Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Classics : Παραγγελιά (1980)


Μάστορας : Παύλος Τάσιος
Παίχτες : Αντώνης Αντωνίου, Αντώνης Καφετζόπουλος, Κατερίνα Γώγου
Με δυο λογάκια :
Βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Νίκου Κοεμτζή, η «Παραγγελιά» προσπαθεί να ρίξει φως στους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που οδήγησαν σε ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας.


Αναλυτικότερα :
Εξηγώ για όσους δεν ξέρουν. Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ένας μικροκακοποιός, με κάποια πολιτική δράση. Άρτι αποφυκακισθείς (6 χρόνια λόγω ληστείας) τον Φλεβάρη του 1974 πάει με την παρέα του στο ιστορικό μπουζουξίδικο της εποχής, την «Νεράιδα». Ο μικρός του αδερφός, Δημοσθένης σηκώνεται στην πίστα για να χορέψει «παραγγελιά» τις «Βεργούλες» του Βαμβακάρη. Όμως, στην πίστα παραμένουν 2 αστυνομικοί, που τσαμπουκαλεύονται τον νεαρό άντρα. Ο τσαμπουκάς γίνεται συμπλοκή και πάνω εκεί ο Κοεμτζής σκοτώνει 3 ανθρώπους (μεταξύ αυτών τους 2 αστυνομικούς) και τραυματίζει άλλους έξι. Καταδικάζεται 3 φορές σε θάνατο και 8 φορές ισόβια για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Το έγκλημα συγκλόνισε την κοινωνία της εποχής. Οι εγκληματίες και τα κακοποιά στοιχεία για πολλά χρόνια μετά θα αποκαλούνται «Κοεμτζήδες». Ο θεσμός της παραγγελιάς ατόνησε έως ότου εξαφανίστηκε, ενώ οι «Βεργούλες» εξαφανίστηκαν από το πρόγραμμα των μαγαζιών, για να αποφευχθούν φαινόμενα μιμητικής συμπεριφοράς. Ο Κοεμτζής αποφυλακίστηκε με βούλευμα το 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Τα τελευταία χρόνια ήταν άστεγος και πουλούσε την αυτοβιογραφία του στην Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι για να ζήσει. Βρέθηκε νεκρός από ασιτία και κακουχίες στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011. Η ζωή του ενέπνευσε λαϊκές δοξασίες, έγινε τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο (Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο) και η εν λόγω ταινία.

Λοιπόν… με το καλημέρα σου γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτή είναι μια πολύ παράξενη ταινία. Σε μια οθόνη λερωμένη με κόκκο και χρώματα που ξεχειλίζουν, μια γυναίκα βάφεται μπροστά στον καθρέφτη… σταδιακά, γίνεται ολοένα και πιο ευσυγκίνητη μέχρι που κλαίει, ξεσπάει, βγάζει το μακιγιάζ της και το πασαλείφει στο πρόσωπο και τα μαλλιά της. Ηχητικό υπόβαθρο, μια παραμορφωμένη γυναικεία φωνή που διαβάζει παράξενους στίχους (πρόκειται για ποιήματα της Κατερίνας Γώγου), ενίοτε ψιθυρίζοντας, άλλοτε φωνάζοντας, άλλοτε κλαίγοντας και ουρλιάζοντας… μετάβαση στο σκοτεινό εσωτερικό ενός αυτοκινήτου… η μοιραία παρέα είναι ήδη καθ’ οδόν για τα μπουζούκια. Ο Καφετζόπουλος ακόμη παλικαράκι, πιτσιρικάς. Ο Αντωνίου, σαν καταραμένος νουαρ ήρωας, αμείλικτα σιωπηλός. Η αισθησιακή γυναίκα με τα αμυγδαλωτά μάτια στο πλάι του εκλιπαρεί για ένα βλέμμα, ένα σχόλιο. Η σιγή και η ένταση ανάμεσά τους είναι τόσο πηχτή που την κόβεις με μαχαίρι, εγκυμονεί κινδύνους. Το μπουζουξίδικο, σαν παράσταση ενός ανθρώπινου τσίρκου, διασκεδαστές και διασκεδαζόμενοι τα εκθέματά του. Ανάμεσα σε δημοφιλή λαϊκά τραγούδια, παρεμβάλλονται διαστήματα σιωπής, κίνησης που παγώνει στον χρόνο και η παράξενη, παράλογη γυναικεία φωνή ξεσπάει, ματώνει με στίχους όπως «Η ζωή μας είναι σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα, σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα… μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά και χαλασμένα σπέρματα… Πάνω κάτω η Πατησίων, η ζωή μας είναι η Πατησίων… Ξεφτίλα, μοναξιά και απελπισία. Κι ανάποδα. Εντάξει, δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε. Μονάχα όταν βρέχει βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε… η μοναξιά δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια της συννεφένιας γκόμενας… έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο πιάτο μαζί με τα κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού…»

Σαφέστατα σουρεαλιστική, βαθιά (έως αποπνικτικά) συναισθηματική, η «Παραγγελιά» το μόνο πράγμα που ΔΕΝ είναι, μια ακριβής απόδοση, ή το σερβίρισμα φτηνών, εύκολων και προβλεπόμενων συμπερασμάτων και διδαχών. Οι χαρακτήρες είναι μη ρεαλιστικοί, μοιραίοι και υπερβολικοί στις αξίες, τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Τα συμπεράσματα, ότι καταλάβει ο κάθε θεατής για την πάρτη του και σε τελική ανάλυση δεν έχουν και τόση σημασία εδώ. Δεν μπορώ να την βαθμολογήσω αντικειμενικά, είναι μια ταινία πολύ προσωπική που ή την αγαπάς ή την μισείς. Παρά τις υπερβολές, τις αδυναμίες και τις ανισότητές της (ειδικά στο δεύτερο μισό της) προσωπικά τείνω στο πρώτο άκρο. Είναι ένα δύσπεπτο, σκοτεινό, κλειστοφοβικό και άκρως αγωνιώδες παραισθησιογόνο ταξίδι. Μπορείς να δεις την ταινία ΕΔΩ

Πόσα πιάνει; Δεν βαθμολογείται. Καθαρά αναξιόπιστα και υποκειμενικά, 4 / 5 

Δεν υπάρχουν σχόλια: