Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Γλωσσοδέτες



Το εύκολο

Στα Ελληνικά:
3 Μάγισσες κοιτάζουν 3 Swatch ρολόγια. Ποια μάγισσα κοιτάει ποιο Swatch ρολόι;

Πες το και στα Αγγλικά τώρα:
Three witches watch three Swatch watches. Which witch watches which swatch watch?


Το ζόρικο

Στα Ελληνικά:
3 Μάγισσες μετά από εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζουν 3 Swatch κουμπιά ρολογιού. Ποια εγχειρισμένη μάγισσα κοιτάει ποιο κουμπί Swatch ρολογιού


Για προσπάθησε το και στα Αγγλικά:
Three switched witches watch three Swatch watch switches. Which switched witch watches which Swatch watch switch?


Το 'δεν λέγεται'

Στα Ελληνικά:
3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 Swatch κουμπιά ρολογιού. Ποια ελβετίδα μάγισσα *Ούπς! Κακιά λέξη!*, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί Swatch ρολογιού;

Δεν υπάρχει περίπτωση να το πεις αυτο:
Three Swiss witch bitches, which wish to be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch?

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Κάψε Εγκέφαλο : Zift (2009)


Μάστορας : Javor Gardev
Παίχτες : Zahary Baharov, Tanya Ilieva, Vladimir Penev


Με δυο λογάκια :
Ένας μικροεγκληματίας γνωστός και ως «σκόρος» βγαίνει από τη φυλακή και βρίσκεται σε αναστολή για ένα έγκλημα που δεν έκανε. Τότε, στη Βουλγαρία δεν είχε γίνει ακόμη η επανάσταση των κομμουνιστών, αλλά τώρα, η χώρα του αποτελεί για τον «σκόρο» έναν διαφορετικό, ξένο κόσμο. Περιφερόμενος μέσα από παρακμιακές φτωχογειτονιές, μέθυσους και εξαθλιωμένους κατοίκους και παράγοντες του καθεστώτος που ακόμη τον καταδιώκουν, ψάχνει να βρει τα ίχνη της γυναίκας που αγάπησε, αλλά και έναν χαμένο θησαυρό…    
Αναλυτικότερα :
Ζιφτ είναι ανατολίτικης καταγωγής λέξη που μπορεί να έχει τις εξής 3 ερμηνείες, ανάλογα με τα συμφραζόμενα : α) η άσφαλτος, γενικά τα υλικά που χρησιμοποιούνται για το μπάλωμα των δρόμων β) η τσίχλα γ) τα σκατά. Και επειδή είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς επακριβώς τι εστί αυτό το ασπρόμαυρο εμβληματικό film noir, παραθέτω την εισαγωγή :

«… δούλευα για ένα φεγγάρι φορτηγατζής. Με πήραν στη δουλειά επειδή απέλυσαν τον προκάτοχό μου. Είχε προβληματική συμπεριφορά. Ο τύπος ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα που τη ζήλευε τρελά. Μια μέρα, του λέει ότι θα βγει με τις φίλες της. Αυτός την ακολούθησε στα κρυφά. Και είδε ότι δεν πήγε να βρει τις φίλες της, αλλά έναν μαύρο ζαχαροπλάστη, πικάντικο σαν μαύρη σοκολάτα (!!!) Μαζί πήγαν στο σπίτι του μαύρου κι έκαναν βρωμιές. Ο τύπος δεν είπε τίποτα. Απλά πήγε κι έφερε το φορτηγό και έβαλε τη μάνικα μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Εκείνη τη μέρα το σπίτι του ζαχαροπλάστη πλημμύρισε από 3 τόνους σκατό»

Το «Ζιφτ» είναι ένα απαράμιλλο τσίρκο παρακμής και απίθανων χαρακτήρων και καταστάσεων, σε έναν κόσμο που μοιάζει να βγήκε από τις σελίδες κάποιου βιβλίου επιστημονικής φαντασίας. Μέσα σε κάθε του καρέ, παρελαύνει μια απίστευτη κουστωδία χαρακτήρων, μέθυσοι νεκροθάφτες που κοντράρονται στο πυροκλάνι (!) βαρυποινίτες φιλόσοφοι με ατάκες τύπου «…η ερωτική συνεύρεση συνεπάγεται το αντίθετο της αυτοσυντήρησης…», μονόφθαλμοι μποξέρ που όταν δέχονται κάποιο γερό χτύπημα το γυάλινο μάτι τους απελευθερώνεται από το κρανίο και παίρνει τη δικιά του τροχιά, αυτοκτονικοί ποιητές, λάγνες νοσοκόμες, μοιραίες, καταστροφικές γυναίκες. Όλοι τους μαζί, σαν την πιο αταίριαστη χορωδία, εξυμνούν μια ιστορία στο βάθος της μιλάει για τη ζωή που είναι γλυκιά και μεγαλειώδης, παρόλη την ασκήμια της και το είδος αυτό του έρωτα που διαλύει, καταστρέφει, εξαγνίζει.

Δεν ξέρω επακριβώς αν το «Zift» είναι ιδιοφυές ή απλά καμένο. Σίγουρα όμως υπάρχουν αρκετά στοιχεία στις παράξενες – σχεδόν πειραματικές - λήψεις και κάδρα του, στις ερμηνείες και στο pacing της ιστορίας που συνηγορούν για την πρώτη εκδοχή. Παράλληλα, κατορθώνει να αυτοσαρκαστεί, να διαλύσει και να καφριλιάσει τον εαυτό του και τον κόσμο που απεικονίζει, χωρίς να χάνει ίχνος από την τραγικότητά του, κατορθώνει να σε κατακλύσει από ένα κάρο άσχετες, απίθανες φάτσες και καταστάσεις που η καθεμία έχει τη δική της ιστορία να διηγηθεί, χωρίς όμως να χάσει ποτέ τη ρότα του και να ξενερώσει το θέμα του. Πάντως τρέφω τη βεβαιότητα ότι αν οι Tarantino και Guy Richie είχαν γεννηθεί φτωχοί και Ευρωπαίοι, θα γύριζαν ταινίες – παρακμιακά πανηγυριώτικα παραμύθια σαν το «Zift»…

Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα
Αποτέλεσε την πρόταση της Βουλγαρίας για το Oscar ξενόγλωσσης ταινίας για το έτος 2009.

Πόσα πιάνει;  Ανεκτίμητο!

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

La piel que habito (Το δέρμα που κατοικώ)


Μάστορας : Pedro Almodóvar
Παίχτες : Antonio Banderas, Elena Anaya & Jan Cornet
Με δυο λογάκια :
Ένας πλαστικός χειρουργός που είναι αυθεντία στον τομέα του, δημιουργεί ένα συνθετικό δέρμα που αντέχει κάθε είδους ζημιά. Η εμμονή του οφείλεται στον θάνατο της γυναίκας του από εγκαύματα. Χρησιμοποιώντας σαν πειραματόζωο μια μυστηριώδη γυναίκα που κρατά φυλακισμένη στην έπαυλή του – και που φέρει μια παράξενη ομοιότητα με τη θανούσα – και μέσα από το πρίσμα της ανεξήγητης έλξης που εκείνη του ασκεί, ξετυλίγεται το δράμα της ζωής του που τον οδηγεί σιγά σιγά στην παραφροσύνη…


Αναλυτικότερα :
Ένας μικρός χαμός έγινε με αυτή την ταινιούλα και όχι άδικα. Αν μη τι άλλο, ο Αλμοδοβάρ συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον και το συναίσθημα του κοινού και αυτό από μόνο του είναι μεγάλη επιτυχία. Επιπλέον, το ίντερνετ βρίθει από κριτικές που είτε αποθεώνουν, είτε θάβουν αυτή την ταινία. Πάντως, πρέπει ομολογουμένως να είναι από τα πιο παράξενα, σκοτεινά και αντισυμβατικά έργα του μεγάλου σκηνοθέτη. Το «La piel que habito» είναι δύσκολη ταινία – έως αρρωστημένη – εξαιρετικά πρωτότυπη αλλά και με πολλές πολλές απώλειες και αδυναμίες που αφαιρούν από τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να προκαλέσει στο κοινό της. Έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία εξαιρετική που όμως η διήγησή της είναι τμηματική έως ελλιπής. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην ανεπάρκεια του σκηνοθέτη, του σεναρίου, ή απλά αν έπεσε βαρβάτο τσεκούρι στο μοντάζ, αλλά η πλοκή όπως έχει πάσχει. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τίποτα σχετικά με τη γυναίκα του γιατρού, που η ζωή και ο θάνατός της είναι για αυτόν η αρχή της κατρακύλας του στην παράνοια. Ο χαρακτήρας της κόρης του, που αποτελεί την αφορμή για τη οριστική ψυχική κατάρρευση του πατέρα της εμφανίζεται μονάχα σε μια σκηνή, ενώ η αυτοκτονία της παρουσιάζεται στον θεατή μόνο… αναφορικά! (χωρίς πλάκα!)

Δεν μαθαίνουμε ποτέ τίποτα σχετικά με το τι πραγματικά συμβαίνει στο κεφάλι του τραγικού ήρωα, γιατί πολύ απλά ο Banderas είναι τόσο “κλειστός” και εσωστρεφής στην ερμηνεία του που δεν σου αφήνει περιθώρια, παρά μόνο με υποθέσεις, για να καταλάβεις το τι αισθάνεται. Τέλος, ο χαρακτήρας της μυστηριώδους γυναίκας αιχμάλωτης του γιατρού είναι ο πλέον αδύναμος και μη ανεπτυγμένος. Και γενικά, η πλοκή έχει τεράστιες τρύπες και ελλείψεις. Όλα αυτά οδηγούν στη δημιουργία χαρακτήρων για τους οποίους ο θεατής δεν τρέφει κανένα απολύτως συναίσθημα, άρα και δεν ενδιαφέρεται για την τύχη τους. Έτσι, το φινάλε φαντάζει μοιραία λίγο. Και το «La piel que habito» αν και θα μπορούσε και είχε τα φόντα να είναι κάτι πολύ παραπάνω, μένει στη μνήμη σαν μια παράξενη – και λιγάκι αρρωστημένη – ταινία που είδες κάποτε, αλλά πλέον δεν θυμάσαι και πολλά πράματα για αυτήν. 

Πόσα πιάνει; Βάζω ενδεικτικά ένα 2,5 / 5 αλλά πραγματικά δεν γίνεται να βαθμολογηθεί η ταινία αυτή.  

Underworld Awakening (Underworld : Η Αναγέννηση)


Μάστορας : Måns Mårlind, Björn Stein
Παίχτες : Kate Beckinsale, Michael Ealy & India Eisley
Με δυο λογάκια :
Οι άνθρωποι ανακαλύπουν την ύπαρξη των Vampire και των Lycan και μια γενοκτονία ξεκινά για να εξαλειφθούν τα τέρατα. Η  Selene προσπαθεί να δραπετεύσει από την πόλη μαζί με τον αγαπημένο της, Michael αλλά τους έχουν στημένη ενέδρα και τους εξουδετερώνουν. 20 χρόνια μετά, η Selene ξυπνάει από έναν θάλαμο κρυογονικού ύπνου σε ένα εργαστήριο όπου προφανώς τους κρατούσαν και τους μελετούσαν. Δραπετεύει και προσπαθεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζει πια, να βρει τον Michael και να συνδεθεί με έναν καινούριο χαρακτήρα που έρχεται να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της : την κόρη της Eve που είναι ένα πανίσχυρο υβρίδιο λυκάνθρωπου και βρυκόλακα και δεν έχει βγει ποτέ της από το εργαστήριο όπου ήταν φυλακισμένη.


Αναλυτικότερα :
Ποτέ δεν ήμουν ο τρομερός φαν των Underworld. Εντάξει, η πρώτη ταινία υποθέτω ήταν οκ, η δεύτερη διασκεδαστική (εκείνη με το ανεκδιήγητο… stage fatality στο τέλος!) και η τρίτη της σειράς (εκείνη που την παίξανε με στολές από τον… Άρχοντα των Δαχτυλιδιών!!!) άστα να πάνε. Α, και η Beckinsale είναι γυναικάρα από τις λίγες. Αλλά μέχρι εκεί. Οπότε, ήμουν αρκετά συντηρητικός όσον αφορά τις προσδοκίες μου από αυτό το καινούριο μέλος της σειράς.

Το πρώτο που εντυπωσιάζει, είναι το πόσο πολύ εκμοντέρνισαν το feeling του, χωρίς όμως να το φτηνύνουν ή ξεπουλήσουν. Ο κόσμος είναι πλέον ένα εχθρικό μέρος που γνωρίζει καλά για την ύπαρξη των μη-ανθρώπινων φυλών – όπως και για τις αδυναμίες τους - και κυβερνάται από μια στρατιωτική κυβέρνηση που εκτελεί επιτόπου, χωρίς περιστροφές. Το όλο συναίσθημα της ταινίας είναι πιο σκοτεινό. Οι σκηνές δράσης είναι πιο αιματηρές – σχεδόν βάναυσες. Οι ήρωες λιγομίλητοι. Η παράνοια, το ψέμα και η αντιπαράθεση βρίσκονται στο ζενίθ.

Φαντάζομαι τους οπαδούς και τους κολλημένους με τα underworld να διαμαρτύρονται για αυτές τις αλλαγές, αλλά προσωπικά βρήκα το λίφτινγκ της σειράς εξαιρετικά αναζωογονητικό και χρειαζούμενο. Η Beckinsale δείχνει σέξυ και επικίνδυνη όσο ποτέ στα σφιχτά δερμάτινα κουστούμια της, η σκηνοθεσία και η φωτογραφία τονίζουν το σκοτεινό σκηνικό και οι σκηνές δράσεις είναι ίσως οι πιο εκτεταμένες (και σπλάττερ!) που έγιναν ποτέ σε ταινία της σειράς. Βασικά, το Awakening είναι λιγότερο γοτθικό και περισσότερο δράσης / πολεμικό, χωρίς να του λείπει όμως η ίντριγκα, τα μυστικά και οι αποκαλύψεις. Μια άκρως διασκεδαστική ταινία και πολύ καλή ανανέωση ενός franchise που είχε αρχίσει να δείχνει σημεία κόπωσης.

Πόσα πιάνει; 4 / 5 

American Reunion


Μάστορας : Jon Hurwitz, Hayden Schlossberg
Παίχτες : Jason Biggs, Alyson Hannigan & Seann William Scott
Με δυο λογάκια :
Οι Jim, Michelle, Stifler και οι φίλοι τους ξαναβρίσκονται στο East Great Falls, Michigan για το πολυαναμενόμενο reunion των παλιών συμμαθητών του Λυκείου.


Αναλυτικότερα :
Το Χόλυγουντ σκοτώνει τα παιδιά του με τα sequels. Και τα τελευταία «American Pie» απλά ήταν αρπαχτές για να βγάλουν οι παραγωγοί γρήγορα και εύκολα φράγκα. Βλέποντας το τρέιλερ, εντυπωσιάστηκα που κατόρθωσαν μετά από τόσα χρόνια να ξαναμαζέψουν όλη τη συμμορία, κρατώντας το ρόστερ της αυθεντικής ταινίας σχεδόν ατόφιο. Αλλά πέραν τούτου, δεν είχα άλλες προσδοκίες. Ας έχει χάρη βασικά το καλοκαίρι και ο καύσωνας που σχεδόν μου επιβάλλουν μια ελαφρότητα που υπό άλλες συνθήκες ίσως να την ξανασκεφτόμουνα. Έτσι, το dvd του «American Reunion» χόρεψε στη φαγάνα του
Playstation… και μου χάρισε ένα εξαιρετικό απόγευμα, όμορφες, δροσερές καλοκαιρινές εικόνες και το γέλιο που δεν είχα ρίξει εδώ και πολύ καιρό σε ταινία!

Είτε το πιστέψεις είτε όχι, το American Reunion είναι τόσο καλό όσο – σχεδόν – το ορίτζιναλ! Δυο ώρες (και κάτι ψιλά) υποδειγματικής σεξοκωμωδίας στα πρότυπα που χτίστηκαν τη 10ετία του ’80 με διαμάντια του είδους όπως τα «Porkys» και η «Εκδίκηση των Νέρντς!» η παλιά ομάδα λειτουργεί μια χαρά – αν και οι θηλυκές παρουσίες είναι απίστευτα πιο γερασμένες σε σχέση με τους άντρες ηθοποιούς – οι όποιες νέες προσθήκες μια χαρά την κάνουν τη δουλειά τους και δυνάμεις του παρασκηνίου μπαίνουν πρώτη φορά στο προσκήνιο και κάνουν θαύματα – πχ ο ανεκδιήγητος μπαμπάς του Jim! Κατά τα άλλα, το «Reunion» διασκεδάζει αβασάνιστα, αγόγγυστα και κυρίως απενοχοποιημένα παίζοντας με τη νοσταλγία, υπέροχες καλοκαιρινές σκηνές, μουσική δυνατή και κεφάτη και ξεκαρδιστικές καφρίλες. Όπως τότε!

Πόσα πιάνει; 4 / 5 

The Descendants (Οι Απόγονοι)


Μάστορας : Alexander Payne
Παίχτες : George Clooney, Shailene Woodley & Amara Miller
Με δυο λογάκια :
Ένας γαιοκτήμονας προσπαθεί να ξαναενώσει την οικογένειά του μετά τον εγκεφαλικό θάνατο της γυναίκας του και ντις αποκαλύψεις που προκύπτουν από αυτόν. Ταυτόχρονα, αυτός και οι υπόλοιποι κληρονόμοι, πρέπει να αποφασίσουν για την τύχη μιας τεράστιας έκτασης γης που ανάλογα με το αποτέλεσμα μπορεί να αλλάξει τελείως την ζωή στα νησιά που ζουν.


Αναλυτικότερα :
Αυτή είναι η τελευταία ταινία του George Clooney. Έχει λάβει έναν τόνο golden globe, έχει συζητηθεί έντονα για τα Oscar και έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές. Και μετά μου λέτε ότι το Χόλυγουντ δεν προωθεί τρελά τον Clooney και ότι κάνει το κάνει μονάχα με τον ιδρώτα του μετώπου του, ότι είναι ανεξάρτητος, πολιτικοποιημένος και κάτι τέτοια κολοκύθια. Ναι, καλά. Το «The Descendants» είναι απογοητευτικό σχεδόν σε κάθε τομέα, ειδικά εφόσον έχει ανεβάσει τόσο πολύ τον πήχη στις προσδοκίες του κοινού. Το βασικότερό του πρόβλημα, είναι οι μη συμπαθείς, μη ρεαλιστικοί χαρακτήρες (το δράμα ζωής ενός ατόμου που κατέχει τη μισή Χαβάη; Σόρρυ, δεν μπορώ να τον συμπονέσω!) και μια ιστορία που απλά είναι βαρετή, τραβάει για… πάντα, χωρίς σχέδιο και σκοπό και στο τέλος δεν καταλήγει πουθενά.

Καλές ερμηνείες – με εξαίρεση, παραδόξως αυτής του Clooney που πρέπει να είναι η χειρότερη του των τελευταίων ετών – ωραία φωτογραφία και μουσική, επαρκής σκηνοθεσία και καλοί διάλογοι, αλλά δεν φτάνουν. Η αχίλλειος πτέρνα είναι οι κουφοί – ενίοτε εκνευριστικοί – χαρακτήρες και η έλλειψη αληθινής ιστορίας. Και από αυτές τις πληγές του, το “The Descendants” δεν καταφέρνει να αναρρώσει ποτέ, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες που ενίοτε καταβάλλει.

Ρεζουμέ :
Συμπαθώ τον Clooney, αλήθεια. Έχω δει (πάνω από μια φορά) ακόμα και εκείνο το ακατανόμαστο Batman που πρωταγωνιστούσε – και που είχαν βάλει κάτι τεράστιες και ανησυχητικά προεξέχουσες ρώγες στα κουστούμια των υπερηρώων! Και το “The Descendants” αλήθεια δεν είναι κακή ταινία. Είναι εξαιρετικά επιμελημένη και καλοφτιαγμένη, αλλά επίσης είναι βαρετή και αδιάφορη. Ίσως να μιλάμε – μαζί με το «The Artist» - για τις μεγαλύτερες και πιο υπερ-προβεβλημένες κινηματογραφικές «φούσκες» της χρονιάς.

Πόσα πιάνει; 3 / 5 

A Perfect Getaway


Μάστορας : David Twohy
Παίχτες : Milla Jovovich, Steve Zahn & Timothy Olyphant
Με δυο λογάκια :
Δυο ζευγάρια που παραθερίζουν στη Χαβάη, ανακαλύπτουν ότι δυο ψυχοπαθείς δολοφονούν τουρίστες του νησιού. Καθώς το ταξίδι τους απομακρύνει περισσότερο από τον πολιτισμό, το παιχνίδι της υποψίας μεγαλώνει…


Αναλυτικότερα :
Το ’πα και το ξαναλέω : απλά θα έπρεπε να απαγορέψουν στην Milla Jovovich να παίζει σε ταινίες, αν δεν περιλαμβάνεται μια υποχρεωτική tit shot! Πέραν τούτου, όσοι αρέσκονται στο λίγο παλιομοδίτικο (σχεδόν Χιτσκοκικό) θρίλερ αγωνίας με πολλά παιχνίδια υπονοούμενων και suspense που να παίζει με το μυαλό του θεατή, μάλλον θα καλοπεράσουν εδώ. Το «A Perfect Getaway» δεν είναι η πιο καινούρια ταινία, πρέπει να βγήκε θαρρώ κάπου στο 2009, αλλά λόγω καλοκαιρινής ραστώνης, η θεματολογία του δένει άριστα με τις μέρες που περνάμε. Σαν να παρακολουθείς στην ΕΤ1 – 20 χρόνια πριν – βραδιές κινηματογράφου, όπου στις μέρες των μπάνιων του λαού, βάζανε Χίτσκοκ επειδή τον θεωρούσαν πιο «ελαφρολαϊκό!» Κάτι τέτοια λέω και καρφώνω την ιλικία μου, αλλά τέλωσπάντων.

Πάντως, αν θέλεις η οθόνη σου να γεμίσει με μαγευτικά, καλοκαιρινά εξωτικά τοπία και να προσπαθείς επί δυο ώρες να μαντέψεις ποιος είναι ο ένοχος (και να πέσεις – στάνταρ! – έξω στο τέλος!) μια χαρά θα σου κάτσει το «A Perfect Getaway» και προσοχή μην το μπερδέψεις με το παλιό «The Perfect Getaway», μιλάμε οι δυο ταινίες καμία σχέση. Επιπλέον, είναι μια από τις πιο συμπαθητικές ερμηνείες της Milla Jovovich. Κι ας μην μας δείχνει εδώ τα βυζάκια της. Θα της το συγχωρέσω!

Πόσα πιάνει; 3 / 5 

Real Steel


Μάστορας : Shawn Levy
Παίχτες : Hugh Jackman, Evangeline Lilly and Dakota Goyo
Με δυο λογάκια :
Στο κοντινό μέλλον όπου οι αγώνες πυγμαχίας με ρομπότ είναι το πιο δημοφιλές σπορ, ένας επιπόλαιος χειριστής ρομπότ αγωνίζεται για να επιβιώσει στο σκληρό αυτό χώρο. Μέσα στις όλες δυσκολίες του, υποχρεώνεται να περάσει χρόνο με τον γιό του που τον είχε εγκαταλείψει σχεδόν από τότε που γεννήθηκε. Πατέρας και γιός δυσκολεύονται να τα βρουν, αλλά τους ενώνει το κοινό τους πάθος για το άθλημα και η ανακάλυψη ενός εγκαταλειμμένου παλιού ρομπότ πυγμάχου που αποδεικνύεται χρυσό αουτσάιντερ.


Αναλυτικότερα :
Εντάξει. Ακούγεται χαζό. Ρομπότ πυγμάχοι; Έλεος! Δηλαδή σαν πόκεμον, ντίτζιμον και τα άλλα τα καριολίκια σαν σβούρες που χτυπάνε μεταξύ τους, αλλά σε κανονική ταινία; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω! Με έκπληξή μου λοιπόν είδα ότι το σενάριο είναι βασισμένο σε ένα διήγημα του Richard Matheson. Και από τα credits σου κάνει σαφέστατο ότι το υπάρχει μια ποιότητα σε αυτή την ταινία. Όμορφα,, ανοιχτά πλάνα, μουσικάρα από Danny Elfman και τα φράγκα του μπάρμπα Spielberg στην παραγωγή. «Βρε», λέω μέσα μου, «μήπως να το ξανασκεφτώ;»

Λοιπόν, δεν περίμενα με τίποτα τοReal Steelνα είναι τόσο καλό. Βασικά, είναι μια ιστορία πατέρα γιού, η οποία δένει απρόσμενα καλά με το θέμα των πυγμαχιών και παντρεύει άψογα τη συγκίνηση με την πόρωση, το συναίσθημα με τη το πουταναριό που γίνεται όταν τα ρομπότ αλληλοσφάζονται στο ρινγκ υπό το συνεχές σφυροκόπημα hardcore-ξέρω-γω-τι μουσικής! Εξαιρετικοί χαρακτήρες που σε κάνουν ειλικρινά να «νοιάζεσαι» για αυτούς, ωραίοι διάλογοι, χωρίς μελούρα και εξυπνακίστικες ατάκες. Εντάξει, είναι βυθισμένο μέχρι τα μπούνια σε όλα τα κλισέ που περιμένεις να δεις από ένα «Rocky». Αλλά τα εξυπηρετεί τόσο καλά, που δεν μπορείς πολύ απλά να μην συγκινηθείς, να μην πορωθείς, γενικά να μη νιώσεις αυτό που έχει να σου προσφέρει το Real Steel.

Εξαιρετικές ερμηνείες, από τους Hugh Jackman, Dakota Goya & Evangeline Lilly. Κορυφαία εφέ – τα ρομπότ δείχνουν απρόσμενα «αληθινά» μουσικάρες (αυτό είναι ένα soundtrack που αξίζει να βρίσκεται σε κάθε συλλογή) υποδειγματική σκηνοθεσία και φωτογραφία, δηλαδή τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς;  Το Real Steel είναι υπόδειγμα Χολυγουντιανού παραμυθιού. Για τέτοιες ταινίες φτιάχτηκαν εξαρχής τα μεγάλα στούντιο. Απλά εξαιρετικό.

Πόσα πιάνει; 4 / 5 και λίγα του βάζω 

Ghost Rider : Spirit of Vengeance (Ghost Rider : Το Πνεύμα της Εκδίκησης)


Μάστορας : Mark Neveldine, Brian Taylor
Παίχτες : Nicolas Cage, Ciarán Hinds & Idris Elba


Με δυο λογάκια :
Ο Ghost Rider έχει απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο, προσπαθώντας να τα βρει με τον εαυτό του και να ελέγξει τον δαίμονα που κρύβεται μέσα του. όμως, τα σχέδια του Διαβόλου δεν σταματούν ποτέ και ο καβαλάρης θα πρέπει να πάρει ξανά τους δρόμους για να σώσει την ψυχή ενός παιδιού που αν πέσει στα χέρια των δυνάμεων του κακού, θα γίνει ο φορέας των δυνάμεων του σκότους επί γης.

Αναλυτικότερα :
Ξεχάστε ότι ξέρατε από το παλιό Ghost Rider, γιατί πολύ απλά αυτή η ταινία δεν έχει καμία σχέση με το πρωτότυπο. Και αυτό θα έλεγα ότι είναι καλό πράμα! Επιπλέον, οφείλω να προειδοποιήσω : αν περιμένετε να δείτε ένα «σοβαρό» υβρίδιο μεταφυσικού θρίλερ και περιπέτειας, πολύ απλά θα μείνετε με την όρεξη. Το καινούριο Ghost Rider είναι ένα ρόλλερ κόουστερ διασκέδασης και χαβαλέ, χρησιμοποιώντας καταπληκτικά γραφικά, καμμένο χιούμορ, ψυδεδέλεια και τόνους αυτοσαρκασμού με μοναδικό σκοπό και μόνο να ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙ. Βασικά, αν σας άρεσαν τα “Crank” με τον Jason Statham, θα γουστάρετε και αυτόν εδώ τον Ghost Rider. Αν όχι, καλύτερα να το αποφύγετε. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι είναι αμφότερα σκηνοθετημένα από το ίδιο δίδυμο και η τρελή τους «ματιά» είναι παραπάνω από έκδηλη!

Κουκουρούκου σενάριο με κάποια επιμέρους καλά στοιχεία που όμως δεν τα εκμεταλλεύονται ποτέ επαρκώς. Ερμηνείες «γειά σας», με χειρότερη αυτή του Nicolas Cage που όπως πάντα το παρακάνει, γίνεται δραματικός σε σημείο υπερβολής (αλλά παρόλα αυτά, αυτό το στυλ παραδόξως ταιριάζει στο γενικότερο feeling της ταινίας!) Μουσικάρες που  ξεκουφαίνουν, εξωφρενικές (για κάποιους εξοργιστικές!) σκηνές δράσης και γκαγκς που ενίοτε παραπέμπουν σε φαρσοκωμωδία (περίμενε να δεις τον Ghost Rider να ρίχνει ένα… κατούρημα και μου λες μετά!) Βασικά, τα ‘παμε. Αν περιμένεις να δεις κάτι σοβαροφανές ή βαρυσήμαντο, έχασες. Αν θες απλά να διασκεδάσεις πίνοντας τη μπύρα σου και κάνοντας τα ηχεία της τηλεόρασης να ιδρώσουν, καλώς όρισες!

Πόσα πιάνει; 2,5 / 5

Silent Hill : Downpour


Εταιρία : Konami / Vatra
Πλατφόρμα : PS3, XBOX 360


Με δυο λογάκια :
Στο τελευταίο παιχνίδι της σειράς Silent Hill, ο παίκτης ελέγχει έναν βαρυποινίτη που κατά την μετάθεσή του σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, το λεωφορείο που τον μεταφέρει τρακάρει, δίνοντάς του την αφορμή να ξεφύγει. Προσπαθώντας να δραπετεύσει, φτάνει σε μια μυστηριώδη έρημη πόλη όπου ο τρόμος και το μαρτύριο είναι πραγματικότητα και η πραγματικότητα ξεφεύγει πολύ από τα καθιερωμένα…
Τα Θετικά :
Τα καλύτερα γραφικά που υπήρξαν ποτέ σε Silent Hill… όσο τα βλέπεις ακίνητα τουλάχιστον.
Ρεαλιστικές μορφές χαρακτήρων και εκφράσεις των προσώπων που αποδίδουν με σαφήνεια τα συναισθήματά τους.
Καλό voice acting.
Κάποιες καλές και φιλότιμες προσπάθειες για να ανανεωθεί η σειρά.
Κάποιες επιμέρους καλές ιδέες.
Κατορθώνει να αποκτήσει τη δικιά του ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα να διατηρεί ένα σαφέστατο Silent Hill feeling

Τα Αρνητικά :
Αστάθεια του frame rate, σπάσιμο της κίνησης σε σημεία που ενίοτε κάνουν το χειρισμό και τον προσανατολισμό στον χώρο δυσχερή. Τεχνικά προβλήματα που δεν αρμόζουν σε παιχνίδι κονσόλας νέας γενιάς.
Ατέλειωτοι loading times.
Απαράδεκτος χειρισμός, ανακριβής, που κολλάει σε σημεία.
Κακοφτιαγμένο και αδέξιο σύστημα μάχης.
Πλήρης απώλεια κάθε στοιχείων τρόμου. Είναι περισσότερο «παράξενο», παρά τρομαχτικό.
Απλή ιστορία που ξετυλίγεται ατελώς, με κουραστικές, επαναλαμβανόμενες και τελείως παράλογες τεχνικές. 
Βαρετό, χωρίς να παρέχει τις περισσότερες φορές κάποιο σκοπό ή κίνητρο στον παίχτη.
Mini games και παράπλευρες αποστολές που δεν προσφέρουν τίποτα στην εμπειρία και απλώς ξενερώνουν ακόμα περισσότερο το ήδη ισχνό σενάριο.
Πολύ μικρή ποικιλία και ανεπάρκεια στα τέρατα

Αναλυτικότερα :
Αυτό είναι το όγδοο παιχνίδι Silent Hill. Και μόνο αυτή η διατύπωση είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς ότι τα περιθώρια για βελτίωση ή ανανέωση σε μια ήδη κουρασμένη σειρά, είναι ισχνά. Και αν το δεις από αυτό το πρίσμα, είναι λιγάκι κατόρθωμα που κατάφεραν οι σχεδιαστές να βγάλουν ένα αξιοπρεπές παιχνίδι που ταυτόχρονα διατηρεί τον δικό του μοναδικό χαρακτήρα, έστω κι αν είναι ίσως το χειρότερο (μαζί με το «Origins») Silent Hill παιχνίδι μέχρι τώρα. Για να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα. Το “Downpour” δεν είναι κακό, έχει κάποια καλά στοιχεία και ιδέες, έχει ανανεωτική διάθεση και καλές προθέσεις, αλλά έχει και τραγικές αδυναμίες που το καταβαραθρώνουν. Και δεν φταίει στην τελική τόσο ο ελαττωματικός τεχνικός τομέας, ούτε – παραδόξως – το ισχνό σενάριο (που θυμίζει στο στυλ του το “Homecoming”) αλλά το ότι το «Downpour» είναι πολύ απλά βαρετό, καθώς το 90% και βάλε του παιχνιδιού θέλει τον παίκτη να περιπλανιέται σαν την άδικη κατάρα σε ατέλειωτες (αν και εξαιρετικά καλοσχεδιασμένες) περιοχές, χωρίς να υπάρχει κάποιος ξεκάθαρος σκοπός για αυτή την περιπλάνηση.

Δεν θέλει και πολλή σκέψη για να καταλάβεις ότι κάτι δεν πάει καλά με το καινούριο Silent Hill. Μετά από μια πολύ ωραία, πρωτότυπη και ατμοσφαιρική εισαγωγή, βρίσκεσαι στα περίχωρα της στοιχειωμένης πόλης. Προσπαθώντας να ξεφύγεις από αυτήν, επιλέγεις (βασικά το παιχνίδι σε υποχρεώνει) να περάσεις από ένα μακάβριο τελεφερίκ και ακολούθως από ένα ατέλειωτο ορυχείο / θεματικό πάρκο που διασχίζει τα έγκατα της πόλης. Όλα αυτά με το καλημέρα, ατέλειωτες ΑΔΕΙΕΣ περιοχές που διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς να συμβαίνει απολύτως τίποτα σε αυτές και κυρίως χωρίς να έχεις κανέναν, μα ΚΑΝΕΝΑΝ λόγο να τριγυρίζεις σε αυτές. Εκτός και αν η ιδέα σου για να δραπετεύσεις από ένα μέρος, δεν είναι απλά να το προσπεράσεις κόβοντας λάσπη (δεδομένου ότι η περιπέτεια αρχίζει ΕΞΩ από το Silent Hill) αλλά να φέρεις τα πάνω κάτω για να μπουκάρεις σε ένα μακάβριο λούνα παρκ που σε μεταφέρει  ΑΚΟΜΑ πιο βαθιά στον τόπο από τον οποίο θέλεις να φύγεις.

Θες και το καλύτερο; Προς το τέλος του θεματικού πάρκου, πριν μπεις στα ορυχεία, βγαίνουν οι πρώτοι εχθροί. Που είναι κάτι μαυροφορεμένες μάγισσες που σου ρίχνουν μπουνιές. Ναι, σωστά διάβασες. Σε πλακώνουν στα ΜΠΟΥΚΕΤΑ!!! WTF???

Σενάριο / Ατμόσφαιρα :
To σενάριο είναι απλό, στα πρότυπα του “Homecoming”. Πράγμα με το οποίο προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αλλά πάσχει η πλοκή, ο τρόπος που ξετυλίγεται η ιστορία και ο ρυθμός με τον οποίο παρέχονται πληροφορίες στον παίκτη. Πάνω από το 50% των σημαντικών στοιχείων σου γίνονται ξεκάθαρα μόλις στο… φινάλε, αφότου έχεις βγάλει τον καρκίνο μέχρι να το τερματίσεις και έχεις υποστεί τη μια ψυχεδελική κουλαμάρα μετά την άλλη. Αφού τελειώσεις από αυτό το γολγοθά, έρχεται το φινάλε για να μισοεξηγήσει όλα τα κουλά και τα ανεξήγητα που έχεις δει. Αλλά τότε είναι πια αργά. Δεν έχει κανένα νόημα να σου αποκρύπτονται βασικές πληροφορίες που ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να μην ξέρει. Πρέπει να τερματίσεις το μισό παιχνίδι μέχρι να μάθεις ότι ο χαρακτήρας σου ήταν παντρεμένος και είχε και ένα παιδί που σκοτώθηκε. Και αυτά έχουν ΣΗΜΑΣΙΑ για το σενάριο. Αλλά ο χαρακτήρας σου επιλέγει να τα… αγνοεί για το μισό παιχνίδι.


Πέραν τούτου, το σενάριο πάσχει έχοντας τεράστιες αντιφάσεις και λογικά κενά από τα θεμέλιά του. Στα επικρατέστερα και πιο «official» από τα 6 (!!!) πιθανά φινάλε του, αποκαλύπτεται ότι ο χαρακτήρας σου είναι τελικά αθώος για τα εγκλήματα που του προσάπτουν. Τότε, αφού ήταν άσχετος με αυτά, γιατί πέρασε ολόκληρο καρκίνο μέχρι να φτάσει στο τέλος; Δεν θα έπρεπε όλα αυτά τα μαρτύρια της πόλης να τα περάσει ο αληθινός ένοχος; Τέλος, το μεγαλύτερο αγκάθι στην αφήγηση είναι η πλήρης άγνοια λογικής συνάφειας στο ξετύλιγμα της ιστορίας. Είναι αμέτρητες οι φορές που ο χαρακτήρας σου εκεί που βρίσκεται σε ένα σημείο, πολύ απλά, στο επόμενο δευτερόλεπτο θα μεταφερθεί σε ένα άλλο, τελείως διαφορετικό μέρος, είτε λόγω κάποιου «τύπου» όνειρου ή flash back, ή επειδή πολύ απλά… γιατί έτσι (!!!) και το παιχνίδι συνεχίζεται σε τελείως διαφορετικό μέρος και συνθήκες, χωρίς κανένα απολύτως λόγο για αυτήν την αλλαγή και χωρίς αυτό να πολυπροβληματίζει τον ήρωά σου – η βασικά τον οποιονδήποτε από τους χαρακτήρες του παιχνιδιού. Εντάξει, ξέρουμε ότι στο Silent Hill οι νόμοι της πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα εύκαμπτοι και ότι κουλά πράγματα συμβαίνουν, αλλά μέχρι τώρα, αυτό το στοιχείο οι προγραμματιστές το χρησιμοποιούσαν με μέτρο και έτσι έδιναν έμφαση στον υπερφυσικό τρόμο. Όταν η πραγματικότητα αναδιπλώνεται, τότε ήξερες ότι κάτι κακό συμβαίνει. Στο Downpour, αυτό δεν ισχύει επειδή πολύ απλά ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΚΑΝΟΝΙΚΗ» ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (ή μάλλον, υπάρχουν ελάχιστα διαλείμματα πραγματικότητας) για να αναιρεθεί.

Ατμοσφαιρικώς, το καινούριο Silent Hill είναι… πολύ διαφορετικό. Όσοι περιμένουν τον κλασικό γνώριμο τρόμο μάλλον θα απογοητευτούν. Το Downpour αλλάζει τελείως τα πράγματα. Η ομίχλη trademark όλων των Silent Hill είναι πλέον παρελθόν και αντικαθίσταται από την βροχή (εξ ου και ο τίτλος). Βασικά, όταν περιφέρεσαι σε εξωτερικό χώρο και πιάνει βροχή, τα τέρατα πολλαπλασιάζονται και γίνονται πολύ επιθετικότερα. Τότε, πρέπει να αναζητήσεις καταφύγιο μέσα σε κάποιο κτήριο. Αυτό είναι ίσως και η καλύτερη στιγμή του “Downpour” όταν η βροχή δυναμώνει, τέρατα σε κυνηγάνε από παντού και εναγωνίως προσπαθείς να βρεις μια είσοδο σε κάποιο κτήριο για να πάρεις μια ανάσα. Η ίδια η πόλη είναι μεγαλύτερη πιο καλοσχεδιασμένη και πιο ρεαλιστική από ποτέ. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις ακόμα και τον υπόγειο σιδηρόδρομο που τη διατρέχει για να αποκτήσεις πρόσβαση στα διάφορα σημεία της. Σε διάφορα κτήρια υπάρχει πλήθος υπό-αποστολών που ποικίλουν από απλοϊκές (να βρεις χαμένα αντικείμενα και να τα τοποθετήσεις στη σωστή τους θέση) μέχρι πιο εντυπωσιακές πχ ένας κινηματογράφος διαφορετικός από όλους τους άλλους, όπου οι ταινίες που βάζεις στο προβολικό μηχάνημα ανοίγουν τις πύλες για παράξενα μέρη.

Βασικά, τα πράματα χαλάνε κυρίως όταν βρίσκεσαι σε εσωτερικούς χώρους. Εκεί κάνουν τα τεχνικά προβλήματα πιο έντονη την παρουσία τους, αλλά και η βαρεμάρα βαράει κόκκινο. Όλα (μα ΟΛΑ) τα dungeon του παιχνιδιού, είναι ατέλειωτοι, αδειανοί χώροι με κάποιες λίγες σποραδικές μάχες και γρίφους (κάποιοι από αυτούς αρκετά αξιόλογοι, αλλά τους περισσότερους τους έχεις ξαναδει) που πρέπει να λύσεις για να προχωρήσεις παρακάτω. Δεδομένου ότι φωτισμός δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, είσαι υποχρεωμένος να περιφέρεσαι αργά, πολύ αργά σε αυτούς τους τεράστιους χώρους, σε άπειρα άδεια δωμάτια και διαδρόμους στα σκοτεινά, εξαρτώμενος από τον αναπτήρα ή τον φακό σου, πράγμα που κάνει την περιπλάνηση ακόμα πιο αργή και προβληματική. Και όταν η «άλλη» πραγματικότητα μπαίνει στο προσκήνιο, τα πάντα αλλάζουν, τα δωμάτια και οι διάδρομοι που μέχρι τότε περιπλανιόσουν συνενώνονται σε έναν ενιαίο, ακατανόητο λαβύρινθο ενώ μια άυλη κόκκινη σφαίρα σε κυνηγάει μέχρι να βρεις την έξοδο ή μέχρι να σε φτάσει και να σε καταστρέψει. Όσοι θυμούνται ένα συγκεκριμένο σημείο από το Silent Hill 3 όπου η ίδια σφαίρα καταδιώκει σε κάποια φάση την Heather και το συνδυάσουν με το στυλ και το χειρισμό της φάσης της καταδίωξης στο Silent Hill : Shattered Memories, καταλαβαίνουν ακριβώς για το τι μιλάω.

Όταν η κακιά σφαίρα δεν σε καταδιώκει, περιφέρεσαι σε – επίσης! – ατέλειωτους και άδειους μακάβριους και ανεξήγητους χώρους, που είναι διανθισμένοι με στοιχεία από… torture porn τύπου “SAW”, βιομηχανικά απομεινάρια, ανεξήγητους και παράλογους χώρους και παραστάσεις, τεράστια ρολόγια (?!?) και γρανάζια που ίπτανται, ίχνη από αναπηρικά καροτσάκια, ανεξήγητες πατημασιές, σωλήνες που τρεμοπαίζουν (;;;) και άλλα αλλόκοτα και τελείως άσχετα με την πλοκή στοιχεία. Και κάπου κάπου, βγαίνουν οι κακές μαυροφορεμένες μάγισσες για να σε πλακώσουν άλλον ένα γύρο μπουκέτα. Και όλα αυτά, πόλη, dungeon και «άλλη» πραγματικότητα, επαναλαμβάνονται με τον ίδιο κύκλο, ξανά και ξανά.

Γραφικά / Ήχος :
Μιλάμε για το ομορφότερο Silent Hill όλων των εποχών… τουλάχιστον όσο βλέπεις τα γραφικά ακίνητα. Γιατί έτσι και τα δεις σε κίνηση, σε πιάνει (ενίοτε) το μάτι σου. Κάκιστο frame rate που πέφτει σε άσχετα σημεία και κάνει για όσο αυτό διαρκεί, την κίνηση και τον προσανατολισμό βασικά αδύνατο. Θα σου συμβεί συχνά να περπατάς μια χαρά σε έναν διάδρομο και χωρίς να συμβεί κάτι, στα μισά του διαδρόμου, τα γραφικά να παγώσουν για κάποια λίγα δευτερόλεπτα, οι εντολές που θα δίνεις με το χειριστήριο να μην εκτελούνται και όταν ο ντουβρουτζάς του περάσει, να έχεις με κάποιο τρόπο φτάσει στην άλλη άκρη του διαδρόμου, η κάμερα να είναι σε τελείως διαφορετική και άκυρη θέση σε σχέση με την κανονική της και κάποιος εχθρός να ουρλιάζει στα αυτιά σου και να σε βαράει όλη αυτή την ώρα. Με μπουνιές.

Πέραν τούτου, σπασιματάκια στην κίνηση και απότομες αλλαγές στην τοποθέτηση της κάμερας θα είναι μόνιμοι σύντροφοί σου, αλλά αυτό σε γενικές γραμμές δεν εμποδίζει ιδιαίτερα την πορεία σου στο παιχνίδι, αν και σαφέστατα ενοχλεί. Το παιχνίδι το έπαιξα στο PS3, υποτίθεται ότι είναι ίδιο και για το XBOX. Κάποια βίντεο που είδα στο ίντερνετ από το XBOX δείχνουν την κίνηση και το frame rate να είναι σαφέστατα καλύτερα, αλλά αυτό είναι μια εντύπωση που έχω και σαφέστατα όχι μια πληροφορία που να μπορώ να την επιβεβαιώσω. Πάντως, τέτοιου είδους προβλήματα είναι απαράδεκτα για παιχνίδι της εποχής μας.

Πέραν τούτου, όλες οι τοποθεσίες είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένες (είπαμε : όταν τις βλέπεις ακίνητος!) με αξιοπρόσεκτο και πρωτοφανές επίπεδο λεπτομέρειας και γεμάτες αντικείμενα και διάφορα στοιχεία του περιβάλλοντος. Το αυτό ισχύει και στα μοντέλα των πρωταγωνιστών της ιστορίας, όπου ειδικά στα πρόσωπα έχει γίνει εξαιρετική δουλειά, με τέλειο lip synchronization και πολλές εκφράσεις που αποτυπώνουν έκδηλα τα συναισθήματά τους. Το ίδιο δυστυχώς δεν μπορεί να ειπωθεί για τα μοντέλα των τεράτων που είναι λίγα, προχειροφτιαγμένα και χωρίς λεπτομέρειες, με ογκώδη πολύγωνα να προεξέχουν.


Ο ήχος είναι το στοιχείο του τεχνικού τομέα που στέκει μάλλον καλύτερα από όλα τα άλλα. Τα τραγούδια που ακούς από τον μοναδικό εναπομείναντα ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης είναι εξαιρετικά (από άποψη τραγουδιών το soundtrack αυτού του παιχνιδιού πρέπει να είναι το καλύτερο όλων!) και το ίδιο ισχύει για την ποιότητα και την ερμηνεία των διαλόγων.

Χειρισμός / Gameplay :
Κάκιστος. Εντολές που δεν ανταποκρίνονται (ειδικά όταν πέσεις σε ένα από τα πολλά και απρόβλεπτα frame rate drops) και το χειρότερο σύστημα μάχης που έγινε ποτέ. Βασικά, η μάχη σε θέλει να ανταλάσσεις μπουνιές με τα τέρατα, ή να τα χτυπάς με διάφορα αντικείμενα που βρίσκεις στο χώρο (καρέκλες, λοστούς, σανίδια, εργαλεία, τούβλα και πέτρες μεταξύ άλλων) ενώ σου δίνεται και η δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να εκτοξεύσεις ότι κρατάς στα χέρια σου, ελπίζοντας ότι θα βρεις το στόχο, που (ειδικά αν υπάρχουν άνω του ενός εχθρού ταυτόχρονα) είναι πράμα χλωμό. Όλα αυτά βασίζονται στην εναλλαγή ενός κουμπιού για επίθεση και ενός κουμπιού για άμυνα. Τα τέρατα ακολουθούν προβλέψιμα patterns επιθέσεων, αλλά ο κακός χειρισμός δεν σε αφήνει να εκμεταλλευτείς στρατηγικά αυτή την αδυναμία, είτε επειδή ο χαρακτήρας σου είναι πολύ πιο αργός από αυτά (μπορούν να διακόψουν οποιοδήποτε χτύπημά σου, ακόμα και αν σχεδόν έχεις έρθει σε επαφή) είτε επειδή το κακό collision detection σε κάνει να κολλάς κατά τη διάρκεια της κίνησής σου σε κάποια προεξοχή και να μένεις εκεί ακινητοποιημένος. Ή επειδή πολύ απλά το frame rate έπεσε πάλι και βρίσκεσαι κάμποσα δευτερόλεπτα πιο μετά, σε άκυρο σημείο και με την κάμερα στραμμένη στο Θεό. Τουλάχιστον, οι κατασκευαστές δείχνουν να αναγνωρίζουν τις αδυναμίες του χειρισμού και για αυτό κάθε γωνιά του Silent Hill είναι διάσπαρτη από κυτία πρώτων βοηθειών που αποκαθιστούν πλήρως την ενέργεια που έχεις χάσει και παίζει να είναι και περισσότερα από τα ίδια τα τέρατα του παιχνιδιού!

Όσον αφορά τον χειρισμό των λίγων όπλων που βρίσκεις (περίστροφο και καραμπίνα) είναι ακόμα χειρότερος από την μάχη εκ του συστάδην, επειδή ο κέρσορας της στόχευσης κινείται απαράδεκτα αργά και από μόνος του αποφασίζει να τρεμοπαίζει δεξιά και αριστερά, ειδικά όσο βρίσκεσαι εν κινήσει!

Online / Multiplayer:
Δεν υφίσταται. Αυτό του έλειπε!


Ρεζουμέ :
Με κάκιστη πλοκή και ρυθμό ξετυλίγματος του σεναρίου, υπερβολική δοσολογία ψυχεδέλειας και «παραξενιάς», εξαλείφοντας κάθε ίχνος survival horror και αφήνοντάς σε να παλεύεις με κακό χειρισμό και αστάθεια του frame rate, το “Downpour” ανακηρύσσεται στο χειρότερο Silent Hill όλων των εποχών, με εξαίρεση (ίσως!) του ανέμπνευστου “Silent Hill : Origins”. Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί εδώ υπάρχουν πολλές (και ενίοτε καλές) ιδέες και μια αναμφισβήτητη διάθεση για ειλικρινή και ριζική ανανέωση της κουρασμένης σειράς, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο παιχνίδι της. Αλλά η εκτέλεση των πολλών concept του είναι ατελής και ο βαρετός ρυθμός του χαντακώνει τα όποια καλά στοιχεία του.

Γραφικά & ήχος : 3 / 5 (αν δεν ήταν το θέμα του frame rate, θα έβαζα 5 δαγκωτό!)
Gameplay & Χειρισμός : 1,5 / 5
Ατμόσφαιρα & Σενάριο : 2,5 / 5
Value for money : 2 / 5
Συνολικά πόσα πιάνει: 2,5 / 5