Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Comme un chef (O Σεφ και ο Σεφ του)


Μάστορας : Daniel Cohen
Παίχτες : Jean Reno, Michaël Youn & Raphaëlle Agogué
Με δυο λογάκια :
Ένας βετεράνος chef προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με το αδίστακτο αφεντικό του που προσπαθεί με νομικά κόλπα να τον βγάλει από την επιχείρηση που φέρει το όνομά του. Στην πορεία θα βρει έναν αναπάντεχο φίλο και σύμμαχο που όμως έχει και αυτός τα δικά του θέματα να λύσει



Αναλυτικότερα :
Μια χαρά. Γαλλική κωμωδία χαρακτήρων με έναν Jean Reno που παροδικά ξεπερνάει τις χολυγουντιανές του φιλοδοξίες για να τσαλακωθεί απολαυστικά και να συν-πρωταγωνιστήσει σε αυτό το πολύ διασκεδαστικό και… γαστρονομικό ταινιάκι. Λοιπόν, αν και σαφέστατα δεν μιλάμε για την υπερπαραγωγή ή για κάποιο κινηματογραφικό αριστούργημα, αλλά για μια απλή – σχεδόν παλιομοδίτικη – κωμωδία χαρακτήρων και καταστάσεων που αν και είναι σε σημεία άνιση, εντούτοις μια χαρά την κάνει την δουλειά της. Σκηνές που θυμίζουν παλιό κινηματογράφο, πιάτα που θα σε κάνουν να γλείφεις τα δάχτυλά σου, ωραία σάτυρα (ειδικά εκεί με την μοριακή κουζίνα, τα σπάει!) και μετρημένη εμμονή στα ελαττώματα και τα κολλήματα των χαρακτήρων που νοστιμίζουν ακόμη περισσότερο την ταινία.

Επιπλέον, αρκετοί υποστηρικτικοί και άκρως συμπαθείς χαρακτήρες που γεμίζουν επαρκώς το backstory και είναι επαρκώς – αλλά χωρίς υπερβολές – γραφικοί προκειμένου να προωθήσουν την ιστορία της ταινίας. Οπότε, αν θες να περάσεις ένα χαλαρό απόγευμα με καλές και μετρημένες δόσεις γέλιου, προχωράς άφοβα. Παρά την ελαφρότητα και ενίοτε την «προχειρότητα» με την οποία κλείνει προς το τέλος τις υπο-ιστορίες του, το Comme un chef είναι ζεστό, αγαπησιάρικο, αστείο και αμφορείται από 100% feel-good συναίσθημα. Οπότε, όπως και είπα στην αρχή και χωρίς πολλά πολλά λόγια, μια χαρά.

Πόσα πιάνει; 3,5 / 5 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Cockneys vs Zombies


Μάστορας : Matthias Hoene
Παίχτες : Lee Asquith-Coe, Georgia King & Michelle Ryan
Με δυο λογάκια :
Μια ομάδα μικροαπατεώνες αποφασίζουν να ληστέψουν μια τράπεζα με σκοπό να προστατέψουν το… γηροκομείο όπου έχουν τον αγαπημένο τους παππού και το οποίο πάει… σούμπητο για κλείσιμο λόγω χρεών. Το πρόβλημά τους είναι ότι πέφτουν σε μια… μαζική έγερση των ζωντανών νεκρών…



Αναλυτικότερα :
Εντάξει, από το trailer και μόνο βασικά από τον τίτλο και μόνο! Καταλαβαίνεις τι θα δεις εδώ. Ακόμη ειδικότερα, το Cockneys vs Zombies προσπαθεί να γίνει το Shaun of the Dead του 2012. και σαφέστατα ποντάρει στην σωστή κατεύθυνση. Έχει μπόλικη βρετανίλα, αστείες στιγμές, καγκουριά όπως μόνο οι Άγγλοι τη βγάζουν και γενναιόδωρες σπλάττερ σκηνές. Και ομολογουμένως, στην αρχή καταφέρνει να προκαταβάλλει θετικά τον θεατή που αρέσκεται σε τέτοιου είδους θεάματα.

Όμως, το πράμα ξεφουσκώνει γρήγορα και με αδέξιο τρόπο. Και τελικά καταλήγεις να βλέπεις επί μιάμιση ώρα κάτι κάγκουρες να τρέχουν από  τα ζόμπι. Και μέχρι το τέλος του, έχει γίνει πλέον σαφέστατα ένα βαρετό και ξενέρωτο θέαμα. Θέλει πολύ περισσότερο από μερικές cool φάτσες και ατάκες για να βγάλεις κάτι καλό από ένα βασικά νεκρό κινηματογραφικό είδος (των zombie movies) που επιπλέον επλήγη ακόμη περισσότερο με αμέτρητες σάτυρες αρπαχτές σαν και αυτήν. Δυστυχώς, ταινίες σαν τα "Tucker and Dale vs Evil" ή φυσικά το "Shaun of the Dead" δεν είναι τελικά καθόλου τυχαίο που είναι τόσες λίγες. Θέλει κάτι πολύ περισσότερο από πορδές για να βάψεις αβγά.

Ρεζουμέ :
Αν δεν έχεις βαρεθεί πια από το επαναλαμβανόμενο θέαμα, αυτό το συμπαθές «μια απ’ τα ίδια» μπορεί ίσως να σε διασκεδάσει για μιάμιση ώρα

Πόσα πιάνει; 2¾  / 5 

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Hesher


Μάστορας : Spencer Susser
Παίχτες : Joseph Gordon-Levitt, Devin Brochu & Natalie Portman
Με δυο λογάκια :
Ένα παιδί προσπαθεί να τα βγάλει πέρα ανάμεσα στην απώλεια της μητέρας του, την κατάθλιψη του πατέρα του και τον τσαμπουκά που δέχεται στο σχολείο. Τότε μπαίνει στη ζωή του ο  Hesher και καταφέρνει να την κάνει ακόμη πιο χαοτική…



Αναλυτικότερα :
Εντάξει, αυτό κι αν είναι παράξενη ταινία! Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις μια δραματική ταινία η οποία έχει για Soundtrack άσματα όπως τα Battery, motorbreath, Jump in the Fire, αλλά και επιλογές από Motorhead? (το καλύτερο soundtrack όλων των εποχών!!! Τουλάχιστον!) Και που πρωταγωνιστής της είναι ένας κοκαλιάρης αλλοπρόσαλλος χεβυμεταλάς, με εγκληματικές και εμπρηστικές τάσεις που δεν βγάζει παραπάνω από 7 ατάκες σε όλη την ταινία; Πέραν της καταπληκτικής ερμηνείας στον ομώνυμο ρόλο του Joseph Gordon-Levitt, βασικά το Hesher είναι (θα το πω και θα ακουστεί ίσως λίγο βλάσφημο) ένας σύγχρονος μεταμοντέρνος «Ζορμπάς». Ο μικρός ήρωας της ταινίας μαθαίνει να διαχειρίζεται τη θλίψη, το θυμό και την απώλεια χάρη σε αυτόν τον απίθανο τύπο που καπνίζει ότι βρει και γενικά κάνει ότι του κατέβει στο κεφάλι εκείνη την ώρα, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες.

Απρόσμενη αλλά πάντα ποιοτική η ερμηνεία της Natalie Portman, όπως και βασικά όλες οι ερμηνείες. Σκονισμένη φωτογραφία, άμεση – που θυμίζει οικιακή κάμερα – σκηνοθεσία, λίγοι διάλογοι που κρύβουν πολλά, γλυκόπικρες στιγμές όπου το δράμα εναλλάσσεται με το καμένο χιούμορ, ζόρικες καταστάσεις και μια μοναδική ικανότητα μέσα από την ασκήμια να βγάζει ομορφιά, όπως και μέσα από την ασφυκτική ζωή του παιδιού, που γίνεται ακόμη χειρότερη εξαιτίας του Hesher – βγαίνει τελικά κάθαρση, με αποκορύφωμα τις δυο τελευταίες σκηνές. Ίσως η ταινία αυτή είναι κομματάκι δύσκολη, ιδιαίτερα στην αρχή της καθώς δεν εξηγεί σχεδόν τίποτα. Όμως στην πορεία τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους και το Hesher ξετυλίγει με άνεση τις αρετές του.

Ρεζουμέ :
Μια πολύ παράξενη όσο και μοναδική ταινία. Σας ανέφερα επίσης ότι έχει το καλύτερο soundtrack όλων των εποχών;

Πόσα πιάνει; 3,5 / 5 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Hobbit : An Unexpected Journey (Hobbit : Ένα αναπάντεχο Ταξίδι)


Μάστορας : Peter Jackson
Παίχτες : Martin Freeman, Ian McKellen & Richard Armitage 
Με δυο λογάκια :
Η αναπάντεχη περιπέτεια ενός Hobbit, του Bilbo Baggins, που ξεκινάει σε ένα φανταστικό όσο και επικίνδυνο ταξίδι με μια ομάδα νάνων που θα προσπαθήσουν να ξανακερδίσουν τον θησαυρό αλλά και την πατρίδα που τους στέρησε ο θρυλικός δράκος, Smaug.



Αναλυτικότερα :
Εντάξει, ζόρικο review. Πώς να κρίνεις αντικειμενικά κάτι που αυτή τη στιγμή είναι ο πιο φρέσκος και ζωντανός εκπρόσωπος αυτού που αγαπάς πιο πολύ από όλα (εκτός από την γυναίκα και τον πρόεδρο!) και φυσικά εννοώ το fantasy, σε όλες του τις καλλιτεχνικές εκφράσεις; Πώς μπορείς να υποδεχτείς κάτι νέο κόντρα σε μια κινηματογραφική τριλογία που σε καθήλωσε, σε συγκίνησε, σε πόρωσε, σημάδεψε εν ολίγοις ένα κομμάτι της ζωής σου;

Ας ξεκινήσουμε με κάποιες γενικότητες που όμως έχουν και αυτές τη σημασία τους. Ο λατρεμένος Peter Jackson εδώ είχε πολύ πιο δύσκολη δουλειά να κάνει, σε σχέση με την τριλογία του Lord of the Rings. Και αυτό γιατί, το Lord είναι υλικό έτοιμο για φιλμάρισμα, λαχταρούσε τόσα χρόνια να βρει μιαν αντάξια κινηματογραφική μεταφορά (και κατά την γνώμη μου - βρήκε). Το Hobbit σαν βιβλίο είναι τελείως διαφορετικό. Επειδή δεν είναι μια «κανονική» νουβέλα φαντασίας, αλλά περισσότερο είναι ένα παραμύθι. Ή αν το θες, ένα παραμυθένιο ταξίδι, όπου η ομορφιά της πρόζας είναι πολύ πιο σημαντική από το «πεζό» νόημά της. Για αυτό υπάρχουν – αν το δει κανείς με πιο πεζή σκοπιά – αρκετές τρύπες και λεπτομέρειες που δεν δένουν στην πλοκή. Αλλά δεν σε νοιάζει, γιατί είναι ένα πανέμορφο παραμύθι και αυτό αρκεί. Όμως, όχι όσον αφορά μια κινηματογραφική μεταφορά αξίας πολλών εκατομμυρίων. Η διήγηση στο κάτω κάτω, μπορεί να υπερκεράσει τα όποια – σκόπιμα ή μη – κενά παίρνοντας φτερά από την φαντασία του αναγνώστη. Όμως, στην μεγάλη οθόνη, τα πράματα είναι μετρημένα κουκιά, η εικόνα είναι συγκεκριμένη, το πράμα πρέπει να κυλάει. Αλλιώς βαριέσαι, δεν έχει νόημα. Τέλως πάντων, αν επεκταθούμε σε αυτό το θέμα, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Η ουσία είναι μια : για πάρα πολλούς λόγους, το “The Hobbit” δεν είναι υλικό πρόσφορο για ταινία. Οπότε το μεγάλο στοίχημα για μένα, δεν ήταν στο να αποδοθεί πιστά το περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά στο αν θα καταφέρει ο μάστορας να σου περάσει την ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ, το συναίσθημα που διαποτίζει το Hobbit. Πέτυχε το εγχείρημα;

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, σαφέστατα ΝΑΙ.

Υπέροχες εικόνες, μουσικές και τοπία κατακλύζουν επί τρεις παρά κάτι ώρες το μυαλό σου. Η Μέση Γη ζωντανεύει για άλλη μια φορά και εδώ ο μάστορας δείχνει μια πολύ πιο ζεστή – σχεδόν ερωτική – προσήλωση στον πιο αγαπημένο κόσμο φαντασίας όλων των εποχών. Η ταινία κατακλύζει συναίσθημα, ζεστασιά και αγάπη για τον κύριο – για να μη πω μοναδικό – πρωταγωνιστή της ταινίας : τον κόσμο της μέσης Γης. Από τις παραμικρές λεπτομέρειες, τα σκηνικά, το υπέροχο soundtrack, την καταπληκτική απόδοση των τραγουδιών του βιβλίου, κάτι μαγικό και ανεξήγητο ξυπνάει μέσα σου, μια μοναδική και σχεδόν βασανιστική αίσθηση νοσταλγίας και πόθου να επιστρέψεις από την γκρίζα πραγματικότητα, σε ένα μέρος που δεν βρέθηκες και δεν υπήρξε ποτέ. Και αυτή η αίσθηση κολλάει μέσα σου, την ρουφάνε τα κόκαλά σου, ποτίζει στις αναμνήσεις του, και αν αυτό δεν είναι ο σκοπός αλλά και το αποτέλεσμα της καλής τέχνης, ε, δεν ξέρω τότε ποιο μπορεί να είναι. Τα λόγια περιττεύουν. Η μαγεία – παρά το πείσμα των καιρών – ζει ακόμα.

Από τεχνικής πλευράς, δεν θα δεις καινούρια πράγματα. Αλλά νομίζω, ούτε και χρειάζεται. Σκηνοθεσία, φωτογραφία και ερμηνείες, όλα είναι οικεία και γνωστά από την τριλογία του Άρχοντα. Γνωστή, αγαπημένη και επιτυχημένη συνταγή που δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑΣ λόγος να αλλάξει. Και επιπλέον μαρτυρία του πόσο πραγματικά καλή ήταν η ορίτζιναλ τριλογία. Τα στάνταρ της, 9 χρόνια μετά ακόμη εντυπωσιάζουν και παραμένουν αξεπέραστα. Παραδόξως, το Hobbit είναι – ή τουλάχιστον δείχνει - πιο φτωχή παραγωγή από την πρώτη τριλογία. Τα εφέ του υπολογιστή είναι σαφέστατα κατώτερα σε σχέση με εκείνα, 9 χρόνια πριν, ιδιαίτερα όσον αφορά τα φανταστικά πλάσματα. Τα εξαιρετικά και τεράστια σκηνικά της ορίτζιναλ τριλογίας έχουν αντικατασταθεί από πολύ μικρότερα και φτωχότερα και πληθώρα κοντινών πλάνων προσπαθεί να συγκαλύψει την διαφορά. Χάρη στην μαστοριά του σκηνοθέτη, η (σχετική) φτώχεια της παραγωγής μασκαρεύεται επαρκώς, αλλά δεν ξεφεύγει από το έμπειρο μάτι. Όπως και να έχει, μικρό το κακό.

Πάμε τώρα στα τρωτά του Hobbit, που αναμφισβήτητα υπάρχουν. Κάνει κοιλίτσα. Συχνά. Αντί να μας δώσει το εκατόστό-δεν-ξέρω-και-γω-πόσο πλάνο με τους νάνους να ταξιδεύουν σε λόγγους και ραχούλες, θα μπορούσε να εστιάσει καλύτερα στους πρωταγωνιστές. Εξαιρετικός ο Martin Freeman στον ρόλο του Bilbo, αλλά λείπει η εις βάθος εξερεύνηση του χαρακτήρα που οφειλόταν στο σενάριο και την χαρισματική ερμηνεία του Elijah Wood. Για τους νάνους, ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. 13 πρόσωπα είναι ήδη ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ πάρα πολλά (φιλμικά μιλώντας) και πέραν από κάποια comic relief χαρακτηριστικά οι 12 εξ αυτών δεν έχουν τίποτα ουσιαστικό που να τους ξεχωρίζει, ούτε και γίνεται και κάποια απόπειρα να πέσει λίγο φως στην προσωπικότητα του καθενός, όπως είχε γίνει με τα αντίστοιχα μέλη της συντροφιάς του Δαχτυλιδιού. Εξαιρώ τον αρχηγό τους, Thorin Oakenshield που δίνει στην ταινία την απαραίτητη επικούρα. Και όπως και να έχει, ο μάστορας έχει μπροστά του 2 ακόμη ταινίες για να συμπληρώσει αυτή την έλλειψη που για μένα είναι το πιο σημαντικό ελάττωμα της ταινίας.

Κάποιες άλλες μικρολεπτομέρειες χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αλλά χάριν αντικειμενικότητας πρέπει να ειπωθούν. Η σκηνή της απόδρασης των νάνων από τα goblins είναι τελείως «πέτσινη» - σαφέστατα το χειρότερο κομμάτι της ταινίας. Γενικά, ο μάστορας προσπαθεί υπερβολικά να δέσει το Hobbit με την ορίτζιναλ τριλογία, με τρόπους που στην πλειονότητά τους είναι χαρισματικοί, αλλά κάποιες φορές απλά είναι περιττοί. Και – περνώντας στο μήλο της Έριδος – υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά «γεμίσματα» στην αφήγηση που δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Κάποια από αυτά αν δεν κάνω λάθος, είναι από το ΣΙΛΜΑΡΙΛΛΙΟΝ και κάποια άλλα είναι καινούριο υλικό του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη. Η οποία φρίκη και οδύνη των τυπολατρών και των απανταχού κολλημένων! Λοιπόν, χαλαρώστε. Μιλάμε για κινηματογραφική ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι εμβόλιμες σκηνές, θα είχατε 2 ταινίες όπου βλέπεις νάνους να περπατάνε, και μια τελευταία όπου γίνεται της πουτάνας το μαγκάλι (μιλάω για τη μάχη των 5 στρατιών που αποτελεί βασικά την μοναδική αληθινή σκηνή δράσης του βιβλίου). Το νέο υλικό είναι σχεδόν πάντα σύμφωνο με το πνεύμα των γραφομένων, δένει ωραία με το ορίτζιναλ πράμα, και επιπλέον προσθέτει σε προσεκτικές δόσεις την καφρίλα, την επικούρα αλλά και το comic relief που όλοι θέλουμε αλλά δεν το μολογάμε (και που – κακά τα ψέματα ΔΕΝ υπάρχει στο βιβλίο).

Όποιος από εκεί και πέρα θέλει να κάνει το μυαλό του προκρούστη όπου εκεί θα προσπαθήσει να συγκρίνει την ταινία και να την «τεντώσει» στα μέτρα του βιβλίου (η της προσωπικής του άποψης σχετικά με το βιβλίο) απλά ας προσπεράσει. Αλλιώς, χάνει τον καιρό του γκρινιάζοντας σαν γεροντοκόρη και ταυτόχρονα χάνοντας την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει μια από τις ωραιότερες ταινίες φαντασίας όλων των εποχών.

Ρεζουμέ :
Ταξιδιάρικη διάθεση, παραμυθιάρικη ατμόσφαιρα όπως ήταν μονάχα στην παιδική σου ηλικία, flirt με τον fanboy που κρύβουμε όλοι μέσα μας, πανέμορφες εικόνες και ήχοι. Δηλαδή, τι άλλο να ζητήσει κανείς; ΜΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!!! Χειροκροτώ και αδημονώ. Και για άλλη μια φορά : σε ευχαριστώ Peter Jackson…

Πόσα πιάνει; 4,5 / 5 

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Deadfall


Μάστορας : Stefan Ruzowitzky
Παίχτες : Eric Bana, Olivia WildeCharlie Hunnam
Με δυο λογάκια :
Τα αδέρφια Addison και Liza προσπαθούν να δραπετεύσουν από τις αρχές, έχοντας διαπράξει μια επιτυχημένη ληστεία. Μέσα στην χιονοθύελλα, παθαίνουν ένα τροχαίο ατύχημα και θα αναγκαστούν να χωριστούν. Ο καθένας τους, θα βρει τον δικό του τρόπο να επιβιώσει και όταν οι δρόμοι τους ξανασυναντηθούν, θα έχουν μεταμορφωθεί σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους…



Αναλυτικότερα :
Εντάξει, αυτή είναι μια παράξενη, όσο και πολύ άνιση ταινία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθείς το πρώτο μισό της ταινίας, τον αγώνα του καθενός να επιβιώσει σε έναν φονικό χιονιά, όπως και την σχέση των δυο αδερφών που φαντάζει ύποπτα «στενή» (spoiler : είναι!) ακόμη και στο μέσο της ταινίας, που πραγματεύεται την πορεία του καθενός, τους τρόπους που βρίσκει να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που ανακύπτουν και τις αφορμές μέσω των οποίων βγαίνουν τα δυνατά όσο και τα σκάρτα στοιχεία του χαρακτήρα του καθενός.

ωραία ερμηνεία από τον Eric Bana (εντάξει, τι άλλο περίμενες;) όπως και αποκαλυπτικά καλή είναι η Olivia Wilde. Καυτή, πανούργα, μέσα της τρωτή και ανυπεράσπιστη και ενίοτε ανησυχητικά εκκεντρική. Και βασικά, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αν δεν πάσχει σε κάτι το Deadfall, είναι οι ερμηνείες, ακόμη και στους «μικρούς» ρόλους.

Εκεί που πάσχει, είναι στο τελευταίο και μακράν χειρότερο κομμάτι της ταινίας. Το οικογενειακό τραπέζι στο οποίο συναντιούνται όλοι οι χαρακτήρες, φαντάζει τελείως επιβεβλημένο από το σενάριο, χωρίς πραγματικά να είναι. Σε σημείο που νομίζεις ότι ανήκει σε κάποια διαφορετική ταινία που τυγχάνει να έχει τους ίδιους πρωταγωνιστές. Σε αυτό δεν βοηθάνε οι υπερβολικές όσο και άσχετες με ότι έχεις δει μέχρι τώρα αντιδράσεις των χαρακτήρων, όπως και το κακό φινάλε, που μέχρι να έρθει, έχει περάσει μια αιωνιότητα και μια μέρα.

Ρεζουμέ :
Μια πολύ παράξενη ταινία, που ξεκινάει δυνατά, συνεχίζει με ενδιαφέρον και ξενερώνει στο τέλος. Βέβαια, μέχρι τότε, έχεις απολαύσει ένα αξιοπρεπέστατο θρίλερ χαρακτήρων, οπότε, φαντάζομαι, δεν είναι και τόσο μεγάλο το κακό σε τελική ανάλυση…

Πόσα πιάνει; / 5 

De rouille et d'os (Rust and Bone – Ελ υπότιτλος : Σώμα με σώμα)


Μάστορας : Jacques Audiard
Παίχτες : Marion Cotillard, Matthias SchoenaertsArmand Verdure
Με δυο λογάκια :
Έχοντας μονάχος του την ευθύνη για το μεγάλωμα του μικρού γιού του, ο Ali μετακομίζει με την οικογένεια της αδερφ΄΄ης του για να τα βγάλουν πιο εύκολα πέρα. Ο δεσμός του με την Stephanie, μια εκπαιδεύτρια φαλαινών, βαθαίνει όταν η όμορφη γυναίκα παθαίνει ένα ατύχημα που της στερεί και τα δυο πόδια της…



Αναλυτικότερα :
Δυσκολεύομαι να αποφασίσω αν το ταινιάκι αυτό όντως μου άρεσε. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, το κατά ΠΟΣΟ μου άρεσε. Εντάξει, ο Audiard θεωρείται μεγάλος και τρανός στην πατρίδα του. και η τελευταία του ταινία, με μια πρώτη ματιά δείχνει αρκετά ρηχή έως και αδιάφορη μπορώ να πω. Θέλω να πω, είναι μια ταινία με αδιάφορους έως αντιπαθείς σε σημεία χαρακτήρες, που για το μέγιστο της διάρκειάς της, απλώς τριγυρνάνε εδώ και εκεί, ανταλλάσσουν διαλόγους συναισθηματικά «στεγνούς» χωρίς καμιά ενδιαφέρουσα εξέλιξη, χωρίς κανένα ξέσπασμα.

Κι όμως, το ταινιάκι αυτό βρίσκει τελικά τον δρόμο στην καρδιά σου. Γιατί η ομορφιά του, είναι ακριβώς αυτό : δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα, δεν έχει σαφέστατη αρχή, μέση και τέλος, οι πρωταγωνιστές δεν αγωνίζονται για κάποιον υπέρτατο και σαφώς ορισμένο σκοπό. Το De rouille et d'os βασικά, είναι μια χούφτα από ανθρώπινες ιστορίες, σχεδόν άτακτα εριμμένες. Γιατί έτσι ακριβώς είναι και η «αληθινή» ζωή. Έτσι, στο χύμα και μέσα από περιστάσεις και τυχαία γεγονότα, χτίζεται η βαθιά ιστορία αγάπης μεταξύ των πρωταγωνιστών. Χωρίς μελούρα, χωρίς προκάτ χολυγουντιανούς διαλόγους, αλλά από δυο καθημερινούς ανθρώπους, με όλα τα καλά και τα τρωτά του χαρακτήρα τους.

Καταπληκτικές οι ερμηνείες των Schoenaerts και Cotillard, ιδιαίτερα της δεύτερης, που πέρα από μεγάλη ηθοποιός, αποδεικνύει ότι είναι και μια πολύ καυτή γυναίκα. Ζεματάει μιλάμε! Αυτά εν ολίγοις. Δεν είναι η ταινιάρα – αποκάλυψη από την Ευρώπη, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν. Είναι όμως μια πρωτότυπη και ιδιαίτερα «ανθρώπινη» ταινία που θα μιλήσει με τον δικό της, ιδιαίτερο τρόπο μέσα σου.

Πόσα πιάνει; 3¼  / 5 

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Lovely Molly



Μάστορας : Eduardo Sánchez
Παίχτες : Gretchen Lodge, Johnny Lewis & Alexandra Holden
Με δυο λογάκια :
Η Molly και ο σύζυγος της μετακομίζουν στο εγκαταλειμμένο σπίτι των γονιών της, που έχουν πεθάνει, για να ξεκινήσουν την καινούρια τους ζωή. Όμως, μια κακόβουλη σκιά από το παρελθόν ζει ακόμα και πέφτει βαριά πάνω στην νέα γυναίκα…



Αναλυτικότερα :
Αν δεν σου λέει τίποτα το όνομα του Eduardo Sánchez, ε, θα σου πει τώρα! Είναι ο τύπος που πίσω στο 1999 έφτιαξε το περιβόητο και υπερ-cult “The Blair Witch Project”. Εδώ, αναμειγνύοντας «λάιβ» πλάνα από σπιτική κάμερα, με «κανονική» κινηματογράφιση, προσπαθεί να διηγηθεί μια κατά βάθος παλιομοδίτικη ιστορία τρόμου που βασίζεται στην κλιμάκωση του suspense και με τις ρίζες της να θυμίζουν παλιά καλή λογοτεχνία τρόμου, παρά το μοντέρνο περιτύλιγμα.

Η συμπαθέστατη Gretchen Lodge στον πρωταγωνιστικό ρόλο κουβαλάει μόνη της το βάρος όλης της ταινίας με μια πολύ ενδιαφέρουσα και ομολογουμένως δύσκολη – για θρίλερ - ερμηνεία. Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία «ζέχνουν» παρακμή με έναν παράξενα ρεαλιστικό τρόπο και δίνουν αναπάντεχη ζωντάνια στην ιστορία, αλλά και αντίκτυπο στις λίγες αλλά καλές αποτρόπαιες σκηνές. Βασικά, το Lovely Molly είναι μια παράξενη ταινία, που περνάει το μήνυμά της έμμεσα στον θεατή, μέσα από την ατμόσφαιρα και τα υπονοούμενα της διήγησης που είναι σαφέστατα σκοτεινότερα – και πιο ενδιαφέροντα! – από αυτό που βλέπει εκ πρώτης όψεως ο θεατής.

Αυτό είναι  - ενδεχομένως – και η αχίλλειος πτέρνα του Lovely Molly. Είμαστε ένα κοινό που πλέον είναι εθισμένο – έως αχόρταγο – στην εικόνα, πολλή, αβανταδόρικη εικόνα, όλα φόρα παρτίδα και ξηγημένα στα γρήγορα για να μην πολυκουράζουμε το μυαλουδάκι μας κιόλας. Σε ένα τέτοιο κοινό, προσπαθεί να πλασάρει μια δύσκολη και πολυεπίπεδη ιστορία, όπου υπονοούνται περισσότερα από όσα λέγονται.

Ρεζουμέ :
Για κάποιους θα είναι ένα ατμοσφαιρικό αριστούργημα και για κάποιους άλλους θα είναι μια «λίγη», βαρετή ταινία. Περί ορέξεως…

Πόσα πιάνει; Τελείως υποκειμενικά, 3 / 5

Resident Evil Retribution (Resident Evil : Η Τιμωρία)



Μάστορας : Paul W.S. Anderson
Παίχτες : Milla Jovovich, Sienna Guillory & Michelle Rodriguez
Με δυο λογάκια :
O T-virus της αδίστακτης Umbrella Corporation συνεχίζει να καταστρέφει τον κόσμο, μετατρέποντας τους ανθρώπους σε αιμοδιψείς νεκροζώντανους. Η τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας είναι η Alice που ξυπνάει στο πιο κεντρικό και ζωτικό εργαστήριο της Umbrella και θα δώσει τη μάχη της ζωής της, αλλά θα έχει και μια ευκαιρία να καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στην αδίστακτη εταιρία, εφόσον επιζήσει από τις παγίδες και τα φριχτά πλάσματα της βάσης…



Αναλυτικότερα :
Εντάξει, θα ακούσετε γύρω τριγύρω πολύ θάψιμο για το τελευταίο Resident Evil. Όπως ακούσατε εξάλλου τρελό θάψιμο και για το προτελευταίο (που προσωπικά το θεωρώ το χειρότερο όλων των Resident Evil). Και οι λόγοι γνωστοί. Κουκουρούκου διάλογοι, τρύπιο από παντού και εξωφρενικά μη πειστικό σενάριο, ερμηνείες γεια σας και αβέρτα καννιβαλισμός του υλικού των αγαπημένων videogames. Θα συμφωνήσω. Αλλά υπό προϋποθέσεις. Θέλω να πω, τόσα χρόνια τώρα, πρέπει πλέον ο θεατής να ξέρει τι εστί κινηματογραφικό Resident Evil. Το οποίο είναι ελεύθερη απόδοση και ουδέποτε υπήρξε – ούτε και θέλησε ποτέ να είναι! – ακριβής μεταφορά του videogame. Το Resident Evil ήταν πάντα αφορμή για μια τα-μυαλά-στα-κάγκελα εφηβική ταινία δράσης με ζόμπι. Ήταν ανέκαθεν ένα κολάζ καθαρού και άμυαλου entertainment που απαρτίζεται από σκόρπιες «πέτσινες» (αλλά καλοφτιαγμένες) σκηνές δράσης, μπόλικα ειδικά εφέ, ολίγη από θύμισες από τις ζόμπι B-movies της δεκαετίας του 80, κάμποσες «τσόντα» σκηνές από τα ορίτζιναλ βιντεοπαιχνίδια και την χαρισματική παρουσία της Milla Jovovich να ηγείται του αχταρμά.

Και για να είμαστε ειλικρινείς, γιατί όχι; Προσωπικά έχω δει πολλές σοβαροφανείς και τάχα μου «ψαγμένες» ταινίες δράσης που ήταν σαφέστατα κατώτερες των κινηματογραφικών κλώνων του Resident Evil. Και για να μιλάμε και στο δια ταύτα, τούτο εδώ, το Retribution κάνει την δουλειά του μια χαρά. Θυμίζοντας videogame περισσότερο από κάθε άλλη ταινία της σειράς – καθώς η δράση εξελίσσεται κυριολεκτικά σε πίστες! - κρύβει από πίσω του ένα σενάριο με αρκετά έξυπνα και πρωτότυπα στοιχεία που όμως σαφέστατα πνίγονται από τις χαοτικές τρύπες και τα παράλογα στοιχεία του.

Η Umbrella λοιπόν, εξακολουθεί να προσπαθεί να καταστρέψει τον κόσμο, ένας Θεός ξέρει γιατί. Και το κάνει εξακολουθώντας να ξοδεύει εξωφρενικά, διαστημικά ποσά και πόρους λες και τα πεντοχίλιαρα είναι πετσετάκια (ώπα!) ή έχουν καβάτζα μια πρέσα που τυπώνει φράγκα. Η Milla επιστρέφει και μαζί της πολλές σκηνές – φόρος τιμής στα παλιά Resident Evil, όπως μια σύγχρονη κόπια της περίφημης – τότε! – γυμνής σκηνής, πολλά πρόσωπα από το παρελθόν και πολλές αντίστοιχες καταστάσεις, όπως η περίφημη παγίδα με τα λέιζερ από το πρώτο Resident Evil. Όλο αυτό το μπάχαλο σφαγών και εκρήξεων λαμβάνει χώρα στο πιο εξωφρενικά μη ρεαλιστικό, αλλά και ατμοσφαιρικό Resident Evil σκηνικό που υπήρξε ποτέ. Και κερασάκι στην τούρτα το πιο κουφό φινάλε σε Resident Evil μέχρι τώρα. ‘ντάξει. Γιατί όχι;

Ρεζουμέ :
Είναι κακό, αλλά λόγω της αμετροεπούς βλακείας του, μάλλον προσγειώνεται στην κατηγορία του «τόσο κακό που καταντάει καλό». Περίπου. Όπως έχει, το Retribution, είναι μια κουκουρούκου σε κάθε τομέα ταινία και ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΛΟΓΟ είναι ταυτόχρονα μια ένοχη κινηματογραφική απόλαυση. Οι κολλημένοι, όσοι θέλουν να δουν μια «κανονική» ταινία, ή αυτοί που θα κάνουν συγκρίσεις με τα βιντεοπαιχνίδια, απλώς να αποφύγουν.

Πόσα πιάνει; 2,5 / 5