Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

The Box (Το Κουτί)

Μάστορας : Richard Kelly
Παίχτες : Cameron Diaz , James Marsden , Frank Langella
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5, αν δεν ήταν το μοντάζ 4 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας μυστηριώδης άντρας εμφανίζεται στην εξώπορτα ενός παντρεμένου ζευγαριού με μια ασυνήθιστη προσφορά : πατώντας ένα κουμπί, αφενός θα προκαλέσουν κάπου εκεί έξω το θάνατο ενός ατόμου, το οποίο δε γνωρίζουν. Αφετέρου, θα λάβουν μια τεράστια χρηματική αμοιβή για την πράξη τους αυτή. Το δίλημμα αποδεικνύεται πολύ πιο ζόρικο από όσο αρχικά φαίνεται και οι συνέπειές του, όπως και η αναζήτηση της αλήθειας για το μυστήριο – θα είναι καταλυτικές για τους πρωταγωνιστές.

Αναλυτικότερα :
Πόσο σπουδαίο είναι να ξαναβλέπεις τον Frank Langella στην οθόνη σου! Πόσο τα σπάει;!;! Ναι, για εμάς τους “παλιούς” θριλεράδες, ο Frank Langella είναι πολύ ψηλά στο σύστημα των αξιών μας, κάπου σε αντίστοιχη θέση με το Θεό Christopher Lee και Bella Lugosi! Και δεν είναι μόνο αυτό. Λατρεύω την Cameron Diaz! Λατρεύω το φυζίκ της, την προφορά της, τον τρόπο που περπατά, το σώμα, τα μαλλιά της και κυρίως το χαμόγελό της που φέρνει κάτι σε Θεία Πρόνοια! Ναι, το ξέρω ότι δεν είναι και η καλύτερη ηθοποιός. Για την ακρίβεια, το ερμηνευτικό της ρεπερτόριο είναι ιδιαίτερα περιορισμένο (στα στενά πλαίσια της τσαχπινογαργαλιάρικης παρουσίας σε χαλαρές κωμωδίες!) Αλλά έχω αδυναμία στην κυρία από τότε που την είδα σε αυτό το υπέροχο χορευτικό με τον Jim Carrey στο πρώτο “The Mask” (Η Μάσκα) Και ως γνωστόν, οι αδυναμίες δεν κρύβονται και δεν παλεύονται. Κοινώς, το “The Box” απαρτίζει, τουλάχιστον επιφανειακά, ένα ιδιαίτερα ελκυστικό πακέτο για μένα. Για να μπούμε κατευθείαν στο ψητό όμως, το περιεχόμενο αυτού του κουτιού είναι εξίσου ελκυστικό με το περιτύλιγμά του; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Με μια ελαφρά τάση προς το κομμάτι του “ναι”.

Ξεκινά με μια ωραία και πρωτότυπη ιδέα. Το κλίμα υφέρπουσας αγωνίας, χωρίς ποτέ να παύει να υφίσταται, συνοδεύει μια ταινία που καταλήγει να είναι τελείως διαφορετική σε σχέση με το πώς ξεκίνησε. Μα καμία σχέση. Όχι βέβαια ότι αυτό είναι απαραίτητα κακό. Αλλά είναι, όπως και να'χει, περίεργο. Το “The Box” είναι ένα κατεξοχήν έργο επιστημονικής φαντασίας. Όχι από αυτά του ελαφρού ρεπερτορίου με φωτόσπαθα και εκρήξεις στο διάστημα. Όχι, εδώ έχουμε να κάνουμε με hardcore πράμα, άκρως παλιομοδίτικη επιστημονική φαντασία που σου στίβει το μυαλό και σε αφήνει με περισσότερα ερωτηματικά σε σχέση με όσα είχες πριν τη δεις. Θα σου θυμίσει κάπως το “2001 : Οδύσσεια του Διαστήματος”, καθαρά όσον αφορά το στυλ κινηματογράφισης και τα πρότυπα που ακολουθούνται όσον αφορά τη διανομή της πληροφορίας από το δημιουργό στο θεατή. Και η αισθητική της ταινίας τονίζει ακόμα περισσότερο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της : είναι τίγκα 70's, από τα φορέματα, τις συμπεριφορές, τις ταπετσαρίες στους τοίχους και φυσικά στην “ξεθωριασμένη” κιτρινισμένη φωτογραφία! Όσοι έχουν δει το “Zodiac” του Fincher – ταινιάρα! - θα καταλάβουν ακριβώς για τι πράγμα μιλώ.

Ερμηνεία κλάσης από τον Frank Langella. Απλά καταπληκτικός, η εξωγήινη και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη ερμηνεία του, αποτελεί το κόσμημα του “The Box”. Οι υπόλοιπες, δυστυχώς υστερούν. Σκηνοθεσία εξόχως άρτια, κρύβει μέσα της υπονοούμενα, αγωνία και άπειρη ένταση που σχεδόν ποτέ δεν εκτονώνεται. Άψογη δουλειά στη φωτογραφία και σε ότι αφορά την αναπαράσταση της εποχής. Ένα παραπονάκι – τα εφφέ υπολογιστή θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα. Και το μοντάζ είναι κάκιστο, με σκηνές που κόβονται χωρίς λόγο και άλλες που προβάλλονται μισές, αφότου έχουν αρχίσει. Ή είναι κάτι εσκεμμένο, προκειμένου να υπογραμμίσει την αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας των πρωταγωνιστών, ή έχει πέσει γερό ψαλίδι. Που μάλλον παίζει το δεύτερο, είναι υπερβολικά χοντροκομμένη η κοπτοραπτική των σκηνών και δεν έχει καμία σχέση με το πόσο προσεγμένοι είναι όλοι οι υπόλοιποι τομείς της ταινίας.

Δε θα πω τίποτα από την υπόθεση για να μη προδώσω κάποια από τις πολλές εκπλήξεις που κρύβει το σενάριο. Θα δώσω όμως μια προειδοποίηση : αν έχεις μάθει να στα εξηγούν όλα και οι τίτλοι τέλους να βρίσκουν άπαντα τα στοιχεία του σεναρίου ζυγισμένα και στοιχημένα, θα απογοητευτείς. Τα ερωτήματα, τα θέματα που πραγματεύεται, τα πρόσωπα και τα κίνητρα είναι πολλά. Και ξεκάθαρες απαντήσεις δε δίνονται ποτέ. Μονάχα υπαινίσσονται. Στα πρότυπα του X-Files (για να χρησιμοποιήσω ένα πιο σύγχρονο σημείο αναφοράς) και ακόμα πιο δύσκολο και “εγκεφαλικό”. Κι όμως, τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη, τα πάντα εξηγούνται, αρκεί να κάνεις κάποια βαρβάτα άλματα λογικής. Πάντως, η αλήθεια δεν παύει να είναι ότι οι ιδιαιτερότητες του “The Box” το καθιστούν κατάλληλο μονάχα για ένα αρκετά περιορισμένο κοινό.

Ρεζουμέ :
Δύσκολη, εγκεφαλική επιστημονική φαντασία. Ποιοτικό και προσεγμένο, αλλά με χτυπητά ελαττώματα που δεν του επιτρέπουν να φτάσει όσο ψηλά όσο του άξιζε. Αν έχεις συνηθίσει στο να στα εξηγούν όλα αναλυτικά και να στα κάνουν λιανά, εδώ θα δυσαρεστηθείς. Αλλιώς, προχώρα άφοβα, άνοιξε “Το Κουτί” και δώστου να καταλάβει!

Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
Αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Richard Matheson “Button, Button”

Old Dogs (Γερόλυκοι)

Μάστορας : Walt Becker
Παίχτες : John Travolta, Robin Williams, Seth Green
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5, για το είδος της ειδικότερα 4 / 5
Με δυό λογάκια :
Ο Charlie και ο Dan είναι καλύτεροι φίλοι και συνεργάτες για 30 χρόνια. Η εταιρία τους βρίσκεται στα πρόθυρα κλεισίματος μιας μεγάλης συμφωνίας με μια Γιαπωνέζικη εταιρία. Μόλις 2 εβδομάδες πριν κλειστεί η συμφωνία, μια έκπληξη περιμένει τον Dan : η γυναίκα που παντρέυτηκε σε μια... μεθυσμένη παρόρμηση 7 χρόνια πριν, εμφανίζεται και τον πληροφορεί : α) ότι είναι ο πατέρας των δίδυμων παιδιών της και β) ότι θα είναι στη φυλακή για τις επόμενες 2 εβδομάδες για μια ακτιβιστική διαμαρτυρία! Ο Dan προσφέρεται να κρατήσει τα παιδιά σε αυτό το χρονικό διάστημα, αν και δεν έχει ιδέα τι να κάνει. Θα μπορέσουν μαζί με τον Charlie να εκπληρώσουν τους ρόλους τους σαν πατέρας και “θείος” αντίστοιχα και ταυτόχρονα να μην... καταστραφεί η επιχειρηματική συμφωνία;

Αναλυτικότερα :
Εντάξει, το σενάριο δεν διεκδηκεί δάφνες πρωτοτυπίας. Και ναι, είναι Disney. Δηλαδή ξέρεις τι θα δεις. Ένα ανάλαφρο, διασκεδαστικό θέαμα για όλη την οικογένεια. Παρόλα αυτά με εξέπληξε το ταινιάκι επειδή ήταν τόσο πολύ καλύτερο απ'ότι το περίμενα. Όπως όλοι μας (όσοι τουλάχιστον έχουμε μπει στην ενηληκίωση!) περίμενα άλλη μια χλιαρή politically correct σούπα, με κονσερβοποιημένο χιούμορ, μελούρα κατά παραγγελία, ηθικοδιδακτισμούς του κώλου και φυσικά το απαραίτητο, μελωμένο happy end. Τι έλαβα; αυτό ακριβώς, αλλά όσο καλύτερο μπορούσε να γίνει! Το χιούμορ του ενίοτε ξεφεύγει από αυτό της κλασικής disney ταινίας, με αποτέλεσμα να προκαλεί άφθονο γέλιο – σε κάποιες συγκεκριμένες σκηνές θα σε κάνει να λιώσεις! Η μελούρα, ευτυχώς είναι δραστικά περιορισμένη, σχεδόν ανύπαρκτη, πλην μιας σκηνής που παρόλα αυτά καταφέρνει να παραμείνει “αξιοπρεπής” και ευχάριστη στην παρακολούθησή της.

Όλα τα λεφτά του έργου είναι ασφαλώς οι ερμηνείες. Ο Robin Williams είναι κεφάτος και θυμίζει τον παλιό καλό εαυτό του. Ο Travolta είναι επίσης πάρα πολύ καλός στο ρόλο του γυναικά θείου, η χαλαρή κωμωδία είναι ο τύπος που του ταιριάζει γάντι τελικά! Ο Seth Green πάντα “λίγος” ηθοποιός ήταν και λίγος παραμένει, αλλά σε αυτόν οφείλονται οι πλέον σπαρταριστές σκηνές της ταινίας! Αυτές με το γορίλα (πρώτη φορά βλέπω τη Σοφία να κλαίει από τα γέλια, άρα δεν έτυχε απλώς, πέτυχε!) Θα ήθελα πιο πειστικά ταλέντα στο ρόλο των παιδιών, όπως και μια πιο ευφάνταστη σκηνοθεσία. Όχι ότι είναι κακή, απεναντίας. Απλά είναι απόλυτα προβλέψιμη και διεκπαιρεωτική. Η φωτογραφία επίσης κινείται σε πολύ καλό επίπεδο.

Τώρα, όσον αφορά το σενάριο... εντάξει. Είπαμε, το έχουμε ξαναδεί το έργο. Αλλά (κάποιες φορές τουλάχιστον) προτιμώ μια ποιοτική επανάληψη από μια κουλτουριάρικη “πρωτοτυπία” του κώλου που δε βλέπεται χωρίς δραμαμίνες ή αντιψυχωσικά! Και θα ήθελα μια κάπως πιο εμπεριστατωμένη και εις βάθος παρουσίαση των θεμάτων του, ειδικά όσον αφορά τις σχέσεις του πρωταγωνιστή με τα ανήλικα παιδιά του. Παρόλα αυτά, δε μπορώ να αναγνωρίσω ότι η ταινία είναι τουλάχιστον ειλικρινέστατη στις προθέσεις της : είσαι εδώ για να βάλεις το μυαλό σου στην άκρη, να γελάσεις δυνατά και διασκεδάσεις με την οικογένειά σου, την κοπέλα σου, whatever. Και αυτούς τους στόχους της τους πετυχαίνει και με το παραπάνω.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Whatever Works (Κι αν σου Κάτσει;)

Μάστορας : Woody Allen
Παίχτες : Larry David , Carolyn McCormick , Patricia Clarkson , Evan Rachel Wood
Πόσα πιάνει; 4 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας ευφυής αλλά πικρόχολος ηλικιωμένος βλέπει τα πάντα στη ζωή του να αλλάζουν όταν μια μικρή φυγάς από το σπίτι της βρίσκεται στο δρόμο του. Τον πείθει να τη φιλοξενήσει προσωρινά και τελικά με τα πολλά την παντρεύεται κιόλας! Κάποια στιγμή, τους βρίσκει η μητέρα της η οποία είναι κάθετη στο γάμο και κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να τον διαλύσει. Ακολουθεί ο πατέρας της κοπέλας, ο οποίος ψάχνει αυτή, αλλά και την μητέρα της, αποφασισμένος να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία να τα ξαναβρούνε, παρά το ότι ήταν αυτός που την απάτησε με την καλύτερή της φίλη! Μακριά από τον τόπο τους και τις οικείες τους παραστάσεις, αναθεωρούν τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα, αλλά και τις... σεξουαλικές τους προτιμήσεις! Και τελικά, όλοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ταμπού και πρέπει στον έρωτα, αλλά πρέπει να δέχεσαι στη ζωή αυτό που θα σου κάτσει και που σε βοηθάει να την παλέψεις.

Αναλυτικότερα :
Μεγάλη επιστροφή του Woody Allen με τρελά κέφια! Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είμαι ο μεγαλύτερος φαν των ταινιών του. Ακριβέστερα – δεν τον πάω μια. Μη ρωτάς το γιατί, απλά δε μου αρέσει το στυλ και η φάτσα του. Και θεωρώ τις ταινίες του τρελά υπερεκτιμημένες. Εκτός από αυτή εδώ! Γιατί, πέρα από κάθε προσδοκία, γούσταρα τρελά το “Whatever Works” που μεταξύ άλλων αδικείται από τον εσφαλμένο Ελληνικό υπότιτλο “Κι αν σου κάτσει;” (προφανώς τον διάλεξαν επειδή θυμίζει αντίστοιχη πολυπαιγμένη Ελληνική διαφήμιση) ενώ, σωστότερα θα μεταφραζόταν ως : “Ό,τι κάτσει”. Τέσπα. Λάτρεψα το “Whatever Works” γιατί είναι τρελά προχώ, 10ετίες μπροστά. Και συνδυάζει ιδανικά το λεπτό χιούμορ με κυνισμό, φιλοσοφία και καφροχαβαλέ. Ο κεντρικός χαρακτήρας, Boris, δε μπορεί παρά να είναι το alter ego του ίδιου του σκηνοθέτη / σεναριογράφου. Και παρά την ανισότητα στην ερμηνεία του Larry David, με άλλοτε μέτριες στιγμές και άλλοτε πολύ καλές, ο χαρακτήρας πείθει απόλυτα. Ειδικά οι σκηνές όπου απευθύνεται στο κοινό (δηλαδή σε σένα, την ώρα που παρακολουθείς την ταινία!) είναι συγκλονιστικά ειλικρινείς.

Το σενάριο (παρά την εύστοχη επιχείρηση εκμοντερνισμού του) παρουσιάζει στοιχεία που παραπέμπουν σε παλιότερες 10ετίες, ειδικά το δεύτερο μισό του που αναφέρεται έμμεσα αλλά σαφέστατα στη σεξουαλική επανάσταση που συντελέστηκε τη 10ετία του '60 και του '70. Εδώ, καταλύτης για τις μεταβολές στον ψυχισμό των χαρακτήρων, είναι η αλλαγή παραστάσεων και η μετάβαση από τον συντηρητικό, "χωριάτικο" Αμερικανικό νότο, στον κυνικό μα εκσυγχρονισμένο βορρά. Οι αλλάγες είναι εντυπωσιακές και ενίοτε γραφικές, αλλά δεν παύουν να διασκεδάζουν. Έτσι, η θεοσεβούμενη νοικοκυρά γίνεται αρτιστική προσωπικότητα, με γυμνά πορτρέτα και πολλαπλούς εραστές! (το 'παμε - οι παρτουζιάρες είναι πολλές και ζουν ανάμεσά μας!) και ο τυπικός ματσό redneck πατριάρχης, ασπάζεται άνευ όρων τη gay κουλτούρα! Φυσικά, όλα αυτά δεν είναι τυχαία - το σενάριο είναι παλιό, συγκεκριμένα φολιάζει από τη 10ετία του '70 στο κεφάλι του δημιουργού. Ο Allen, προόριζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο για έναν αγαπημένο του φίλο, που παράλληλα εκτιμούσε ιδιαίτερα σαν ηθοποιό. Ωστόσο, ο πρόωρος θάνατός του, προσγείωσε το σενάριο του "Whatever Works" στη ναφθαλίνη... μέχρι πέρσι!

Τι άλλο να πεις για το “Whatever Works”; Καλή, διεκπεραιωτική σκηνοθεσία. Τοπ διάλογοι, ίσως οι εξυπνότεροι που έχω δει εδώ και χρόνια. Καλή φωτογραφία, feelgood διάθεση (παρά τον τίγκα κυνισμό, μηδενισμό και τη μισανθρωπία του Boris!) συμπαθητικές ερμηνείες. Μοναδικό παραπονάκι : το τέλος είναι κάπως βεβιασμένο και τα μαζεύει άρων άρων υποκύπτοντας σε συμβιβασμούς και κλισεδάκια που δεν ταιριάζουν απόλυτα με ότι έβλεπες για πάνω από μιάμιση ώρα. Ωστόσο, δεν παύει να είναι και αυτό, κεφάτο και “αγαπησιάρικο”

Ρεζουμέ :
Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό το ταινιάκι είναι για όλους. Θέλει αρκετά ανοιχτό μυαλό για να το απολαύσεις όπως του αξίζει. Προσωπικά, συμφωνόντας απόλυτα με τον τίτλο, έχω να σχολιάσω ότι το “Whatever Works” δούλεψε απόλυτα για μένα.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

The Hurt Locker

Μάστορας : Kathryn Bigelow
Παίχτες : Jeremy Renner , Anthony Mackie , Brian Geraghty
Πόσα πιάνει; 3 / 5... μάλλον
Με δυό λογάκια :
Μια ομάδα πυροτεχνουργών, στην εμπόλεμη ζώνη του Ιράκ, αναλαμβάνει όλες τις δύσκολες, “βρώμικες” και επικίνδυνες δουλειές. Όταν αλλάζει αρχηγό, αυτός με τη ριψοκίνδυνη στάση του και την αμέλεια για τη ζωή και την ασφάλεια των μελών της ομάδας του, θα τους φέρει αντιμέτωπους με ακόμα πιο ακραίες καταστάσεις.

Αναλυτικότερα :
Η ταινία που σάρωσε στα φετινά όσκαρ και γκρέμισε πανηγυρικά το “Avatar” από το θρόνο του. Γυρισμένη από την (κερατωμένη) πρώην σύζυγο του James Cameron! Όπως λέει και η διαφήμιση, “τυχαίο; Δε νομίζω!” Δυό είναι τα συμπέρασματα, λοιπόν, που μας διδάσκει η περίπτωση του “The Hurt Locker” : το πρώτο, είναι ότι μια αδικημένη γυναίκα ΠΑΝΤΑ θα πάρει την εκδίκησή της από τον άντρα που την πίκρανε, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, γιατί ως γνωστόν αυτά τα πράγματα οι γυναίκες ΔΕ ΤΑ ΞΕΧΝΟΥΝ ΠΟΤΕ!!! Δεύτερον, στην πλειονότητά τους όσοι είδαν την ταινία δεν κατάλαβαν ποιοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους βραβεύτηκε! Και μια θεωρία συνομωσίας – η επιτροπή (και οι κινηματογραφικοί παράγοντες που κρύβονται πίσω από αυτή) ήθελαν να “κόψουν” τα φτερά του Cameron. Όχι φυσικά για να τον στεναχωρήσουν, αλλά για να βάλουν ένα φρένο στη δυνητική παντοδυναμία που θα του χάριζαν τα βραβεία τα οποία δικαιούταν η ταινία του, αν φυσικά τα έπαιρνε!

Τι είναι λοιπόν το περίφημο “Hurt Locker”; Είναι μια άνευ λογικής συνέχειας συρραφή μεμονωμένων σκηνών, προκειμένου να καταλήξει σε ένα άκρως κυνικό, “άβολο” συμπέρασμα στο πολυσυζητημένο φινάλε. Όλα αυτά δοσμένα με μια ντοκιμαντερίστικη ματιά, η οποία είναι τόσο αριστοτεχνικά δοσμένη που ισορροπεί ΤΕΛΕΙΑ ανάμεσα στην αμεσότητα του ντοκυμανταίρ και την καλλιτεχνική αρτιότητα του κινηματογράφου, απαλλαγμένη από τα μειονεκτήματα και τους περιορισμούς των δύο μέσων και ταυτόχρονα διατηρώντας τα πλεονεκτήματα αμφότερων! Να λέμε δηλαδή και του στραβού το δίκιο – το όσκαρ στη σκηνοθεσία τουλάχιστον, το άξιζε. Όλα τα υπόλοιπα; Μάλλον όχι. Φωτογραφία σκονισμένη και άκρως ρεαλιστική, απεικονίζει με όλη την ασκήμια του το γης μαδιάμ περιβάλλον και τις κακές, άβολες, παράλογες συνθήκες που επικρατούν σε αυτό. Ερμηνείες καλές, αλλά όχι και κάτι το ιδιαίτερο, ίσως εκτός από το σπαρακτικό ξέσπασμα του μαυρούλη, λίγο πριν το φινάλε.

Όλο το υπόλοιπο είναι αυτό που είπα στην αρχή. Μια συρραφή σκηνών από την καθημερινότητα της ομάδας σε αυτό το περίεργο καθεστώς μεταξύ “τύπου” πολέμου και “τύπου” νόμιμης κατοχής που επιβάλλει σε κάθε τόπο που κοσμεί με την παρουσία της η panx Americana. Από φάσεις όπου αφοπλίζουν εκρηκτικά, σε άκυρες “καμμένες” στιγμές από την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών, σε έκτακτες καταστάσεις και φρικαλέες confrontations με μια αλήθεια που δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται. Οι κάθε σκηνή από μόνη της λειτουργεί αποτελεσματικά και είναι μια σφιχτοδεμένη, καλλιτεχνικά άρτια και αυτόνομη μονάδα. Το δέσιμο μεταξύ τους όμως, πάσχει. Ή μάλλον, για την ακρίβεια δεν υφίσταται. Είναι απλά η μια σκηνή τοποθετημένη μετά την άλλη. Πράγμα που έρχεται σε κοφτερή αντίθεση με τα υψηλά production values. Και το περίφημο φινάλε, δεν ήταν τελικά τόσο συγκλονιστικό όσο το περίμενα. Ίσως επειδή είχα διαβάσει από πριν για αυτό. Αυτά!

Splatter / Gore :
Ζουμερά αποτελέσματα πυροβολισμών, χωρίς κάτι να είναι ιδιαίτερα συγκλονιστικό. Πιο δυνατή σκηνή αυτή με ένα νεκρό παιδί πάνω σε χειρουργικό τραπέζι με εκρηκτικά μέσα στα εντόσθιά του. Και η αυτοσχέδια χειρουργική επέμβαση του πυροτεχνουργού προκειμένου να τα αφοπλίσει. Μπλιάξ!

Ρεζουμέ :
Ιδιαίτερο και πρωτότυπο, με κάποιες αληθινά δυνατές σκηνές. Αλλά δεν ανταποκρίνεται στο hype που το συνοδεύει. Και ενδεχομένως, ανάλογα φυσικά με τα γούστα σου, θα σε κάνει απλά να βαρεθείς.

Where the Wild Things Are (Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων)

Μάστορας : Spike Jonze
Παίχτες : Max Records , Catherine Keener , Mark Ruffalo και οι φωνές των James Gandolfini ,
Paul Dano , Catherine O'Hara , Forest Whitaker
Πόσα πιάνει; δε γίνεται να βαθμολογηθεί
Με δυό λογάκια :
Ο Max είναι ένα καταπιεσμένο παιδί, με υπερτροφική φαντασία. Απογοητευμένος από την πεζή καθημερινότητά και την αδιαφορία των δικών του, αποφασίζει να σαλπάρει σε μια άλλη χώρα, εκεί που ζουν τα μαγικά πλάσματα της φαντασίας του. Όταν φτάσει τελικά στη χώρα των μαγικών πλασμάτων, θα ζήσει μια σειρά από απίστευτες περιπέτειες που, μεταξύ άλλων, θα τον οριμάσουν και θα τον κάνουν τα δει τα πράγματα υπό μια πρωτόγνωρη σκοπιά...

Αναλυτικότερα :
Πόσο παράξενη ταινία! Είναι το λιγότερο που μπορείς να πείς για ένα έργο στο οποίο πρωταγωνιστούν... ένα δεκάχρονο αγόρι ντυμένο με ολόσωμη αποκριάτικη στολή λύκου και κάμποσα πλάσματα που μπορούν να περιγραφούν μόνο σαν... τεράστια λούτρινα ζωάκια, αλλά με νύχια, δόντια και... κατάθλιψη; Βασισμένο στην κλασική ομώνυμη παιδική ιστορία του Maurice Sendak, είναι ένα τίγκα αντισυμβατικό και πρωτότυπο (ίσως μοναδικό στο είδος του) έργο που μπορεί να εκτιμηθεί μονάχα από το προσωπικό πρίσμα του καθενός. Σε εξίσου παράξενους ρυθμούς κινούνται τα πάντα. Η σκηνοθεσία, η φωτογραφία, το μοντάζ. Ενίοτε λειτουργούν εκτός τόπου και χρόνου, με πχ το πρώτο μισό μιας σκηνής να λαμβάνει χώρα σε δάσος και το δεύτερο να είναι γυρισμένο σε αχανή έρημο. Εξίσου φλου είναι και η χρονική συνέχεια, αλλά και η λογική, με διαλόγους και καταστάσεις που ενίοτε δεν βγάζουν κανένα λογικό νόημα, αλλά πολύ διακριτικά και σε καθαρά υποσυνείδητο επίπεδο περιπλέκουν και αναπλάθουν συνεχώς το συναισθηματικό της φορτίο – το οποίο παρόλα αυτά δεν παύει ποτέ να ξεφεύγει από τη βαθιά εσωστρέφεια και τη θλίψη.

Εντυπωσιακά τα εφφέ αλλά και τα κουστούμια που φυσικά εξαντλούνται στην εμφάνιση των μαγικών πλασμάτων. Το πάντρεμα υπολογιστή και αληθινής εικόνας είναι άψογο και έτσι βλέπεις αληθινότατα χνουδωτά κουστούμια a la Muppet Show, τα οποία όμως παίρνουν γλαφυρές και εκφραστικότατες γκριμάτσες και κουνούν ρεαλιστικά τα χείλη τους σύμφωνα με το περιεχόμενο της ομιλίας. Σε πολύ καλό επίπεδο κυμαίνονται και οι φωνές που ανήκουν σε καλούς επαγγελματίες ηθοποιούς που τις αποδίδουν με αξιολογότατες ερμηνείες.

Ουσιαστικά, το “Where the Wild Thing Are” είναι ένα μελαγχολικό σουρεαλιστικό παραμύθι που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και στις κορυφαίες στιγμές του, αγγίζει θεμελιώδες ψυχολογικές έννοιες, με ιδιαίτερα “ύπουλο”, διακριτικό και πλέον βασικό τρόπο. Εννοείται ότι δεν περιμένω με τίποτα να σημειώσει κάποια αξιόλογη εμπορική επιτυχία. Είναι υπερβολικά αντισυμβατικό και εσωστρεφές για τα γούστα ενός ευρύτερου κοινού. Αλλά από την άλλη δε μπορώ και να μη χαιρετήσω την τόλμη και την αφοσίωση των συντελεστών της ταινίας στην τόσο άρτια απόδοση μιας δουλειάς που είναι – να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους – από εμπορικής άποψης, χαμένη από χέρι. Όσοι έχουν διαβάσει την αυθεντική ιστορία, έχουν μόνο καλά λόγια να πούνε για αυτό το εργάκι στα σχετικά sites και forums. Μιλάνε για υπόδειγμα κινηματογραφικής απόδοσης βιβλίου. Προσωπικά, την ιστορία δεν την έχω υπόψη μου. Αυτό που ξέρω, είναι αυτό που μου λέει το ένστικτό μου. Ότι αφού την είδα, έχοντας βέβαια σαφώς σχηματισμένες απορίες και ενστάσεις όσο έπαιζε, ο επίλογος με βρήκε με μια γλυκόπικρη θλιμμένη γεύση που σε τελική ανάλυση, απόλαυσα. Ναι, μου άρεσε το “Where the Wild Thing Are”. Αλλά για το κατά πόσο θα αρέσει και σε σένα, αυτό είναι κάτι που ούτε ξέρω, ούτε και – φυσικά – μπορώ να εγγυηθώ.

Case 39

Μάστορας : Christian Alvart
Παίχτες : Renée Zellweger , Jodelle Ferland , Ian McShane , Bradley Cooper
Πόσα πιάνει; 3 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια κοινωνική λειτουργός σώζει ένα μικρό κορίτσι από... θάνατο στα χέρια των γονιών του. Την υιοθετεί η ίδια και αρχίζουν μια κοινή καινούρια αρχή. Ωστόσο, σύντομα θα ανακαλύψει ότι πίσω από το αγγελικό 10χρονο προσωπάκι κρύβεται μια πολύ πιο μοχθηρή αλήθεια. Και ότι οι γονείς, όπως και να έχει, μάλλον είχαν ένα δίκιο με το μέρος τους – μη σας πω και δυο δηλαδή!

Αναλυτικότερα :
Ρόλος έκπληξη για τη Renee Zellweger. Δηλαδή ή αποφάσισε να διευρύνει τους υποκριτικούς της ορίζοντες, ή έχει μπει για τα καλά το αυγό στον κώλο και κυνηγάει τους ρόλους με το δίκανο. Όπως και να έχει, το “Case 39” ταλαιπωρήθηκε πολύ από την εταιρία διανομής όσον αφορά τη... διανομή του! Και τελικά, αν και έργο διετίας, δεν προβλήθηκε καθόλου στους κινηματογράφους και προσγειώθηκε μόλις πριν λίγες ημέρες στα ράφια των videoclubs. Συνήθως όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η ταινία είναι το δυστύχημα το ίδιο. Είχα λοιπόν τους λόγους μου να είμαι επιφυλακτικός για την πάρτη της. Αλλά από την άλλη, έχω συνδέσει (από τα νιάτα μου – τόσο παλιά!) άρρηκτα το καλοκαίρι με τα θρίλερ και το thrash metal! Για το δεύτερο, ας είναι καλά οι big four που οσονούπω μας έρχονται. Αλλά για πιο άμεσα αποτελέσματα, αυτό το θριλεράκι ήταν ίσως το μοναδικό καινούριο (σχετικά), ποιοτικό (ή ακριβέστερα μη καμμένο) και που να μη το έχω δει, που υπήρχε στα ράφια. Η ετυμηγορία – τουλάχιστον όσον αφορά το “έργο” της εταιρίας διανομής : φέρθηκαν άδικα στο “Case 39”. Όχι, δεν είναι η εργάρα. Αλλά σίγουρα του άξιζε καλύτερη μεταχείρηση.

Το μεγαλύτερό του πρόβλημα είναι το σενάριο, σε σχέση με την εποχή του. Αν γραφόταν και γυριζόταν 30 χρόνια πριν, θα ήταν από τα κλασικότερα στο είδος του. Εν έτει 2010 (ή έστω 2008 όπου και γυρίστηκε)... είναι απλά τραγικά προβλέψιμο. Επειδή έχουν βγει τα άπειρα έργα με ΑΚΡΙΒΩΣ ίδιο θέμα και με πολύ περισσότερα κότσια και balls όσον αφορά τα production values. Χωρίς πλάκα, μέσα στο πρώτο... 10λεπτο θα μαντέψεις (σωστά) τι θα συμβεί στο υπόλοιπο... 90% της ταινίας! Η σκηνοθεσία καλή, με μερικές σκηνές να κλείνουν το μάτι στη σχολή των παλιών θρίλερ με suspense, που απλά είναι κορυφή. Το αυτό ισχύει και για την καλή φωτογραφία. Οι ερμηνείες δεν ξεχωρίζουν. Η Zelwegger κάπου κάνει κοιλιά και η μικρή Jodelle Ferland στο ρόλο του “διαβολικού” παιδιού, άλλοτε είναι ευφυώς μακάβρια και υποχθόνια και άλλοτε σαχλή. Και εννοείται ότι ο Bradley Cooper για άλλη μια φορά δεν το'χει.

Δε θέλω και πολλά για να θάψω μια ταινία. Γιατί δε το κάνω στο “Case 39”; Επειδή, κόντρα σε ότι μου υπαγορεύουν οι κινηματογραφικές μου γνώσεις και οι νόρμες που “προβλέπεται” να ακολουθώ σε έργα που επιδεικνύουν τις “αρετές” που ανέλυσα παραπάνω, εντούτοις μου άρεσε! Οπότε αντί να συμμορφωθώ στην πολύχρονη εμπειρία και διαγωγή τύπου “29 κατασκευαστές πλυντηρίων συνηστούν...”, απλά τα γράφω όλα στα @@ μου και ακολουθώ το ένστικτό μου. Που μου λέει ότι το “Case 39” είναι ένα τίμιο έργο που έγινε με φιλότιμο, μεράκι, φροντίδα και προδέρμ. Σαφώς δεν είναι τέλειο. Και εννοείται πως το απόλυτο θρίλερ του υποείδους “θανατηφόρο κωλόπαιδο” εξακολουθεί να είναι το πρωτότυπο “The Omen”. Άιντε και το “Orphan” άμα θες κάτι πιο φρέσκο! Αλλά αν έχεις περιθώριο να δεις και κάτι άλλο πέρα από αυτά τα κλασικά, το “Case 39” καθόλου δε θα σε χαλάσει. Ειδικά αν είσαι πρωτάρης στα θρίλερ και έτσι δε θα έχεις παραστάσεις για να το συγκρίνεις με πιο διάσημα αδερφάκια του! Είναι ταμάμ και αν θες να το δεις με το έτερόν σου ήμυσι. Θα την πάει ζουμί και θα σε πάρει σφιχτές αγκαλίτσες!

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

DayBreakers (2019 : Νέα Φυλή)

Μάστορας : The Spierig Brothers
Παίχτες : Ethan Hawke, Sam Neil, Willem DaFoe
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, οι βρυκόλακες είναι οι απόλυτοι άρχοντες του κόσμου μας, διαμορφώνοντας την κοινωνία με γνώμονα τις δικές τους ανάγκες. Οι λιγοστοί άνθρωποι που έχουν παραμείνει καταδιώκονται με φανατισμό και καταλήγουν σε ειδικές μονάδες στις οποίες... ξεζουμίζονται σε βιομηχανική κλίμακα από το αίμα τους. Ωστόσο τα βαμπίρια κάπου ξέφυγαν και το παράκαναν με το ξεζούμισμα και πλέον αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλο πρόβλημα έλλειψης αίματος! Πράγμα που απειλεί άμεσα τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής τους, γιατί όποιο βαμπιρ στερηθεί για πολύ το αίμα παθαίνει ένα ντουβρουτζά και κάτι απάλευτες μεταλλάξεις. Ένας καλός (!) βαμπιρ αιματολόγος, προσπαθεί να ανακαλύψει ένα τεχνηκό υποκατάστατο του αίματος. Θα βρει πολύ περισσότερα από όσα υπολόγιζε...

Αναλυτικότερα :
Να σε πω τι με άρεζε περισσότερο σε αυτή τη b-movie-ά του κερατά (κάπου το έχω ξαναγράψει αυτό, ε;) : ότι αν ο Phillip Dick έγραφε ποτέ ιστορία με βαμπίρια, θα ήταν αυτή ΑΚΡΙΒΩΣ! Ακολουθεί βήμα προς βήμα τη δομή των ιστοριών του μεγάλου συγγραφέα και (φυσικά) των αντίστοιχων κινηματογραφικών τους αποδόσεων! Από την έμμεση αλλά πανέξυπνη παρουσίαση της κοινωνίας των βρικολάκων, που δίνεται μέσα από πολλές πολλές πανέξυπνες λεπτομέρειες. Την κυνική ματιά που συχνά φλερτάρει με πικρό – φαρμάκι κουταλιού – χιούμορ η οποία φυσικά αποτελεί πρωτίστως σχόλιο για τη δικιά μας κατάντια και μας χτυπάει έμμεσα μεν, σαφέστατα δε το προειδοποιητικό καμπανάκι του κινδύνου. Μετά, περιπετειούλα σε χαλαρούς ρυθμούς, κυρίως υπό τη μορφή καταδίωξης (με τους πρωταγωνιστές εννοείται στη θέση του κυνηγημένου) και ένα ανατρεπτικό τέλος που το φέρει κυρίως εις πέρας το ήθος αλλά και η... καπατσοσύνη του κεντρικού χαρακτήρα. Το οποίο φυσικά δε φέρνει μόνο την προσωπική λύτρωση, αλλά αλλάζει άρδην τον κόσμο.

Θέλεις κι άλλα; Καλή (αλλά όχι και κάτι το ιδιαίτερο) σκηνοθεσία και ερμηνείες (με μια τρανταχτή εξαίρεση που θα την αναλύσουμε παρακάτω). Ένας Ethan Hawke στα καλύτερά του (γιατί δεν παίζει σε περισσότερες ταινίες αυτό το παλικάρι; Αφού το'χει!) και μια απρόσμενη επιστροφή του Sam Neil που αποδίδει παράλληλα φόρο τιμής στο παλιό καλό cult παρελθόν του, σε ένα ρόλο που του πηγαίνει γάντι και θα τον απολαύσεις τουλάχιστον όσο δείχνει να τον απολαμβάνει κι αυτός! Καλή φωτογραφία και χρώματα, ωραίοι διάλογοι και σενάριο που βγήκε από το χρονοντούλαπο των πιο “σοβαρών” ταινιών επιστημονικής φαντασίας του '80 και του '90! Και φυσικά όλο αυτό είναι καλό πράμα! Τουλάχιστον για μένα! Ναι, είμαι τόσο χαλασμένος! (πολύ deja vu έπεσε και μάλλον κάποιος προγραμματίζει αλλαγές στο Matrix!)

Ναι, το “Daybreakers” λέει! Και αν είχαν αποφευχθεί κάποια επιμέρους (μικρά) φάουλ, θα μιλούσαμε για το επόμενο μικρό ακατέργαστο διαμάντι της επιστημονικής φαντασίας (γιατί περί sci fi πρόκεται το έργο και δεν έχει καμιά σχέση με θρίλερ, όπως θέλουν να το πλασάρουν) Αλλά κάποιες λεπτομέρειες δε το αφήνουν να ανέβει εκεί που του αξίζει. Η φτωχή παραγωγή. Είναι κρίμα στη μια χαρά ατμοσφαιρική φωτογραφία να σου σκάει μύτη το κομπιούτερ εφφέ δευτεράτζα που ανήκει σε εποχές προ millenium! Οι μέτριοι διάλογοι και κορυφάια όλων η ενοχλητικά κακή παρουσία του Willem DaFoe. Το παλικάρι αυτό έχει παίξει στις άπειρες ταινίες και ακόμα δεν έχει βρει τις ισορροπίες του, αποδεικνύοντας ότι η ερμηνεία του μπορεί να κυμαίνεται από κορυφαίο επίπεδο (πχ στο “Antichrist” του Lars Von Trier) σε κουραδένιο (όπως σε κάτι κωμεντί του κώλου και... εδώ!) Κάθε ατάκα που ξεστομίζει είναι ότι χειρότερα κλισεδιασμένο χολυγουντιανό υπόλειμμα υπάρχει και κάθε σκηνή στην οποία συμμετέχει (με την ψωραλέα γεννειάδα του) αφαιρεί σωρηδόν πόντους από το αισθητικό σύνολο.

Edge of Darkness (Στην Κόψη του Νήματος)

Μάστορας : Martin Campbell
Παίχτες : Mel Gibson , Ray Winstone , Danny Huston , Bojana Novakovic
Πόσα πιάνει; 4,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας αστυνομικός γίνεται μάρτυρας δολοφονίας της ίδιας του της κόρης, στο κατώφλι του σπιτιού του. Όλοι υποθέτουν ότι ήταν μια απόπειρα που στόχο είχε αρχικά τον ίδιο και ο θάνατος του παιδιού του ήταν ατύχημα. Όμως, καθώς κολυμπάει βαθύτερα στην υπόθεση ανακαλύπτει ότι η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική...

Αναλυτικότερα :
Είναι τελικά η φήμη περίεργο πράμα. Από την πλήρη... ασημότητα, στην κορυφή του hollywood, με δικιά σου εταιρία παραγωγής (Icon) έχοντας παράγει, σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει σε ταινιάρες, ξαφνικά να καταλήγεις ξανά στα αζήτητα και όλοι να σε θεωρούν τελειωμένο. Κάπως έτσι μπορεί να περιγραφεί το ταξίδι του Mel Gibson στο μαγικό κόσμο του κινηματογράφου που – φαινομενικά – έληξε άδοξα με α) κάποια καθόλου κολακευτικά βιντεάκια του που τον έκαναν παγκοσμίως βούκινο (να 'ναι καλά του YouTube) β) πλέοντας για τα καλά στο βούρκο του αλκοολισμού και γ) κάνοντας δημόσια κάποια καθόλου... διακριτικά αντισημιτικά σχόλια (και εννοείται ότι όποιος τα βάζει με τους Εβραίους στο Hollywood, τονε τρώει ο Βαμβακούλας!) Κάπου εκεί, όλοι τον διέγραψαν από τα ταυτέρια τους και θεώρησαν ότι τραβάει γερό ζόρι με απάλευτη γεροντική άνοια τύπου Βασίλη Λεβέντη (προεδράρα!) μετά το ιστορικό ξέσπασμα για το κλείσιμο του καναλιού 9 – στο οποίο μεταξύ άλλων κύρηττε ότι “καλείται ο Θεός (!) να αναλάβει τις ευθύνες του (!!) και να ρίξει καρκίνο στον Μητσοτάκη και τον Παπανδρέου και σε όλο τους το σόι!!!” Και μετά... η μεγάλη επιστροφή! Ύστερα από όλα αυτά, το τελευταίο που περίμενα να δω ήταν το Mel Gibson να πρωταγωνιστεί ξανά σε διεθνή παραγωγή! Και όχι μόνο το κάνει, αλλά το κάνει πολύ καλά και η ταινία είναι... ταινιάρα!

Λοιπόν, μιλάμε για κλασικό αστυνομικό film noir, αλλά δοσμένο σε σύγχρονους, μοντέρνους ρυθμούς και με μια ιδιαίτερα ανθρώπινη, συναισθηματική ματιά. Καλή σκηνοθεσία και φωτογραφία, κορυφαίο σενάριο, βαθύ και σκεπτόμενο, με μια ιστορία που λειτουργεί και ερμηνεύεται σε πολλά επίπεδα και έχει τις άπειρες λεπτομέρειες να δουλεύουν ταυτόχρονα στο background (αν και ελαφρώς πολύπλοκο, σε σημεία μπορεί να χάσεις και τη μπάλα) και οι καλύτεροι διάλογοι που έχεις ακούσε εδώ και καιρό σε ταινία. Ερμηνεία υπόδειγμα από το Mel που το αυλακωμένο πρόσωπό του είναι ολόκληρος χάρτης των συναισθημάτων και των ψυχικών – και σωματικών – μεταβολών του. Αυτό το παλικάρι, να μου το θυμηθείτε – έτσι και δεν ξανακαεί και συνεχίσει με μερικά ακόμα τέτοια βήματα, θα γίνει σε κάμποσα χρόνια μορφή έμβλημα τύπου Clint Eastwood και δε συμμαζεύεται!

Ένα παραπονάκι – θα το ήθελα λίγο πιο large στις διάφορες καταστάσεις του. Διατηρεί ένα ιδιαίτερα χαμηλών τόνων προφίλ που φυσικά συνάδει με την πραγματικότητα και κάνει το σενάριο άκρως ρεαλιστικό. Λόγια δε λέγονται, αλλά υπαινίσσονται. Συναισθήματα δεν εκφράζονται, αλλά οι χαρακτήρες είναι τσιτωμένοι μέχρι τα μπούνια, συναισθηματικά καζάνια που ποτέ δεν ξεχειλίζουν (εκτός από το καταλυτικό τέλος). Ωστόσο, σαν γνήσιος escapist, είναι του γούστου μου πιο αβανταδόρικες φάσεις, πιο πολλή θεατρικότητα στις εκφράσεις και εκδηλώσεις, πιο αξιομνημόνευτοι κακοί! Αλλά και πάλι, αυτό είναι καθαρά προσωπική μου άποψη – και μεταξύ άλλων ο λόγος που αν και λατρεύω τον κινηματογράφο, έτσι και ασχολιόμουν επαγγελματικά με τη σκηνοθεσία (όπως πάντα ονειρευόμουν) θα ήμουν τελείως τραγικός / καταστροφικός στη δουλειά μου!

Ρεζουμέ :
Θέλεις κι άλλα; Μη το ψάχνεις και δες όπως + δήποτε το “Edge of Darkness”. Αν γούσταρες ποτέ σου, έστω και μια φορά, φάσεις με μυστήριο, έγκλημα, εκδίκηση, δεν παίζει να μη την καταβρείς. Mel ξανά δαγκωτό, στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του (μετά ΙΣΩΣ από το “Braveheart”). Και Βασίλη Λεβέντη στη βουλή! Τότε είναι που θα έχουμε δει τα πάντα ΟΛΑ!

Γκρικ Τσιβιτσιλέισον ανά τους αιώνας (των αιώνων αμήν)



Οι φωτό είναι από την Έφη. Συμφωνώ, επαυξάνω και προσθέτω : αφού με το που τέλειωσαν τα φράγκα τα είδαμε κολυόμενα γενικώς και παρέλυσαν τα πάντα όλα, είναι από μόνο του ατράνταχτη απόδειξη του πόσο ΜΗΔΕΝΙΚΑ ήταν σε τελική ανάλυση ο πολιτισμός, η παιδεία και η ποιότητά μας ως άνθρωποι...

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Dark Island (Σκοτεινό Νησί) - (2010)



Μάστορας : Sam Gorski, Niko Pueringer
Παίχτες : Jai Koutrae , Zero Kazama , Mary Christina Brown , Victoria Floro , Rob O'Brien , Eric Raymond Lim
Πόσα πιάνει; 2 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια ετερογενής ομάδα από άτομα διαφόρων ειδικοτήτων, ψάχνει σε ένα ερημικό νησί για επιζώντες. Στο νησί γινόντουσαν μυστικά πειράματα από μέρους μιας φαρμακευτικής εταιρίας και η ομάδα που τα εκτελούσε χάθηκε φαινομενικά χωρίς ίχνος. Στο νησί θα ανακαλύψουν ότι η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Αλλά και ο καθένας από τους ήρωες, έχει τη δική του κρυμμένη από τους άλλους αντζέντα...

Αναλυτικότερα :
Εντάξει, είντα θέτε τώρα; Εννοείται ότι μιλάμε για b-movie-ά του κερατά... και εννοείται ότι αυτό είναι καλό πράμα! Δυστυχώς, στην αρχή δείχνουν πίζουλα τα πράματα. Σκηνοθεσία τηλεοπτική. Φωτογραφία που ξέβαψε στο πλυντήριο. Κόκκος (και ουχί... Κοκαρίδας!!!) στην εικόνα, σπαστό frame rate. Δηλαδή παλιό / φτηνό / Κινέζικο μηχάνημα προβολής. Διάλογοι τύπου μαγκιά, κλανιά και κώλος φιλιστρίνι. Φάτσες μετεφηβικά ερασιτεχνικές. Χαρακτήρες τίγκα μονοδιάστατοι και στερεοτυπικοί. Τουλάχιστον οι δυο κοπελίτσες είναι ωραία φατσάκια. Ειδικά η Mary Christina Brown που μοιάζει με νεαρότερη κλώνο της θεάς Tia Carrere! Πάμε παρακάτω. Πόσο Resident Evil μπορεί να θυμίζει (αρχικά) το σενάριο; ΠΟΛΥ! Απομονωμένο / εγκατελειμμένο νησί; (όπως στο Veronica) Το'χει! Diverse ομάδα που πάει να έβρει και να διασώσει την ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ομάδα που είχε σταλεί αρχικά, αλλά έχασαν την επικοινωνία; (επειδή τους έφαγε ο Βαμβακούλας;!;) Την έχει! Μια κακή φαρμακευτική εταιρία που μυστικά κατασκευάζει βιολογικά όπλα; Εννοείται Την έχει! Αλλά και πάλι όλα αυτά δεν είναι απαραίτητα κακό πράμα. Τουλάχιστον όχι για μένα! Ναι, είμαι τόσο χαλασμένος.

Προχορώντας στην ταινία, διαπιστώνεις το εξής παράδοξο, αντιφατικό φαινόμενο. Ενώ το σενάριο – παρά την ρηχότητά του – έχει πραματάκια να πει, με τις συνεχείς ανατροπές, τα φλας μπακ στη ζωή των χαρακτήρων, τις πολλές μικρές λεπτομέρειες στις οποίες αρχικά δε δίνεις βάση, μόνο και μόνο για να τις ξαναβρείς μπροστά σου πολύ μετά στην ταινία. Παρόλα αυτά, χάνεται σε λογικά άτοπα και σεναριακά λάθη. Και σε γενικές γραμμές υπάρχει μια διάχυτη ελαφρότητα στον τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας του. Σαν οι δημιουργοί να είχαν μια – ή και περισσότερες - καλές ιδέες αλλά να βαρέθηκαν να εμβαθύνουν έστω σε μια από αυτές. Σε αυτό δε βοηθούν οι καθαρά ερασιτεχνικές ερμηνείες που καθιστούν τους χαρακτήρες στη συνείδησή σου σαν καθαρά αδιάφορα υποκείμενα. Όχι, εννοείται ότι δεν ψάχνω να βρω τη σεναριακή και ερμηνευτική απόδοση του “Τάδε Έφη Ζαρατούστρα” σε μια b-movie. Αλλά θέλει πολλή τέχνη – ή, έστω άπειρη κωλοφαρδία! - για να ρεγουλάρεις την ελαφρότητα, το χύμα και το χαμηλό budget σου, προκειμένου να προσφέρεις αυθεντικό cult πράμα. Και δυστυχώς, το “Dark Island” cult δεν είναι. Είναι απλά μια φτηνή ταινία.

Αποφεύγω να το χαρακτηρίσω θρίλερ, γιατί πολύ απλά, αν και ως έτσι πλασάρεται, εντούτοις δεν είναι. Στα 80κάτι λεπτά που διαρκεί δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή που να παραπέμπει σε θρίλερ. Εκτός κι αν ψαρώνεις με μαυρους φακούς επαφής και μαύρη λάσπη αντί για make up effects. Και εδώ έγκειται η μεγαλύτερη του αδυναμία. Θρίλερ δράσης θα ήθελε πολύ να είναι. Στο στυλ των παιχνιδιών Resident Evil. Όμως δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή πραγματικής δράσης και φυσικά ουδεμία θριλερική υπόσταση. Ούτε καν λίγο αγωνία, έτσι για να ενταθεί λιγουλάκι το ενδιαφέρον. Οπότε τι είναι; Το απαντήσαμε παραπάνω. Μια φτηνή ταινία που θα μπορούσε να είναι έτη φωτός καλύτερη αν είχε σωστή σκηνοθεσία και είχαν προσεχτεί κάποιες παράμετροι του σεναρίου. Όλα τα άλλα μπορείς να τα παραβλέψεις σε ταινίες του είδους. Τις μέτριες (ακόμα και τις κακές!) ερμηνείες, την κακή φωτογραφία και κάθε τύπου έλλειψη σε τεχνικό και ανθρώπινο δυναμικό. Στον τομέα του b-movie ο σκηνοθέτης σηκώνει τα πάντα στην πλάτη του, έχει την πίτα και το μαχαίρι. Και κουβαλάει αποκλειστικά την ευθύνη για το αν θα δώσει στο λαό κάτι εξαιρετικό. Ή απλά μια – παρά τις όποιες σποραδικές αρετές της – βαρετή και φτηνή ταινία.

Splatter / Gore :
...μα τίποτα! Αλήθεια! Σε b-movie!!! Δηλαδή πού πάμε κύριοι; Κατευθείαν στο καλάθι με τις προσφορές του dvd. Α, έχει κάπου έναν πυροβολισμό. Χωρίς αίμα. Αυτά.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
...μα τίποτα! Αλήθεια! Σε b-movie!!! Δηλαδή πού πάμε κύριοι; Κατευθείαν στο καλάθι με τις προσφορές του dvd. Τη λαχταριστή σάρκα της Mary Christina Brown, μάλλον μονάχα στο ίντερνετ θα μπορέσεις να την χαρείς και καμαρώσεις. Άμα είσαι τυχερός. Αλλιώς, παίζει να τη δεις και στην kamariera σαν το επόμενο “Μωρό του Μήνα”! Υπομονή για next month baby!

Ρεζουμέ :
Είναι κρίμα και μόνο να σκέφτεσαι το πόσο καλύτερη θα μπορούσε να είχε γίνει αυτή η ταινία. Επειδή τα (σεναριακά τουλάχιστον) φόντα τα έχει. Κάτι τέτοια βλέπω και εκτιμώ όψιμα τη δουλειά του Paul Anderson!

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Armored (Πάνοπλος)

Μάστορας : Nimród Antal
Παίχτες : Matt Dillon , Jean Reno , Laurence Fishburne , Fred Ward , Columbus Short
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια ομάδα security σε χρηματαποστολές, αποφασίζουν να ληστέψουν μια από αυτές που αναλαμβάνει η εταιρία στην οποία δουλεύουν. Έχουν ένα σχέδιο που φαντάζει τέλειο. Όμως, ένας απρόβλεπτος παράγοντας θα αλλάξει τα δεδομένα και με κάθε λεπτό που περνάει το σχέδιο τους θα φαντάζει ολοένα και πιο διάτρητο...

Αναλυτικότερα :
Μια προειδοποίηση : άμα είναι να δείτε αυτό το ταινιάκι, προσοχή, ΜΗ διαβάσετε την περίληψη που υπάρχει στο πίσω μέρος του dvd ή του blu-ray. Είναι ένα ανεκδιήγητο κειμενάκι που μιλάει για κάτι ωραία τύπου “καταιγιστικές σκηνές”, “ανεμοστρόβιλος δράσης”, “κορυφαία χολυγουντιανά εφφέ” και “μια από τις πιο action packed ταινίες της χρονιάς”. Μα ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ! Το “Armored” είναι ένα κλασική heist ταινία, που περιγράφει δηλαδή το ξετύλιγμα μιας ληστείας ή κομπίνας γενικά, με έμφαση στους χαρακτήρες των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτή. Φανταστείτε στο στυλ του παλιού “The Italian Job”, “The Score”, “Ocean's Eleven” και δε συμμαζεύεται, αλλά χωρίς το γκλάμουρ που συνεπάγονται κάποιες από αυτές τις πολύ πιο διάσημες ταινίες. Όπως ακριβώς τις κάνανε τη 10ετία του '80 και του '70. Και φυσικά, κάτι τέτοιο από μόνο του δεν είναι καθόλου κακό, αλλά είναι απαράδεκτο να γράφονται στην εποχή μας τόσο εξώφθαλμα παραπλανητικά ενημερωτικά σημειώματα. Πράμα που μπορεί να σημαίνει δυο τινά : ή αυτός που είναι υπεύθυνος για την επιμέλεια του dvd δεν είδε την ταινία, ή ότι απλά ψάχνουν για μαλάκες.

Πάμε παρακάτω. Η ταινία δεν είναι καθόλου κακή. Έχει καλές ερμηνείες, καλή απόδοση των χαρακτήρων (ιδίως του μαυρούλη πρωταγωνιστή) ωραίους διαλόγους. Η σκηνοθεσία είναι αρκετά στατική, ακολουθώντας πιο παλιομοδίτικες φόρμες. Αλλά και μόνο ότι κατάφεραν να φτιάξουν μια ταινία η οποία, παρά το ότι 50% των σκηνών της απεικονίζουν τον πρωταγωνιστή κλειδωμένο στο θωρακισμένο όχημα μεταφοράς και παρόλα αυτά καταφέρνει να ΜΗΝ είναι βαρετή, είναι από μόνο του ένας μικρός άθλος. Κακά τα ψέματα – το σενάριο του Armored δεν προσφέρεται για ταινία. Τουλάχιστον, όχι για ΣΥΓΧΡΟΝΗ ταινία. Αλλά έχει μια ποιότητα και μια ειλικρίνεια που το σώζει και το καθιστά τουλάχιστον ευχάριστο στην παρακολούθησή του. Αυτό συν ο υποδειγματικός χειρισμός του suspense και της αγωνίας (που θα σου θυμίσει ακόμα και... Hitchcock!)

Φυσικά δεν υπολείπεται των μελανών σημείων που της στερούν αυτό το κάτι παραπάνω που θα μπορούσε να την κάνει να ξεχωρίσει. Το σενάριο, αν και πολύ προσεγμένο, είναι ισωπεδωτικά απλό για ταινία του είδους. Ειδικά όσον αφορά το σχεδιασμό της μαϊμουδιάς που πάνε να σκαρώσουν, ο οποίος απλά... δεν υφίσταται. Το ωραίο σε αυτές τις ταινίες είναι να παρακολουθείς την όλη εκπόνηση και εκτέλεση του σχεδίου, να μπαίνεις στο μυαλό του εγκληματία. Σε παραπέμπω στις αντίστοιχες υπέροχες σκηνές από το “The Score” αλλά και από το “Ocean's Twelve” (που αποτελούσαν και το μοναδικό λόγο να δεις την ταινία) Ένας τέτοιος αντίστοιχος σχεδιασμός απουσιάζει τελείως από το “Armored”. Δηλαδή, σαν να τρως τυρόπιτα χωρίς... τυρί. Συν το απότομο, απογοητευτικό φινάλε.

Ρεζουμέ :
Ένα εξαρχής δύσκολο εγχείρημα που παρόλες τις δυσχερείς συνθήκες (και την παντελή έλλειψη διαφήμισης και προβολής) διεκπεραιώνεται με άρτιο τρόπο. Δυστυχώς, δεν κατορθώνει να απαλλαγεί τελείως από στοιχεία που τελικά δεν του επιτρέπουν να ανέλθει σε επίπεδο άνω του απλώς καλού. Αξίζει να το δεις, δε θα βλαστημήσεις τις ώρες που έχασες από τη ζωή σου. Αλλά και να μη το δεις, δε θα χάσεις και πάρα πολλά πράγματα...

Nine (Εννέα)

Μάστορας : Rob Marshall
Παίχτες : Daniel Day Lewis, Sofia Loren, Penelope Cruz, Marion Cotillard, Fergie, Kate Hudson, Nicole Kidman
Πόσα πιάνει; 4,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας ξεπεσμένος σκηνοθέτης της cinecita προσπαθεί να ανακτήσει την παλιά του δόξα με το νέο και υπερ-φιλόδοξο project του, μια ταινία που ονόμασε με τον πομπώδη τίτλο “Italia”. Ωστόσο, πάσχει από πρωτοφανή έλλειψη έμπνευσης που δεν του επιτρέπει να γράψει ούτε αράδα από το πολυανάμενόμενο σενάριο, λίγες ημέρες πριν από τα γυρίσματα. Ο λόγος; Το απύθμενο συναισθηματικό και ψυχικό κουβάρι που κουβαλάει μέσα του, όπως ορίζεται από τις μέχρι τώρα σχέσεις του με 7 γυναίκες που έχουν η καθεμία κομβικό ρόλο σε διαφορετικούς τομείς στη ζωή του. Η αλληλεπίδραση με τις μούσες του, είναι αυτή που τον ανέδειξε στο παρελθόν, τον κατακρύμνησε στο παρόν και ίσως να τον λυτρώσει στο μέλλον...

Αναλυτικότερα :
Με τέτοια λαμπερά ονόματα τι περιμένεις; Ναι, η ταινία τα σπάει. Είναι ένα σούπερ μιούζικαλ, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Με τοπ σενάριο, κορυφαίους διαλόγους, υπέροχα κουστούμια, καταπληκτικά τραγούδια, άνευ προηγουμένου αισθητική. Παπάδες κάνει και ο μάστορας πίσω από την κάμερα. Και έχει και τις ωραιότερες ερμηνείες που έχεις δει τα τελευταία πολλά χρόνια. Κορυφαίος όπως πάντα ο Daniel Day Lewis. Θεά απίστευτη, καυτή σαν ηφαίστειο η Penelope Cruz (και ναι, τελικά η γυναίκα είναι και ηθοποιάρα και πανέμορφη!) Εύθραυστα όμορφη, ευάλωτη σαν λεπτεπίλεπτη πορσελάνη η Marion Cotillard. Απόκοσμη, απρόσιτη νεράιδα η Nicole Kidman. Πρόστυχη, βρώμικη αποκάλυψη η Fergie (της άξιζε πολύ μεγαλύτερος ρόλος!) Καταπληκτικά αστραφτερή η Heather Hudson, υπέροχη η Sofia Loren.

Μια υπέροχη ιστορία που εξερευνά τα μύχια της ψυχής του άνδρα δημιουργού, που όλα όσα φτιάχνει, τα έργα, η κληρονομιά, η έμπνευσή και η πνευματική παραγωγή, του ανήκουν μόνο στο όνομα, γιατί στην πραγματικότητα όλα είναι απλά απόσταγμα ζωής και εμπειριών που τον μπολιάζουν μια ζωή οι μούσες του, οι γυναίκες της ζωής του. Η μάνα, η σύζυγος, η ερωμένη. Η φωνή της λογικής, η φιλοδοξία, η αξίες, τα θέλω, η κ@βλα του. Και μόνο όταν συμφιλιωθεί με την αλληλοσυγκρουόμενη φύση του, αφενός την ανάγκη του να συνυπάρξει, αφετέρου τη φυσική του έξη να καταναλώσει και να καταστρέψει τις μούσες του, τότε και μόνο τότε μπορεί να οριμάσει και να λυτρωθεί από τους δαίμονές του. Η ταινία σάρωσε τα βραβεία στο εξωτερικό. Και λίγα πήρε. Στη χώρα μας πάλι, φύλλο δεν κουνήθηκε. Τέτοιοι γκασμάδες είμαστε και τέτοιους γκασμάδες θέλουν να μας κρατήσουν. Έτσι τους βολεύει. Να είμαστε καθυστερημένοι πνευματικά και συναισθηματικά. Απλά μη το χάσεις.

Δεν του έβαλα πεντάρι καθαρό για ένα απλό λόγο : ήθελα και άλλο. Η ιστορία είχε ακόμα πολλά, πάρα πολλά να πει. Και κάποιοι χαρακτήρες και καταστάσεις σκιαγραφούνται ιδιαίτερα περιληπτικά. Ίσως να μη γινόταν αλλιώς. Αλλά έχω την αίσθηση ότι έπεσε τρελό ψαλίδι στο μοντάζ και είναι ειλικρινά κρίμα. Ειδικά τους χαρακτήρες των γυναικών, θα μπορούσαν να μας τους είχαν συστήσει με πολύ πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Αλλά τελικά μαθαίνεις μονάχα όσα το τραγούδι και το χορευτικό της καθεμιάς, σου επιτρέπει. Άδικο. Για τις υπέροχες ιδέες και ερμηνείες. Αλλά από την άλλη, αυτή η μινιμαλιστική προσέγγιση είναι που σου εξάπτει τη φαντασία ακόμα περισσότερο. Και σου θυμίζει ότι οι γυναικείοι ρόλοι υπάρχουν για να λειτουργήσουν περισσότερο σαν σύμβολο και αρχέτυπο, παρά σαν καραμέλα για το μάτι.

Ρεζουμέ :
Για τέτοιες ταινίες φτιάχτηκε εξ αρχής το Hollywood! Κάνε στον εαυτό σου μια χάρη, ένα δώρο και πρόσφερέ του το θέαμα του “NINE”.

Pineapple Express (Φούντα Εξπρές)

Μάστορας : David Gordon Green
Παίχτες : Seth Rogen , James Franco , Danny McBride ,
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας νεαρός με ιδιαίτερη αγάπη στη μαριχουάνα, γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας. Μαζί με τον... dealer που του προμηθεύει χόρτο, θα μπλεχτούν σε μια απίστευτη... μαστούρικη περιπέτεια προκειμένου να ξεφύγουν από τον έμπορο ναρκωτικών αλλά και την αστυνομικό που τον προστατεύει.

Αναλυτικότερα :
Γουστάρω τον Seth Rogen, από τη στιγμή που τον πρωτοείδα στο “Zack & Mirri Make a Porno”. Όχι, δεν πρόκειται για το επόμενο comedy genius, παρόλα αυτά κατόρθωσε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να αποκτήσει το δικό του, ιδιαίτερο και μοναδικό στίγμα. Είναι αυθεντικός, γεμίζει με στυλ την οθόνη και σίγουρα δεν πρόκειται να τον μπερδέψεις με οποιονδήποτε άλλο συνάδερφό του. Έχουμε να δούμε ακόμα πολλά πράματα από αυτόν στο μέλλον. Στάνταρ. Το “Pinapple Express”, παρά τη μηδενική προβολή που είχε στη χώρα μας (προβλήθηκε σε ελάχιστους κινηματογράφους και προσγειώθηκε κατευθείαν στα ράφια των videoclubs) είναι ίσως μια από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες του. Άκουσα κάποια αρνητικά σχόλια για αυτή, κυρίως από “ειδήμονες” του κώλου που υποστηρίζουν ότι είναι πολύ λίγο σε σχέση με άλλα “stoner movies”... χεστήκαμε και η βάρκα γέρνει! Το είδα, το καταχάρηκα, γέλασα με την καρδιά μου. Και αυτό, προσωπικά μου φτάνει. Το 'παμε. Όποιος τον υπερδιυλίζει τον (κινηματογραφικό) κόνωπα καταφέυγοντας σε αναφορές από δεκαετίες περασμένες προκειμένου να προσφέρει επιπλέον στήριξη στα επιχειρήματά του... μάλλον τραβάει χοντρό ζόρι με τη ζωούλα του!

Το ταινιάκι είναι ιδιαίτερα ευχάριστο και σε σημεία ξεκαρδιστικό. Σε αυτό συμβάλλουν πολύ οι καλές “μαστούρικες” ερμηνείες, οι διάσπαρτες καφροκαταστάσεις, οι “παρδαλοί” χαρακτήρες και τα διάφορα απίθανα που θα δεις. Είναι και φάσεις που η μπάλα ξεφεύγει τελείως, προκαλώντας λίγες μεν αλλά καλές εξωφρενικά κουλές σκηνές που απλά τα σπάνε! Σίγουρα το “PineApple Express” δεν πρόκειται για συνηθισμένη οικογενειακή κωμωδία! Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είναι τυπικές για ταινία του είδους, άκρως διεκπαιρεωτικές και σιγοντάρουν μια χαρά τα τεκταινόμενα επί της οθόνης, αλλά μη περιμένεις να δεις και παπάδες.

Όλα θα ήταν υπέροχα και αυτό το ταινιάκι θα λάμβανε μια πολύ καλύτερη βαθμολογία από το 3,5 που του έδωσα, αν δεν υπήρχε το αταίριαστο τελευταίο κομμάτι της ταινίας. Για κάποιο άγνωστο σε μένα λόγο, τα τελευταία 20 λεπτά του προσπαθεί να γίνει... action movie με το ζόρι. Οι πρωταγωνιστές κάποια στιγμή αρπάζουν πολυβόλα και αρχίζουν να γαζώνουν ότι κινείται σε μια τεράστια σκηνή μάχης που δεν ταιριάζει καθόλου, μα ΚΑΘΟΛΟΥ με την υπόλοιπη ταινία. Φυσικά έχει και αυτό τις κωμικές πτυχές του (πχ λόγω της μαστούρας τους, οι περισσότερες σφαίρες τους πηγαίνουν παντού ΕΚΤΟΣ από εκεί που πρέπει) αλλά σαν σύνολο είναι πολύ άσχετο με την υπόλοιπη ταινία και προκαλεί στο θεατή ένα συναίσθημα αμηχανίας με τις ψιλό – splatter σκηνές και τα φονικά. Δεν ξέρω γιατί έλαβαν μια τέτοια απόφαση, που το παράδοξο της οποίας γίνεται ακόμα και θέμα συζήτησης μεταξύ των πρωταγωνιστών πριν το φινάλε(!) Αλλά θα ήταν τόσο καλύτερη η ταινία αν δεν υπήρχε αυτό το κομμάτι! Από την άλλη, εγώ είδα την extended έκδοσή της, υποθέτω ότι στη theatrical version το τελευταίο αυτό τμήμα θα είναι πιο “συμμαζεμένο”.

Ρεζουμέ :
Ταμάμ για ένα χαλαρό απόγευμα ή μια καφροσύναξη, το “Pineapple Express” παρά τα ελαττωματάκια του αξίζει να το δεις.

The Boondock Saints 2 : All Saints Day (Άγγελοι Τιμωροί 2 : Η Εκδίκηση Αρχίζει)

Μάστορας : Troy Duffy
Παίχτες : Sean Patrick Flanery , Norman Reedus , Billy Connolly ,
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Μετά τα συνταρακτικά γεγονότα του πρώτου μέρους, τα δυο αδέρφια άγγελοι – τιμωροί φεύγουν από την πόλη και ζουν μια low profile απομονωμένη ζωή μαζί με τον πατέρα τους στην εξοχή. Όταν ένας ιερέας δολοφονείται άγρια και μάλιστα με τρόπο που να ενοχοποιεί τα αδέρφια, αυτά αποφασίζουν να επιστρέψουν στην ενεργό δράση, να βρουν τους υπεύθυνουν και να πάρουν εκδίκηση.

Αναλυτικότερα :
Το πρώτο “The Boondock Saints” (Ελλ. Υπότιτλος : Άγγελοι Τιμωροί) είναι cult-ίλα κάργα. Αν σας αρέσουν ταινίες τύπου “The Snatch”, “Lock, Stock & Two Smoking Barrels”, δείτε το οπως + δήποτε. Απλά τα πράματα. Τώρα, όσον αφορά αυτό το sequel... περιπλέκονται. Βλέπεις, δεν χαίρει της ίδιας εκτίμησης από τους φανς. Σε ένα μεγάλο ποσοστό, δικαιολογημένα. Η αιτία, τουλάχιστον αν έχεις δει το πρώτο έργο, είναι προφανής. Είναι λιγότερο δράσης και “υποκόσμου” και περισσότερο κωμωδία. Φυσικά και το πρώτο μέρος είχε τα κωμικά στοιχεία του που νοστίμιζαν με μαύρο χιούμορ τις underground καταστάσεις του. Αλλά εδώ είναι πολύ πιο τονισμένα και τραβηγμένα από τα αυτιά. Ένα έτερο αρνητικό, είναι ότι προϋποθέτει τη θέαση της πρώτης ταινίας, προκειμένου να καταλάβεις το τι γίνεται. Φυσικά, γίνονται κάποια μικρά flash back όπου αυτό είναι απολύτως απαραίτητο. Αλλά το στοιχείο που δεν αναπληρώνεται, είναι η εξοικείωση του θεατή με τους παλιούς χαρακτήρες και καταστάσεις, που εδώ παρουσιάζονται με άδικα (για το cult status της πρώτης ταινίας) βιαστικό και επιφανειακό τρόπο.

Οι καινούριοι χαρακτήρες που εισάγονται, αφενός δεν έχουν επαρκή λόγο ύπαρξης, αφετέρου λειτουργούν σαν καρικατούρες των αντίστοιχων από την πρώτη ταινία. Και το σενάριο είναι ολίγον τι... γιούργια καθώς αποτελείται από δυο υπο-ενότητες που θεωρητικά είναι αλληλένδετες, αλλά πρακτικά, έτσι και βρεις τη μεταξύ τους σχέση, εγώ θα κάτσω να με χέσεις! Τι άλλο; Πολλοί, πάρα πολλοί χαρακτήρες, καινούριοι και παλιοί που περιγράφονται τουλάχιστον επιφανειακά. Πολλά sub-plots που δεν οδηγούν πουθενά και μοιραία λήγουν άδοξα ή... καθόλου (δηλαδή αφήνονται ξεκρέμαστα) το αυτό ισχύει και για τους χαρακτήρες που όταν είναι να γίνει η σούμα του φινάλε, όσοι από αυτούς δεν έχουν επαρκή λόγο ύπαρξης, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες και δίχως επαρκή λόγο. Φλυαρία κάργα, από ένα σενάριο που είναι στην καρδιά του ιδιαίτερα απλό και λίγη σχέση έχει με τα όσα έβλεπες μια και κάτι ώρα πριν. Μέτριες έως κακές ερμηνείες, απλώς καλή σκηνοθεσία. Λίγες ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ σκηνές δράσης. Σε τελική ανάλυση, η μόνη βελτίωση σε σχέση με το παρελθόν είναι... η καλή φωτογραφία.

Ωστόσο, είναι προκλητικά εύκολο να χαντακώσω αυτό το εργάκι και δεν έχω σκοπό να πέσω σε αυτή τη λούμπα. Ναι, είναι σκάλες κατώτερο από το ορίτζιναλ. Αλλά αν κατορθώσεις να ξεκολλήσεις από τις συγκρίσεις του παρελθόντος, θα διαπιστώσεις ότι μένεις με μια ταινία που αριστούργημα σίγουρα δε τη λες, αλλά είναι αν μη τι άλλο ευχάριστη στη θέαση και διασκεδαστικότατη. Κάποιες ιδέες είναι γνήσια καλές και η “μαγιά” που έκανε τα concept του πρώτου έργου τόσο ξεχωριστά, υπάρχει ακόμα και είναι άκρως ελκυστική (αν και σκιά του παλιού εαυτού της). Και κάποιες σκηνές είναι απλά ξεκαρδιστικές, όπως η εκτέλεση των σχεδίων και ο σχολιασμός σχετικά με την “κινηματογραφική” τους έμπνευση και επιρροή!

Splatter / Gore :
Αβέρτα πυροβολίδια με ζουμερά αποτελέσματα. Μπορούσε όμως κι άλλο.

Ρεζουμέ :
Παραδόξως, το “The Boondock Saints 2” λειτουργεί πολύ καλύτερα αν δεν έχεις δει την πρώτη ταινία, παρά τα όποια κενά στην πλοκή, τα οποία έτσι κι αλλιώς καλύπτονται με μερικά καλοτοποθετημένα άλματα λογικής. Οπότε... ναι, δέστο! Γιατί όχι; Εκτός κι αν είσαι ορκισμένος φαν που ψυχαναγκαστικά θα το συγκρίνεις μετά με το σκάλες ανώτερο κινηματογραφικό του παρελθόν και θα με βρίζεις. Οι καιροί αλλάζουν baby. Και ειδικά σήμερον, οι καιροί εστί χαλεποί. Οπότε, δε με πειράζει διόλου κι αν με μπινελικώσεις. Έχω και πιο σημαντικά πράματα να ασχοληθώ. Καλή καρδιά!

My Dad's Six Wives (Οι 6 Γυναίκες του Πατέρα μου)

Μάστορας : Howard Michael Gould
Παίχτες : Elisha Cuthbert , Paz Vega , Jenna Dewan , Tim Allen , Andie MacDowell , Jenna Elfman
Πόσα πιάνει; 3 / 5
Με δυό λογάκια :
Ο Henry LeFay πέρα από παπάτζας και θεομπαίχτης, είναι και αδιόρθωτος γυναικάς! Αλλά γυναικάς από αυτό το σπάνιο καταστροφικό είδος που δε γουστάρει απλά να βρίσκεται με διάφορες γυναίκες, αλλά θέλει και να τις παντρεύεται! Όλες! Όταν αιφνίδια πεθαίνει, όλες οι πικραμένες πρώην σύζυγοι (ούτε μια, ούτε δυο αλλά... έξι!) μαζεύονται για τα συνεπακόλουθα και φυσικά πέφτει το απίστευτο... μαδομούνι! Η ταλαίπωρη κόρη του, ίσως ο μόνος λογικός άνθρωπος μέσα στο συρφετό, προσπαθεί μάταια να βγάλει κάποια άκρη...

Αναλυτικότερα :
Είχα πάρα πολλά χρόνια να δω τον Tim Allen σε ταινία και να πω την πικρή αλήθεια, νόμιζα ότι αυτός ο συμπαθέστατος κωμικός (που πρέπει να έχει παίξει στις... μισές τουλάχιστον κωμωδίες της 10ετίας του '80!) είχε είτε συνταξιοδοτηθεί, είτε μεταβεί σε... χλοερούς τόπους! Παρόλα αυτά, είναι εδώ και μάλιστα ακμαιότατος, λες και τα χρόνια τον ξέχασαν! Αυτή η ταινιούλα δε διαφέρει πολύ σε σχέση με τις υπόλοιπες στις οποίες παίζει τόσα χρόνια και έχτισε με αυτές το όνομά του. Είναι μια “λίγο” μαύρη κωμωδία, “λίγο” τηλεοπτική και αρκετά ευχάριστη στη θέαση, που παρόλα αυτά θα την ξεχάσεις αμέσως αφότου τη δεις. Είναι ένας πρώτης τάξεως τρόπος να σκοτώσεις μιάμιση ώρα από τη ζωή σου με χαλαρό και οικογενειακό τρόπο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Σίγουρα έχει τις αρετές του. Το σενάριο, τουλάχιστον σαν ιδέα, σκίζει. Και η ερμηνεία του Tim Allen σηκώνει ολάκερο το εγχείρημα. Ο άνθρωπος το'χει ακόμα. Και κάποιες πιο σουρεάλ σκηνές οι οποίες επιτρέπουν στο κωμικό ταλέντο του να ξετυλιχτεί ακόμα πιο ανεμπόδιστα, είναι απόλαυση να τις βλέπεις. Όπως τα απάλευτα do it your self διαφημιστικά για την επιχείρησή του. Και κάποιες καφροκαταστάσεις που αφορούν την... τύχη της σωρού του αποθανόντος! Αλλά θα μπορούσε να μας δώσει πολύ περισσότερα πράγματα!

Ναι, υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσες να επιθυμήσεις από αυτή την ταινιούλα. Εκτενέστερη εμβάθυνση σε χαρακτήρες και καταστάσεις. Πιο εμπνευσμένη σκηνοθεσία. Καλύτερες ερμηνείες. Δεδομένου ότι το σενάριο, όπως στήθηκε, προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για επιπλέον πολύ υποσχόμενα πράγματα, τα οποία δυστυχώς δεν πραγματώνονται, παρά μονάχα σε ένα πολύ μικρό ποσοστό. Αλλά και όπως έχει είναι ευχάριστη, χωρίς όμως να είναι και κάτι το ιδιαίτερο που θα σου λείψει τρελά έτσι και το χάσεις. Για την ακρίβεια δε θα σου λείψει σχεδόν καθόλου. Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω για αυτό το εργάκι. Ίσως να απευθύνεται περισσότερο σε γυναικείο κοινό, ίσως και σε κάπως μεγαλύτερο σε ηλικία και με πολύ λιγότερες απαιτήσεις. Προσωπικά το είδα, πέρασα καλά, σε κάποιες στιγμές γέλασα και μετά το ξέχασα.

Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
Κυκλοφορεί και με τον τίτλο “The Six Wives of Henry Lefay”