Τσίτα μετά το δερματάκι. Το έτερόν σου ήμισυ θα βρει άλλον ένα ακόμα λόγο να σε λατρέψει.

160 ευρώ κάνει το μπουκάλι στο σκυλάδικο (δίχως να λογαριάσουμε το λουλουδικό). Έτσι, για να ακούσεις ένα κλαψομούνη μαλάκα και να μπανίσεις κάτι καριόλες τραγουδιάρες να κλαίνε τη μοίρα τους. Ντισκοτσιφτετέλια για Αμερικανάκια, Νεοέλληνες χορεύουνε στα τέσσερα με κουδουνάκια. Πλήρωνε μαλάκα γιατί έτσι σου έμαθαν ότι πρέπει να κάνεις για να διασκεδάσεις. Από την άλλη μεριά, με τα ίδια ακριβώς φράγκα παίρνεις την καλύτερη Dom Perignon από την κάβα, τη σετάρεις με τα μεζεκλίκια της αρεσκείας σου και την περνάς ζάχαρη με όσους γουστάρεις. Μπορεί να σου περισσέψουν ρέστα και για πούρο! Πάντως, προτείνω ανεπιφύλακτα να τη συνδιάσεις με πρόστυχο κοκορέτσι, εξοχικό και γαρδουμπάκι, καθότις η σαμπάνια είναι εξόχως χωνευτικιά και ρευτικιά.

Μη ψαρώνεις προκειμένου να απολαύσεις. Όπως γουστάρεις, πράττεις. Ένα καλό Cohiba ούτε 10 ευρώ δε στοιχίζει. Εντάξει, δε θα είναι μεγάλο σα μπουρί της σόμπας. Αλλά το ζητούμενο ποιό είναι? Να το χαρείς, ή να πουλήσεις μούρη? Υπόψη, αν σκέφτηκες το δεύτερο, ε, είσαι μαλάκας. Μετά τραβάς για ταβλάκι με τη Γιάννα στον Ωκεανό που ο καφές έχει ακόμα ενάμισο ευρώ και όλη η Θεσσαλονίκη θα περάσει από μπροστά σου. Το βράδυ θα χορέψεις στο Cubanita κι ας μην έχεις ιδέα από Latin και ας νομίζεις ότι μοιάζεις με αρκούδι. Άλλη δουλειά θαρρείς δεν έχει ο κόσμος, παρά να κοιτάει τα μούτρα σου. Πλανάσαι. Αν μη τι άλλο άμα είναι να μπανίσεις εκεί μέσα κάτι, αυτό θα είναι τα θεϊκά μπούτια που πλασάρουν οι μαυρούλες αρτίστες. Αυτές οι άτιμες οι μαύρες, όσο και να παχύνουν, στα πόδια και στον κώλο τους δε θα δεις ίχνος κυτταρίτιδας. Ίσως έτσι να τις αποζημίωσε ο Θεός για τις κακομοίρες τις προγιαγιάδες τους που κοψομεσιάζονταν στις βαμβακοφυτείες και στους οριζώνες. Είναι τελικά ανώτερος λαός, πώς να το κάνουμε!

Άμα ζεσταθείς, τραβάς για ένα δροσερό μπανάκι. Στα Μαύρα Βόλια η παραλία βάφεται από τη σκουρόχρωμη ηφαιστειακή πέτρα και η θάλασσα δανείζεται από το Αιγαίο πέλαγος το χαρακτηριστικό βαθύ γαλάζιο με μια δόση από ζαφείρι. Εκεί δεν επάρχει ούτε είσοδος, ούτε θα πληρώσεις την ξαπλώστρα. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχουν ξαπλώστρες, κωλομάγαζα, μπαρ, ζαρντινιέρες, κάγκελα, ντισκοτσιφτετέλια, λουμπίνες. Στο ποτάμι, στον Άρδα, στο Νεστόριο, όπου γουστάρεις τελωσπάντων, θα κάνεις το πιο δροσερό μακροβούτι της ζωής σου σε γάργαρο νερό που φέρει ένα υγιές ΣΚΑΤΙ χρώμα. Μετά θα χτυπηθείς στο river party, θα γεμίσουν τα πλεμόνια σου 3 κιλά σκόνη και θα πέσεις εξουθενωμένος για ύπνο ανάμεσα σε σκηνές, τσαντήρια, κρεμασμένα στο σκοινί σώβρακα και τρελαμένα νιάτα με ράστα, μαγιό και πλαστική παντόφλα. Για τους πιο ήσυχους από εσάς, το πιο γαμάτο lounge μπαρ στον κόσμο είναι free και σας περιμένει. Κουτάκια μπυρίτσα από το περίπτερο, δυο σακούλες πατατάκια και βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Όπου βρεις κάθεσαι, θα δεις και πολλούς άλλους εξάλλου να κάνουν το ίδιο. Φοιτητοπαρέες να χαλάνε τον κόσμο από τα γέλια τους και ζευγαράκια να κρατιούνται χέρι χέρι, να κοιτάνε το νερό και να κάνουν όνειρα. Κι άμα πεινάσεις, μια θεία στο Πυτιός (χωριό-φάντασμα στη Χίο, έχω βάσιμες υποψίες ότι εκεί τράβηξαν οι Black Sabbath τη φωτογραφία για το εξώφυλλο του ιστορικού πρώτου τους δίσκου!), δίπλα στον πλάτανο του χωριού, έχει για ταβερνίτσα μια κάμαρη από ραμποτέ, 3 μέτρα επί 3 όλη κι όλη και θα σου μαγειρέψει σπιτικό φαϊ με ό,τι έχει απομείνει στο ψυγείο και στα ντουλάπια της. Η πιο αληθινή ομελέτα και οι πιο νόστιμες τηγανητές πατάτες που θα έχεις φάει στη ζωή σου. Μπορεί στο τέλος και να μη δεχτεί να σου ζητήσει λεφτά, άμα δει ότι το ευχαριστήθηκες με την ψυχή σου. Ή απλά να σε πει να της αφήσεις ό,τι σε κάνει ευχαρίστηση.

Είμαι σίγουρος ότι κι εσύ έχεις να διηγηθείς τόσα και ακόμα περισσότερα περιστατικά και εμπειρίες που έζησες με τους δικούς σου ανθρώπους. Όλη η μαγεία είναι ακόμα εδώ. Αυτή που εσφαλμένα πιστεύεις ότι απώλεσες μαζί με την παιδικότητά σου. Είναι όμως μυστική. Η μαγεία και όλα τα όμορφα πράγματα είδαν την ασκήμια που υπάρχει στην ψυχή του κόσμου και κρύφτηκαν. Δουλειά σου είναι να τα ψάξεις και άμα το λέει η καρδούλα σου θα τα βρεις. Κάποιες φορές τη βλέπω. Τότε που καθόμαστε και λέμε τα χαζά μας, που είναι όμως δικά μας, ολόδικά μας και κανενός αλλουνού. Τότε αναθαρρώ, βλέπω τα πράγματα αλλιώς.Τι έγινε κι αν είμαστε πλέον μακριά ο ένας απ' τον άλλον? Κάποτε μου έδειξαν ένα γκομενίστικο sms :

“Οι φίλοι είναι σαν τα αστέρια. Δε χρειάζεται να τα βλέπεις για να ξέρεις ότι είναι εκεί”

Ρε, δεν πάμε καλά! Άμα δηλαδή αρχίσουνε καλή ώρα και οι γκόμενες να έχουν δίκιο, πάει, το χάσαμε πατριώτες. Τι κι αν βαρύναμε, τι κι αν παχύναμε, δεν την παλεύουμε, δεν προλαβαίνουμε? Τι κι αν αλλάξαμε την καθημερινότητά μας και πλέον συγχρωτιζόμαστε θέλοντας και μη με άλλους ανθρώπους? Κάποιοι ξεχάσανε (γιατί, εσύ ποτέ σου δεν ξέχασες κάτι?), κάποιοι δε φτάσανε, κάποιοι δε ζούνε πια μεταξύ μας. Ακόμα μετανιώνω που δεν πήγα τότε στην κηδεία του Φώτη. Μπορούσα, αλλά δε βόλευε. Ίσως κατά βάθος να μην ήθελα να δω το μέρος όπου κι εγώ κάποτε θα καταλήξω. Να είσαι καλά αγόρι μου όπου κι αν βρίσκεσαι και να με συμπαθάς. Προσπάθησε να μη παρεξηγείς και να μην τους (μας) κρίνεις. Κάποιοι άλλαξαν τις προτεραιότητές τους. Δεν είναι κακό. Όποιος δεν έβαλε σε πρώτο πλάνο την οικογένειά του, απλά πέθανε μονάχος.

Τα χρόνια περνούν και λογαριασμό σε κανένα δε δίνουν. Θα γερνάμε, θα κουραζόμαστε και θα αρρωσταίνουμε πιο εύκολα. Και ναι, όσο περνάει ο καιρός δε θα σου σηκώνεται πια όπως τότε, που με το μαντζαφλάρι σου μπορούσες και τοίχο να τρυπήσεις. Δεν πειράζει. Η φύση μας είναι. Φτάνει που η μαγεία είναι ακόμα εκεί. Όταν βουτάς παρέα με το 3d man κάτω από τον Κόκκινο Βράχο, Σεπτέβρη με τα πρωτοβρόχια και γίνονται ένα οι στάλες που πέφτουν από τον ουρανό με αυτές που έρχονται πετώντας να σε δροσίσουν από τα κύματα. Όταν χτυπιέσαι με τα φιλαράκια στη συναυλία των AC/DC. Κι ας έχω πόσο καιρό να ακούσω τα παλιά τους τραγούδια. Κι ας μη θυμάμαι πια τους στίχους και να τραγουδάω δυνατά ό,τι να 'ναι. Ξέρω μέσα μου γιατί χαμογελούσα σαν ηλίθιος για 2 και κάτι ώρες. Πορδοχαρά. Και δεν ήτανε εξαιτίας του συγκροτήματος. Κάθε τέλως πάντων φορά που συμβαίνει κάτι που κάνει το δικό σου τρελό φορτηγό να μαρσάρει. Τότε βλέπεις για λίγες, απειροελάχιστες στιγμές το μάτι του απέναντί σου να γυαλίζει. Και ξέρεις πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. Και όσον αφορά το κάθε τι καθημερινό που σε στεναχωρεί, ό,τι θέλει να σε αλλάξει, να σε κάνει να να ξεχάσεις, να σε αγχώσει, να σε ρίξει, να σε απογοητεύσει?

Κατούρησε και χέστου την ψυχή.

The International


Μέχρι οι φωστήρες σεναριογράφοι του Hollywood να ξυπνήσουν και να αφοσιωθούν πιο ζεστά στην προσαρμογή των έργων του John LeCarre και τόσων άλλων “τεράστιων” συγγραφέων του είδους στη μεγάλη οθόνη, το “The International” είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει σε καινούριο έργο όσον αφορά το χώρο του ρεαλιστικού κατασκοπευτικού thriller. Δυνατά ονόματα, με πρώτα αυτά των Naomi Watts & Clive Owen, εγγυούνται αν μη τι άλλο για την ποιότητα των ερμηνειών ενώ βοηθούνται και αναδεικνύονται από την καλή σκηνοθεσία, τους ρεαλιστικούς, γρήγορους ρυθμούς, άψογα γραμμένους διαλόγους και καλό soundtrack.

Το στόρυ – ένας αστυνομικός της Interpol μαζί με μια πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών συνεργάζονται για να φέρουν στο φως τη φύση των δοσοληψιών μιας διεθνούς τράπεζας με ένα γνωστό έμπορο όπλων. Η έρευνά τους θα τους οδηγήσει σε μια λαβυρινθώδη διαδρομή σε πολλές τοποθεσίες της Ευρώπης (κυρίως) και θα τους φέρει αντιμέτωπους με απόπειρες δολοφονίας, τρομοκρατικές οργανώσεις, ελεύθερους σκοπευτές, ψέμματα, ίντριγκες και πισώπλατα μαχαιρώματα εκ των έσω. Μάλλον το κάνω να ακούγεται πιο εντυπωσιακό από ότι είναι. Μη περιμένετε να δείτε τις εκρήξεις του James Bond εδώ, ούτε να ακούσετε cool ατάκες από ομορφονιούς ήρωες. Αντίθετα, το The International σερβίρει ένα μενού από βαρύ, χορταστικό σενάριο, πολλούς χαρακτήρες με αμφίβολα κίνητρα και επιδιώξεις, κυνισμό, καχυποψία, ζόρικους, γρήγορους διαλόγους. Ο ρεαλισμός εδώ έχει την πρώτη λέξη. Το έργο σου δίνει την έντονη αίσθηση ότι πραγματικά, αν γινόταν ένα τέτοιο συμβάν, κάπως έτσι θα ήταν.

Θα σας θυμίσει τα The Constant Gardener (Ελ. Υπότιτλος – Ο Επίμονος Κηπουρός) καθώς και το Munich (Ελ υπότιτλος – Μόναχο) του Spielberg, χωρίς όμως να φτάνει την ποιότητα αυτών των ταινιών. Ωστόσο, αποτελεί ένα πρώτης τάξεως έργο του είδους του, αλλά είναι για λίγους. Λίγα τα παράπονα που μπορώ να έχω από το The International. Η υπερβολικά πολύπλοκη υπόθεση που θα σας αποπροσανατολίσει στην αρχή, για να “ξεφουσκώσει” προς το τέλος. Η (μια όλη και όλη!) σκηνή δράσης του έργου είναι λιγάκι πιο τραβηγμένη από όσο θα έπρεπε. Το ψιλοξεκάρφωτο φινάλε. Η λίγη παρουσία της Naomi Watts, που εδώ είναι ουσιαστικά απλώς κάτι παραπάνω από γλάστρα. Τη θέλουμε κι άλλο!!!

Yes Man


Αυτή η ταινιούλα είναι το τελευταίο πόνημα του Jim Carrey. Συμπαθώ ειλικρινά τον Carrey, νομίζω ότι κρύβει μέσα του απίστευτες δυνατότητες υποκριτικού ταλέντου και ακόμα δεν έχουμε δει πλήρες δείγμα αυτών. Ωστόσο, με εξαίρεση κάποιες λίγες ποιοτικές του στιγμές, οι επιλογές που έκανε στην καριέρα του δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, με αποτέλεσμα ο πολύς κόσμος να τον σνομπάρει, όπως ανέκαθεν έκανε με όλους τους άλλους μεγάλους κωμικούς, η αξία των οποίων αναγνωρίστηκε πολλά χρόνια αφότου είχε παρέλθει το ζενίθ της τέχνης τους. Άπειρα τα σχετικά παραδείγματα στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτόματα στο μυαλό μου έρχεται η περίπτωση του δικού μας Θανάση Βέγγου που πέρασε τις δημιουργικές του μέρες παλεύοντας με νύχια και με δόντια προκειμένου να σώσει την εταιρία παραγωγής ταινιών του από τη χρεωκοπία, για να αναγνωριστεί ετεροχρονισμένα το τεράστιο ταλέντο του, στα γεράματα.

Έτυχε να ψάξω σχετικά για αυτή την ταινία στο internet, σε κάποιες ιστοσελίδες που εμπιστεύομαι, πριν τη δω. Οι κριτικές δεν την επαινούσαν και θεωρητικά η υποδοχή που της επιφύλαξε το κοινό ήταν χλιαρή. Το στόρυ έχει να κάνει με έναν αδιάφορο κατά τα άλλα τυπάκο που περνά τη ζωή του κλεισμένος στις αναστολές και στα πλαίσια κάποιων άγραφων κανόνων και περιορισμών που ο ίδιος αυτοβούλως έχει θέσει στον εαυτό του. Έτσι, έχει γίνει ένα άτομο μίζερο, κλεισμένο στον εαυτό του, στάσιμο επαγγελματικά και παρατημένο από τη γυναίκα του. Ουσιαστικά έχει φτάσει σε σημείο να φοβάται τη ζωή και να υιοθετεί μια αρνητική συμπεριφορά απέναντί της, βρίσκοντας συνεχώς διάφορες δικαιολογίες για να απέχει από αυτή. Μέχρι που παρακολουθεί κάποια σεμινάρια που διδάσκουν ένα τρόπο ζωής πιο δεκτικό, στον οποίο κυριαρχεί η δεκτικότητα και το ανοιχτό μυαλό. Ενθουσιάζεται και αποφασίζει από εδώ και στο εξής να βάλει τη λέξη “ΝΑΙ” για τα καλά στη ζωή του. Τότε ανοίγεται μπροστά του ένας τελείως διαφορετικός κόσμος, γεμάτος συμβάντα υπέροχα, απρόβλεπτα, ευτράπελα, αλλά και προβλήματα...

Μπορώ να καταλάβω γιατί η ταινία ψιλοθάφτηκε. Ο κόσμος περίμενε κάτι άλλο από τον Jim Carrey. Προφανώς μια τα-μυαλά-στα-κάγκελα κωμωδία όπως τα Ace Ventura, ή όπως το Dumb and Dumber. Ίσως σε αυτό να φταίει και το όλο το promotion της ταινίας. Παράλληλα, μπορώ να αναγνωρίσω τα όποια σφάλματά της που επεσήμαναν οι κριτικοί. Τους ρηχά δοσμένους και αδιάφορους χαρακτήρες. Την επιφανειακή και σε σημεία πρόχειρα δουλεμένη πλοκή. Την απουσία ουσιαστικού σεναρίου. Τις μέτριες ερμηνείες και σκηνοθεσία. Το ότι η όποια κρίση που περνά ο ήρωας προς το τέλος – απαραίτητο στοιχείο σε κάθε Αμερικανική χαζοκωμωδία πριν το τελικό happy end – φαντάζει άσχετη και τελείως τεχνητή. Την πληθώρα των κλισέ του είδους που φροντίζει εδώ αμέριστα να διαιωνίζει.

Ωστόσο, χωρίς να αμφισβητώ όλα τα παραπάνω, νομίζω ότι το Yes Man, αδικήθηκε. Γιατί ο στόχος του ανέκαθεν ήταν να αποτελέσει μια διεκπαιρεωτική οικογενειακή κομεντί, πράγμα που το επιτυγχάνει μια χαρά. Μπορείς να το δεις άνετα με το αμόρε ή την οικογένεια και θα περάσεις 140 πολύ ευχάριστα λεπτά. Η όλη ταινία, παρά τις όσες ατέλειές της, με κάποιο ψιλοανεξήγητο τρόπο διαποτίζεται από την αρχή μέχρι και το τέλος της με ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο και ζεστό feeling, τόσο που σε κάνει στην τελική να μη σε νοιάζει, ούτε να την πολυψάχνεις για τα όσα διαδραματίζονται στην οθόνη σου, που ενδεχομένως σε μια άλλη ταινία να μέτραγαν πολύ περισσότερο σε βάρος της. Πέρα από τις λίγες εντυπωσιακές στιγμές που ο Jim Carrey βρίσκει ελεύθερο πεδίο για να ξεδιπλώσει το κολοσσιαίο ταλέντο του στη slapstick σχεδόν βουβή κωμωδία, το εργάκι βρίθει θετικών vibes και θα σε κάνει να χαζοχαμογελάς μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Nightwatch


Μην το μπερδεύετε με το πρώτο, ομώνυμο έργο της γνωστής Ρώσικης τριλογίάς φαντασίας. Το εδώ Nightwatch είναι ένα αστυνομικό θρίλερ που θυμίζει κάτι από “Seven” από τη Dimension, ίσως τη μόνη “μεγάλη” εταιρία που ακόμα παίρνει κάπως στα σοβαρα τις ταινίες σκοτεινής φαντασίας και τρόμου. Εντύπωση προκαλούν τα δυνατά ονόματα! Nick Nolte & Ewan McGregor σαν πρωταγωνιστικό δίδυμο, αλλά το όλο cast κυριολεκτικά λάμπει καθώς όλες σχεδόν οι φάτσες που θα δεις σε αυτό το εργάκι θα σου είναι και από κάπου αλλού γνωστές.

To στόρυ – ένας νεαρός φοιτητής προκειμένου να συμπληρώσει ένα εξτρά χαρτζηλίκι πιάνει δουλειά σαν νυχτοφύλακας στο νεκροτομείο της ιατρικής σχολής στο πανεπιστήμιο όπου φοιτεί. Σύντομα όμως θα μπλεχτεί στον ιστό κάποιου μανιακού δολοφόνου που αρέσκεται να ερωτοτροπεί με τα θύματά του μετά θάνατον. Και το σημαντικότερο όλων – δείχνει να είναι κάποιος που τον γνωρίζει, από το κοντινό του περιβάλλον και έχει προφανώς σκοπό να τον ενοχοποιήσει για τα εγκλήματά του. Το πιο χαρακτηριστικό ελάττωμα σε αυτό το εργάκιν είναι το pacing : ξεκινάει πολύ αργά! Με διάρκεια γύρω στα 95 λεπτά, παρόλα αυτά μέσα στην πρώτη ώρα δε γίνεται τίποτα! Έτσι το τέλος της που συμπικνώνεται στο τελευταίο μισάωρο είναι βεβιασμένο και κάπως πρόχειρα δοσμένο, ενώ το όλο μυστήριο ξεδιαλύνεται αρκετά πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους και μάλιστα με τρόπο που μάλλον χαρακτηρίζεται άγαρμπος.

Παρόλα αυτά, έχει τις αρετές του. Είναι ατμοσφαιρικό με φωτογραφία και σκηνοθεσία που θα σου θυμίσει τις παλιές καλές μέρες του Dario Argento. Έχει μια όμορφη, ισορροπημένη αληθοφάνεια στη δράση του, που δένει αρμονικά με τη συνολική υποτονικότητα και την εσωστρέφειά του σαν ταινία. Οι ερμηνείες είναι συμπαθείς, αν και οι χαρακτήρες δεν παρουσιάζονται επαρκώς. Καλοί, ενδιαφέροντες διάλογοι. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα περισσότερο αίμα και gore, ειδικά από μια ταινία που πραγματεύεται με αντικείμενα όπως νεκροτομεία, νεκροφιλία και φόνους. Εντούτοις στέκει μια χαρά ως έχει και σίγουρα θα αρέσει στους φανς αυτού του είδους ταινιών.

Metal Gear Solid 4 : Guns of the Patriots


Ντροπή σου άμα θελεις να μου αποκαλείσαι gamer και δεν έχεις παίξει ούτε ένα από τα παιχνίδια της σειράς Metal Gear! Απλά αγνοείς ένα από τα πιο αξιόλογα franchise βιντεοπαιχνιδιών παγκοσμίως που έχει δώσει μερικούς τίτλους που φιγουράρουν επάξια σε λίστες τύπου “Τα 100 σπουδαιότερα videogames όλων των εποχών” και δε συμμαζεύεται, από τις τόσες που συντάσσουν κατά καιρούς τα έγκυρα εξειδικευμένα έντυπα και site. Για όσους δεν ασχολούνται καθόλου με παιχνίδια, ή απλά ανήκουν σε αυτή την κατηγορία των θλιβερών κολλημένων PC gamers, (που είναι τόσοι πολλοί στη χώρα μας, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης από μέρους μας κάποιας έστω στοιχειώδους gaming παιδείας) πληροφοριακά αναφέρω ότι τα Metal Gear είναι μια σειρά παιχνιδιών δράσης τύπου πολιτικό-στρατιωτικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, όπου κύριος στόχος του χαρακτήρα σου είναι να πραγματοποιήσει την αποστολή του παρεισφρύοντας στις τάξεις των εχθρών, χρησιμοποιώντας πρωτίστως κάθε είδος και τεχνική stealth που μπορείς να φανταστείς. Χαρακτηρίζονται από το ιδιαίτερα βαθύ και πολύπλοκο σενάριό και μυθολογία, τις εκτεταμένες cut-scenes, τα μνημειώδη boss fights, τους δυνατούς, άψογα δοσμένους χαρακτήρες με τους οποίους μέχρι να τελειώσει το παιχνίδι, δένεσαι συναισθηματικά. Τα πιο γνωστά παιχνίδια εκεί έξω που ουσιαστικά υπάρχουν επειδή έκλεψαν κομμάτια από τα Metal Gear και τα εμπλούτισαν με τα δικά τους στοιχεία, είναι οι σειρές παιχνιδιών Splinter Cell, Syphon Filter, αλλά και τα Thief, Hitman, Asassin's Creed κλπ. Πρακτικά, το Metal Gear αποτελεί “παππού” όλων των παιχνιδιών Stealth, καθώς αυτό πρωτοπόρησε και ανακάλυψε αυτό τον τύπο παιχνιδιού, από τον πρώτο κιόλας τίτλο του για το Nintendo Entertainment System (NES) παλιά, το 1984.

Η τελευταία δουλειά του Hideo Kojima (o κύριος υπεύθυνος εγκέφαλος πίσω από τα παιχνίδια) είναι παράλληλα και η τελευταία αποστολή του Solid Snake (o πιο γνωστός και δημοφιλής ήρωας της σειράς). Ο Snake ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύνδρομο προγηρίας. Το σώμα και το πρόσωπό του παραμορφώνονται με απίστευτα ταχύ ρυθμό και ουσιαστικά πλέον δείχνει και βιολογικά είναι ένας άντρας 60 και βάρε χρονών. Παράλληλα, στα χρόνια που μεσολάβησαν από το Metal Gear Solid 2 : Sons of Liberty, μετά το θάνατο του Solidus, ο κόσμος έχει αλλάξει άρδην. Πλέον τα σώματα ασφαλείας είναι στην πλειοψηφία τους τεράστιες πολυεθνικές που έχουν παρεισφρήσει με τα πλοκάμια τους παντού, γεμίζοντας τα πεδία μάχης σε όλο τον κόσμο με δικούς τους ιδιωτικούς γενετικά τροποποιημένους στρατιώτες. Από ανεξάρτητη πηγή ανακαλύπτεις ότι ο κύριος υπεύθυνος και ιδιοκτήτης ποσοστού άνω του 95% αυτών είναι ο Liquid Snake, ο οποίος φέρεται να σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη και την τεχνολογία του στρατού του για να φέρει όλο τον κόσμο υπό την κατοχή του, πραγματοποιώντας έτσι το όραμα του Big Boss για τη δημιουργία του Outer Heaven, μιας φανταστικής κοινωνίας από μισθοφόρους, δίχως νόμους και περιορισμούς. Έτσι, ο ήρωάς σου ξανά ξεκινά σε μια από κάθε άποψη απέλπιδα προσπάθεια για να σταματήσει τη νέμεσή του Liquid και να κλείσει όλους τους παλιούς λογαριασμούς μια και καλή...

Κατ' αρχήν, ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ να κάνω οποιαδήποτε μορφής περίληψη για το σενάριο του παιχνιδιού. Είναι τόσο εκτεταμένο που κατά καιρούς σε ψαρώνει και σε συγκλονίζει με το ρυθμό που γεμίζει το μυαλό σου με πληροφορίες. Αν δεν έχετε ξαναπαίξει Metal Gear, η προηγούμενη παράγραφος που έγραψα δε σας λέει τίποτα. Μη μασάτε, θα τα καταλάβετε όλα στην πορεία του παιχνιδιού. Αν είστε παλιοί φανς και ακόμα δεν έχετε παίξει το Guns of the Patriots, είμαι σίγουρος ότι από μόνη της η αναφορά όλων αυτών των ονομάτων είναι από μόνη της αρκετή για να σας κάνει να κλείσετε ΤΩΡΑ τον υπολογιστή και να τρέξετε στο πιο κοντινό κατάστημα ηλεκτρονικών και να προμηθευτείτε το παιχνίδι. Δε μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια, αλλά εδώ θα αναγκαστώ να χρησιμοποιήσω αρκετά. Το Guns of the Patriots είναι το καλύτερο και το σημαντικότερο παιχνίδι για το Playstation 3 και αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για να αγοράσετε την τελευταία παιχνιδομηχανή της SONY. Ταυτόχρονα, είναι ένα από τα κορυφαία παιχνίδια όλων των εποχών, ανεξαρτήτως format.

Γραφικά – Είναι ίσως ένα από τα πιο άρτια παρουσιασμένα παιχνίδια όλων των εποχών. Αν και δουλεύει σε ανάλυση 720p, εντούτοις το επίπεδο της λεπτομέρειας συγκλονίζει. Από τα άψογα κατασκευασμένα μοντέλα χαρακτήρων ως το λείο, απίστευτα αληθοφανές animation, όλα όσα βλέπεις θαμπώνουν, εντυπωσιάζουν το μάτι, ενθουσιάζουν το μυαλό. Τι να πρωτοαναφέρεις? Τα πρόσωπα, τις φιγούρες, την επώδυνη ομορφιά των Beauty & the Beast τελικών κακών, τον τρόπο που ο ηλικιωμένος Snake τρίβει με παράπονο τη μέση του όταν βρίσκεται για πολλή ώρα σε κάποια άβολη στάση? Τις νιφάδες του χιονιού που μπερδεύονται στα μάτια, τα φρύδια, τα μαλλιά του ενώ η αναπνοή του αχνίζει? Την Octocamo στολή σας που προσαρμόζεται αυτόματα στη χρωματική παλέτα του περιβάλλοντός σας? Να μιλήσω για τα τεράστια διαδραστικά βίντεο (με διάρκεια που κάποιες φορές υπερβαίνει τη μια ωρα?!?) και τα άπειρα mini games, τις πολλαπλές εναλλακτικές γωνίες λήψης ΑΚΟΜΑ και κατά τη διάρκεια των cut-scenes? Ό,τι και να πεις για τα γραφικά του παιχνιδιού είναι πραγματικά λίγο.

Ήχος – Αστέρι και ναυαρχίδα του ηχητικού τμήματος του παιχνιδιού είναι οι απίστευτα καλοί διάλογοι, ειδικά η φωνή του Solid Snake. Το παλικάρι που έβαλαν να υποδυθεί τον πρωταγωνιστή, πρέπει να έχει μια σακούλα κάκαλα μισό κιλό! Εντύπωση προκαλεί όχι μόνο η ποιότητα των φωνών, αλλά και η ερμηνεία, η ηθοποιία που κρύβεται πίσω από αυτές. Το soundtrack είναι απλά καταπληκτικό με ατμοσφαιρικά κομμάτια, άψογης ποιότητας, αλλά και άπειρα διάσπαρτα τραγούδια που βρίσκετε υπό τη μορφή αντικειμένων, κρυμμένα στις πίστες του παιχνιδιού, τα οποία τα αποθηκεύετε και τα ακούτε όποτε θέλετε στό... ipod του Snake! Πολύ καλά και τα ηχητικά εφέ με δυνατούς και χορταστικούς ήχους από τα όπλα, μέχρι τους παράξενους ήχους των βιο-μηχανών και τα ανατριχιαστικά μουγγανιτά (!) των geckos!

Χειρισμός - Αίσθηση προκαλεί ο πολύ καλός χειρισμός, για την ακρίβεια, το Guns of the Patriots έχει μακράν τον καλύτερο χειρισμό από όλα τα άλλα παιχνίδια της σειράς, η οποία έτσι και αλλιώς φημίζεται για την ιδιοτροπία και την ιδιαιτερότητα του χειρισμού της. Ωστόσο, η τεράστια ελευθερία κινήσεων και η ευρύτατη γκάμα όπλων και κόλπων που έχετε στα χέρια σας, συνεπάγεται ένα αρκετά πολύπλοκο μοτίβο χειρισμού. Θα χρησιμοποιήσετε ταυτόχρονα όλα τα πλήκτρα του χειριστηρίου, μάλιστα κάποια από αυτά έχουν και δεύτερη εναλλακτική λειτουργία. Έτσι, θα σας πάρει κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να μάθετε καλά τα controls, αλλά αφού γίνει αυτό δε θα σας πιάνει τίποτα. Την κάμερα (με την οποία είχε ένα θεματάκι ο προηγούμενος τίτλος της σειράς, Metal Gear Solid 3 : Snake Eater) μπορείτε πλέον να την χειριστείτε ακριβώς όπως θέλετε εσείς και για πρώτη φορά (επιτέλους!) ο Snake μπορεί να κινείται κανονικά σε first person mode, με τόσο καλή απόδοση που πρακτικά μπορείτε να μετατρέψετε το παιχνίδι σε first person shooter, αν κάτι τέτοιο γουστάρετε.

Gameplay – Με τη μια το παιχνίδι θα σας δώσει να καταλάβετε ότι το κλασικό gameplay της σειράς Metal Gear διατηρείται στο ακέραιο και μάλιστα έχει υποστεί και ένα γενναίο lifting. Έχουν πλέον απομακρυνθεί στοιχεία από τους παλιότερους τίτλους που ήταν εντυπωσιακά μεν, αλλά δεν πρόσφεραν τόσο στην εμπειρία του παιχνιδιού. Έτσι δεν θα χρειαστεί πλέον να ανησυχείτε ούτε για ενοχλητικές κάμερες, ούτε για συλλογή φαρμακευτικού υλικού (ράμματα, γάζες, αντισηπτικά κλπ) την περιποίηση και το ράψιμο των τραυμάτων σας, ούτε και θα ασχοληθείτε με τη συλλογή τροφής, κλπ. Το μόνο πράγμα που θα σας απασχολήσει όσον αφορά τα στατιστικά του Snake είναι το life bar, που μετράει τη ζωή που σας απομένει, το morale bar, που μετράει ταυτόχρονα την κόπωση αλλά και το ηθικό & την ψυχική κατάσταση του χαρακτήρα σας και τέλος το % Camo, που είναι μια ένδειξη του πόσο καλά κρυμμένος είστε. Όσο μεγαλύτερο το ποσοστό του, τόσο πιο δύσκολο είναι να εντοπιστείτε από εχθρούς. Το γνωστό gameplay που δίνει σαφή προσανατολισμό στο stealth και στην αποφυγή της μάχης επίσης διατηρείται, μόνο που αυτή τη φορά ο Snake παρά τα χρονάκια του είναι μάλλον πιο δυνατός από άλλοτε, και έτσι ακόμα και οι λιγότερο υπομονετικοί παίκτες που έχουν ευαίσθητο trigger finger, ή όσοι θέλουν απλά να καφριλιάσουν, μπορούν να το κάνουν χωρίς αυτό να συνεπάγεται πλέον αναπόφευκτο game over. Όλα αυτά φυσικά γίνονται υπό προϋποθέσεις, καθώς ακόμα και ο πιο απλός στρατιώτης τείνει να είναι τουλάχιστον εξίσου δυνατός και εξοπλισμένος με τον Snake, οπότε ακόμα και στις στιγμές που γουστάρετε με τα πολυβόλα σας, πρέπει να το κάνετε πίσω από κάποιο εμπόδιο που να προσφέρει επαρκή κάλυψη.

Ένα ακόμα στοιχείο που προκαλεί εντύπωση είναι η απίστευτη, μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά, πληθώρα αντικειμένων και επιλογών που το παιχνίδι βάζει στα χέρια σας. Οι πίστες βρίθουν από κρυμμένα σημεία, μυστικές γωνίες, περάσματα και αντικείμενα. Μπορείτε να παίξετε το παιχνίδι όπως αγαπάτε, ανάλογα με τα γούστα και το στυλ σας. Προσαρμόζεται πλήρως με τις επιλογές σας και όποιος και να είναι ο τρόπος που θα διαλέξετε για να ολοκληρώσετε τις αποστολές σας, είναι εξίσου αποδοτικός. Μπορείτε απλά να γεμίσετε το όπλο σας και να αρχίσετε να καθαρίζετε κόσμο, να το παίξετε stealth commando φάση με το μαχαίρι σας και το tranquillizer gun, μπορείτε να περάσετε την πίστα απλά χωρίς να σας δει κανένας κάνοντας έρπειν κάτω από σήραγγες και χαμηλά περάσματα, προσέχοντας να μη φανείτε ούτε να ακουστείτε, η μπορείτε να αράξετε σε μια ταράτσα και με το sniper rifle να το παίξετε ελεύθερος σκοπευτής.

Ιδιαίτερη μνεία χρήζουν τα αντικείμενα, ιδιαίτερα τα όπλα που έχετε στη διάθεσή σας τα οποία είναι απλά ΑΠΕΙΡΑ. Παρόλα αυτά, όλα καταφέρνουν να ξεχωρίζουν, έχουν το κάθε ένα το δικό του, ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας, αναπαρίστανται από ένα κομψό και λεπτομερές τρισδιάστατο μοντέλο και τα περισσότερα από αυτά είναι αναβαθμίσιμα, συχνά με την προσθήκη 3 ή και 4 εξαρτημάτων. Βέβαια είναι σίγουρο ότι κάποια θα σας φανούν πιο χρήσιμα από κάποια άλλα. Πάντως το στάνταρ είναι ότι θα τερματίσετε το παιχνίδι χωρίς να έχετε προλάβει να δοκιμάσετε ούτε τα μισά από αυτά! Είναι τόσα πολλά! Το αυτό ισχύει για όλα και για τα κόλπα και τις μανούβρες που μπορείτε να κάνετε.

Ρεζουμέ – Νομίζω ότι ήμουν μέχρι τώρα αρκετά σαφής. Το Metal Gear Solid 4 : Guns of the Patriots είναι το καλύτερο παιχνίδι που μπορείτε να αγοράσετε αυτή τη στιγμή για το Playstation 3. Το εναλλακτικό stealth στυλ του ίσως να ψαρώσει στην αρχή μερικούς από εσάς, ειδικά αν δεν έχετε ξαναδοκιμάσει παιχνίδι του είδους. Ειδικά στην αρχή του παιχνιδιού, θα δείτε πολύ συχνά την οθόνη του game over, αλλά αυτό θα κρατήσει μέχρι να τη σακουλευτείτε τη φάση και μετά θα δείτε ότι θα παίζετε από ένστικτο και το παιχνίδι θα κυλάει σα γάργαρο νεράκι. Θα το τερματίσετε σε 19 με 20 ώρες, από τις οποίες τα βίντεο και τα cut scenes καταλαμβάνουν άνω του 50%. Τέλος, δε θα πρέπει να αμελήσουμε την αναφορά και στο online μέρος του παιχνιδιού, που είναι ιδιαίτερα πλούσιο και ανεπτυγμένο, με πολλά και πρωτότυπα game modes και συχνά updates που συνεχίζουν να γίνονται μέχρι και σήμερα. (Το πιο πρόσφατο που είδα το είχε κάνει η εταιρία προς τα τέλη Μαϊου.)

Τα θετικά – Γραφικά, ήχος, χειρισμός, gameplay, ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Κινηματογραφική παρουσίαση χολυγουντιανών προδιαγραφών. Τεχνική αρτιότητα σε όλο το μεγαλείο της. Βαθιά, πολύπλοκη, συγκλονιστική ιστορία. Γνήσιοι χαρακτήρες που σε κάνουν να συμπάσχεις μαζί τους. Υψηλό replay value.

Τα αρνητικά – Αν δεν έχετε ιδέα από τα παλιά παιχνίδια Metal Gear, πιθανό στην αρχή να χάσετε λιγάκι τη μπάλα, καθώς το σενάριο στηρίζεται αρκετά στα προηγούμενα. Κάποιες απόπειρες χιούμορ άλλοτε πετυχαίνουν, άλλοτε σε αποσπούν από την ιστορία. Το φινάλε είναι λιγάκι πιο τραβηγμένο από όσο θα έπρεπε. Σχετικά χαμηλό επίπεδο δυσκολίας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω καν αν έχει νόημα να γράφω τα ελαττωματάκια του παιχνιδιού, είναι τόσο λίγα και ασήμαντα σε σχέση με το γενικό σύνολο... το ένα και μεγαλύτερο πάντως είναι το εξής : Το παιχνίδι κάποτε ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ!!!

Ξανά, θέλω να πω ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στο Μιχάλη για όλα. Το παραπάνω review είναι αφιερωμένο σε σένα φίλε μου.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Hulk vs


Μιλάμε για δυο ταινίες κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους (διαρκούν περίπου 45 λεπτά η καθεμία) οι οποίες έχουν σαν κύριο θέμα τον τσαμπουκά του Hulk με κάποιο άλλο γνωστό comic ήρωα. Βγήκαν στην κυκλοφορία λίγο μετά από το τελευταίο The Hulk έργο, προφανώς για να επωφεληθούν από την αίγλη του. Και οι δυο ταινιούλες είναι φτιαγμένες από την εταιρία παραγωγής του Stan Lee και είναι κλασικό κινούμενο σχέδιο στο χέρι, σαν και αυτό που βλέπουμε Σαββατοκύριακο πρωί στο STAR. Οπότε η μάστιγα των CGI γραφικών δεν έχει περάσει από εδώ, είτε λόγω οικονομικής στενότητος, είτε λόγω νοσταλγικής διάθεσης, είτε (το πιθανότερο) λόγω και των 2. Πάντως και στις δυο περιπτώσεις, το προϊόν που προσφέρεται είναι απλώς διεκπεραιωτικό, δίχως να εντυπωσιάζει και είναι μάλλον κατάλληλο για τις μικρότερες ηλικίες, καθώς κάθε υποψία γραφικής βίας είναι οριστικά και αμετάκλητα πετσοκομμένη.

Hulk vs Thor

Ο Bruce Banner απάγεται από τον κακό Θεό Loki που θέλει να καταστρέψει τη Valhalla μέσα στο χρονικό διάστημα που ο πατέρας των θεών Odin βρίσκεται υπό ένα μυστικιστικό λήθαργο προκειμένου να ανανεώσει τις δυνάμεις του. Βλέπετε, για λίγες ώρες κάθε χρόνο, η κατοικία των καλών θεών μένει αφύλακτη από το δυνατότερο υπερασπιστή της και είναι τότε που οι δυνάμεις του σκότους συγκεντρώνονται σε μια ασφυκτική πολιορκία προκειμένου να την καταστρέψουν. Ωστόσο πάντα οι επιθέσεις αποκρούονται από τους κατοίκους της Valhalla που έχουν σαν επικεφαλή τους το Thor. To σχέδιο του Loki είναι να χρησιμοποιήσει ένα ξόρκι για να διαχωρίσει τον Bruce Banner από τον κτηνώδη εαυτό του και μετά να εξαπολύσει τον Hulk, όταν οι άμυνες της πόλεις έχουν εξαντληθεί από την πολιορκία. Επακολουθεί ο χαμός με μια μακροσκελή μάχη που τελειώνει στον Κάτω Κόσμο και τελικά τα πράγματα αποκαθίστανται στην πρότερή τους κατάσταση.

Αν και το σενάριο προσφέρεται για εντυπωσιασμούς και για καλλιτεχνικές ελευθερίες και πρωτοτυπίες, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Η πολιορκία από τις δυνάμεις του σκότους δε φαντάζει αρκετά ψαρωτική. Τα τέρατα και οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες είναι σαν να βγήκαν από το χρονοντούλαπο της 10ετίας του '80 και από τα πλάνα της αξέχαστης σειράς κινουμένων σχεδίων Dungeons & Dragons. Οι πρωταγωνιστές δεν απεικονίζονται ιδιαίτερα πιστά σε σχέση με όπως τους έχουμε μάθει από τα comics. Ο Bruce Banner σε όλα τα πλάνα στέκεται κάπου αβοήθητος και απλώς εκλιπαρεί με μια κλαψιάρικη εκνευριστική φωνή να σταματήσει η συμφορά που τον βρήκε. Ο Thor είναι πολύ άχρωμος και άγευστος και εδώ παρουσιάζεται καθαρά σαν θεός, τελείως απαλλαγμένος από το θνητό του alter ego. Δεν γίνεται ουδεμία εκμετάλλευση της πλούσιας μυθολογίας των Βορειοευρωπαϊκών λαών προκειμένου να εμπλουτιστεί η ιστορία και να αποκτήσει περισσότερο χρώμα, χαρακτήρα και ιδιαιτερότητα. Ωστόσο η ταινιούλα βλέπεται ανετότατα και είναι ανώτερη από τη δίδυμη αδερφή της. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αν και το ματς Hulk vs Thor καταλήγει... τύπου ισόπαλο, εντούτοις στα περισσότερα πλάνα ο Thor απεικονίζεται να μαζεύει το ξύλο της ζωής του από τον πράσινο μπουνταλά!

Hulk vs Wolverine

Ένα χωριό καταστρέφεται και ο Wolverine στέλνεται να ερευνήσει την αιτία. Οι μαρτυρίες που έχει αναφέρουν ένα πράσινο γίγαντα που μαινόμενος έσπειρε τον όλεθρο. Ψάχνοντας, πέφτει πάνω σε έναν ψυχολογικά συντετριμμένο Bruce Banner (που ΑΚΟΜΑ το μόνο που κάνει είναι να κλαψουρίζει και να παραπονιέται με την ίδια εκνευριστική φωνή της προηγούμενης ταινίας!). Ακολουθεί συννενόηση τσιμέντο που καταλήγει στη μεταμόρφωση του Bruce σε Hulk και το ξύλο αρχινά. Σύντομα ωστόσο αποκαλύπτεται ότι τα πράγματα δεν έχουν συμβεί έτσι και η μάχη μεταφέρεται στο μυστικό εργαστήριο που έφτιαξαν τον αδαμάντινο εξωσκελετό του Wolverine, όπου αυτός συγκρούεται με μια ομάδα κακών μεταλλαγμένων, πρώην συναδέλφων του, και όλους μαζί τους δέρνει ανεξέλεγκτα ο Hulk!!!

Ναι, το σενάριο είναι λιγουλάκι γιούργια, κυριολεκτικά χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, καθώς καθόλη τη διάρκεια της ταινίας όλοι τσακώνονται με όλους (ακόμα και οι κακοί μεταξύ τους!) δίχως ξεκάθαρο λόγο και αιτία. Έχοντας σχέδιο μετριότερο από το Hulk vs Thor και ίσως λιγάκι καλύτερη δράση, το ματς με τον Wolverine δεν βγάζει αποτέλεσμα γιατί απλώς... δεν υφίσταται κάτι τέτοιο σε ολοκληρωμένη μορφή, ωστόσο στις λιγοστές σκηνές που τσακώνονται, ο Hulk έχει άνετα το πάνω (πράσινο, τεράστιο) χέρι. Μοναδικό δυνατό σημείο, η παρουσία του villain θεού (και τραγικά αδικημένου και παραμελημένου!) Omega Red.

X – Men Origins : Wolverine


Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία ταινία των X-Men, η οποία παρεπιπτόντως δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Πιάνοντας τον παλμό του κοινού, οι παραγωγοί δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν αφενός τη δημοφιλία του Wolverine σαν χαρακτήρα, αφετέρου το προσωπικό γκελ και την αίγλη που απολαμβάνει ο πρωταγωνιστής Hugh Jackman. Έτσι, η πρώτη από τη σειρά ταινιών X-Men Origins (έργα που αντικείμενό τους είναι η αποκάλυψη της προσωπικής ιστορίας και η καλύτερη σκιαγράφηση του χαρακτήρα των ηρώων) που φιλοδοξούν να φτιάξουν, έχει αναπόφευκτα να κάνει με το ζοχάδα ήρωα με το μυστηριώδες παρελθόν. Για τα στοιχεία του οποίου είχε γίνει νύξη αρκετές φορές στα παλιά έργα X-Men και την ακριβή φύση του καλείται να διελευκάνει αυτό το εργάκι. Στα opening credits βλέπουμε και το όνομα του πρωταγωνιστή να φιγουράρει με την ιδιότητα του παραγωγού. Φιλόδοξο παλικάρι με όραμα. Και γιατί όχι?

Θα αρχίσω με τα αρνητικά της ταινίας, τα οποία είναι και τα (ποοολύ!) περισσότερα. Το έργο πάσχει από παντού. Όλη η ταινία υπηρετεί σαν καθρέφτης και φερέφωνο της φιλοδοξίας και της ωραιοπάθειας του Hugh Jackman. Πάνω από το 95% των πλάνων της είναι κοντινά του πρωταγωνιστή και των διάφορων προσόντων του. Έτσι, για πάνω από 100 λεπτά “απολαμβάνουμε” εναλλάξ τα νύχια του Wolverine, τα μαλλιά του Wolverine, τα μπράτσα του Wolverine, το στήθος και το άσπρο (δε μπα να γκρεμίζονται ολόκληρες πόλεις, το φανελάκι του ουδέποτε λερώθηκε... η διαφορά μεταξύ λευκού και πραγματικά καθαρού!) φανελάκι του Wolverine, τον κώλο του Wolverine, τις άλλοτε προβληματισμένες, αλλοτε τσαντισμένες, άλλοτε περίλυπες εκφράσεις του προσώπου του Wolverine και πάει λέγοντας. Η εξιστόρηση της ζωής του γίνεται με τρόπο τσαπατσούλικο, με χοντρές παραλύψεις και λογικά κενά. Το love story της υπόθεσης είναι σαν να το πέρασες με ΑΖΑΞ. Αόρατο. Μοναδική αξία οι βυζάρες της μελαχρινής όπως διακρίνονται από το ντεκολτέ της. Φανταστείτε, χτες είδα το έργο και δε θυμάμαι ούτε το όνομά της. Και αν μη τι άλλο, όπου δω ένα δυνατό ζευγάρι βυζιά τείνω να μη το ξεχνώ. Τόσο καλά.

Δεν ξέρω αν ευθύνεται ο σκηνοθέτης ή το μοντάζ για αυτό, αλλά σε όλη τη διάρκεια του έργου έχεις την αίσθηση ότι λείπουν σκηνές. Ακόμα, για άγνωστο σε μένα τουλάχιστον λόγο, γίνονται κάποιες συμβάσεις που δε συμπνέουν με τη μυθολογία του comic. Υπονοείται ότι ο Wolverine είναι αθάνατος και μπορεί να σκοτωθεί μόνο αν του κόψεις το κεφάλι. Μάλλον ο σεναριογράφος έβλεπε πολύ Highlander στη φάση που δούλευε. Ασυγχώρητα τα λάθη και οι λογικές παραλείψεις, το σενάριο είναι κυριολεκτικά διάτρητο. Κόσμος σκοτώνεται χωρίς λόγο και αιτία. Οι πράξεις των χαρακτήρων συχνά αντιβαίνουν στη λογική και στα πιστεύω τους. Δείτε τη μάχη Wolverine / Gambit / Victor και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ο Wolverine τελικά χάνει τη μνήμη του με μια... λεπτή νευροχειρουργική επέμβαση μέσω μιας σφαίρας από Αδαμάντιο στο κεφάλι, με τη λεπτομέρεια ότι ο κακός που του την ήπαιξε ήξερε, ΗΤΑΝ ΣΙΓΟΥΡΟΣ από την αρχή ότι έτσι θα τον κάνει να χάσει τη μνήμη του. Χαρακτήρες εμφανίζονται από το πουθενά και εξαφανίζονται γιατί έτσι σας αρέσει. Ο Ryan Reynolds έχει εκ προοιμίου εξασφαλίσει το φετινό χρυσό βατόμουρο. Μιλάμε για ερμηνεία τόσο κακή που ενοχλεί. Ευτυχώς που ο ρόλος του είναι διακοσμητικός. Τον Gambit ακόμα να καταλάβω γιατί τον έβαλαν στο έργο, καθώς η παρουσία του δεν εξυπηρετεί με κανένα τρόπο τη ροή της ιστορίας. Το αυτό ισχύει και για τον έφηβο Cyclops.

Όσον αφορά την ηθοποιία άστα να πάνε. Το σύνολο των χαρακτήρων είναι απλώς καρικατούρες, με ελλιπή ανάπτυξη, χαζοδιαλόγους και κακές αρμηνείες. Για πρώτη φορά σε έργο της σειράς απογοητεύει ακόμα και ο ίδιος ο Jackman, ο οποίος στις παλιότερες ταινίες διατηρούσε μια τουλάχιστον καλή ερμηνεία. Θα με πεις, με τι καρδιά και διάθεση να ερμηνεύσουν τα παιδιά τα σκουπίδια που τους βάζουν να πουν. Έλα μου ντε... Θα επιμείνω στον αηδιαστικό Ryan Reynolds. Το παιδί ερμηνευτικά δεν το 'χει ούτε για τσόντα. Υποθέτω ότι όλα αυτά δε θα ενοχλήσουν ιδιαίτερα τις μικρότερες ηλικίες, ούτε το κοινό – κοτόπουλο που μπαίνει στο cineplex για να βοσκήσει καλαμπόκι και να δει εκρήξεις. Ωστόσο έχουμε δει τόσα καλύτερα στο είδος τους και παλιότερα (και με πολύ φτωχικότερο budget) έργα που ειλικρινά σε πιάνει απορία με την προχειρότητα και την ανεπάρκεια αυτού του προϊόντος σε ΟΛΟΥΣ τους τομείς πλην του οπτικού.

Αυτό είναι και το μοναδικό στοιχείο που διασώζεται. Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι εντυπωσιακή. Άψογα εφέ, ποιότητα εικόνας και ήχου, εντυπωσιακές εκρήξεις, καταστροφές κτηρίων, δυνατές συγκρούσεις. Εξαιρετικά φτιαγμένες είναι και οι ιστορικές σκηνές που δείχνουν τον πρωταγωνιστή σε διάφορες φάσεις της ζωής του, από τον Αμερικάνικο εμφύλιο, στους Ά & ΄Β Παγκοσμίους πολέμους, στο Βιετνάμ και αλλού. Η τελική μάχη των Wolverine & Victor με τον Weapon XI μοιάζει να έχει ζωντανέψει κατευθείαν από τις σελίδες κάποιου καλού comic. Όλα αυτά ωστόσο αρκούν? Δεν το παίζω κουλτουριάρης εδώ, γουστάρω μια καλή χαζή ταινία δράσης τόσο όσο και ο μέσος 13χρονος. Αν μη τι άλλο, τα παλιότερα review που έχω κάνει σε τούτη τη σελίδα το αποδεικνύουν. Γαμώ το κέρατό μου, διαβάζω κιόλας comics, έχω σειρές ολόκληρες στη βιβλιοθήκη μου, μαζί με κάποιες συλλεκτικές τσόντες. Ήθελα πολύ να μου αρέσει αυτή η ταινία. Αλλά τα 100 λεπτά που διαρκεί είναι τόσο αδιάφορα, τόσο κενά από χαρακτήρα, ουσία και μαγκιά, που κάποιες φορές φαντάζουν αβάσταχτα.

Uncharted – Drake's Fortune


Για να είμαι ειλικρινής, είχα μια αρνητική προδιάθεση απέναντι σε αυτό το παιχνιδάκι. Ο λόγος απλός : προκειμένου να αγοράσει κανείς Playstation 3, τουλάχιστον την περίοδο που το αγόρασα εγώ, το μοναδικό (σχεδόν) πακέτο προσφοράς που υπήρχε ήταν αυτό με την κονσόλα συν τα παιχνίδια Uncharted & Gran Turismo Prologue. Η μοναδική εναλλακτική λύση ήταν να αγοράσω το πακέτο που είχε την κονσόλα & το παιχνίδι Killzone 2, κάτι που δε θα έκανα γιατί το Killzone όσο τούμπανο γραφικό και να έχει και όσο καλό και να είναι, δεν παύει να είναι ένας τίτλος που τον τερματίζεις σε 2 με 3 απογεύματα και δεν είχα καμιά όρεξη να ξοδέψω 60 ευρώ για κάτι που μπορώ να το απολαύσω εξίσου με τα 2 ευρώ της ενοικίασης. Το ιδεατό για μένα θα ήταν να έβρισκα την κονσόλα σκέτη σε χαμηλότερη τιμή από αυτή του πακέτου προσφοράς και με τα υπόλοιπα χρήματα να αγόραζα έναν τίτλο της αρεσκείας μου. Ωστόσο αυτό δεν φάνηκε δυνατό, τόσο γιατί πλέον η στρατηγική της SONY ΕΛΛΑΣ είναι να προωθεί την κονσόλα μαζί με παιχνίδι, όσο και γιατί τα εναπομείναντα σκέτα Playstation 3 που κυκλοφορούν εκεί έξω αφενός είναι κονσόλες παλιότερης εργοστασιακής φουρνιάς, αφετέρου η τιμή τους είναι ελάχιστα (ως καθόλου) χαμηλότερη από αυτή του πακέτου προσφοράς.

Έτσι αγόρασα το προαναφερθέν πακέτο με τα 2 παιχνίδια. Και για το Gran Turismo ήμουν ΟΚ, στο κάτω κάτω αποτελεί τίτλο εγγύηση και έτσι και αλλιώς ήθελα ένα racing παιχνίδι στη συλλογή μου. Αλλά το Uncharted? Δεν γνώριζα τίποτα για αυτό το παιχνιδάκι και δεν επιθυμούσα και να μάθω, για να είμαι ειλικρινής. Οπότε, μόλις ξετύλιξα το Playstation και έφτιαξα τις αρχικές του ρυθμίσεις (είμαι ακόμα υπερβολικά ανεπρόκοπος για να ασχοληθώ να το συνδέσω και στο internet) έβαλα και το δισκάκι του Gran Turismo και χαιρόμουνα (θα μιλήσουμε και για αυτό σε μελλοντικό review) αγνοώντας επιδεικτικά το Uncharted. Έλεγα μέσα μου : “Ώστε με υποχρέωσαν να σε αγοράσω, ε? Θα σου δείξω εγώ! Θα σε αφήσω να σαπίσεις στο κουτί σου!” Ναι, τόσο μαλάκας είμαι. Συνήθως. Κάποια στιγμή που ψιλοβαρέθηκα να βλέπω το Suzuki Capuccino μου να τρώει τη σκόνη των άλλων, είπα να το δοκιμάσω. Και χάρηκα ακόμα περισσότερο.

Κατ' αρχήν, δεν πρόκειται για παιχνιδάκι. Υπερπαραγωγή είναι. Δείτε τα credits τέλους και θα καταλάβετε τι εννοώ. Πρακτικά είναι μια CGI ταινία που αναλαμβάνεις εσύ να φέρεις εις πέρας τα κομμάτια της δράσης και της εξερεύνησης. Το gameplay με μια πρόταση μπορεί να περιγραφεί ως εξής : “To Tomb Raider συναντά το Gears of War”. Τριγυρνάτε σε εξωτικά μέρη της Νοτίου Αμερικής και εξερευνάτε με στυλ και χειρισμό Tomb Raider αλλά στο πολύ πιο χαλαρό του, ενώ στις φάσεις που ανταλάσσετε πυροβολισμούς με τους εχθρούς σας ο χειρισμός πρακτικά αντιγράφει αυτόν του Gears of War με στρατηγική χρήση των στοιχείων του περιβάλλοντος για να καλύπτεστε από τα εχθρικά πυρά και να τα χρησιμοποιείτε κατάλληλα προκειμένου να βρεθείτε σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους αντιπάλους σας.

Σενάριο – έχετε υπό τον έλεγχό σας τον Nate Drake, ένα ολίγον τι λαμόγιο εξερευνητή που ισχυρίζεται ότι είναι άμεσος απόγονος του μυθικού εξερευνητή Sir Francis Drake. Από την εισαγωγή του παιχνιδιού, ο Nate ανακαλύπτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο διάσημος πρόγονός σας είχε ανακαλύψει τη μυστική τοποθεσία του El Dorado, της μυθικής χρυσής πόλης των Incas. Ξεκινά λοιπόν σε ένα περιπετειώδες ταξίδι με την τολμηρή ρεπόρτερ Elena και με τον ηλικιωμένο συνεργάτη του και ακόμα μεγαλύτερο λαμόγιο Sullivan, έχοντας στο κατόπι του να τον κυνηγάνε αντίπαλοι εξερευνητές, μισθοφόροι τυχοδιώκτες και όλα αυτά είναι μόνο η αρχή. Το σενάριο είναι άμεσα επηρεασμένο από τα παιχνίδια και τις ταινίες Indiana Jones, Tomb Raider, National Treasure και ενστερνίζεται όλα τα κλισέ και τις νόρμες που περιμένεις να δεις. Εξωτικά τοπία, εκρήξεις, ατμοσφαιρικές τοποθεσίες, γραφικοί χαρακτήρες, μια δόση από supernatural και φυσικά στο τέλος σώζεις τον κόσμο και κερδίζεις και το κορίτσι. Ωστόσο, όλα είναι δοσμένα με τόσο άψογο, χολυγουντιανό τρόπο, που ουδέποτε σε ενοχλεί η όλη προβλεψιμότητα του σεναρίου, στο κάτω κάτω για παιχνίδι δράσης μιλάμε, ούτε για κινηματογραφική ταινία, ούτε για adventure game. Οπότε, το σκριπτ στην περίπτωση του Uncharted κρίνεται τουλάχιστον επαρκέστατο.

Γραφικά – με μια λέξη : Απολαυστικά. Αν και η ανάλυση του παιχνιδιού είναι στα 720p εντούτοις αυτό δεν έχει καμία σημασία. Κάθε λεπτομέρεια στο Uncharted αποτελεί κομψό γλύκισμα για το μάτι. Ο τίτλος είναι ταμάμ για να επιδείξετε τις γραφικές δυνατότητες της νέας σας κονσόλας και την ανάλυση της τηλεόρασής σας στους φίλους σας. Τα φύλλα στα δέντρα κουνιούνται με το παραμικρό αεράκι, θάμνοι και φυλλωσιές στολίζουν το εξωτικό τοπίο και εντυπωσιάζουν με τη λεπτομέρειά τους, οι τοίχοι έχουν άψογη, σχεδόν αληθινή υφή, ξασπρισμένα κόκαλα αντανακλούν το φώς του πυρσού σας σε ανήλιαγους τάφους και παράγουν ρεαλιστικές, τρομακτικές σκιές. Ο χαρακτήρας σας έχει απίστευτα φυσική κίνηση, από τα ρούχα του στάζουν νερά και στεγνώνει σταδιακά με την πάροδο του χρόνου αφότου τον βουτήξετε σε υγρό στοιχείο, το πρόσωπό του παίρνει συνεχώς διάφορες εκφράσεις, ειδικά αν βρεθεί σε καταστάσεις που απειλέιται άμεσα η ζωή του (ειδικά αν κάποιος ρίξει χειροβομβίδα προς το μέρος του). Μοναδικά παραπονάκια, οι μεγάλες εκρήξεις που θα μπορούσαν να είχαν δουλευτεί καλύτερα και η περιορισμένη αλληλεπίδραση με τα αντικείμενα του περιβάλλοντος.

Ήχος – επαρκέστατος με καλογραμμένους και καλοειπωμένους διάλογους, ειδικά των 3 πρωταγωνιστών. Ο Nate συγκεκριμένα δε βάζει γλώσσα μέσα και πολλές φορές θα τον πιάσετε να γκρινιάζει, να βρίζει μέσα από τα δόντια του και να μουρμουράει όταν τον στριμώχνουν οι εχθροί. Πυροβολισμοί και εκρήξεις ακούγονται μια χαρά (με εξαίρεση κάποια δυνατότερα περίστροφα που δεν έχουν κάποιον ήχο που να αποτυπώνει επαρκώς την ισχύ τους). Νερά κελαρίζουν με κρυστάλλινη ποιότητα, εχθροί σας απειλούν και προσπαθούν να σας ψαρώσουν χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ποικιλία από ατάκες, εξωτικές προφορές και καλή ηθοποιία στην εκφώνησή τους. Με άλλα λόγια, μια χαρά είναι ο ήχος που συμπληρώνεται από ένα ατμοσφαιρικό soundtrack, υποτονικό στο μεγαλύτερο μέρος του αλλά με τις απαραίτητες κορυφώσεις όταν η στιγμή το απαιτεί, χωρίς ωστόσο και να έχει αυτό το κάτι που θα τον αναδείξει σε ιδιαίτερα αξιοσημείωτο επίπεδο, σαν και αυτόν του Gran Turismo ή του Metal Gear Solid 4

Gameplay – στιβαρός, καλός χειρισμός που αξιοποιεί έξυπνα τις εξτρά δυνατότητες του SIXAXIS χειριστηρίου της κονσόλας. Πολύ καλή δουλειά έγινε στην κάμερα που ελέγχεται γρήγορα και άμεσα από τον παίκτη και σχεδόν ποτέ δε σας προκαλεί πρόβλημα. Ο Nate ανταποκρίνεται άμεσα και δίχως λάθη στις εντολές σας. Ένα μικρό μπλέξιμο μπορεί να έχετε με το χειρισμό όταν ο χαρακτήρας σας καλύπτεται πίσω από τοίχους και εμπόδια, αλλά δεν πρόκειται για κάτι που θα σας προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα. Οι ανταλλαγές πυροβολισμών διεξάγονται ομαλά αν και σε κάποιες φάσεις τείνουν να αυξάνουν απότομα τη δυσκολία τους. Θα βρεθείτε αρκετές φορές στη δυσάρεστη θέση να ξαναπαίξετε τη μονομαχία από την αρχή γιατί δεχτήκατε από το πουθενά μια σφαίρα στο δόξα πατρί. Ενώ ο χαρακτήρας σας τείνει να πεθαίνει σχετικά εύκολα με λίγους μόνο πυροβολισμούς, οι εχθροί παρουσιάζουν μια αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα, μπορούν άνετα να δεχτούν 5 και 6 σφαίρες στο σώμα και εντούτοις να συνεχίσουν να σας επιτίθονται. Βέβαια, υπάρχουν και τα head shots που κάνουν την κατάσταση πιο εύκολη, αλλά αυτά γίνονται δύσκολα και παραδόξως πιάνουν πολύ καλύτερα με τα απλά περίστροφα, παρά με τις θεωρητικά ισχυρότερες rifles. Στον αντίποδα, το κομμάτι της εξερεύνησης είναι αρκετά εύκολο και γραμμικό και ο χειρισμός του παιχνιδιού τείνει να επιδεικνύει μεγάλη ελαστικότητα στα δικά σας σφάλματα και ανακρίβειες. Τέλος, το κομμάτι της μάχης σώμα με σώμα είναι σχετικά αδούλευτο αλλά ευτυχώς δε θα χρειαστεί σχεδόν ποτέ να το χρησιμοποιήσετε.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην τεχνητή νοημοσύνη των αντιπάλων, η οποία είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη και καλοδουλεμένη. Οι εχθροί σας καλύπτονται από τα πυρά σας, κάνουν κυκλοτικές κινήσεις προκειμένου να σας την πέσουν από παντού και χρησιμοποιούν χειροβομβίδες αν διαπιστώσουν ότι έχετε ταμπουρωθεί κάπου για πολή ώρα. Το ίδιο ισχύει και με την τεχνητή νοημοσύνη των συνεργατών σας, στις λίγες περιπτώσεις που θα βρεθείτε να πολεμάτε με αυτούς στο πλευρό σας. Το παιχνίδι τερματίζεται κατά μέσο όρο σε 3 με 4 χαλαρά απογεύματα, διάρκεια καλή για τίτλο του είδους. Για όσους από εσάς γουστάρουν παραπάνω υπάρχει η συλλογή με τα τρόπαια που μαζεύει ο Nate στη διάρκεια του παιχνιδιού. Θησαυροί και κομψοτεχνήματα που είναι καλά κρυμμένα σε διάφορες τοποθεσίες και με αυτά φτιάχνετε μια μικρή συλλογή την οποία μπορείτε να την καμαρώσετε όποια στιγμή θέλετε. Επίσης ανάλογα με την απόδοση σας στο παιχνίδι, ξεκλειδώνονται διάφορα achievments, τίτλοι που πιστοποιούν τα κατορθώματα σας με ένα σύστημα ανάλογο με αυτό των παιχνιδιών του XBOX 360, με τα οποία μπορείτε να καυχιέστε, ακόμα και online.

Ρεζουμέ – το Uncharted – Drake's Fortune είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακό παιχνίδι. Προσφέρεται για γρήγορη, ανάλαφρη ψυχαγωγία κινηματογραφικών προδιαγραφών και εγγυάται να σας κάνει να περάσετε ευχάριστα κάποια απογεύματα. Έχοντας βγει σε platinum έκδοση και με τιμή που μπορεί και να κυμαίνεται σε κάτω από 20 ευρώ σε ορισμένα καταστήματα, είναι μια καλή αγορά για τη συλλογή σας.

Reeker (Ελ. Υπότιτλος – Το Σάπιο)


Άκου τίτλο που βρήκαμε οι Έλληνες να βάλουμε στην ταινία! Άιντε μετά να πείσεις κάποιον άνθρωπο με έστω μισό δράμι μυαλό να φιλοτιμηθεί να τη δει. Το στόρι – 5 νέοι ταξιδεύουν για ένα rave πάρτι στην έρημο έξω από την περιβόητη Area 51. Κάπου στην πορεία αποκλείονται σε ένα εγκατελειμμένο μοτέλ και παράξενα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν. Τα τηλέφωνα δε λειτουργούν, ραδιόφωνα και ασύρματοι το ίδιο και γενικώς τα πάντα δείχνουν ότι για κάποιο λόγο υπάρχει μια ολοένα και δυσχερέστερη επαφή με τον κόσμο γύρω τους, σαν αυτός σταδιακά να εξαφανίζεται. Παράξενα φαινόμενα αρχίζουν να συμβαίνουν, διαμελισμένα πτώματα που περπατάνε, περίεργοι ήχοι και οσμές, ο κακός από το karate kid τους κάνει αρμένικη βίζιτα και έχει και κάποια περίεργα και ιδιαίτερα ενοχλητικά κενά μνήμης... και σημαντικότερο όλων, ένα πλάσμα που μοιάζει με shadow από το Dungeons & Dragons και έχει ιδιαίτερο θέμα με την προσωπική υγιεινή, θέλει να τους ξεπαστρέψει όλους, ένα προς έναν...

Παράξενο εργάκι. Ξεκινά σαν κλώνος του scream με την κλασική ομάδα χαζών έφηβων που πάνε όλοι μαζί παρέα κάπου. Προφανώς, η πληθώρα τέτοιων ταινιών ή υποδηλώνει ότι οι Αμερικάνοι έφηβοι έχουν ιδιαίτερα πολύ χρόνο και χρήμα να ξοδέψουν, ή κάποιοι από χόλυγουντ μεριά μας δουλεύουν ψιλό γαζί. Τέλωσπάντων. Όσο η ταινία συνεχίζει, η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται με αρκετά λεπτομερή (τουλάχιστον για ταινία του είδους) τρόπο. Παράλληλα, οι παρατεταμένες σκηνές αγωνίας, η έλλειψη δράσης και κάποιες αρκετά επιτυχημένες ανατριχιαστικές σκηνές, σε κάνουν να αναθεωρείς την αρχική σου εκτίμηση για το έργο. “Ώπα”, λες. “Εδώ έχουμε να κάνουμε με ποιότητα”. Λίγο πριν το τέλος, όταν εμφανίζεται το πλάσμα, η ταινία μετατρέπεται σε ένα συνεχόμενο κυνηγητό. Όλες οι υποσχέσεις και οι θεωρίες συνομοσίας που μέχρι στιγμής σου έταζε το σενάριο αρχίζουν να καταρρίπτονται. Παρόλα αυτά, αυτό δε σε ξενερώνει πολύ, αν μη τι άλλο τουλάχιστον η δράση σε διασκεδάζει. Στο φινάλε, όταν σου αποκαλύπτεται τελικά το τι στα κομμάτια συμβαίνει σε αυτή την ταινία, γουστάρεις και ξενερώνεις ταυτόχρονα. Γουστάρεις γιατί το συγκεκριμένο concept (θα καταλάβετε όταν δείτε το έργο) είναι πάντα ευπρόσδεκτο σε θρίλερ. Ξενερώνεις, γιατί τίποτα από όλα όσα διαδραματίζονταν επί μιαμιση ώρα επί της οθόνης δεν σου έδιναν το παραμικρό στοιχείο για το φινάλε. Για την ακρίβεια, σε προετοίμαζαν για οτιδήποτε ΕΚΤΟΣ από αυτό.

Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Το The Reeker είναι μια καλογυρισμένη ταινία. Η αγωνία και το suspense δίνονται σε σωστές γενναιόδωρες δόσεις, η δράση είναι τουλάχιστον αξιοπρεπής, οι ερμηνείες συμπαθείς και οι χαρακτήρες επαρκέστατα δωσμένοι. Το “τέρας” της ταινίας είναι άψογα φτιαγμένο, σε σκιάζει και σε εντυπωσιάζει συνάμα, χρησιμοποιώντας έναν έξυπνο συνδιασμό CGI και θριλεριάρικου make-up. Αυτό που αποδεικνύεται αχίλλειος πτέρνα του, είναι η φιλοδοξία του. Τάζει πολλά και λίγα δίνει, όπως έκανε το Age of Conan στο διαδίκτυο και τώρα δεν προλαβαίνουν να αποδομούν τους server του. Όλες, μα ΟΛΕΣ οι σεναριακές red herrings και οι παράπλευρες ιστορίες του σου βγαίνουν στην τελική άκυρες και το φινάλε φαντάζει ξένο και άσχετο με όλα όσα έβλεπες τόση ώρα πριν. Και η σύγκριση δε το ευνοεί – μας τα έχουν πει και άλλοι, εδώ και πολύ καιρό και με πολύ καλύτερο τρόπο. Η έλλειψη σαφούς προσανατολισμού επίσης δε βοηθά. Θέλει να είναι μοντέρνο, γκαζωμένο και hip, αλλά θέλει να κρατάει και μια ποιοτική πισινή. Η έλλειψη δράσης και οι παρατεταμένες σκηνές αγωνίας κάνουν περίεργο κοντράστ με τα κυνηγητά του δεύτερου μισού της ταινίας, οι ερωτικές φάσεις είναι πετσοκομμένες και οι αναίμακτοι και (φαινομενικά) άσχετοι φόνοι απογοητεύουν. Ωστόσο, παραμένει ένα καλό b-movie πακέτο που θα κάνει μια χαρά τη δουλειά του σε ένα νεαρότερο και λιγότερο απαιτητικό κοινό που δεν έχει ακόμα γνωρίσει αριστουργήματα όπως το Jacob's Ladder και τόσα άλλα.

Son of Rambow


Όχι, δεν σας γελούν τα ματάκια σας. Ούτε και έχω κάνει ορθογραφικό λάθος στον τίτλο. Και ναι, το θέμα της ταινίας είναι αυτό που νομίζετε... περίπου. Απίστευτα σουρεάλ κωμωδία με ήρωες δυο δεκάχρονα πιτσιρίκια που θέλουν να γυρίσουν μια ταινία για το γιό του Ράμπο! Το ένα μάλιστα από αυτά, όντως ΠΙΣΤΕΥΕΙ ότι είναι ο γιός του Ράμπο! Ο οποίος υποτίθεται ότι κρατείται αιχμάλωτος από ένα κακό σκιάχτρο! Φρουρούμενος από ένα χρυσό ιπτάμενο σκυλί! Και πού είσαι ακόμα, όλα αυτά είναι μόνο η αρχή. Low budget ερασιτεχνική προσπάθεια, Βρεττανίλα μέχρι το κόκαλο, με κουλό αλλά πάντοτε έξυπνο χιούμορ. Συμπαθέστατοι πρωταγωνιστες, πολύ καλή ερμηνεία και σκηνοθεσία (αν και θα την προτιμούσα κομματάκι πιο εμπνευσμένη...)

Πέρα από το αστείο της υπόθεσης όμως, αυτό το ταινιάκι κρύβει μέσα του πολύ βάθος. Η ανάλυση των χαρακτήρων γίνεται σε απίστευτα εκτενή βαθμό, τέτοιο που σπάνια βλέπεις σε έργο του είδους. Στη διάρκεια μιάμισης ώρας μαθαίνεις να αγαπάς και να συμπονάς όλους τους βαρεμένους τύπους που παρελάζουν μπροστά στην οθόνη σου. Ιδιαίτερα τα πιτσιρικάκια. Τα οποία πέρα από την πλάκα τραβάνε γερά ζόρια και παλεύουν ακατάπαυστα με τους δαίμονες της προσωπικής, ασφυκτικής τους καθημερινότητας. Και όπως κάθε μεγάλη κωμωδία, έτσι και στο Son of Rambow, η γεύση του είναι γλυκόπικρη, ο χαβαλές έρχεται σετάκι με μια γερή δόση μελαγχολίας και ένα aftertaste κάθαρσης στο φινάλε.

Πείτε με χαζορομαντικό, αλλά πάντα είχα κάτι για τις ιστορίες που είχαν για ήρωες ονειροπαρμένους loser. Από το Δον Κιχώτη όταν τον διάβασα παιδί ακόμη, μέχρι και τώρα. Ίσως γιατί ταυτίζομαι, γιατί είμαι και εγώ κατά βάθος ένας τέτοιος. Άτομα ντροπαλά, εσωστρεφή, με υπερτροφική φαντασία που δίνουν σιωπηλά το δικό τους προσωπικό (και από χέρι χαμένο) αγώνα εναντίον μιας καθημερινής ασχήμιας, που συχνά είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τα τέρατα και τους κακούς του σινεμά. Επειδή είναι ύπουλη η ρουφιάνα, είναι άχρωμη, άοσμη και διόλου απτή και μοναδικός σκοπός της είναι να σε απορροφήσει και σένα, να σε ξαναπλάσει κατ' εικόνα και ομοίωση, να σε κάνει ίδια σκατά με όλους τους άλλους εκεί έξω. Ξέρετε για ποιούς μιλώ.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Room 205


Μια φοιτήτρια βρίσκει δωμάτιο σε μια φοιτητική εστία η οποία φημολογείται ότι είναι στοιχειωμένη από το φάντασμα ενός κοριτσιού που πέθανε εκεί από ηλεκτροπληξία. Σύντομα, αφού εγκατασταθεί εκεί, θα αρχίσουν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα φαινόμενα με κλιμακούμενη ένταση. Μιλάμε για τυπικό δείγμα Νορβηγικού... Japanese Horror!!! Δε σας κάνω πλάκα, το ταινιάκι αυτό θυμίζει πολύ ανατολίτικη σχολή θρίλερ, τόσο στα πλάνα του όσο και στην “ναι στην ατμόσφαιρα, όχι στη δράση” προσέγγισή του. Αυτό είναι ταυτόχρονα το δυνατό του χαρτί, αλλά και η Αχίλλειος πτέρνα του. Το γιατί συμβαίνει αυτό, θα το αναλύσουμε παρακάτω.

Τα υπέρ – Εξαιρετικά καλογυρισμένο, καλή σκηνοθεσία και φωτογραφία συμβάλλουν σε ένα αποτέλεσμα αν μη τι άλλο ατμοσφαιρικότατο. Η μικρή πρωταγωνίστρια είναι κουκλάκι σωστό με υπέροχα εκφραστικά ματάκια. Γράφει άψογα στο φακό και η ερμηνεία της είναι τουλάχιστον συμπαθητική. Ο σκηνοθέτης κατέχει καλά την τέχνη του suspense με – όσο πρέπει - σκοτεινά πλάνα, σωστή επιλογή σκηνών, ηχητικών εφφέ και της λίγης μουσικής που το φιλμάκι αυτό διαθέτει. Κάποιες ωραίες και αρκούντως ανατριχιαστικές φάσεις.

Τα κατά – Αυτά είναι δυστυχώς τα περισσότερα. Απόλυτα προβλέψιμο σενάριο και σκηνές. Μετά από μια μικρή περίοδο προσαρμογής θα πιάνεις τον εαυτό σου να μαντεύει “τώρα από εδώ θα ξεπηδήσει το φάντασμα” ή “αυτός είναι ο επόμενος που θα πεθάνει, στάνταρ” ή “τώρα το πλάνο θα αλλάξει έτσι και θα γίνει αυτό”. Συνήθως – σχεδόν πάντα – θα διαπιστώσεις ότι έχεις δίκιο. Επαναλαμβανόμενες σκηνές (τι σκατά, πόσους καθρέφτες έσπασαν σε αυτό το έργο? Έχασα το μέτρημα...) Μέτριες ερμηνείες και σκουπιδοδιάλογοι τύπου :

“- Είσαι φρικιό.
Όχι, δεν είμαι.
Ναι, είσαι...”

Τέλος, η τελική αναμέτρηση με το φάντασμα του κοριτσιού είναι μέτρια, χωρίς την απαιτούμενη κλιμάκωση και σε τελική ανάλυση μένουμε με ένα καλογυρισμένο μεν, συντηρητικό και “αναίμακτο” έργο δε. Δεν πρόκειται να βλαστημήσετε τη μιάμιση ώρα που θα χάσετε από τη ζωή σας για να το δείτε, αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να σκεφτείτε πολύ περισσότερα και καλύτερα πράγματα που θα μπορούσατε να κάνετε με δαύτη...