Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

My Name is Bruce, Let the Right One In

My Name is Bruce

Προσκύνημα! Πες, τώρα, ότι ένας αρχαίος Κινέζος θεός προστάτης των νεκρών και της... κρέμας φασολιών αμολιέται στην πόλη σου και τα κάνει όλα λίμπα. Ποιός είναι ο κατάλληλος άνθρωπος που θα φωνάξεις για να καθαρίσει? Μήπως είναι οι μπάτσοι? Μήπως είναι ο σούπερμαν? Μήπως είναι ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος? ΟΧΙ!!! Είναι ο Bruce Campbell!

Ο Bruce Campbell είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του και μια από τις πιο σημαντικές cult φάτσες ever. Αν δεν καταλαβαίνεις ακόμα για ποιόν μιλάμε, δηλαδή άμα δεν έχεις δει την τριλογία Evil Dead, το Bubba-Ho-Tep και πόσα άλλα διαμάντια στα οποία έχει πρωταγωνιστήσει, τότε προφανώς διαβάζεις λάθος μπλογκ.

Σε αυτή την ταινία αυτοσαρκάζει ασύστολα και καννιβαλίζει τον εαυτό του, παίζοντας... τον εαυτό του! Δηλαδή ενός ηθοποιού που από τα νιάτα του ξεχώρισε γιατί έπαιξε σε κάποια αριστουργήματα του cult, αλλά μετά αναπαύθηκε στις δάφνες του και έχασε το τρένο των εξελίξεων. Πλέον (σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας) με μόνο όπλο το όνομά του, να βγάζει εκ των υστέρων το ψωμί του σε φτηνές b-movie τερατοταινίες. Η γυναίκα του τον έχει χωρίσει και κοιμάται με τον καλύτερο φίλο και ατζέντη του, ο σκύλος του δεν τον πάει και ζει μόνος σε ένα τροχόσπιτο τόσο ακατάστατο που νομίζεις ότι από μέσα εκεί έχουν περάσει ο Αττίλας και ο Ράμπο. Α, και είναι και αλκοολικός και μπατίρης.

Ωστόσο, όλα αυτά αλλάζουν, όταν εμφανίζεται ο διψασμένος για αίμα Κινέζος θεός που λέγαμε παραπάνω. Ένα βαρεμένο παλικάρι, σαν και μένα καλή ώρα, μπερδέυοντας προφανώς την πραγματικότητα με τη φαντασία, πιστεύει ότι το ίνδαλμά του (δηλαδή ο Bruce Campbell) μπορεί να σκοτώσει στα αλήθεια το τέρας, γιατί έτσι έχει κάνει και σε τόσες ταινίες! Τον απαγάγει λοιπόν και τον πηγαίνει στην πόλη του, όπου εκεί ΟΛΟΙ έχουν πιστεί από την ιστορία του αγοριού και περιμένουν απεγνωσμένα έναν ήρωα. Ο Bruce μη πιστεύοντας όλα αυτά νομίζει ότι πρόκειται για μια καλοστημένη φάρσα ή για ταινία. Έτσι, αναλαμβάνει το ρόλο, μη γνωρίζοντας ότι το τέρας είναι αληθινό. Επακολουθεί ο χαμός.

Έπος. Θα γελάσετε με την καρδιά σας από τα άπειρα κινηματογραφικά ανέκδοτα και παραπομπές σε γνωστές καφροταινίες και καφροκαταστάσεις. Ο Bruce Campbell είναι αληθινά απολαυστικός. Σημειώστε ότι εδώ σκηνοθετεί και υπογράφει και την παραγωγή του έργου. Θα προτιμούσα βέβαια να είχαν δώσει περισσότερο βάρος στις βίαιες gore & splatter σκηνές, παρά να μας σερβίρουν μόνο κάτι βαρετούς αποκεφαλισμούς. Προφανώς, στόχος των συντελεστών ήταν να δωθεί έμφαση στο αμιγώς κωμικό μέρος της ταινίας. Ωστόσο, αν είστε φαν του Bruce, ή των καφροταινιών γενικά, θα το κατευχαριστηθείτε το εργάκι. Εγγύηση.

Let the Right One In

Αυτό το ταινιάκι αν και αρχικά μας συστήθηκε σαν low budget παραγωγή από το πουθενά, εντούτοις έλαβε ιδιαίτερη φεστιβαλική φήμη και αυτή τη στιγμή οργώνει τον κόσμο. Μάλιστα, το Σαβββατοκύριακο που μας πέρασε (21-22/3) το είδα να διαφημίζεται με γιγαντοαφίσες και να προβάλλεται σε γνωστό κυριλέ κουλτουριάρικο θέατρο επί της Πανεπιστημίου. Γκατζολία, μεγαλεία. Πάντως, μετά τη θέασή του οφείλω να ομολογήσω ότι τις αξίζει τις δάφνες του.

Πρόκειται για μια συναισθηματική... βαμπιρική ιστορία. Ξέρω ότι τώρα το μυαλό σας αυτόματα πάει σε έργα – φλωροσερβιέτες τύπου Twilight (review του οποίου ΔΕΝ πρόκειται να βρείτε σε τούτο το μπλογκ). Καμία σχέση. Με φόντο το παγωμένο Νορβηγικό τοπίο, ένα καταπιεσμένο 12χρονο αγόρι γνωρίζεται με ένα συνομήλικό του κορίτσι το οποίο όμως τυγχάνει να είναι βαμπίρ. Η γνωριμία εξελίσσεται σε φιλία και η φιλία εξελίσσεται σε... έλα μου ντε. Παρόλα αυτά το τέλος της ταινίας βρίσκει και τους 2 μικρούς πρωταγωνιστές αλλαγμένους. Λυτρωτικά ώριμους. Εν τω μεταξύ θα δεις μερικές από τις πιο περίεργες καταστάσεις, παράξενους διαλόγους, αποτυχημένες απόπειρες φόνου, ψυχολογικά προβλήματα, μερικές (λίγες μα τόσο καλές!) απίστευτα φρικιαστικές εικόνες και ίσως μια από τις πιο ενοχλητικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου... όταν το αγόρι μυστικά παρακολουθεί το κορίτσι να αλλάζει ρούχα.

Το βάθος των χαρακτήρων ξαφνιάζει. Το ίδιο και η ποιότητα των ερμηνειών. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι λάμπει και αποδίδει με απίστευτη πιστότητα τις φοβίες, τη ντροπή, την αδεξιότητα αυτής της ευαίσθητης ηλικίας. Η φωτογραφία μεταφέρει το Νορβηγικό μελαγχολικό κρύο κατευθείαν στην καρδιά σου. Η σκηνοθεσία, αν και μινιμαλιστική, στερούμενη κόλπων εντυπωσιασμού, υπνωτίζει και ταξιδεύει.

Το Let the Right One In, αποτελεί πνοή φρέσκου αέρα και ανανέωσης σε ένα κορεσμένο είδος που αυτοκαταστράφηκε με την επαναληψιμότητα και την προβλεψιμοτητά του. Από την εποχή του είδα το πρώτο From Dusk 'till Dawn έχω να ευχαριστηθώ τόσο πολύ έργο με βρικόλακες. Ωστόσο, είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, και όποιος το δει περιμένοντας να δει άλλη μια δρακουλιάρικη μανιέρα τύπου Underworld, θα απογοητευτεί. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μελαγχολικό ποιητικό ταξίδι... που ενίοτε βγάζει κοφτερά δόντια. Δύσκολη ταινία. Όσοι πιστοί προσέλθετε.

Wicked Little Things, Wind Chill, Transporter 3

Wicked Little Things

Σε μια ορεινή κωμόπολη, το ειδυλλιακό βουνίσιο βουκολικό τοπίο κρύβει σκοτεινά μυστικά. Στα σπλάχνα του ορυχείου που έθρεψε τους κατοίκους, ανήλικα παιδιά δούλεψαν χρόνια υπό απάνθρωπες συνθήκες και πέθαναν σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Τώρα, κρατώντας ακόμα τα εργαλεία της δουλειάς, τριγυρίζουν γύρω από τον τόπο του μαρτυρίου τους σαν ενισχυμένα ζομπο-φαντάσματα και “κανονίζουν” όποιον ενήλικα πετύχουν να τριγυρνάει after dark. Εν τω μεταξύ μια μητέρα με τα δυο παιδιά της έρχονται να ζήσουν στο σπίτι που κληρονόμησαν από το μακαρίτη τον πατέρα...

Μάλιστα. Κατ' αρχήν μια διαπίστωση και παράπονο μαζί. Πάντα οι άντρες πεθαίνουν πρώτοι σε τούτο τον κακούργο το ντουνιά, απλά μετρήστε πόσες πολλές χήρες σε αντιδιαστολή με το πόσους λίγους χήρους υπάρχουν εκεί έξω. Τι άλλο να πεις μετά από αυτό... α, ναι για την ταινία! Ατμοσφαιρική και καλογυρισμένη, κερδίζει τις εντυπώσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σε κάνει να παραμιλάς κιόλας. Κενάκια και ελλέιψεις στο σενάριο που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, δεν της επιτρέπουν να λάμψει έτσι όπως ίσως να της άξιζε.

Wind Chill

Για κάποια πράγματα, κάποιους ανθρώπους, καταστάσεις κλπ, απλά ξέρεις ότι δεν το 'χεις. Δεν έχεις νιώσει ποτέ, μπαίνοντας σε ένα χώρο (κι ας μη τον έχεις ξαναδει ποτέ πριν) ότι είναι ποτισμένος από αρνητικά vibes, πως ό,τι και να κάνεις, εδώ δεν πρόκειται να γίνει η δουλειά σου για την οποία ήρθες εξαρχής, ότι δεν πρόκειται να βγει χαϊρι? Ε, κάτι τέτοιο γίνεται με το νεαρό ζευγάρι των πρωταγωνιστών της ταινίας αυτής. Αν και τους ενώνουν κοινές συνθήκες, εντούτοις είναι τόσο τραγικά αταίριαστοι που μόνο κάτι άσκημο μπορεί να βγει από την – έστω προσωρινή – συμμαχία τους.

Η οποία στην προκειμένη περίπτωση, έχει τη μορφή ενός road trip. Όχι για διασκέδαση, αλλά από ανάγκη, για να μοιραστούν τα έξοδα του ταξιδιού φίφτυ φίφτυ. Ρεφενέ. Είναι, βλέπετε, μπατήρηδες και οι δυο τους. Μετά χάνονται στο δρόμο, παθαίνουν ένα ατύχημα, το αυτοκίνητό τους αχρηστεύεται, αποκλείονται μέσα στα χιόνια σε μια ερημιά που καμία σχέση δεν έχει με κάποιο πολιτισμένο μέρος. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάτι σαν σε φαντάσματα αρχίζουν να περιδιαβαίνουν μόλις πέφτει το σκοτάδι, ένας μανιακός μπάτσος, παράξενα χωροχρονικά άλματα συμβαίνουν, καθώς και μια συνεχής ενοχλητική αίσθηση deja-vu.

Παράξενο έργο. Καλογυρισμένο και γενικώς καλοδουλεμένο. Αλλά κάπου πάσχει. Ίσως αν οι σεναριογράφοι είχαν πιο σαφή ιδέα για το τι ακριβώς θα ήθελαν από την ιστορία και από το κοινό τους, τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Αλλά αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο που τελικά επέλεξαν να μας σερβίρουν το στόρυ, δεν μας προσφέρουν τίποτα περισσότερο από μια βασανιστικά αργή ακολουθία από άσχετες, ασύνδετες μεταξύ τους καταστάσεις.

Transporter 3

Ο Jason Statham επιστρέφει στο γνωστό ρόλο που τον ανέδειξε σε αυτό το φασαριόζικο sequel. Το δεύτερο μέρος της σειράς δε με είχε ικανοποιήσει, ήταν μόνο style without substance, όπως έτσι τείνουν να είναι πλέον όλες οι ταινίες στις οποίες έχει βάλει το χεράκι του ο Luc Besson. Εδώ, ευτυχώς τα πράγματα βελτιώνονται. Όχι πως δίνεται περισσότερο βάρος στην ουσία, παρά στη “βιτρίνα”. Κάθε άλλο. Αλλά αυτό ήταν ανέκαθεν σήμα κατατεθέν της σειράς. Ωστόσο, πέρα από το ιλουστρασιόν περιτύλιγμα, το ταινιάκι αυτό έχει και ψωμί.

Κατ' αρχήν, ο Jason Statham είναι πάλι Transporter. Όπως στην πρώτη ταινία. Για όσους δε θυμούνται, στη δεύτερη ήταν κάτι σε σούπερ – νταντά με επιπλέον καθήκοντα σωφέρ. Η δράση είναι σφιχτοδεμένη και καλογυρισμένη, η υπόθεση χαζούλικη μεν, λειτουργική δε. Το σύνολο είναι ελκυστικό και βλέπεται ανετότατα. Άξιο σίκουελ, σαφώς καλύτερο από το δεύτερο, αλλά λίγο πιο κάτω από το πρώτο μέρος της σειράς.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Friday the 13th - Complete series

Έτσι μου ήρθε τώρα εμένα να αναθεωρήσω αυτή τη σειρά ταινιών με την οποία μεγάλωσα. Εντάξει, είναι και το νεο remake που οσονούπω θα έρθει και προς τη χώρα μας. Κάποτε. Θέλει προπόνηση το πράμα. Οπότε είπα να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου και να κάνω μια καλή βουτιά στον κόσμο του συμπαθούς δολοφόνου με τη μάσκα του χόκευ.

Πρώτο συμπέρασμα: πόσα χρόνια πέρασαν ρε φίλε! 1980 ήταν που ξεκίνησε η σειρά. Πρωτοπόρος των slasher flicks? Σαφώς όχι. Είχαν προηγηθεί τα Texas Chainsaw Massacre, Halloween, The Last House on the Left του Wes Craven (του οποίου το remake επίσης θα σκάσει μύτη στις οθόνες μας φέτος και μάλιστα από Ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη) και φυσικά τα giallo αριστουργήματα του Dario Argento. Ωστόσο ο Jason Vorhees ήταν το κάτι άλλο. Ήταν pop icon. Έφερε το σινεμά αυτού του είδους σε ένα ευρύ κοινό που το κατανάλωσε (και συνεχίζει να καταναλώνει) βουλημικά. Δεν υπάρχει περίπτωση, ακόμα και στη χώρα μας, να έρθει αποκριά και να μη δεις έστω ένα πιτσιρίκι να φορά παραλλαγές αυτής της θρυλικής “πειραγμένης” μάσκας του χόκευ. Κι ας μην έχει δει ποτέ τις ταινίες. Το Jason θα τον ξέρει.

Σημείωση - Το αφιέρωμα αυτό, λόγω μεγέθους θα το κόψουμε σε 2 κομμάτια. Το δεύτερο και τελευταίο μέρος σύντομα στις οθόνες σας. Προσεχώς κατσαρίδες.

His Name Was Jason – 30 Years of Friday the 13th

Δε γνώριζα για την ύπαρξη αυτού του ντοκυμανταίρ. Προφανώς είναι πρόσφατο, γιατί καλύπτει όλες τις ταινίες του franchise, ακόμα και το Freddy vs Jason και έχει και συνεντεύξεις από τους συντελεστές του καινούριου Friday the 13th του 2009.
Δε μπορώ να πω ωστόσο ότι έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος. Τα πρόσωπα που συνεντευξιάζονται είναι πολλά και σημαντικά μεν, αλλά δεν κάνουν κάτι άλλο παρά να... ευλογούν τα γένια τους. Καλύπτονται μόνο οι απόψεις των συντελεστών της εταιρίας παραγωγής καθώς και των συνεργατών τους και οι όποιες αρνητικές κριτικές, ή έστω πιο μετριοπαθείς απόψεις... απλά αγνοούνται. Ακόμα και πατάτες όπως το Jason Takes Manhattan ή το Jason X παρουσιάζονται σαν ταινιάρες το λιγότερο.
Εντυπωσιακή (και ανεξήγητη) είναι η έλλειψη οπτικού υλικού από τις ταινίες. Όπου βλέπουμε σκηνές από τα παλιά έργα, είναι πετσοκομμένες και μας δίνονται με το σταγονόμετρο. Αν και στη διάρκειά του γίνεται από τους συντελεστές των ταινιών λόγος για κομμένες σκηνές και εναλλακτικά φινάλε, σε όλα σχεδόν τα έργα της σειράς, εντούτοις τίποτα από τα παραπάνω δε μας προσφέρεται εδώ. Δε συζητάμε για την επερχόμενη ταινία. Αν και συζητιέται αρκετά, από όλους τους σημαντικούς παράγοντές της, εντούτοις δε βλέπουμε από αυτή ούτε φωτογραφία.
Η ποιότητα των σχολίων επίσης πάσχει. Μαθαίνεις μονάχα για πράγματα που ήδη ξέρεις, εφόσον έχεις δει τις ταινίες. Λείπουν οι αναφορές σε καθετί ζουμερό που μπορεί να συνέβη πίσω από τις κάμερες. Οι συνεντευξιαζόμενοι αρκούνται μόνο στο να σου σερβίρουν κοινοτυπίες, κρύα αστεία και pleasantries. Βαρεμάρα.
Εν κατακλείδι, επειδή πολύ το τράβηξα. Αυτό το ντοκυμανταίρ είναι ένα προϊόν της παραγωγού εταιρίας με μοναδικό σκοπό τη διαφήμιση και τη δημιουργία εντυπώσεων. Δείτε το άμα θέλετε, δεν είναι κακό, αλλά δεν θα χάσετε τίποτα κίολας αν το παραλείψετε.

Friday the 13th (1980)

Η πρώτη ταινία της σειράς θεωρείται κλασική. Είτε σου αρέσει το concept είτε όχι, οφείλεις να παραδεχτείς ότι αυτό το έργο αποτελεί ένα από τα πιο επιδραστικά έργα στην ιστορία του κινηματογράφου. Πέρα όμως από την ιστορική του σημασία, δεν μπορείς ούτε να παραγνωρίσεις τις όποιες αρετές του. Οι οποίες δεν είναι και λίγες. Το σκηνικό που διαδραματίζεται, η Crystal Lake Camp αποτελεί ένα από τα πιο iconic σκηνικά τρόμου. Κερδίζει τις εντυπώσεις και σηκώνει το περισσότερο βάρος της ταινίας πάνω της.
Τα αγόρια και τα κορίτσια που παίζουν δεν είναι και ό,τι καλύτερο ερμηνευτικά, αλλά γεμίζουν αποτελεσματικά την οθόνη σου με φρέσκια, λαχταριστή ημίγυμνη εφηβική σάρκα, μια αξία που ποτέ δε χάνεται με το πέρασμα του χρόνου. Plus, βλέπεις να σφάζουν στο γόνατο το ομορφόπαιδο (τότε) Kevin Bacon. Αφού έχει πηδήξει την ωραία της παρέας. Δε σε χάλασε.
Οι gore σκηνές πέρα από πρωτοποριακές για την εποχή τους, διατηρούν με ένα άγνωστο τρόπο ακόμα και στις μέρες μας μια ομορφιά και μια σαγήνη. Στιγμιότυπα όπως το τσεκούρι στη μάπα της καστανούλας στέκει άνετα ακόμα και σε σύγχρονο θρίλερ. Το φινάλε, με το παραμορφωμένο αγόρι να επιτίθεται στην πρωταγωνίστρια, προκαλεί ακόμα γλυκές ανατριχίλες. Το έργο διατηρεί, σαν καλό κρασί, ένα εντυπωσιακό aftertaste που θα σε κάνει για αρκετή ώρα αφού το δεις, να κοιτάς πίσω από πόρτες και τοίχους, πριν αλλάξεις δωμάτιο. Ειδικά αν είσαι μόνος στο σπίτι.
Σε τελική ανάλυση, το Friday the 13th είναι ένα αρκετά καλογυρισμένο έργο, με πολύ καλά δουλεμένο το στοιχέιο του suspense και της αγωνίας. Οι πρωτοπόρες σκηνές λήψης, οι απρόσμενα άμεσες (για την εποχή τους) σπλάτερ σκηνές, το ανατρεπτικό (αν και λιγάκι... ξεκάρφωτο με τον τρόπο που παρουσιάζεται) plot twist, απαρτίζουν ένα κλασικό έργο που κάθε φαν του είδους οφείλει να έχει δει τουλάχιστον μια φορά.

Friday the 13th – part 2

Στο ξεκίνημα σε ξενερώνει – είναι τελείως μπαμπέσικος και άδικος ο θάνατος της μικρούλας που επέζησε από το προηγούμενο φιλμ. Οι συντελεστές της ταινίας χειρίστηκαν μια σκηνή που θα έπρεπε κανονικά να είναι πολύ σημαντική, σαν κάτι που απλά έπρεπε να γίνει. Αυτός ο πρώτος φόνος συν η περίληψη του φινάλε της πρώτης ταινίας, είναι και τα μόνα κοινά στοιχεία με αυτή. Επιστρέφουμε ξανά στην Crystal Lake, 5 χρόνια μετά, αλλά σε άλλη κατασκήνωση, σε τελείως άλλη μεριά της λίμνης. Ο Jason θεωρείται νεκρός, η μαμά του το ίδιο και η όλη φάση του “Camp Blood” άλλο ένα urban legend. Δε θέλει πολλη αφορμή για να ξεκινήσει καινούριο μακελειό, αυτή τη φορά με τελείως διαφορετική παρέα παιδιών. Φρέσκο κρέας.
Η επιτυχής διαχείρηση της αγωνίας, των επιτηδευμένα παρατεταμένων σκηνών αναμονής διατηρούνται. Η ταινία κατά τα άλλα βλέπεται χάρμα. Οι φόνοι, η δράση, τα γυμνά νεανικά κορμάκια έχουν αναβαθμιστεί, χωρίς ωστόσο να ξεθωριάζει στιγμή το horror στοιχείο. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε για τα δεδομένα της εποχής ο φόνος ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες που κινείται με αναπηρικό καροτσάκι, αλλά και το φινάλε στο “σπίτι” του Jason. Η σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια ανακαλύπτει το βωμό με το μουμιοποιημένο κομμένο κεφάλι της μητέρας του αποτελεί all time classic. Στο τέλος αποκαλύπτεται και το πρόσωπό του σαν ενήλικας (άλλη μια καταπληκτική σκηνή). Θυμίζω ότι ο Jason δεν πρόκειται ακόμα να φορέσει τη σήμα κατατεθέν μάσκα του, μέχρι τα μισά του τρίτου έργου της σειράς. Εδώ κυκλοφορεί και οπλοφορεί φορώντας στο κεφάλι του ένα κομμένο σακκί με τρύπες στα μάτια.
Σε τελική ανάλυση, η δεύτερη ταινία της σειράς είναι ένα θρίλερ πρώτης τάξεως, εξίσου καλή με την πρώτη, πολύ παραπάνω από ό,τι θα περίμενες από ένα σίκουελ.

Friday the 13th – part 3

Ξεκινά ακριβώς από τη χρονική στιγμή που τελείωσε το δεύτερο έργο, αλλά διατηρεί στην εισαγωγή του και το ίδιο ακριβώς χούι. Πέρα από την περίληψη του πως τελείωσε το part 2 και κάποιες σκηνές που παραπέμπουν σε αυτό, κατά τα άλλα, οι συντελεστές επιλέγουν να αποκόψουν κάθε σχέση από τα άλλα έργα και ξεκινούν τελείως νέα φάση, με εντελώς καινούριους χαρακτήρες. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακή ιδέα, αλλά οι χαρακτήρες και των 2 κοριτσιών που επέζησαν από τις προηγούμενες ταινίες, έχουν αρκετό ενδιαφέρον και σου δίνεται η εντύπωση ότι κάπως αδικούνται στα σίκουελς.
Ξανά στην Crystal Lake, ή κάπου εκεί κοντά τέλωσπάντων, σε ένα εξοχικό σπίτι αυτή τη φορά. Νέα παρέα παιδιών, νέα προμήθεια κρέατος, γύρος τρίτος. Ωστόσο εδώ τα πράματα αρχίζουν να ξεφουσκώνουν. Οι χαρακτήρες στην προσπάθειά τους να ξεχωρίσουν και να κάνουν εντύπωση γίνονται γραφικοί και ολίγον τι εξωπραγματικοί. Οι φόνοι χάνουν λιγάκι σε έμπνευση αλλά και σε ζουμί και πολλοί από αυτούς... γίνονται εκτός σκηνής, βλέπεις τα αποτελέσματά τους πολύ ετεροχρονισμένα. Το μόνο στοιχείο που κάνει την ταινία αυτή να ξεχωρίζει είναι ότι εδώ πλέον ο Jason αποκτά τη μάσκα-σήμα κατατεθέν του, η οποία θα τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα.
Άλλο αξιοπρόσεκτο είναι ότι η ταινία αυτή γυρίστηκε και προβλήθηκε στους σινεμάδες και σε 3d μορφή (η μόνη της σειράς), που τη βλέπεις με τα κοκκινοπράσινα χάρτινα γυαλάκια. Για αυτό και πολλές σκηνές είναι κάπως παράξενα στημένες, κάτι που στο 3d μπορεί να δείχνει εντυπωσιακό, αλλά στο δισδιάστατο πανί, ή στην οθόνη σου είναι απλώς περίεργο. Κατά τα άλλα, αν εξαιρέσεις 2-3 εντυπωσιακές σκηνές φόνων καθώς και την παρατεταμένη σπονδυλωτή τελική μάχη, το φιλμάκι αυτό δεν εχει τίποτα άλλο αξιόλογο να προσφέρει.

Friday the 13th part 4 – The Final Chapter

Αυτό το ταινιάκι προοριζόταν να είναι το φινάλε της σειράς. Βέβαια, το box office είχε σε τελική ανάλυση άλλη γνώμη από αυτή των παραγωγών, αλλά αυτό είναι αλλονού παπά ευαγγέλιο. Εδώ φαίνεται ότι έχουν πέσει φράγκα. Αυτοκίνητα, περιπολικά, ασθενοφόρα, ακόμα και ελικόπτερο περιδιαβαίνουν τον τόπο του εγκλήματος. Αυτό του τρίτου έργου. Τελικά τα πτώματα μαζεύονται, τα πατώματα σφουγγαρίζονται, η ζωή συνεχίζεται. Ο Jason εξετάζεται από τους γιατρούς (προφανώς με ιδιαίτερα επιπόλαιο & “οπτικό” τρόπο) και διαπιστώνεται επίσημα και με τη βούλα ο θάνατός του. Ωστόσο, μερικές σκηνές μετά, δραπετεύει από το ψυγείο του νεκροτομείου όπου φυλάσσεται το “πτώμα” του και το σφάξιμο ξεκινά ξανά. Χωρίς εξήγηση του τι συνέβη. Έτσι, βεντούζα.
Κάπου εκεί εγκαταλείπεται κάθε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες. Εδώ μεταφερόμαστε σε έναν οικισμό σε ένα μέρος που ονομάζεται Crystal Point το οποίο προφανώς μια πλησιότητα με την ομώνυμη περιβόητη λίμνη θα την έχει. Τελείως άλλη ιστορία και νέοι χαρακτήρες. Με δόξα και τιμή χαιρετίζουμε ξανά την επιστροφή των Τ&Α στο franchise, γιατί από το προηγούμενο έργο έλλειπαν. Κοινώς : βυζάκια, μπουτάκια και κωλαράκια με το κιλό, προσφέρονται άφθονα και μάλιστα είναι ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας.
Μετά από ένα μουδιασμένο ξεκίνημα, το καλό πράμα ξεκινά και δε λέει να σταματήσει. Αυτή η ταινία είναι από τις πιο βίαιες αλλά και διασκεδαστικές της σειράς. Κορυφή και το φινάλε με τον οριστικό θάνατο του Jason αλλά και ο τρόπος που προετοιμάζουν το έδαφος για την επερχόμενη συνέχεια.
Στα αρνητικά, το πολύ κακό μοντάζ που δημιουργεί προβλήματα στο ρου της ιστορίας. Δημιουργούνται κενά στην αφήγηση και διάφορα άλλα παράδοξα. Σκηνή φόνου κόβεται στη μέση. μεταφερόμαστε σε άλλο φονικό και μετά βλέπουμε το δεύτερο μισό του πρώτου (!) κάπου, κάπως, κάποτε ένας σκύλος εκτινάσσεται από ένα παράθυρο χωρίς να υπάρχει λόγος ή εξήγηση (!!). Σε φάση που ο μικρός πρωταγωνιστής με την αδερφή του οδηγούν (το δηλώνουν άμεσα) για το σπίτι τους, καταλήγουν σε άλλο σπίτι (!!!). Πτώματα και χαρακτήρες στην πορεία... αγνοούνται.
Ωστόσο, μην αφήσετε όλα αυτά να σας χαλάσουν την απενοχοποιημένη διασκέδαση που προσφέρει ένα από τα καλύτερα έργα της σειράς.

The Gamers – Dorkness Rising, King of California, Gran Torino

The Gamers – Dorkness Rising

Προσκύνημα!!! Είχα βάλει στο μάτι αυτό το αριστούργημα εδώ και πολύ καιρό από τις σχετικές διαφημίσεις στα περιοδικό Dungeon & στο Dragon, αλλά μόλις τώρα βρήκα την ευκαιρία να το απολαύσω, χάρη σε ένα e-mail του Volrath. Προσπάθεια καθαρά ερασιτεχνική, αλλά που κυμαίνεται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο για ταινία του είδους, τόσο στον τομέα της παραγωγής, όσο και στον καλλιτεχνικό. Η υπόθεση? Τα ευτράπελα που συμβαίνουν σε μια κλασική παρέα που παίζει role playing games, όπως καθρεφτίζονται τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στον φανταστικό κόσμο του παιχνιδιού.

Τρελό γέλιο. Ειδικά αν έχεις διατελέσει στη ζωή σου Dungeon Master, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναγνωρίσεις γνώριμες σε σένα καταστάσεις. Ήταν στιγμές που πίστευα ότι κάποιος μαγνητοσκοπούσε κρυφά κάποια από τα παλιά μου sessions και τα μετέφερε στο πανί! Η απόλυτη rpg-οταινία, μη διανοηθείτε να τη χάσετε άμα τραβάτε κόλλημα με το Dungeons & Dragons. Όσο για αυτούς που ουδεμία σχέση έχουν με τα παιχνίδια ρόλων... σόρρυ μάγκες, (για άλλη μια φορά) χάσατε...

King of California

Παράξενη ταινία! Πρωταγωνιστεί ένας Michael Douglas αγνώριστος που υπόδυόμενος το ρόλο του πρώην τρόφιμου σε ψυχιατρείο, βάζει πλώρη με την κόρη του για ένα... κουφό κυνήγι θησαυρού. Το δε μαναράκι που παίζει την κόρη, είναι γλύκα σκέτη και το 'χει κιόλας ερμηνευτικά. Αν δε μαλακιστεί με τη ζωή της θα γίνει μεγάλο αστέρι, θυμηθείτε με που σας το λέω.

Με ανάμεικτες πινελιές συναισθήματος που παραπαίει μεταξύ νοσταλγίας, δράματος (που ποτέ δε γίνεται μελό) και κωμωδίας, σερβιρισμένο με μια περίεργη ποιητική “αλλού” νοοτροπία, το εργάκι αυτό βλέπεται υπερβολικά ευχάριστα. Είναι ταξιδιάρικο και το χαρακτηρίζει μια γλυκιά μελαγχολία που γοητεύει. Ωστόσο το τέλος σε αφήνει με ένα ιδιόρρυθμο συναίσθημα, ότι παρακολούθησες κάτι που ναι μεν ήταν καλλιτεχνικά άρτιο, ωστόσο δεν είχε και τίποτα το ιδιαίτερο να πει.

Gran Torino

Την άποψή μου για τις ταινίες του Clint Eastwood την έχω διατυπώσει λεπτομερέστατα σε παλιότερο ποστ. Δε θέλω να επαναλαμβάνομαι. Σας παραπέμπω στην κριτική του Flags of our Fathers. Στο θέμα μας τώρα... Άντε να βρεις λόγια να περιγράψεις αυτό το αριστούργημα... ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΙΑ Η ΠΟΥΤΣΑ ΤΟΥ ΤΣΟΛΙΑ ΡΕΕΕ! Το άτομο απογειώνεται ξανά σε ύψη τόσο δυσθεώρητα που οι κατ' όνομα συνάδελφοί του ούτε μπορούν να φανταστούν. Το Gran Torino είναι ό,τι πιο ειλικρινές και αντρίκειο έχεις δει σε ταινία τα τελευταία χρόνια. Λιτή, σχεδόν δωρικού ρυθμού, σκηνοθεσία πλαισιώνουν ένα επιτελείο ερασιτεχνών ασιατών ηθοποιών που παρόλα αυτά, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου, τα πάνε μια χαρά. Και φυσικά δε μπορείς επ' ουδενί να αγνοήσεις την παρουσία του Μεγάλου αυτοπροσώπως μπροστά στην οθόνη σου, κάτι που είχες να δεις από το Million Dollar Baby (άλλο αριστούργημα).

Δυο λεξούλες σχετικά με τις αηδίες που γράφτηκαν για αυτή την ταινία. Είδα άπειρες φορές στα σχετικά review γραμμένη τη φράση (και παραλλαγές της) “ο Clint Eastwood επιστρέφει στο ρόλο του Dirty Harry”. Το κάνανε να ακούγεται πιο κλισέ και από το “Απόλυτη Ελληνίδα Σταρ”!!!

Τον κακό τους τον καιρό! Ειλικρινά, μερικές φορές απορώ για το αν οι επονομαζόμενοι επαγγελματίες κριτικοί κινηματογράφου μπαίνουν στη διαδικασία να δουν ολόκληρες τις ταινίες για τις οποίες γράφουν. Ναι μεν η ταινία καθόλη τη διάρκειά της σε προϊδεάζει για κάτι τέτοιο. Αλλά καμία σχέση. Ο μάστορας παίζει μαζί σου. Δες το αριστοτεχνικό φινάλε και θα καταλάβεις. Σε στέλνει αδιάβαστο. Ακόμα κάθεσαι και διαβάζεις τις μαλακίες μου? Τσακίσου τρέχα και δες το παλικάρι μου. Επειγόντως.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Beneath, Cold Prey

Cold Prey

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μη ξανασχοληθώ σε τούτο το μπλογκ με review ταινιών παλιότερων από το 2006. Με την εξαίρεση φυσικά ειδικών αφιερωμάτων σε κλασικά αριστουργήματα που είναι έτσι και αλλιώς ανέγγιχτα από το πέρασμα του χρόνου. Ειδικά μετά την προσπάθεια – μαμούθ να σας παρουσιάσω τις σημαντικότερες ταινίες των 3 τελευταίων χρόνων (που είχε πάρει τη μορφή ενός ατέλειωτου, ανελέητου μπαράζ μίνι review γύρω στα Χριστούγεννα) θεωρούσα το φάκελο “Ταινίες 2006 – 2007” οριστικά και αμετάκλητα κλειστό.

Ωστόσο, δε μπορούσα να αγνοήσω την ευκαιρία να σας παρουσιάσω αυτό το ταινιάκι που πρόσφατα το είδα και πολύ το φχαριστήθηκα. Έχω και τα ελαφρυντικά μου – ήρθε στη χώρα μας πολύ αργότερα από τη χρονολογία προβολής του, αυτή τη στιγμή μάλιστα που μιλάμε, φιγουράρει στο ράφι με τις “ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ” των βιντεοκλάμπ.

Χώρα προέλευσης Νορβηγία. Είναι μια χώρα με σεβαστό φιλμικό παρελθόν και κουλτούρα, που ωστόσο τα κρατά για τον εαυτό της και δεν τους επιτρέπει συχνά να διασχίζουν τα σύνορά της. Ωστόσο η συνταγή εδώ είναι Αμερικάνικη, με εγχώρια εκτέλεση. Πρόκειται για τυπικό Slasher του είδους, που ωστόσο καταφέρνει παρά τα ελαττωματάκια του να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό. Σκηνικό δε θα μπορούσαν οι συντελεστές της ταινίας να βρουν πιο ιδεατό από αυτό που τους χάρισε η φύση της πατρίδας τους. Ατέλειωτα χιονισμένα βουνά, κατσούφης καιρός και θύελλες. Γεμίζουν την οθόνη σου, κερδίζουν τις εντυπώσεις, παίρνουν όλο το βάρος της ταινίας πάνω τους. Κορυφαία ατμόσφαιρα. Μέσα στην παγωμένη ερημιά, ένα ξενοδοχείο στέκεται μονάχο, χρόνια εγκατελειμμένο, μακριά από κάθε ίχνος πολιτισμού. Σε αυτό βρίσκουν καταφύγιο μια ομάδα νεαρών σκιέρ για να περιθάλψουν ένα φίλο τους που είχε ατύχημα αλλά και για να περάσουν τη νύχτα και τη θύελλα. Ωστόσο σύντομα ανακαλύπτουν ότι κάτι δεν πάει καλά στο – υπό άλλες συνθήκες ειδυλλιακό – σκηνικό και ότι κάποιος φέρεται να κατοικεί στα υπόγεια του κτηρίου.

Ούτε που καταλαβαίνεις για πότε πέρασε η ώρα και είδες το εργάκι. Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είναι εξαιρετική, χαϊδεύουν τα μάτια και σε ταξιδεύουν. Ανέλπιστα καλές είναι και οι ερμηνείες, καθώς και η ανάπτυξη των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών. Αλλά η μεγάλη μπάλα παίζεται στο suspense και στο mood. Το εγκατελειμμένο ξενοδοχειακό συγκρότημα μοιάζει απίστευτα ζωντανό και σε αναμονή για το επόμενο έγκλημα που θα συμβεί. Οι παραπομπές στο “The Shining” του Cubrick είναι διακριτικές αλλά άμεσες.

Ωστόσο, το εργάκι δεν στερείται ελαττωμάτων που αμαυρώνουν λίγο την καλή εικόνα. Το σενάριο... δεν υπάρχει. Και ενώ υπάρχουν ευκαιρίες που θα μπορούσαν οι σεναριογράφοι να αδράξουν και να πλέξουν ένα πιο πολύπλοκο στόρυ, εντούτοις μένουν ανεκμετάλλευτες και σε αφήνουν στο τέλος της ταινίας με αναπάντητα ερωτήματα. Οι σκηνές φόνων θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο εμπνευσμένες και... ζουμερές. Αν μη τι άλλο, το genre της ταινίας το επιβάλλει. Και όσο και αν ακούγεται αστείο, η Αμερικάνικη πινελιά κάνει αισθητή την απουσία της με την πλήρη έλλειψη πραγματικής δράσης αλλά και... τσόντας! Ειδικά αυτό το ξανθούλι που το σκοτώνουν πρώτο, πολύ θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να χαλβαδιάσω τα βυζάκια του. Και ενώ ο σκηνοθέτης είχε την ευκαιρία να μας προσφέρει ένα θεσπέσια σεξουλιάρικο θέαμα, εντούτοις αρκείται στο να μας δείχνει στηθάκια και κωλαράκι να... διαγράφονται μέσα από ένα σετ ξενέρωτα εσώρουχα. Τέσπα...

Καταλήγοντας. Πολύ καλή προσπάθεια και εκτέλεση σαφώς ανώτερη από την Αμερικάνικη. Δε θα παραμιλάτε, αλλά θα περάσετε μια απολαυστική μιάμιση ώρα ατμόσφαιρας και αγωνίας. Σε τελική ανάλυση, αυτό από μόνο του δεν αρκεί?

Beneath

Low Budget αμερικανικό θριλεράκι που διαφέρει και προκαλεί το ενδιαφέρον. Όλοι εκεί πέρα είναι μια ωραία ατμόσφαιρα: ή θα χαπακώνονται, ή θα έχουν διάφορα εκτός πραγματικότητας σκοτεινά οράματα, ή θα κρύβουν θανάσιμα μυστικά, ή... τέλωσπάντων. Το παλιό αρχοντικό στο οποίο διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας φτιάχτει πρώιμη Λαβκραφτική ατμόσφαιρα και φέρνει στο μυαλό συνειρμούς από τις ιστορίες του Edgar Allan Poe που είχες διαβάσει στα νιάτα σου. Η αναζήτηση του ενόχου πίσω από την ιστορία παίρνει διαστάσεις κυνηγιού γάτας – ποντικού που μοιάζει βγαλμένο από Agatha Christie και τα οράματα, τα παραληρήματα και το επιτηδευμένο “μπέρδεμα” μεταξύ του τι είναι όντως αληθινό και τι όχι, φέρνουν σε Jacob's Ladder. Μέσα σε όλα αυτά, πρόσθεσε και μια δόση άρωμα από Japanese horror.

Δυνατό μείγμα από κορυφαίας εμπνεύσεως υλικά. Ωστόσο, η φτωχή εκτέλεση στο πανί, θυμίζει συνεχώς ότι το έργο κάπου το έχεις ξαναδεί. Στα αρνητικά και η ατελής παρουσίαση των χαρακτήρων. Για τους περισσότερους πρέπει να κάνεις υποθέσεις και μεγάλα άλματα λογικής προκειμένου απλά να καταλάβεις... ποιοί είναι! Το στοιχείο του horror είναι αρκετά υποτονικό για... ταινία τρόμου. Το φιλμάκι καθαρά ποντάρει στη δημιουργία ατμόσφαιρας για να κερδίσει το θεατή, πράγμα που μπορεί να ξενίσει κάποιους. Ωστόσο το εργάκι είναι εμπνευσμένο και (κατά τα άλλα) πρωτότυπο και το απρόσμενο τέλος σε αποζημιώνει για τα παραπάνω ελαττωματάκια του.

The Whole Wide World, Roman Polanski – Wanted and Desired

Roman Polanski – Wanted and Desired

Παράξενη ταινία. Για την ακρίβεια ντοκυμανταίρ. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι εγώ είχα άλλες προσδοκίες. Περίμενα να δω μια βιογραφία του Roman Polanski. Μεγάλος σκηνοθέτης. Chinatown, Rosemary's Baby, 9th Gate, The Pianist είναι μόνο μερικά από τα αριστουργήματα που έχει γυρίσει. Άνθρωπος που το στόρυ της ζωής του κάνει ακόμα και τις πιο εξωφρενικές σαπουνόπερες να φαντάζουν πιο προβλέψιμες και από δηλώσεις της Παπαρήγα.

Ωστόσο τα 100 και κάτι λεπτά της ταινίας αφιερώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιβόητη δίκη και στην επακόλουθη καταδικαστική απόφαση με την κατηγορία της παιδεραστίας που τον βαραίνει και τον κρατάει ακόμα εξόριστο εκτός των συνόρων της Αμερικής. Εξ ου και ο τίτλος. Καταζητούμενος στην Αμερική, περιζήτητος και ποθητός στην Ευρώπη.

Δύσκολο φιλμάκι. Το να ακούς συνέχεια μονολόγους για το ίδιο ακριβώς θέμα επί πόση ώρα είναι κουραστικό. Η μικρή σχετικά γκάμα των ατόμων που καταθέτουν τις απόψεις τους δε βοηθάει το όλο σκηνικό. Χώρια που λείπει η γνώμη του άμεσα ενδιαφερόμενου. Δεν υπάρχει ούτε ένα πρόσφατο πλάνο, ούτε μια σύγχρονη δήλωση του Polanski. Ωστόσο το θέμα αναλύεται διεξοδικότατα και με αρκετή αντικειμενικότητα. Ακόμα διαθέτει αρκετά σωστό pacing και συνοχή στο περιεχόμενό του. Τα άτομα που εκθέτουν τις απόψεις τους είναι στην πλειονότητά τους άνθρωποι που διαδραμάτισαν ουσιαστικό και καίριο ρόλο στην ιστορία. Δεν υπάρχει προσπάθεια αγιοποίησης του Polanski, ούτε δαιμονοποίησής του. Το φιλμ κρατά τις αποστάσεις που πρέπει και αφήνει εσένα να βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Μόνο οι φανατικοί του σκηνοθέτη πάντως θα το εκτιμήσουν δεόντως.

The Whole Wide World

Έχω ένα δωράκι για σας, τους αθεράπευτα επικάδες. Είναι μια ξεχασμένη και από το Θεό ταινιούλα. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ποτέ δεν ήρθε στη χώρα μας. Παίζει να μην προβλήθηκε καν στους σινεμάδες γενικώς. Μπορεί να την ανακαλύψετε στο καλάθι των dvd προσφορών. Ειδικά εσάς που γουστάρετε αβέρτα conan σας έχω φτιάξει. Αυτό το ταινιάκι μπορεί υπερήφανα να λάβει τη θέση του στη βιβλιοθήκη σας, ακριβώς δίπλα στις 2 ταινίες του τεστοστερονούχου ήρωα.

Ταινία εποχής δεκαετία του '30 και χαμηλού budget. Τόσο χαμηλών τόνων που νομίζεις ότι οι συντελεστές της σχεδόν ντρέπονται που την έφτιαξαν. Θα με πείτε, τι σχέση έχει αυτό με τον θηριώδη θρυλικό βάρβαρο – είδωλο? Έχει και παραέχει, γιατί πρόκειται για ένα ιδιότυπο πορτρέτο του δημιουργού του, Robert Ervin Howard. Μια μίνι διήγηση των τελευταίων χρόνων της ζωής του, ειδωμένη από τη σκοπιά της Novalyne Price. Δηλαδή της μοναδικής ίσως γυναίκας που γνώρισε από κοντά και αγάπησε το γνωστό συγγραφέα – πέρα ίσως από τη μητέρα του. Η γυναίκα αυτή, στο τέλος της ζωής της, πολλά χρόνια μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα, έγραψε ένα βιβλίο το οποίο και αφιέρωσε στη μνήμη του Howard. Ονομαζόταν The Man who Walked Alone. Όσοι αγοράζουν το περιοδικό Conan από τις εκδόσεις ANUBIS ασφαλώς θα έχουν προσέξει ένα στριπάκι στο τέλος που τιτλοφορείται “Οι Περιπέτειες του Μπομπ με τα 2 Πιστόλια”. Τόσο η ταινία, όσο και τα κομιξάκια αυτά, αντλούν την έμπνευσή τους από αυτό το βιβλίο (η ταινία με τη σειρά της είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Novalyne Price).

Το ρόλο της Price αναλαμβάνει η Renee Zelwegger (πριν γίνει τόσο γνωστή) και στο ρόλο του Howard απολαμβάνουμε τον Vincent 'D Onofrio. Και οι δυο είναι άψογοι στο ρόλο τους. Η Zelwegger ποτέ ξανά στην καριέρα της δεν άγγιξε τέτοιο επίπεδο ερμηνείας και ο 'D Onofrio δίνει με την ερμηνεία του απίστευτη ζωντάνια στον χαρακτήρα του συγγραφέα. Με τις γιγάντιες αρετές, τα τεράστια ελαττώματα, τις ανυπέρβλητες αντιφάσεις που έκρυβε μέσα του ο Howard. Ειδικά το πρόσωπό του λειτουργεί σαν συναισθηματικό βαρόμετρο και μας κάνει με πλέον άμεσο τρόπο κοινωνούς των αντικρουόμενων αντιλήψεων και συναισθημάτων που βασάνιζαν την ψυχή του συγγραφέα.

Ειδικά το τέλος της ταινίας γεννά σπουδαία συναισθήματα χωρίς ποτέ να ολισθαίνει στην πλευρά του μελό. Ειλικρινά, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η ταινία αυτή ποτέ δεν προωθήθηκε, δεν χρηματοδοτήθηκε, δεν βρήκε την αναγνώριση που της άξιζε. Κορυφαία προσπάθεια, ένα μικρό χαμένο διαμαντάκι που ποτέ δε θα σβήσει η λάμψη του με το χρόνο, όπως ποτέ δεν πρόκειται να σβήσει η μνήμη και το έργο του μεγάλου δημιουργού, Robert Howard.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Αντρικές Φιλίες και άλλες Αηδίες

(σημείωση που γράφτηκε μετά την ολοκλήρωση και ανάγνωση του παρακάτω post, ακριβώς πριν τη δημοσιοποίηση: ΠΡΟΣΟΧΗ - Ακολουθεί παραλήρημα - μαμούθ άνευ χρονολογικής και λογικής συνοχής. Φορέστε γυαλιά πριν προχωρήσετε.)

Καμιά φορά με πιάνουν οι μαύρες μου. Όταν με βλέπει η Σοφία έτσι τσαντίζεται. Δε θέλει να με βλέπει στεναχωρημένο. Νομίζω ότι έχω αυτό το δικαίωμα. The right to have the blues. Να με πιάνουν τα ψυχοτραυματικά μου.

Προσεχώς πατάω τα 30. Συνειδητοποιώ ότι ούτε κανένας πλούσιος έγινα, ούτε διάσημος, ούτε και πρόκειται ποτέ οι ιδέες και τα έργα μου να αλλάξουν τον κόσμο. Δε με χαλάει ωστόσο κάτι τέτοιο. Απεναντίας. Δε θέλω να αλλάξω τον κόσμο. Έμαθα απλά να αποδέχομαι τις πτυχές του που γουστάρω και να αγνοώ όσες με χαλάνε ή δε μου ταιριάζουνε. Έχω, βλέπεις, χτισμένη κοτζάμ κοσμάρα. Βίλα δίπατη, με θεμέλια βαθιά στο οικόπεδο του μυαλού μου. Με τις πισίνες της, τα τζακούζια/υδρομασάζ της, τα τζάκια της, τα γήπεδα του τένις. Τέτοια σπιταρόνα ούτε ο Χατζηνικολάου δεν έφτιαξε με τα φράγκα που έφαγε από τον Alpha.

Παρόλα αυτά, άλλα ονειρεύτηκα τότε. Όταν έλιωνα σε μια καρέκλα διαβάζοντας για τις πανελλήνιες, ουδέποτε είχα συνειδητοποιημένο μου στόχο να περάσω σε μια κωλοσχολή. Μετά να ενταχθώ στο σύστημα και να μπαίνει ο μισθουλάκος βρέξει χιονίσει. Κι ύστερα να βρω ένα κορόιδο που για κάποιο ανεξήγητο λόγο θα με γουστάρει και θα μου κάθεται κιόλας να της τραβάω τακτικά ένα πουτσιλίκι και άμα λάχει και τα κιμιάσουμε, να τραβήξουμε ένα γάμο στην τελική, να θρέψουμε κουτσούβελα, μικρά καννιβαλάκια που σκανταλιάρικα θα καταβροχθίσουν το χρόνο, τις ζωές μας και το ΕΚΑΣ των παππούδων.

“... Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης ...”

όπως λαλεί και το άσμα. Καμιά σχέση. Άλλα ονειρεύτηκα. Χαλβαδιάζοντας στον τοίχο τις αφίσες που είχα κολλήσει, των Sepultura, Slayer, Metallica (πριν βγάλουν αηδίες τύπου Load, Re-Load, UpLoad, κλπ), Saxon, Venom, Skyclad, άλλα σκεφτόμουνα. Άκουγα στο μαγνητόγωνο σε αντιγραμμένη TDK κασσέτα τις σολιές του Steve Harris, του De Mayo, των Satriani, Malmsteen, Ritchie Blackmore και το μυαλό μου ταξίδευε με ταχύτητα φωτός. Αλλού. Όταν η μάνα μου έλειπε στη δουλειά, έβγαζα στη ζούλα το Sega Mega Drive (μου το είχε κλειδώσει σε ένα ντουλάπι για να μη μαλακίζομαι όλη την ώρα, αλλά εγώ στην πουστιά πάντα κατάφερνα και το ξετρύπωνα) και “έφευγα”. Τρίπαρα ασύστολα. Παραδόξως, παρά τα όσα παραπάνω, κόντρα στις χιλιάδες οικογενειακές και οικονομικές δυσκολίες, κατάφερα και πέρασα. Και ενώ ο εγκέφαλός μου επέμενε σαν χαλασμένο πικάπ να αναπαράγει από μέσα μου κολλημένος το “Man on the Silver Mountain”, εντούτοις κατόρθωσα να σκαρφαλώσω στο ασημένιο βουνό της ΣΣΑΣ – Ιατρικό. Με τη δεύτερη. Παράλληλά έχοντας δουλειά και περίπου 30 κιλά παραπανίσια σε σχέση με το τότε φυσιολογικό μου.

Όταν παρουσιάστηκα στη σχολή, στις 14 Σεπτεμβρίου 1998, ήμουν μια δυσκοίλια, παραγεμισμένη, ζαλισμένη γαλοπούλα 98 κιλά. Μια φορά και ένα καιρό ζύγιζα 70. Ήταν η μέρα του Σταυρού και μας είχαν ετοιμάσει κρύα φασολάδα για να μας υποδεχτούνε. Χρεώθηκα από τον Εφοδιασμό τα ρούχα μου που δε μου ταίριαζαν, με στραβοκούρεψαν στη Σωφρωνία (η τότε κομμώτρια της σχολής, μπορεί να κατείχε δίπλωμα “Χρυσή Χτένα”, αλλά το ψαλίδι της κάθε άλλο παρά χρυσό ήτανε...) και μου ανακοίνωσαν ότι ο εγκλεισμός μας στο στρατόπεδο της σχολής είχε ήδη αρχίσει. Η μάνα μου στο μεταξύ ξεροστάλιαζε καθισμένη στο πεζούλι έξω από την πύλη για πάνω από 3 ώρες. Νόμιζε η άμοιρη ότι θα παρουσιαζόμασταν και μετά θα μας άφηναν να φύγουμε. Μετά από χίλια παρακάλια, που επέτρεψαν να πάω – με συνοδεία - μέχρι την πύλη για να την αποχαιρετήσω. Τα είπαμε μέσα από τα κάγκελα για 2 λεπτά και κλαμμένη πήρε το καράβι της επιστροφής για τη Χίο.

Έκτοτε πολλά έγιναν. Χίλια μύρια άλλαξαν. Προπάντων άλλαξα εγώ. Πολύ λίγη σχέση έχω πια με το ψυχαναγκαστικό “φυτό” που πήγαινε στη β' Δέσμη στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Χίου. Μια μόνιμη γραμμή θα σημάδευε από εδώ και στο εξής ανεξίτηλα τη ζωή μου και θα τη χώριζε σε δυό μέρη. Προ και Μετά σχολής. Τίποτα σχεδόν δε θυμάμαι από αυτό, τον άνθρωπο αυτό που ήταν ο άλλος που εαυτός. Δε θέλω. Όχι ακόμα. Τις ανάμνησές μου όλες τις κλειδώνω σε ένα μπουντρούμι στο βάθος του μυαλού μου και τις φυλάω νυχθημερόν. Ακόμα και από εμένα. Θα έχω άφθονο χρόνο να παίξω μαζί τους όταν θα είμαι γέρος, κατάκοιτος με σωληνάκια σε ένα κρεβάτι. Αν με αξιώσει δηλαδή ο Θεός να προλάβω να γεράσω.

Θέλω να θυμάμαι μόνο πρόσωπα. Τα λίγα πρόσωπα που με συνόδευσαν στην πορεία μου αυτά τα χρόνια. Φίλοι, σύντροφοι, συμπολεμιστές. Brothers of Metal. Γιατί οι όποιες δυσκολίες, οι κωλοφάσεις, ακόμα και οι γκόμενες ήρθαν και παρήλθαν. Μόνο εκείνοι επέμειναν. Οι λίγοι και καλοί. Άνθρωποι που μαζί παίξαμε για πρώτη φορά σαν παιδιά. Που κάναμε τις πρώτες μας σκανταλιές, τις πρώτες μας μαλακίες. Όταν πετούσαμε κλούβια αυγά και παγάκια στα διερχόμενα αυτοκίνητα και μετά κόβαμε λάσπη ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Τι τα θες. Κωλόπαιδα ήμασταν. Φάγαμε και ρίξαμε ξύλο μαζί. Ακόμα και μεταξύ μας. Νούμερο ένα στόχος μας τότε ήταν τα γυφτάκια της γειτονιάς. Εμείς τα δέρναμε και αυτά μας πετούσαν μολυσμένες με ηπατίτηδα ροχάλες και σαϊτες που στη μύτη τους είχαν περασμένες καρφίτσες. Μεγαλείο. Μαζί εξερευνήσαμε μυστηριώδη, ανήλιαγα ερείπια που έστεκαν στοιχειωμένα από τις απαρχές του χρόνου (στην πραγματικότητα οικοδομές ήτανε). Μαζί σκαρφαλώσαμε σε μάντρες, κάναμε τα πρώτα μας μπανιστήρια στα αποδυτήρια των κοριτσιών, όταν η γυναικεία ομάδα βόλεϋ τέλειωνε μετά από κάποιο αγώνα. Μετά, στο σπίτι τελειώναμε και 'μεις. Για τα κοριτσάκια που μας άρεσαν στο σχολείο, στη γειτονιά, στην τηλεόραση. Τρομπάραμε αβέρτα, λάστιχο τον είχαμε κάνει.

Το Γυμνάσιο πάντα θα μου θυμίζει σκοτεινά σφαιριστήρια (τι υπέροχη λέξη!!!) που μύριζαν ιδρώτα, ποδαρίλα και τσιγάρο. Πόσα κέρματα άραγε να μας έφαγε τότε το γαμημένο το Street Fighter? Ήτανε στημένο σε μαϊμού κονσόλα και από τα 6 κουμπιά του λειτουργούσε μόνο το ένα. Αυτό της light punch. Δηλαδή το πιο άκυρο από όλα. Αλλά και πάλι καταφέραμε με τα πολλά να το τερματίσουμε. Τ' αρχίδια μας πήρε ο Mr. Bison (ο τελικός κακός του παιχνιδιού). Μετά, το βράδυ, οι πρώτες Σαββατιάτικες έξοδοι στην παραλία. Μπυρίτσα στον Ιβίσκο (στοίχιζε τότε 300 δραχμές) και περιορισμένο ωράριο μέχρι τις δέκα και μισή. Αλλιώς η παντόφλα της Αφροδίτης καραδοκούσε ετοιμοπόλεμη στο σπίτι. Από τότε ένα thing με πιάνει κάθε φορά που βλέπω παντόφλες και σαμπό. Άτιμο πράμα η ιπτάμενη παντόφλα. Πιο μπαμπέσικο και από αστεράκι του νίντζα.

Μετά, ξανά με τους φίλους μου, ο πρώτος μας ραδιοφωνικός σταθμός. Που σιγά δηλαδή μην είχαμε βρει σταθμό. Κασσέτες ηχογραφούσαμε στο μαγνητόφωνο και λέγαμε τις βλακείες μας, παριστάνοντας ότι κάναμε εκπομπή. ΠΑΡΑΣΙΤΟ FM. Είχα δανειστεί το όνομα από μια στήλη του ΜΠΛΕΚ (cult αγορίστικο περιοδικό της εποχής). Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που δε χρειαζόσουν ράδιο για να τον ακούσεις. Τόσο βλαμμένα ήμασταν. Ολυμπιονίκες μαλάκες. Ήμασταν 13 χρονών.

Τα καλοκαίρια πέρναγαν με Sega Master System στο σαλόνι της μάνας μου και καθημερινό μπάνιο στην Αγιά Φωτιά. Απ' τον πολύ ήλιο αραπάκια γινόμασταν. Τότε οι τρεις μήνες του καλοκαιριού μοιάζανε να κρατάνε για πάντα. Εσύ πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες στο πετσί σου 3μηνο καλοκαίρι?

Και ξανά μανά το Σεπτέβρη πάλι απ' την αρχή. Στο μεταξύ ο αδερφός μου μεγάλωσε. Ολόκληρο παιδί έγινε. Μέσα από το κενό των δυό μεσαίων κοπτήρων του (τα 'χε σπάσει τα μπροστινά του δόντια στην παιδική χαρά) ψεύδιζε βρωμοκουβέντες που του μαθαίναμε στα κρυφά. Φρίκη και όνειδος για τη μάνα και τη συχωρεμένη τη γιαγιά μου. Ο Θεός ας έχει καλά τα κοκκαλάκια της. Με τους φίλους μου μαζί βγάζαμε το μπόμπιρα στις παιδικές χαρές και στις οικοδομές. Ήτανε της εξερεύνησης και αυτός.

Μέχρι να πάω στο λύκειο, έγιναν και άλλα. Το πρώτο μου επιτυχημένο καμάκι το έκανα στην ηλικία των 13 και κάτι. Ήταν ένα ξανθό skinny ξωτικό από την Ολλανδία ονόματι Tara Van Steen. Πιανόμασταν χεράκι χεράκι και κάναμε βόλτες στα σοκάκια της Πέτρας (το ομορφότερο χωριό της ΒΔ Λέσβου) και στην πλαζ. Ποτέ μου δε βρήκα το θάρρος να τη φιλήσω. Άμα ψάξω στο πατάρι μπορεί και να βρω κάποιο από τα γράμματά της. Την πρώτη μου τσόντα τη νοίκιασα το χειμώνα που μας ήρθε. Ήτανε σε ένα άκυρο, ξεχασμένο και από το Θεό βίντεοκλάμπ έξω από τη Χίο και θυμάμαι περπάτησα μέχρι εκεί για πόση ώρα, προκειμένου να βεβαιωθώ ότι δε θα έπεφτα πάνω σε κανένα γνωστό που θα κάρφωνε το ατόπημά μου στους δικούς μου. Ήτανε μια χιλιοπαιγμένη Τούρκικη κασέτα τιτλοφορούμενη “The Best of Desire” όπου Desire δεν διαβάζεται “ντιζάιερ” δηλαδή επιθυμία στα Αγγλικά, αλλά “Ντεζιρέ” που ήτανε το όνομα της Τουρκάλας. Μια βυζαρού με φουσκωτό – κουνουπίδι '80s μαλλί σαν αυτό της Joan Collins στη Δυναστεία και με ιδιαίτερη έφεση στις παρτούζες. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω τη βιντεοκασέτα (η οποία παρεπιπτόντως πρέπει στην εξωτερική της επιφάνεια να κόλλαγε κιόλας) το μαγαζί είχε κλείσει! Τόση επιτυχία. Αμανάτι μου 'μεινε η τσόντα, αλλά δε τη χάρηκα άλλο. Τη χάρισα σε ένα φίλο μου γιατί φοβόμουν μη την ξετρυπώσει η Αφροδίτη. Το επόμενο καλοκαίρι, στα 14μισι μου χρόνια έχασα την παρθενιά μου και ησύχασα και από αυτή την έννοια.

Μετά ήρθε το Λύκειο. Νέα φουρνιά φίλων. Ο Θεός ας τους έχει καλά και ας μη τα λέμε πια τόσο συχνά. Μαζί φτιάξαμε το πρώτο – και τελευταίο μας συγκρότημα. Τρελό σουξέ. Λέμε τώρα. Θεόκουλοι ήμασταν, από μουσική κανείς μας δε σκάμπαζε Jesus. Αλλά και την πλάκα μας την κάναμε και τα δύσκολα χρόνια του διαβάσματος πέρασαν πιο ανεκτά. Αποκτήσαμε και τη δική μας ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτή τη φορά σε αληθινό (και νόμιμο παρακαλώ!) σταθμό. Τα καλοκαίρια, κάθε μέρα φορτωνόμασταν φραπέδες στο χέρι από το Champion Club (ο Μήτσος κάνει με τις χερούκλες του τον τελειότερο φραπέ που μπορείτε να φανταστείτε), γεμίζαμε τη σχολική μας σάκα με cd και κασέτες και παίρναμε το δρόμο για το σπίτι που στεγαζόταν ο Γαλαξίας. Από τις 8 το πρωί ξυπνούσαμε τον κόσμο αρμονικά με power, thrash, heavy & death metal.

Κάπου εκεί ήρθαν και έδεσαν οι πρώτοι πειραματισμοί με τα παιχνίδια ρόλων. Dungeons & Dragons, Dark Sun, Ravenloft. Αγαπημένα κολλήματα. Κρατάει ακόμα αυτή η κολώνια. Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το μαύρο starter box set της Second Edition με τον κόκκινο δράκο στο εξώφυλλο. Αυτό, συν τα άρθρα που δημοσίευε το Pixel για το Dungeons & Dragons. Τότε ήτανε πιο πολύ της μόδας και ακόμα και τα κομπιουτερίστικα περιοδικά του αφιέρωναν μόνιμες στήλες. Αλλά ο σπόρος των RPG προτού φυτρώσει, υπήρχε από πολύ πιο πριν μέσα μας. Από την πέμπτη δημοτικού, όταν με τον Κυριάκο ακούγαμε στα κρυφά τα βινύλια του μεγάλου του αδερφού. Dio, Manowar, Iron Maiden.

“...Suddenly a gust of wind came up from the
North, there appeared a lone rider, holding
A sword of steel, then from the south came
Another, bearing a battle ax, from the east
Came a third holding a spiked club, and
Finally from the west, a rider who weilded
A great hammer of war...”

Αυτό ήτανε. Επιτόπου επέστρεψα στο σπίτι και έφτιαξα το πρώτο μου home made παιχνίδι ρόλων. Από ένα κομμάτι χαρτόνι (όλοι είχαμε τότε σπίτι μας χαρτόνι για τα καλλιτεχνικά στο σχολείο) που του χάραξα με το χάρακα γραμμές, σα σκακιέρα. Με χάρτινα ζωγραφισμένα στο χέρι πιόνια (για ήρωες και τέρατα) και κομμένοι στη μέση χαρτονένιοι κύλινδροι από... χαρτί υγείας (!!!) που αντιπροσώπευαν δέντρα, εμπόδια και υψώματα στο πεδίο της μάχης (δηλαδή στο τετραγωνισμένο χαρτόνι). Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούσαν ήτανε – τι άλλο – 4 πολεμιστές καβαλάρηδες. Ένας που κράταγε ένα ατσάλινο σπαθί, ένας που κράδαινε έναν πολεμικό πέλεκυ, ο τρίτος είχε ένα ρόπαλο με καρφιά και ο τέταρτος κατείχε ένα μεγαλειώδες πολεμικό σφυρί.

Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Και το τσουνάμι των Πανελληνίων. Τυφώνας χειρότερος και από τον Κατρίνα, πήρε & σήκωσε τις ζωές μας. Αλλά πάντα με τους φίλους μου κάπως θα βρίσκαμε χρόνο να παίξουμε, να αστειευτούμε, να μαλακιστούμε, να πούμε τα δικά μας. Για αυτό θέλω από τα περασμένα χρόνια να θυμάμαι μόνο αυτά τα πρόσωπα. Γιατί ήτανε πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκεί. Σε όλα τα παραπάνω και σε άλλα τόσα. Γιατί μη νομίζετε ότι τα 'πα όλα. Αν αρχίσω να σας διηγούμαι και για τα χρόνια στη σχολή, ή για τα μεταγενέστερα από αυτή, δεν τελειώνουμε ποτέ από εδώ. Περισσότερη ώρα θα μου πάρει να σας τα διηγηθώ, από τα 8 και βάλε χρόνια που μου πήρε για να τα ζήσω. Αυτά τα αφήνω για μελλοντικό post. Έτσι, να σας κρατάω και λίγο σε αγωνία, να μη σας τα δώσω όλα με το καλημέρα.

Νιώθω γεμάτος κατανόηση και αγάπη για αυτούς τους ανθρώπους. Και ευγνωμοσύνη για τις αναμνήσεις που μου πρόσφεραν. Όπου κι αν βρίσκεται τώρα ο καθένας απ' αυτούς.

Γιατί τώρα πλέον η ζωή μας έχει αλλάξει. Ο κύκλος των χρόνων της αναζήτησης του τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, έχει κλείσει. Είτε μέσω σπουδών, είτε μέσω δουλειάς, ο καθένας μας τράβηξε λίγο πολύ το δρόμο του. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι προτεραιότητες. Ο ένας παντρεύτηκε και προσεχώς αναμένει το πρώτο παιδί. Άλλος αρραβωνιάστηκε. Άλλος έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Άλλος δόθηκε ψυχή τε και σώματι στη γυναίκα και στο στεγαστικό. Κάποιοι ψάχνονται ακόμα. Βάλε και κάτι επικείμενους αρραβώνες, συμβιώσεις, μετακομίσεις, κατατακτήριες, ΑΣΕΠ, μεταπτυχιακά, στρατιωτικές θητείες, μεταθέσεις, αποσπάσεις και της Παναγιάς τα μάτια.

Κάπως έτσι, οι πολλές επαφές μεταξύ μας κόπηκαν. Η παλιά μαγεία ξέφτισε.

Για αυτό και με πιάνουν ενίοτε τα ψυχοτραυματικά μου. Αυτά για τα οποία σας μίλησα στην αρχή του άρθρου. Επειδή κανείς δε δείχνει να παίρνει χαμπάρι τίποτα από όλα τα παραπάνω, εκτός από μένα. Εκτός και αν το αντιλαμβάνονται και άλλοι και δε το μαρτυράνε. Αλλά και πάλι, δε βλέπω και κανένα να κάνει κάτι για αυτό. Συνεπώς, ή δε σκαμπάζουν, ή σκαμπάζουν αλλά δε νιώθουν. Δε λέω ότι αυτό συμβαίνει με όλους. Απεναντίας. Για μια μικρή μειοψηφία μιλάω. Αλλά μειοψηφία που πονάει. Τα τελευταία τρια χρόνια, μετράω ισάριθμους χαμένους φίλους. Δυνατούς, αληθινούς φίλους, από αυτούς που στη ζωή σπάνια ξεπερνούν σε ποσότητα τα δάχτυλα του ενός χεριού. Όχι, δε συντελέστηκε κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός. Ούτε προηγήθηκε κάποιος καυγάς. Δεν τσακώνομαι ποτέ, το σιχαίνομαι. Απλά οι σχέσεις αραίωσαν και σταδιακά κόπηκαν. Οι κουβέντες έγιναν τυπικές. Η ουσιαστική επικοινωνία χάθηκε.

Είναι πλεόν παράξενη η ζωή μας. Συμβαίνουν τόσα αλλόκοτα, παράλογα τριγύρω μας. Οι παιδικές φιλίες δίνουν τη θέση τους στις προσωρινές συμμαχίες της δουλειάς, του γραφείου, της καθημερινότητας. Οι τελευταίες είναι βλέπεις πιο βολικές. Καθένας νομίζει ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, άντε και από τη γυναίκα του (σύζυγο, γκόμενα, αρραβωνιάρα, whatever). Ότι ο ήλιος μόνο για αυτούς ανατέλλει. Λες και αυτους μόνο τους γέννησε μουνί και όλους τους υπόλοιπους μας γέννησε κώλος. Μέγας ψεύτης και προβοκράτορας όποιος είπε ότι η μαλακία κουφαίνει. Το γαμήσι να δείτε πώς κουφαίνει και τυφλώνει και τρελαίνει κάποιους από εμάς. Οι Αθηναίοι σχεδόν αποκλειστικά βγαίνουν παρεούλες, όχι γιατί ο ένας γουστάρει την παρουσία του άλλου, αλλά για να είναι μπούγιο και για να μοιράζονται περισσότερα άτομα το λογαριασμό. Όχι ότι αλλού διαφέρει και πολύ το σκηνικό. Γιατί τώρα συμβαινουν όλα αυτά, δε γνωρίζω παιδιά μου να σας πω. Ακόμα το ψάχνω. Εμπεριστατωμένα. Αρχίζω να πιστεύω ότι πάει πακέτο με αυτή τη φάση της ζωής. Επειδή βλέπω παντού τα ίδια γύρω μου.

Μια ζωή τρώμε στη μάπα το παραμύθι της φιλίας, της μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνειας σαν αξίες αληθινές, από τις τελευταίες που ακόμα στέκουν στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Κάποτε πίστευα σε αυτές ακράδαντα. Τώρα δεν ξέρω. Έλαβα πολύ feedback στις αναζητήσεις μου αυτές. Αναλύω συνοπτικά.

- Δε θέλω να αποδίδω πράγματα σε τυχόν ζήλιες, ανταγωνισμούς και τα τοιάυτα. Δε θέλω να έχω καν σχέση με τέτοιες σκέψεις. Τις θεωρώ λαϊκίστικες και φτηνές.
- Άλλος μου είπε ότι κάνω σα γκόμενα. Άκουσα ακόμα και απαντήσεις τύπου: “Καλά ρε μαλάκα, κοτζάμ άντρας τι μου κλαίγεσαι για τους φίλους σου, λες και είσαι ακόμα κάνα παιδάκι?”
- Ο Κυριάκος μου διατύπωσε μια άποψη που θα έκανε ακόμα και τον Σοπενάουερ να σκίσει τα πτυχία του. Δεν τολμώ να την εκφέρω. Είναι από τις πιο απαισιόδοξες και μαύρες που μπορώ να σκεφτώ.
Εν ολίγοις, οι λίγοι άνθρωποι που πλέον εμπιστεύομαι και που μου εκμυστηρεύτηκαν την άποψή τους, μάλλον με αποκαρδίωσαν.

Μήπως τελικά εκεί βρίσκεται η αλήθεια? Ότι δηλαδή, παραμύθα στην τελική η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια, τα πάντα τα παίρνει παραμάζωμα το μεροδούλι μεροφάι?

Απάτη η αντρική φιλία, μάπα το καρπούζι?

Τι Μπετόβεν και μαλακίες, σαν το μουνί δεν είναι τίποτα?

Ίσως τέλικά τίποτα από αυτά να μην ισχύει. Ίσως απλά εγώ περνώ την κρίση των τριάντα και ζορίζομαι να δεχτώ ότι είμαι πια ένας “από τους μεγάλους”. Ή μπορεί να έχω κουσούρι να αναμένω πολλά από τους ανθρώπους που αγαπώ. Κακό χουνέρι. Ακόμα το ψάχνω το θέμα. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι τσάμπα πάει ο κόπος και η φαιά ουσία που σπαταλώ να βρω το αίτιο. Γιατί στην τελική, το αποτέλεσμα μετράει. Δηλαδή ότι κάποιες φορές με πιάνουν οι μαύρες μου. Νομίζω όμως ότι μετά από όλα αυτά, έχω και με το παραπάνω το δικαίωμα αυτό. Όπως και εσύ φίλε αναγνώστη πιθανώς να κατσουφιάσεις λίγο αν διαβάσεις τις αράδες που ακολουθούν:

Σκέψου ειλικρινά και απάντησε με το χέρι στην καρδιά. Δε χρειάζεσαι να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου, εξάλλου η απάντησή σου αυτή σε σένα θα παραμείνει, δεν πρόκειται ποτέ να βγει παραέξω. Δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε και θέλω να μου την πεις. Αλήθεια τώρα. Μπέσα πράματα. Αναλογίσου:

- Σήμερα, πόσοι φίλοι πραγματικοί σου απέμειναν στ' αλήθεια?