Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

James Cameron's AVATAR

Μάστορας : James Cameron
Παίχτες : Sam Worthington, Sigourney Weaver, Michelle Rodriguez
Πόσα πιάνει; σαν εμπειρία 5/5, σαν ταινία 4 / 5
Με δυό λογάκια :
Στο μακρινό μέλλον το ενεργειακό πρόβλημα είναι το σημαντικότερο για τον πλανήτη μας. Στον πλανήτη Pandora ανακαλύπτεται ένα μεγάλο κοίτασμα υπερσπάνιου υλικού που μπορεί να δώσει μια οριστική λύση. Ωστόσο το πρόβλημα βρίσκεται στο εξαιρετικά επικίνδυνο και αφιλόξενο περιβάλλον του πλανήτη, όσο και στους κατοίκους του, μια ανθρωποειδή φυλή που ονομάζονται Na'Vi και ζουν σε ένα καθεστώς πνευματικής και σωματικής αρμονίας και αλληλεπίδρασης με τον πλανήτη τους. Ένας πρώην πεζοναύτης συμμετέχει στο πρόγραμμα AVATAR, όπου συνδέεται τηλεπαθητικά με ένα οργανικό ομοίωμα των ανθρωποειδών, προκειμένου να διεισδύσει στην κοινωνία τους και να μελετηθούν καλύτερα οι αδυναμίες και τα μυστικά τους. Σύντομα όμως γοητεύεται από τον τρόπο ζωής τους και τότε θα έρθει αντιμέτωπος με τους προϊστάμενους και τα αρχικά κίνητρα της αποστολής του...

Αναλυτικότερα :
Όσον αφορά το τεχνολογικό θέμα, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια : είδα το μέλλον και ονομάζεται AVATAR! Είναι ο τρόπος που κατεξοχήν θα βλέπουμε κινηματογράφο, σε δέκα χρόνια από τώρα! Απλά μη διανοηθείτε να χάσετε την εμπειρία να το δείτε σε έναν 3d κινηματογράφο. Και αν ο όρος σας φέρνει στο μυαλό τις ψευτοτρισδιάστατες ταινίες της 10ετίας του '80, ε, ξεχάστε το. Ξέρετε, αυτές που αποτελούταν από 2 διαφορετικά ίδια είδωλα στο ίδιο καρέ, ένα σε πράσινους και ένα σε κόκκινους τόνους; που τα έβλεπες με αυτά τα χάρτινα γυαλάκια που είχαν στο ένα μάτι πράσινο φιλμ και στο άλλο κόκκινο; Τότε, με την αλλαγή της προοπτικής (το κάθε μάτι έβλεπε την ίδια εικόνα αλλά με άλλα χρώματα) δημιουργούταν η ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου. Καμία σχέση με το AVATAR. Η τεχνική που χρησιμοποιείται εδώ είναι τελείως διαφορετική. Κατ' αρχήν τα γυαλιά δεν είναι καν σαν τα παλιά, είναι σαν τα φτηνά πλαστικά που πουλάνε οι κινέζοι και τα παιχνιδάδικα και τα αγοράζουν για τα μικρά παιδάκια που ζητάνε γυαλιά ηλίου! Με άχρωμο φακό. Και η ταινία χωρίς αυτά δεν είναι πρασικοκόκκινη, αλλά απλά θολή. Όσοι έχουν μυωπία, θα καταλάβουν καλύτερα την παρακάτω πρόταση. Το να βλέπεις το νέο 3d χωρίς τα γυαλιά, είναι σαν να προσπαθείς να δεις μια ταινία χωρίς να φοράς τα κανονικά γυαλιά σου. Επανέρχομαι, γιατί ξέφυγα. Το αποτέλεσμα κόβει την ανάσα. Παραδόξως, οι απλές σκηνές όπου, φερ'ειπείν, βρίσκονται πολλά άτομα ταυτόχρονα στην οθόνη ή αυτές όπου ανάμεσα στους χαρακτήρες παρεμβάλλονται σκόνη, γυαλί, φυτά και πάει λέγοντας, είναι πολύ πιο εντυπωσιακές (όσον αφορά τη 3d απόδοση) από τις σκηνές μάχης.

Νομίζω ότι αμέσως μετά το τεχνολογικό κομμάτι, η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας είναι η αισθητική αρτιότητα, ειδικά όσον αφορά τα τοπία. Η ομορφιά που θα εισπράξει το μάτι σου είναι τόση που αισθάνεσαι ότι δε θα αντέξει παραπάνω. Από τα τροπικά δάση, στους απόκρημνους γκρεμούς και τα ιπτάμενα νησιά, το αισθητικό αποτέλεσμα θα σε στείλει αδιάβαστο. Ομολογουμένως, η Pandora είναι ένα εντυπωσιακό μέρος! Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο και με τα μοντέλα των πλασμάτων που θυμίζουν πραγματικά ζώα, με παραλλαγμένα στοιχεία πάνω τους. Συνήθως, κάποιο σημείο της ανατομίας τους απλά διπλασιάζεται σε αριθμό (και μη πάει ο νους σας πουθενά πονηρά! ... άντε προστυχόμυαλα!...) Δηλαδή δεύτερα ζευγάρια μάτια, πόδια, φτερά, ουρές και πάει λέγοντας. Επίσης, είναι τα μοντέλα που φαντάζουν πιο τεχνητά, “ψεύτικα”. Ευτυχώς όλα τα υπόλοιπα, ειδικά τα οχήματα των ανθρώπων είναι άψογα και άκρως αληθοφανή.

Σκηνοθεσία “τέντα”, άψογη, σχολαστική, καλοκουρδισμένη σαν Ελβετικό ρολόι. Δηλαδή ό,τι περιμένεις από τον James Cameron. Σε υψηλό επίπεδο κυμαίνονται και η ερμηνείες, ακόμα και από μέτριους ηθοποιούς σαν τον Sam Worthington (που αν και αξιοπρεπέστατος εδώ, εντούτοις ακόμα να καταλάβω γιατί επιλέχτηκε για πρωταγωνιστής σε ένα τόσο τιτάνιων διαστάσεων project) Μοναδική εξαίρεση οι δυο πρωταρχικές φιγούρες των “κακών” που θυμίζουν καρικατούρες, αλλά για αυτό θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Ιστορία δυνατή που συγκινεί. Χωρίς τα φρου φρου και τα πολλά αρώματα, η ιστορία του AVATAR είναι μια απλή κλασική αφήγηση για τον έρωτα και τον πόλεμο. Για αυτό και ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ να αστοχήσει στο δρόμο της για την καρδιά του κοινού. Όταν ειδικά η ταινία εμβαθύνει στον τρόπο ζωής των Na'Vi και στην ιδιαίτερη σχέση που έχουν με το περιβάλλον τους, προσφέρει τα καλύτερα, πιο βαθιά και ειλικρινή σημεία της. Πράγμα μάλλον ειρωνικό, προκειμένου ότι μιλάμε για εξ'ολοκλήρου φανταστικά πλάσματα. Αλλά ίσως και εσκεμμένο, έτσι ώστε να αντικρούει με την κενότητα, το ψέμα και την απληστία της αντίπαλης, ανθρώπινης πλευράς.

Τα όποια μειονεκτήματα της ταινίας είναι μάλλον αρκετά προβλέψιμα, τουλάχιστον από όσους ξέρουν από κινηματογράφο. Η ιστορία του παρείσακτου, του εχθρού που διεισδύει στο αντίπαλο στρατόπεδο, ταυτίζεται με αυτό και αποφασίζει τελικά να το υπερασπιστεί ενάντια στους πρώην συμμάχους του είναι απλά χιλιοεπωμένη. Το κατά τα άλλα υπέροχο θέαμα είναι απόλυτα politically correct, κλεισμένο μέσα σε άγραφες συμβάσεις “ευπρέπειας” προκειμένου να το δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι θεατές και να κυλήσουν τα φράγκα άφθονα στα ταμεία. Το νιώθεις σε σημεία να ασφυκτιά. Όταν αναπόφευκτα θα βρεθείς αντιμέτωπος με αναίμακτες σκηνές μάχης. Ένα ρομάντζο προεφηβικού χαρακτήρα, στερημένο από κάθε στάλα αληθινού πάθους και τέλος, το παράδοξο φαινόμενο, σκληροτράχηλοι στρατιωτικοί, μέσα στο χαμό της μάχης, να βρίζουν και να εκφράζονται σαν παιδιά του νηπιαγωγείου. Η ανθρώπινη πλευρά παρουσιάζεται επιφανειακά, κλισεδιασμένα και επιγραμματικά, με επικεφαλής έναν στρατόκαβλο παρωπιδικό καραβανά και έναν άσχετο προϊστάμενο που δεν ξέρει τι του γίνεται. Ελαφρώς απογοητευτικό και το ζαχαρένιο happy end όπου ζουνε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα και κανένας εκ των πρωταγωνιστών δεν πεθαίνει, παρά τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται για να μας πείσουν ότι πρόκειται να συμβεί το αντίθετο. Όλα αυτά ωστόσο αδυνατούν να υποβιβάσουν σημαντικά τις εντυπώσεις από αυτό το έπος.

Ρεζουμέ :
Θα το ξαναπώ. Είδα το μέλλον του κινηματογράφου και το όνομά του ήταν AVATAR. Μπορεί να μην είναι αψεγάδιαστο, αλλά σαν το πρώτο από τα πολλά βήματα που θα ακολουθήσουν, σε ένα τουλάχιστον συναρπαστικό κινηματογραφικό ταξίδι που μας περιμένει, κρίνεται απόλυτα επιτυχημένο. Τα καλύτερα στοιχεία της τεχνολογίας συναντούν μια κατά βάθος παλιομοδίτικη αλλά αγαπημένη διήγηση που θα κάνει τις 2 ώρες και 41 λεπτά της ταινίας να κυλήσουν αβίαστα και αρμονικά, σα γάργαρο νεράκι.

Halloween 2

Μάστορας : Rob Zombie
Παίχτες : Sheri Moon Zombie , Scout Taylor-Compton , Malcolm McDowell
Πόσα πιάνει; 2 / 5
Με δυό λογάκια :
Έχουν περάσει 2 χρόνια μετά τη σφαγή του πρώτου έργου. Η ζωή της Laurie είναι κομμάτια – το ίδιο και ο ψυχισμός της, καθώς κάθε μέρα δίνει μάχη να διατηρήσει τα λογικά της. Ο Dr. Loomies βγάζει φράγκα εκδίδοντας διηγήσεις των εμπειριών του, εκθέτοντας τα πραγματικά θύματα και κερδοσκοπώντας από τον πόνο τους. Και ο Michael Myers θεωρείται νεκρός, αν και το πτώμα του ποτέ δε βρέθηκε... και φυσικά μαντέψτε : ο δολοφόνος είναι ακόμα ζωντανός και σε αυτό το Halloween τίποτα δε μπορεί να σταθεί μεταξύ αυτού και του στόχου του : να ξαναβρεί την αδερφή του, Laurie.

Αναλυτικότερα :
Με εξέπληξε το ταπεινό άνοιγμα της ταινίας. Πρακτικά, βγήκε αθόρυβα, δίχως διαφήμηση, προμόσιον, δίχως να ακουστούν πολλά πράγματα για αυτή από το διαδίκτυο. Πράγμα τελείως αντίθετο σε σχέση με το δυνατό hype που συνόδευσει το πρώτο μέρος. Όπως διαπίστωσα ολοκληρώνοντας τη θέαση, υπήρχαν λόγοι... Για να είμαι ειλικρινής, στα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας εντυπωσιάστηκα. Νευρική, γκαζωμένη σκηνοθεσία. Γερή σπλατεριά, και καλοσερβιρισμένη, μπαίνει κάτω από το πετσί σου, σχεδόν νιώθεις το κάθε χτύπημα. Άχρωμη, λερωμένη, παρακμιακή φωτογραφία (ίσως το δυνατότερο σημείο της ταινίας) Όλα αυτά συμβάλλουν σε ένα αποτέλεσμα που αν μη τι άλλο, είναι αισθητικά άρτιο. Η ταινία ενσωματώνει όλους τους λόγους που γουστάρεις τις ταινίες του Rob Zombie, μόνο που είναι ακόμα καλύτεροι και “ενισχυμένοι” σε σχέση με το παρελθόν. Προχωρωντας, διαπιστώνεις σταδιακά ότι δυστυχώς, η ταινία ενσωματώνει επίσης όλα αυτά που σε ξενερώνουν στις ταινίες του σκηνοθέτη. Κάκιστοι διάλογοι, υστερικές, υπερβολικές αντιδράσεις των χαρακτήρων και (το σήμα κατατεθέν του) μια στις 2 λέξεις είναι το “fuck” και τα διάφορα παράγωγά του.

Σε γενικές γραμμές, όλα τα παραπάνω μπορώ να τα ανεχτώ. Έχοντας εξάλλου δει σχεδόν όλες τις γνωστές ταινίες του σκηνοθέτη, τουλάχιστον έχω συνηθίσει το ιδιόρρυθμο στυλ του. Όμως, δυστυχώς, οι αδυναμίες σε αυτό το εργάκι δεν περιορίζονται μονάχα εκεί. Αφού δεις το πρώτο 1/3 και μετά, το πράγμα αρχίζει να ξεφεύγει για τα καλά. Ο McDowell στον κάποτε σεβάσμιο ρόλο του Dr Loomies, τώρα έχει χωρίς κανένα λόγο υποβιβαστεί σε... comic relief (δηλαδή ο αστείος – και καλά – καραγκιόζης της υπόθεσης) Οι ματιές – τάχα μου – στον ψυχισμό του Michael Myers προκαλούν βαρεμάρα είναι ΠΟΛΥ περισσότερες από όσο χρειάζονται, επαναλαμβάνονται αφόρητα και εν τέλει διακόπτουν τους ρυθμούς της ταινίας. Αυτό το άσπρο άλογο πού κολλάει; Με το λειψό μου μυαλό, αυτό που προσωπικά κατάλαβα είναι ότι όσο γαμάτος και cool να το παίζει ο Rob Zombie, μάλλον παντόφλα τρώει στο σπίτι. Γιατί η μόνη σκοπιμότητα πίσω από όλες αυτές τις άχρηστες σκηνές ήταν μάλλον... για να βγάλει τη γυναίκα του στο γυαλί, σε ένα ρόλο που κανένα νόημα δεν έχει και επ ουδενί δεν υπηρετεί στην πλοκή και την ατμόσφαιρα του έργου.

Ατμόσφαιρα είπατε; Ύστερα από λίγο, θα διαπιστώσετε ότι δυστυχώς ούτε και αυτή δεν παίζει. Και εντάξει, μπορώ να δεχτώ την πλήρη έλλειψη σεναρίου – εξάλλου τα Halloween ποτέ δεν ξεχώρισαν για τον πλούτο της ιστορίας τους. Αλλά το να απογυμνώσεις ένα Halloween από κάθε ίχνος suspense και αγωνίας είναι απλά ασυγχώρητο. Όσο για το trademark μουσικό θέμα; Δηλαδή μιας από τις πιο αναγνωρίσιμες μουσικές στην ιστορία του κινηματογράφου που συνέβαλε τα μέγιστα στην αυθεντική κινηματογραφική εμπειρία; Θα το ακούσετε... στους τίτλους τέλους... Τι μένει; Μια ατελείωτη ακολουθία σκηνών στις οποίες βλέπουμε έναν θεόρατο άντρα, με νοημοσύνη νηπίου, να σφάζει κόσμο. Εν ψυχρώ, στεγνά, συνοπτικά και δίχως κανένα λόγο. Στις οποίες παρεμβάλλονται αυτές στις οποίες βλέπει τη μητέρα του δίπλα στο άσπρο άλογο, να λέει π@π@ριές. Και αυτές με τη σειρά τους εναλάσσονται με φάσεις στις οποίες η Laurie υστεριάζει και προβαίνει σε αλόγιστη κατάχρηση της λέξης fuck, φαινομενικά δίχως κανένα λόγο (μακράν οι πιο ενοχλητικές και εκνευριστικές σκηνές της ταινίας)

Splatter / Gore :
Απ' όλα έχει ο μπαξές, αλλά η πρωτοτυπία και η μαστοριά εξαντλούνται βασικά στην (ομολογουμένως εντυπωσιακή) εισαγωγή.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Παίρνεις ακριβώς ό,τι περιμένεις από τον Rob Zombie. Έκφυλα νυμφίδια που μοιάζουν να ξεπήδησαν κατευθείαν από τη δεκατία του '70. Βυζάκια και μπουτάκια στη φόρα, όλα αρίστης ποιότητος, αν και η δοσολογία θα μπορούσε να είναι και πιο γενναιόδωρη.

Ρεζουμέ :
Περισσότερο θυμίζει μια καλοφτιαγμένη ακολουθία αδιάφορων σκηνών. Το έργο φαντάζει πολύ μεγαλύτερο απ' ότι πραγματικά είναι και η πρωτότυπη μουσική στους τίτλους τέλους (τους οποίους θα δεχτείς με ένα συναίσθημα ανακούφισης) καθώς και η ατμοσφαιρική φωτογραφία, είναι μάλλον τα μοναδικά πραγματικά καλά σημεία του.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Περί “Πυραύλου”... και Άλλων Πεπαλαιωμένων Συστημάτων


Τον πρώτο μου υπολογιστή τον απέκτησα στην τρυφερή ηλικία των... 24 ετών. Πράγμα προφανώς σοκαριστικό για τους περισσότερους από εσάς (γνωρίζω οι περισσότεροι αναγνώστες της Καμαριέρας είστε νεότεροι σε ηλικία από εμένα) αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δεν ήταν εξίσου ανήκουστο ακόμα και στην εποχή μου. Ο λόγος απλός και διόλου εντυπωσιακός : Σαν μαθητής και φοιτητής δεν διέθετα ποτέ την οικονομική δυνατότητα για να αποκτήσω τον δικό μου προσωπικό υπολογιστή. Υποθέτω πως μπορούσα – αν το ήθελα – να ζητήσω οικονομική βοήθεια από την οικογένειά μου. Ωστόσο, έχοντας σαν μοναδική οικονομική καβάτζα μια Αφροδίτη που πασχιζε με ένα μισθό να θρέψει ένα γιο φοιτητή σε μακρινή πόλη και άλλον έναν που τροχοδρομούσε για πανελλήνιες, με τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα, τα αγγλικά του και τα όλα του, το πράγμα φάνταζε δυσοίωνο. Το ήξερα πάντα ότι αν της το ζητούσα θα έβαζε μπρος τα μαγικά της που τόσα χρόνια τώρα της επέτρεπαν να καταφέρει να φέρει βόλτα τόσα πολλά πράγματα με τόσο πενιχρές απολαβές. Ωστόσο, ήταν κάτι που μου απαγόρευε απόλυτα ο εγωισμός μου, όπως και το ότι εξάλλου ποτέ δεν της ζήτησα καμιάς μορφής χαρτζηλίκι / τσοντάρισμα. Απλά έπαιρνα ό,τι μπορούσε να μου δίνει, ΟΠΟΤΕ μπορούσε να μου το δώσει και με αυτά τα λίγα (συν τον παχυλό μισθό που έπαιρνα σαν μαθητής στρατιωτικής σχολής – 100 ευρώ!!!) τα έβγαζα πέρα. Δε ζητούσα περισσότερα, δεν παραπονέθηκα, ούτε και είπα ποτέ ότι δεν έβγαινα και ζοριζόμουν. Και, δόξα να 'χει, την πάλεψα. Από το να της ζητήσω να το σφίξει κι άλλο το ζωνάρι; Αποκλείεται, απλά δεν έπαιζε, δεν υπήρχε.

Η αιτία λοιπόν για να αποκτήσω αυτό τον πολυπόθητο πρώτο υπολογιστή, ήταν... οι κλινικές του έκτου έτους. Όταν μας ζήτησαν να κάνουμε πτυχιακή στη χειρουργική κλινική του Γερασιμίδη, συνειδητοποίησα ότι πλέον ήταν καιρός να κάνω το αποννενοημένο βήμα. Αφενός, της πτυχιακής εργασίας στη Χειρουργική θα έπονταν αντίστοιχες στη Γυναικολογία και στην Παιδιατρική. Αφετέρου, το να τραβιέμαι στα internet cafe με χρονοχρεώσεις και έξοδα εκτύπωσης, θα μου έβγαινε τελικά πολύ πιο ακριβό από το να αγόραζα έναν φτηνό υπολογιστή. Έλα μου όμως που και πάλι λεφτά δεν έπαιζαν! Χώρια που η έκφραση “φτηνός laptop” ήταν σχήμα οξύμωρο, τουλάχιστον στα χρόνια μου.

Ξέρω τι σκέφτεσαι. “Ρε τρομάρα σου, φτωχομπινές ήσουνα, μου ήθελες και laptop;” Η εξήγηση είναι πάλι απλή και διόλου εντυπωσιακή. Ωσάν πρωτάκι στους υπολογιστές, στάνταρ θα μου καθόταν κάποια στιγμή μια κωλοφάση, ένας ντουβρουτζάς του συστήματος. Λεφτά για τεχνικούς να έρθουν σπίτι δεν έπαιζαν. Αμάξι – εννοείται! - δεν υπήρχε, προκειμένου να τον τρέξω όταν χρειαστεί σε αντιπροσωπείες και μαστόρους. Τουλάχιστον τον φορητό υπολογιστή θα μπορούσα να τον ζαλωθώ (= φορτωθώ, Μανιάτικος ιδιωματισμός που χρησιμοποιούσε κατά κόρον η συχωρεμένη η γιαγιά μου) να πάω σε ένα φιλαράκι που να κατέχει και κάπως να το ισώσουμε το πράμα έτσι και ξέφευγε. Είχα ευτυχώς τον Κοκό, είχα το Λάζαρο, σχεδόν όλοι μου οι φίλοι κάτι σκάμπαζαν από υπολογιστές. Οπότε, τι στα κομμάτια, τουλάχιστον με το φορητό θα γλιτώναμε τους τεχνικούς. Άρα, μακροπρόθεσμα, τα έξοδα βγαίνανε και πάλι λιγότερα.

Μετά από πολύ ψάξιμο, η επιχείρηση για την εύρεση φτηνού laptop απέδωσε καρπούς. Και με έφερε στο κατώφλι ενός τύπου που διατηρούσε μια τρύπα ψηλά στη Μελενίκου. Ως “απατεώνας” αποθηκεύτηκε μόνιμα στη συνείδησή μου, επομένως ουδέποτε ενδιαφέρθηκα να απομνημονεύσω το όνομα αυτού ή του καταστήματός του. Πρέπει πάντως να υπάρχει ακόμα, στο ίδιο μέρος. Ο απατεώνας λοιπόν, αγόραζε μεταχειρισμένα μηχανήματα από Γερμανία, τα έμπαζε “μαϊμουδιάρικα” στην Ελλάδα και τα πούλαγε περίπου τα διπλά από όσο τα είχε βρει. Που και πάλι ήταν συγκλονιστικά χαμηλότερο αντίτιμο σε σχέση με ένα καινούριο σύστημα του κουτιού, φτηνότερα και από τα περισσότερα (πρακτικά όλα) τα μεταχειρισμένα που είχα βρει εκεί έξω. Τους τράβαγε και ένα μανίσιο (= home made) σέρβις, σου έδινε και μια δικιά του εγγύηση για 3 μήνες τσάμπα επισκευές και voila.

Στα ράφια του, κρυμμένα κάτω από δυο δάχτυλα σκόνης που τρέλαιναν το ανοσολογικό μου σύστημα (είμαι αλλεργικός στα ακάρεα, δηλαδή στη σκόνη) με χτύπησε ο έρωτας! Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να έφταιγαν και τα Ζιρτέκ που χαπακωνόμουν πριν την κάθε μου επίσκεψη για να μη με πιάσει το αλλεργικό και ήμουν ψιλομαστουρωμένος από το αντισταμινικό. Ο έρωτας λοιπόν αυτή τη φορά είχε τη μορφή ενός laptop μάρκας Compaq, μοντέλο τουλάχιστον 10ετίας (!) 12ιντσο με βάρος 4,5 κιλά (μπερεκέτι πράμα!!!). Με πληκτρολόγιο στα Γερμανικά, τα οποία αντικατέστησα με Ελληνικούς χαρακτήρες που είχα ζωγραφίσει σε μικρούλια κομμάτια χαρτί που κόλλησα μετά απάνω στα πλήκτρα! Χωρίς USB (δεν είχε ανακαλυφθεί στις μέρες του!) αλλά με ΑΠΟΣΠΩΜΕΝΟ driver για cd (μόνο αναπαραγωγή, όχι αντιγραφικό) και δισκέτα. Όπου αποσπώμενο, θα πει ότι ο υπολογιστής έπαιζε και δισκέτα και cd αλλά όχι ταυτόχρονα! Έπρεπε να κλείσεις το σύστημα, να “ξεκουμπώσεις” από τον υπολογιστή το ένα driver, να κουμπώσεις το άλλο και μετά να τον ξανανοίξεις, έτσι και ήθελες να κάνεις αλλαγή σε αναπαραγωγικό μέσο! Η έλξη ήταν παράφορη. Αυτό, λοιπόν το αρχαίο (ακόμα και για τα δεδομένα του 2004 - και αν υπολογίζετε ηλικίες και ημερομηνίες, ναι, είμαι 31 ετών, γεννηθείς το '79) laptop-άκι, ήταν η καψούρα μου, ο πρώτος υπολογιστής μου! Ήταν ο... ΠΥΡΑΥΛΟΣ! Τα βαφτίσια έλαβαν χώρα αστραπιαία και σε καθαρά ενστικτώδες επίπεδο και το όνομα καθιερώθηκε και έγινε θρυλικό στη μικρή κοινωνία των φίλων και της οικογένειας.

Το αγόρασα, πληρώνοντας από τις αιματηρές οικονομίες 3 μηνών, που ήταν ένα ποσό όχι μεγαλύτερο από αυτό που πολλοί συμφοιτητές μου έδιναν κάθε εβδομάδα σε μπαρότσαρκες και καφέδες με θέα το Λευκό Πύργο. Ο πύραυλος, εξοπλισμένος με σπασμένα Windows 98 και Microsoft Office (προσφορά του απατεώνα – κυρία Microsoft, σόρρυ α!) με έβγαλε ασπροπρόσωπο 3 δύσκολα χρόνια. Περιττό να σας πω ότι και η πτυχιακή βγήκε (copy / paste ήτανε! Αλλά δημιουργικό! Τη “συναρμολόγησα” από κάτι θέματα που βρήκα σε μια “κατεβασμένη” σελίδα της Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρίας) και πολλές άλλες μετά από αυτή (copy / paste και αυτές!) Και, αξίζει να πω ότι ο πύραυλός μου, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να ΖΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ!!! Έχοντας εν τω μεταξύ θάψει έναν ολοκαίνουριο Hewlett Packard αγορασμένο από το Multirama. Ήταν ίσως το δεύτερο δώρο που έχω λάβει ποτέ από τον πατέρα μου (για το πτυχίο – το πρώτο δώρο ήταν η προαναφερθείσα αλλεργία μου στη σκόνη!) Τα 'φτυσε ανεπανόρθωτα σε κάτι λιγότερο από 6 μήνες, η επισκευή του στοίχιζε περισσότερο από έναν καινούριο υπολογιστή και μοιραία κατέληξε στα σκουπίδια. Ντρέπομαι, αλλά το ομολογώ : δεν ανακύκλωσα τη μπαταρία του.

Τώρα, σεβάσμιος, επίτημος και ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΑΤΟΣ (αν εξαιρέσεις ότι η μπαταρία τα έχει πλέον φτύσει), ο Πύραυλος αναπαύεται στην τσαντούλα του (δωράκι του απατεώνα κι αυτή!) στη Θεσσαλονίκη. Ίσως κάποτε να χρησιμεύσει για να εισαγάγει την Αφροδίτη στο μαγικό κόσμο της πληροφορικής. Τουλάχιστον, έτσι λέμε – και θέλουμε. Αλλά, μεταξύ μας, δεν το κόβω. Η Αφροδίτη ακόμα πασχίζει να γράψει SMS σε χρόνο λιγότερο από 45 λεπτά. Και δεν τα καταφέρνει. Απάλευτη και ανεπίδεκτη μαθήσεως και αυτή, όπως και ο γιός της. Αυτό το κορίτσι μου έμοιασε τελικά!

Από τότε έχω μια υποσυνείδητη συμπάθεια για τα μεταχειρισμένα, τα rugged, τα πεπαλαιωμένα συστήματα. Πάσης φύσεως. Ένα από αυτά εξάλλου θεωρώ πως είναι και ο δικός μου... κεντρικός επεξεργαστής! Ανεπιστρεπτί πάνε οι εποχές που ως αγχωμένο “φυτό” κατάπινα τις γνώσεις των βιβλίων της 2ης Δέσμης. Μιλάμε για τέτοια υπολογιστική ισχύ που μπορούσα ακόμα και να απομνημονεύσω σε ποιό ΑΚΡΙΒΩΣ σημείο του κειμένου αλλάζει η σελίδα. Πράγμα απαραίτητο για τα ατέλειωτα απογεύματα που υπαγόρευα (εννοείται απέξω!) ολόκληρα βιβλία στην Αφροδίτη που τότε εκτελούσε και χρέη προπονητή μου για τις Παννελήνιες, μα πάντα έχανε τη μπάλα! Κλασική η ατάκα μου, τη θυμάται ακόμα : “Αλλάξαμε σελίδα μάνα!” Ενίοτε, μετά τη μεγάλη (τρομάρα μου...) επιτυχία, κάτι δεν πάει καλά. Έχει μια φθίνουσα πορεία το πράμα, όπως λέμε και στα ιατρικά. Τα βιβλία γινόντουσαν σταδιακά ολοένα και πιο δυσανάγνωστα και δυσνόητα. Η παπαγαλία άπιαστο όνειρο. Και το παιδί που μπήκε πανελλαδικά πρώτο το 1998 στην στρατιωτική ιατρική (ΣΣΑΣ – Ιατρικό), βγήκε από τους τελευταίους. Έχοντας εκτίσει 2μιση χρόνια (η οποία ατίμωσις!) ως επί πτυχίω φοιτητής. Τώρα, το διάβασμα (γιατί ως γνωστό, για τους γιατρούς δεν τελειώνει ποτέ το άτιμο!) βγαίνει με ρυθμούς... τουλάχιστον ασθμαίνοντες και με ανομολόγητη ψυχική οδύνη. Άμα τον παραφορτώσεις τον επεξεργαστή με πολλά δεδομένα ταυτόχρονα, απλά ΚΟΛΛΑΕΙ! Και ό,τι δεν σημειωθεί στο τευτέρι μου, απλά ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ.

Ίσως να τον έκαψα. Τότε. Να εξαργύρωσα τα gigabyte του σε άχρηστα εικοσάρια στα μαθηματικά και τα θρησκευτικά, την πολιτική αγωγή και την οικιακή οικονομία! Σε μηδαμηνά βραβεία και αριστεία που ποτέ δε μπήκα καν στον κόπο να κοιτάξω δεύτερη φορά (αλλά η Αφροδίτη τόσα χρόνια τα φυλάει ακόμα σα να είναι εθνικός θησαυρός!) Ίσως να είναι και ψυχολογικό. Να το μπούχτησα το ρημάδι το διάβασμα και να το περιορίζω ασυνείδητα στο ελάχιστο δυνατό. Οι προκλήσεις είναι πλέον πιο δύσκολες, η αβεβαιότητα σκάλες μεγαλύτερη και η αγωνία για το αποτέλεσμα δυσβάσταχτη. Δικαιολογημένα. Εξάλλου όλες οι πιθανότητες είναι πλέον εναντίον μου, σωστά;

Όμως, ξέρεις τι; Για κάποιον άγνωστο λόγο, τελικά κάτι συμβαίνει πάντα και τελικά την παλεύω! Και ο πεπαλαιωμένος, κουρασμένος επεξεργαστής μου μπορεί ακόμα, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, να τα βγάζει πέρα στις προκλήσεις που του ξημερώνουν καθημερινά. Και να με βγάζει σε τελική ανάλυση ασπροπρόσωπο – άσχετα αν πρώτα μου έχει βγάλει το λάδι προκειμένου να πάρει μπρος και να τα καταφέρει! Η τελευταία από αυτές ήταν μόλις χτες, που πήρα το δίπλωμα οδήγησης. Τα τελευταία 27 χρόνια δεν είχα τα χρήματα για μαθήματα. Το σκεπτικό μου το αναλύσαμε στην αρχή του post. Τα τελευταία 3 δεν μπορούσα / δεν προλάβαινα. Και μου έκατσε ευκαιρία τώρα, ξεκίνησα τα μαθήματα και έδωσα καπάκι τις εξετάσεις. Και το σήκωσα το τιμημένο. Παραδόξως, με την πρώτη. Βέβαια, ο δάσκαλός μου είναι ακόμα πεπεισμένος ότι ήμουν βαλτός από αντίπαλη σχολή για να του κάνω τα νεύρα ανεπιστρεπτί παστίτσιο! Και έχω τη βάσιμη υποψία ότι την επόμενη φορά που θα επισκεφτώ το Άγιο Όρος, θα τον συναντήσω, αλλά όχι πια με την ιδιότητα του δασκάλου, αλλά σαν μόνιμο προσωπικό!!!

Οπότε, για να επανέρθουμε στο θέμα μας, δε βαριέσαι. Τα γουστάρω τα πεπαλαιωμένα συστήματα. Και γουστάρω τον παλιό, ελαττωματικό επεξεργαστάκο μου! Και σε πείσμα των γρήγορων, απαιτητικών καιρών μας, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, με την πλάτη πάντα στον τοίχο και με καβάτζα καμιά, ένα έχω να πω :

Όσο έχω τρέλα στο κεφάλι μου, ΚΑΒΛΙ ΣΤΗΤΟ ΚΑΙ ΑΤΣΑΛΙ ΚΟΦΤΕΡΟ θα την παλεύω!

Και θα περνάω καλά!

Και να πα' να γαμηθούν οι Hewlett Packard!

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Microlite d20


Από όλη τη σαβούρα που κατά καιρούς έχει ξεθάψει ο Volrath από το internet (το ταλέντο αυτού του παιδιού είναι εφάμιλλο με αυτά των χαρακτήρων του HEROES!) αυτή η ιστοσελίδα είναι ό,τι πιο αξιόλογο, τουλάχιστον για τους τελευταίους ΑΡΚΕΤΟΥΣ μήνες. Κάποιοι καλοί άνθρωποι ξεκοκάλισαν το σύστημα d20 στα απολύτως απαραίτητα που χρειάζεσαι για να παίξεις και μας τα προσφέρουν. Νόμιμα και τσάμπα όλα. Για όσους από εσάς γουστάρουν το πνεύμα της 3ης έκδοσης του Dungeons & Dragons αλλά δε θέλουν να κουβαλάνε 10 εγκυκλοπαίδειες μαζί τους κάθε φορά που πάνε να παίξουν.

Να πω την πάσα αλήθεια, δεν πρόλαβα ακόμη να τα διαβάσω εκτενώς. Αλλά με μια πρώτη ματιά δείχνουν τουλάχιστον προσεγμένα, απλά, αλλά όχι απλοϊκά, όπως συμβαίνει με δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες αντίστοιχες "καμμένες" προσπάθειες από διάφορους τυχαίους. Όλα θα τα βρείτε για κατέβασμα στην παρακάτω σελίδα.

http://microlite20.net/

Δώστε βάση και στα pocketmod editions των ίδιων βιβλίων (ή για την ακρίβεια, φυλλαδίων!) τα οποία είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να φτιάξετε το δικό σας βιβλιαράκι τσέπης και να το πάρετε μαζί σας όπου πάτε! Απίστευτη ιδέα! Παλιότερα η TSR το είχε κάνει για τα βασικά βιβλία του D&D. H Wizards of the Coast δεν εδέησε...

Last but not least : Φίλος, ευχαριστώ!

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Bangkok Dangerous (Ελ.Υπ. “Μπανγκοκ : Επικίνδυνη Αποστολή”)

Μάστορας : Oxide Pang Chun, Danny Pang
Παίχτες : Nicolas Cage , Shahkrit Yamnarm
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας πληρωμένος δολοφόνος αναλαμβάνει να σκοτώσει 4 άτομα στην Ταϋλάνδη. Όσα θα ζήσει μέχρι τότε θα αλλάξουν την κοσμοθεωρία και τον τρόπο ζωής του.

Αναλυτικότερα :
Να κι ένα review που πραγματικά το άργησα... Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα τουλάχιστον, η τελευταία δουλειά των αδερφών Pang που εχω υπόψη μου είναι το “The Eye” τόσο στην original, όσο και στην Αμερικάνικη βερζιόν του. (το τελευταίο θα το βρείτε στα πιο παλιά review της Καμαριέρας!) Δε μπορώ να πω το ίδιο για τον Nicholas Cage που φαινομενικά βγάζει τις ταινίες με το κιλό. Όπως και να έχει, το ταινιάκι εδώ είναι μια μάλλον... συναισθηματική περιπέτεια με κάπως περίεργη... κοσμοθεωρία. Έχοντας ένα νουάρ μελαγχολικό στυλάκι, με την εκτεταμένη αφηγηματική εισαγωγή και τη μελαγχολική διάθεση, αν μη τι αλλο είναι ένα καλοφτιαγμένο έργο. Η Ταϋλάνδη απεικονίζεται σαγηνευτική και διεφθαρμένη συνάμα ενώ οι σκηνοθέτες επιτυγχάνουν μάλλον με επιτυχία να μεταδώσουν το συναίσθημα αποξένωσης και μοναξιάς που νιώθει ο παρείσακτος πρωταγωνιστής, παρά το ότι κινείται διαρκώς ανάμεσα σε τόσο κόσμο, κάτι που προφανώς αντακακλά και τη δική του εσωτερική μοναξιά.

Το ίδιο υψηλό επίπεδο επιτυγχάνεται και με τις ερμηνείες, δηλαδή με την εξής... μία, αυτή του Nicholas Cage, καθώς είναι ο βασικός (και μάλλον και ο μοναδικός) πρωταγωνιστής. Ο οποίος εννοείται ότι και εδώ - όπως και σχεδόν σε κάθε άλλη ταινία του - κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα : να κοιτά πονεμένα το φακό με τα μεγάλα soulful μάτια του και να κάνει τις απανταχού 40άρες και άνω να στενάζουν. Ωστόσο, εδώ το κόλπο μάλλον πιάνει και πείθει πραγματικά, ίσως για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Η ταινία, παρά τη μεγάλη διάρκειά της, έχει πάρα πολύ καλό pacing και ουδέποτε κάνει κοιλιά, κρατώντας το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι το τέλος. Αμείωτο, αλλά – μάλλον δυστυχώς – όχι και αμετάβλητο, καθώς το στυλ και το θέμα του έργου αλλάζει με την πάροδο του χρόνου.

Και κάπου εδώ αρχίζουν τα μειονεκτήματα της ταινίας. Ξεκινά σαν αφηγηματικό νουάρ γνωρίζοντάς μας τον πρωταγωνιστή, την ξεχωριστή ζωή του, την ηθελημένη του μοναξιά, τις μεθόδους του. Οι σκηνές από τις δολοφονίες είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσες, αλλά και πάλι κάπως... αταίριαστες. Η μια είναι στυλ γιαπωνέζικο action τύπου John Woo και η άλλη έχει στυλάκι Metal Gear. Μετά η πλοκή αλλάζει και επεκτείνεται στην αναπτυσσόμενη σχέση μαθητή - δασκάλου με τον βοηθό του, θυμίζοντας... Karate Kid! Στο τρίτο μέρος τηε ταινίας παρακολουθούμε το ατυχές ρομάντζο του με μια κοπέλα και το έργο κινείται σε ρυθμούς που μοιάζουν αυτών ρομαντικής συναισθηματικής ταινίας. Τέλος, κλείνοντας με την τελική αναμέτρηση που είναι αποτέλεσμα μιας αμφισβητούμενης, άκρως ηθικολογικής και μάλλον αντίθετης με το αρχικό resolution του πρωταγωνιστή, απόφασής του, το στυλάκι παίρνει ρυθμούς πιο κλασικής ταινίας δράσης για να καταλήξει σε ένα άκρως παράλογο και ανεξήγητο φινάλε.

Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Κανένα από τα επιμέρους τμήματα της ταινίας δεν πάσχει – από μόνο του. Είναι το καθένα εξόχως προσεγμένο και καλοφτιαγμένο για το είδος του. Είναι που το όλο συνταίριασμα σαν σύνολο δεν ταιριάζει, δεν καταφέρνει να κολλήσει καλά και να επιτύχει μια ομοιογένεια. Για αυτό το λόγο τελικά δεν επιτυγχάνεται ένας ξεχωριστός χαρακτήρας που θα έκανε αυτό το έργο να ξεχωρίσει. Αλλά αντί αυτού, δίνει περισσότερο την αίσθηση ότι απαρτίζεται από σκηνές τραβηγμένες από 4 διαφορετικές ταινίες που κάποιος τις σύρραψε μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, και παρά τις παραπάνω αδυναμίες του, το κόλπο παραδόξως πιάνει. Οι επιτηδευμένα αργοί ρυθμοί και η υπνωτιστική σκηνοθεσία κάνουν τις 2 παρά κάτι ψιλά ώρες που διαρκεί, να περνούν πριν καλά καλά να το καταλάβεις. Η συντηρητικότητα στη δράση και το χαμηλό προφίλ που κρατά καθόλη τη διάρκειά του, σε συνδυασμό με την όλη συναισθηματική αντιμετώπιση των θεμάτων του θα το κάνει ιδιαίτερα ελκυστικό στους λιγότερο “ψημένους” από κινηματογράφο και ειδικά στο γυναικείο κοινό.

Ρεζουμέ :
Είναι σίγουρα ένα καλοφτιαγμένο έργο και αν δεν πλατείαζε τόσο πολύ (και δεν είχε κουραδένιο φινάλε!) ίσως και να παραμιλούσαμε. Όπως και να έχει, ό,τι απομένει από αυτή την παράξενη ταινία, είναι παρόλα αυτά, τουλάχιστον αξιοπρεπές. Θυμίζει έργο προηγούμενων δεκαετιών ('70, '80 και βγάλε...) όπου τα είδη μεταξύ των διάφορων κινηματογραφικών genre δε χωρίζονταν με τόση σαφήνεια και δεν υπήρχε ακόμα η τρελή εξειδίκευση για κάθε κατηγορία ταινίας. Και σε τελική ανάλυση, αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι το τόσο κακό.

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Crank 2 : High Voltage

Μάστορας : Mark Neveldine, Brian Taylor
Παίχτες : Jason Statham , Amy Smart
Πόσα πιάνει; 3 / 5
Με δυό λογάκια :
Έχοντας επιζήσει από τη δοκιμασία της προηγούμενης ταινίας, αυτή τη φορά ο Chev Chelios βρίσκεται σε ακόμα περισσότερους μπελάδες! Κάποιος του... αφαιρεί χειρουργικά την καρδιά του αντικαθιστώντας τη με μια τεχνητή, που λειτουργεί με επαναφορτιζόμενη μπαταρία. Τώρα, ο Chev θα πρέπει να βρει ποιός είναι ο υπεύθυνος για όλα αυτά φροντίζοντας παράλληλα να... επαναφορτίζει την καρδιά του σε τακτικά διαστήματα!

Αναλυτικότερα :
Το έχω πει πολλές φορές, αλλά εδώ το εννοώ περισσότερο από κάθε άλλη φορά : γίνεται ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ σε αυτό το έργο! Κυριολεκτικά! Το πρώτο Crank με διασκέδασε κάπως με το απενοχοποιημένο πνεύμα και την όλη ελαφρότητά του, αλλά σύντομα με κούρασε με τον γυμνασιακού τύπου χαβαλέ του, την ιλαρότητα και την ερασιτεχνική σκηνοθεσία και φωτογραφία του. Το πρώτο πράγμα που έχω να πω είναι ότι τα παλικάρια σίγουρα ανέβασαν τον πήχη και έμαθαν από τα όποια λάθη τους. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι έβαλαν μυαλό, ή ότι σοβαρεύτηκαν. Απεναντίας! Έχοντας σαν motto της ταινίας το “He was dead... but he got better...” και σαν πρώτη ατάκα : “...έκεις εσύ μεγκάλη πούτσα! Πούτσα σαν ζώο!...” ένα είναι σίγουρο : ότι αυτό το δεύτερο μέρος είναι ακόμα πιο σαλεμένο και απαράδεκτο από το πρώτο, αλλά τουλάχιστον τώρα μοιάζει με κανονική κινηματογραφική παραγωγή και όχι με χαβαλεδιάρικο ερασιτεχνικό φιλμάκι. Σε αυτό βοηθούν η πολύ καλύτερη σκηνοθεσία (αν και φυσικά υπάρχει ακόμα περιθώριο βελτίωσης) η καλύτερη φωτογραφία και soundtrack. Φυσικά σε αυτό βοήθησε και το ενισχυμένο budget που δώθηκε, ένεκα της απρόσμενης επιτυχίας του πρώτου μέρους.

Βασικός παίκτης, για άλλη μια φορά είναι εννοείται ο Jason Statham που προφανώς το έχει βάλει στόχο ζωής να παίξει σε όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες και δεν κολλάει να συμμετάσχει από απαράδεκτα project τύπου “Dungeon Siege” μέχρι μεγάλες παραγωγές με respect σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τσαλακώνει την εικόνα του και σηκώνει το βάρος της ταινίας στους ώμους του. Δεν θα πιστεύετε το τι φτάνει σε σημείο να κάνει εδώ το άτομο! Αλλά αυτό ισχύει και στους άλλους χαρακτήρες της ταινίας που είναι πιο απάλευτοι από κάθε άλλη φορά. Από σαλεμένες... πουτάνες και έξαλλες αδερφές με μυστήρια νευρολογικά σύνδρομα μεχρι κακούς που αυτοτιμωρούνται κόβοντας τις θηλές τους, αιωνόβιους... τύπου Fu Manchu αλλά στο πιό... πορνοστάρ τους, αλλοδαπούς με απαράδεκτα ψεύτικες προφορές και... ένα ασώματο κεφάλι criminal masterming που το συντηρούν καλωδιωμένο μέσα σε μια γυάλα με φορμόλη! Όπου το σουρεάλ, ο ρατσισμός, ο ισοπεδωτικός χαβαλές, η ψυχοπάθεια και το απαράδεκτα politically incorrect συναντιώνται, θα δεις τον Chev Chelios να ρίχνει μπουνιές, πιστολίδια και να πηδήματα σε γκόμενες! Ταυτόχρονα! Σε δημόσια θέα! Ενώ παράλληλα περνάει από πάνω τους ένας ολόκληρος αγώνας ιπποδρομίας! Με τη γκόμενα να λιγουρεύεται τα... προσόντα του αλόγου!

Όσοι δεν έχουν διάθεση να... ρίξουν κατακόρυφα το επίπεδό τους, ή προσβάλλονται από διάφορες παραστάσεις, καλύτερα να αποφύγουν το Crank. Εδώ, όλοι οι αλλοδαποί είναι βλάκες εγκληματίες με όλα τα κλισέ και τις κακοήθειες που μπορούν να ειπωθούν για την εθνικότητα του καθενός. Με ένα πολυβόλο στο χέρι, αμέτρητα piercing, ψεύτικα – τόσο που να βγάζουν μάτι! - μούσια, tatoos και προφορά. Και όλοι τους – εννοείται! – πεθαίνουν στο τέλος με συνοπτικό, όσο και ντροπιαστικά απαράδεκτο τρόπο. Όλες οι γυναίκες εδώ είναι... πουτ@νες, ανεξαιρέτως ηλικίας, ρόλου στην ταινία και εμφάνισης και υπάρχουν μονάχα για να παρενοχλούνται όσο και να... εξευτελίζονται σεξουαλικά, ή για να κυκλοφορούν χωρίς λόγο, με βυζιά και κώλους έξω. Ο λευκός πρωταγωνιστής τους νικάει / σκοτώνει όλους και τις πηδάει όλες (ενίοτε ταυτόχρονα), οι σφαίρες δεν τον πετυχαίνουν ποτέ (ακόμα και αν βρίσκεται μπροστά σε εκτελεστικό, απόσπασμα!), ενώ αντίθετα, αυτός βρίσκει πάντα (ακόμα και από... σπόντα) το στόχο του! Η πλοκή απλά... δεν υφίσταται και κατά το δοκούν... ξεχνιέται κάθε φορά που στους συντελεστές έρθει η όρεξη να καφριλιάσουν ακατάσχετα, ή απλά να ασχοληθούν με κάτι τελείως άσχετο με ό,τι έβλεπες μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Ωστόσο, υπάρχει κάπου κατά βάθος (πολύ βάθος!) καλά κρυμμένο ένα είδος... ευφυίας μέσα σε όλη αυτή την παράνοια. Θα το καταλάβεις όταν πιάσεις τον εαυτό σου και παρά τη θέλησή σου, να γελάει με την καρδιά του και παραδόξως να το καταδιασκεδάζει με όλο αυτό τον πανζουρλισμό. Όλοι οι χαρακτήρες από το πρώτο μέρος παρελαύνουν εδώ υπό μορφή guest ρόλων που όλοι τους είναι κάφρικα απολαυστικοί. Και παρά τα πέρα δώθε της πλοκής, διαπιστώνεις παραδόξως ότι το εργάκι δεν ξεχνά ποτέ το στόχο του, ούτε το πού πατάει. Κάποια αστεία και φάσεις, παρά την καφρίλα τους είναι τουλάχιστον ευρηματικά και σχεδόν πάντα πρωτότυπα. Αν μη τι άλλο, κάτι που σε ταινία επεικονίζεται για πρώτη φορά, όσο επαίσχυντο και να είναι, δεν παύει να είναι μια πρωτοπορία, δε μπορεί παρά να σημαίνει ότι κάποια γρανάζια κινούνται στο μυαλό του δημιουργού του, άσχετα το πόσο ανορθόδοξη ή διεστραμμένη είναι η λογική που διέπει μια τέτοια διαδικασία!

Splatter / Gore :
Η ταινία ξεκινάει με την αναπαράσταση αφαίρεσης μια ανθρώπινης καρδιάς! Μετά έρχεται ένας ελεεινός τύπος και πάνω από την ανοιχτή θωρακική κοιλότητα, ρίχνει τη στάχτη από το τσιγάρο του! Μετά, ρίχνει και μια ροχάλα! Το θέαμα συνεχίζεται σε αυτό το στυλ μέχρι το τέλος. Σας κάλυψα;

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας περιτριγυρίζεσαι από μπουτάρες, κωλάρες, βυζιά, όλα κινηματογραφημένα με όσο γίνεται πιό άμεσο τρόπο στο πιο ξεδιάντροπο σόου φτηνής, πρόστυχης σάρκας που έχω δει (πλην τσόντας εννοείται!) τα τελευταία χρόνια! Η Καμαριέρα ηδονίζεται και χαίρεται.

Ρεζουμέ :
Το Crank 2 είναι επαίσχυντο, άθλιο και απαράδεκτο! Αλλά με την καλή έννοια!!! Μισογυνικό, ρατσιστικό και άκρως κάφρικο, πρέπει να είσαι απόλυτα συνειδητοποιημένος προκειμένου να το απολαύσεις. Ιδανικό για καφροπροβολή, σε προκαλεί να βάλεις το μυαλό και την... αιδώ σου στην κατάψυξη και να ουρλιάξεις : “Γ@μησέ τες όλες και... άντε γ@μήσου Chev Chelios!!!”

The Uninvited

Μάστορας : Charles Guard, Thomas Guard
Παίχτες : Emily Browning ,Arielle Kebbel , David Strathairn , Elizabeth Banks
Πόσα πιάνει; 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Επιστρέφοντας σπίτι της από μια μακρά παραμονή στο ψυχιατρείο, η νεαρή πρωταγωνίστρια βρίσκει την αδερφή της αποξενωμένη και τον πατέρα της ξελογιασμένο από την καπάτσα, δυναμική νοσοκόμα που είχε προσλάβει για να φροντίζει τη μελλοθάνατη μητέρα της. Πεπεισμένη ότι ο θάνατος της μητέρας της δεν ήταν ατύχημα και όντας μάρτυρας σε μια σειρά από οράματα και ανεξήγητα φαινόμενα που την οδηγούν σε αυτή την κατεύθυνση, αποφασίζει να ανακαλύψει την αλήθεια με η βοήθεια της αγαπημένης αδερφής της...

Αναλυτικότερα :
Το “The Uninvited” είναι το Αμερικανικό remake του cult Κορεάτικου “A Tale of Two Sisters”. Το δεύτερο θεωρείται ένα αριστούργημα στο είδος του, με σενάριο βαθύ, αμφιλεγόμενο που λειτουργεί ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα και σε αφήνει στο τέλος να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα όσον αφορά το τι πραγματικά συνέβη. Πάνω κάτω, σαν ταινία του David Lynch, στο ακόμα πιο μπερδεμένο του. Αν δεν κάνω λάθος, κάπου θα βρείτε και το αντίστοιχο review στην Καμαριέρα. Το εργάκι εδώ είναι πολύ διαφορετικό. Τεχνικά, remake δεν το λες καθώς πρακτικά αυτό που μοιράζεται με το “A Tale of Two Sisters” είναι η αρχική ιδέα και οι χαρακτήρες, καθώς και κάποιες συγκεκριμένες σκηνές. Ώστόσο είναι μια πολύ πιο mainstream, βατή ιστορία με ξεκάθαρη αρχή, μέση και τέλος και μια ωραία (αν και μάλλον αναμενόμενη) ανατροπή στον επίλογο. Είπαμε, με τα πολύπλοκα οι Αμερικάνοι δεν τα πάνε καλά! Ούτε με τα ξενόγλωσσα!

Παραδόξως και σε αντίθεση με σχεδόν όλα τα υπόλοιπα remake γνωστών ταινιών τρόμου, το “The Uninvited” δε με χάλασε καθόλου. Είναι τουλάχιστον αξιοπρεπέστατο και στέκει μια χαρά στα πόδια του. Σε αυτό συμβάλλει η καλή ατμόσφαιρα, το δουλεμένο (αν και σε σημεία του τετριμμένο) σενάριο και οι τουλάχιστον συμπαθητικές ερμηνείες. Επαρκής σκηνοθεσία και κλίμα που αποτίει φόρο τιμής τόσο στη σχολή του Japanese horror, όσο και στις πιο κλασικές “Αμερικανοποιημένες” ghost stories, τύπου “Gothica”. Το ταινιάκι κερδίζει τις εντυπώσεις γιατί ξέρει να κρατά στρατηγικά πισινή. Αφενός αποφεύγει τη σύγκριση με το original. Και πολύ καλά κάνει, γιατί αλλιώς θα πήγαινε άκλαφτο. Για αυτό εξάλλου αποφεύγει και να διαλαλεί τη σχέση του με το “A Tale of Two Sisters”. Δηλαδη, κάποιος που δε γνωρίζει καλά την πιάτσα και δε μπεί στον κόπο να δει τα extras του dvd, το πιθανότερο είναι να μην του περάσει καν από το μυαλό ότι πρόκειται για remake! Αφετέρου, παρουσιάζει διακριτικά τη δική του ιστορία (“δανειζόμενο” βέβαια στοιχείων από άλλες γνωστές ταινίες) και καταφέρνει να χαράξει μια ιδιαίτερη πορεία που ξεπερνά κατά πολύ τις χαμηλές προσδοκίες που μπορεί να έχεις από την προοπτική ενός remake. Μιλάμε λοιπόν για μια μερακλήδικα ενορχηστρωμένη πουτανιά. Και εγώ επειδή με τις πάσης φύσεως πουτανιές τείνω να τα πηγαίνω καλά (εφόσον βέβαια είναι καλοστημένες!) του βαζω το τριαμισαράκι του. Και ασχετως αν έχω δει άπειρες καλύτερες ταινίες από δαύτο, πιστεύω ακράδαντα πως το εργάκι αυτό αξίζει την προσοχή σου, ειδικά αν δεν είσαι παραψημένος με τα θρίλερ.

Φυσικά έχει τα ελαττωματάκια του και δε σκοπεύω να του χαριστώ. Πρώτον, έχουν βάλει στο ρόλο της “κακιάς” μητριάς την Elizabeth Banks. Δηλαδή αυτό το απίστευτα μελένιο γούτσου πλασματάκι που πρωταγωνιστούσε στο “Zack & Mirri Make a Porno”. Δηλαδή καμία σχέση. Πιο λάθος επιλογή στο casting δε θα μπορούσαν να κάνουν. Δεύτερον, οι ερμηνείες θα μπορούσαν να ήταν καλύτερες. Ο ρόλος του πατέρα είναι κάτι λιγότερο από διακοσμητικός και ελάχιστα έως καθόλου ανεπτυγμένος. Τέλος, το εργάκι χαρακτηρίζεται στο σύνολό του από μια συντηρητικότητα & μετριοπάθεια που εμποδίζει τις όποιες καλές στιγμές του από το να λάμψουν πραγματικά. Οι τρομακτικές σκηνές θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερο... φοβιστικές. Το αυτό ισχύει και με τις ούτως ή άλλως λίγες σκηνές δράσης που θα έπρεπε να είναι πιο... δραστήριες, όπως και το φινάλε που αντί της αποκάλυψης που θα μπορούσε (και του άξιζε!) να είναι, διαδραματίζεται με σχετικά πεζό τρόπο που προδίδει την προβλεψιμότητά του. Γενικά, σου δίνει τη διάχυτη αίσθηση ότι θα μπορούσαν οι συντελεστές να πετύχουν έναν πολύ πιο μοναδικό χαρακτήρα για την ταινία τους και να μην είχαν παρασυρθεί τόσο από τις επιρροές τους, πράγμα που ενίοτε την κάνει να μοιάζει με σύνολο συρραμμένων σκηνών από διαφορετικά έργα. Ολίγον από Japanese horror, κάτι από “What Lies Beneath”, μια δόση από “Psycho”, φωτογραφία, αισθητική και διάλογοι που θυμίζουν λιγάκι... “Dawson's Creek” και δε συμμαζεύεται

Splatter / Gore :
Από λίγο έως καθόλου. Βλέπουμε κάτι τρυπήματα από μια σύριγγα και το κόκκινο ζουμί σκάει μύτη στην οθόνη σου λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Αυτά.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Οι δυο αδερφούλες είναι δίδυμοι, απαγορευμένοι, καραμελένιοι εφηβικοί πειρασμοί. Μπουτάκια λευκά και πόζες μέσα σεσορτσάκια και βρεγμένα μαγιουδάκια, έκαναν για άλλη μια νύχτα την πορνόγρια Καμαριέρα να τρίζει τις μασελίτσες της από ευδαιμονία...

Ρεζουμέ :
Όχι μόνο δε χρειάζεται να δεις το πρωτότυπο για να πιάσεις το νόημα στο “The Uninvited”, απεναντίας θα το εκτιμήσεις καλύτερα αν το δεις από μόνο του. Ειδικά οι πρωτάρηδες στις ταινίες τρόμου θα ενθουσιαστούν, αλλά νομίζω πως όλοι θα εκτιμήσουν αυτό το άκρως καλοφτιαγμένο και εύπεπτο ατμοσφαιρικό θρίλερ.

Zombieland

Μάστορας : Ruben Fleischer
Παίχτες : Jesse Eisenberg, Woody Harrelson, Emma Stone, Abigail Breslin
Βαθμολογία : 4,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας θανάσιμος και άκρως μεταδοτικός ιός έχει εξαλείψει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε αιμοδιψή ζόμπι και έχει μετατρέψει τη γη σε ένα μετά-αποκαλυπτικό μπάχαλο. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ακουλουθούμε τις περιπέτειες 4 ατόμων που ξεκινώντας ο καθένας από μόνος του, καταλήγουν να σχηματίσουν μια αναπάντεχη, εύθραυστη συμμαχία και τελικά μια αν μη τη άλλο αταίριαστη φιλία...

Αναλυτικότερα :
Κατ' αρχήν ξεκινάει με το “For Whom the Bell Tolls” των Metallica! Δηλαδή, με τέτοια μουσική επιμέλεια δε γίνεται να μην είναι τουλάχιστον αξιόλογο έργο! Και πέραν από το θεϊκό τραγούδι, έχει την πιο πρωτότυπη, ξεκαρδιστικά σπιρτόζικη εισαγωγή σε ζομποταινία. Ever. Δεύτερον, φιγουράρει την Emma Stone, το απόλυτο νέας γενιάς πουλέν! Μιλάμε για υπερ-πιπίνι με τα όλα του που όχι μονάχα το έχει εμφανισιακά, αλλά μοστράρει έναν αχτύπητο συνδυασμό τσαχπινογαργαλιάρικης γλύκας και τσαμπουκά που απλά δεν υπάρχει περίπτωση, εφόσον σαλεύει έστω το παραμικρό αρσενικό... κάτι μέσα σου, να μην ονειρευτείς κάπου, κάπως, κάποτε να την κυκλοφορήσεις! Για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, το “Zombieland” είναι (αν δεν το μαντέψατε ήδη από τον τίτλο!) μια ζομποταινία, από τις χαβαλεδιάρικες. Ωστόσο, αποφεύγει τη... Σεφερλιδική γυμνασιακή χαζομάρα ταινιών τύπου “Return of the Living Dead”. Το χιούμορ του είναι πολύ πιο σπιρτόζικο, ψαγμένο, geek! Αν μπορούσα να το συσχετίσω με κάποια γνωστή ταινία εκεί έξω, αυτή θα ήταν το “Zombie Strippers!” μόνο που το “Zombieland” είναι σε όλους τους τομείς σκάλες καλύτερο!

Τρίτο προσκύνημα. Woody Harrelson! Απλά θεϊκός στο ρόλο του σαλεμένου survivor και τραγικά πειστικός όπου χρειάζεται. Τέταρτο και υπέρτατο προσκύνημα : Bill Murray!!! Ναι, καλά διάβασες! Είναι ο γνωστός Bill από τους Ghostbusters που αποδομεί και καννιβαλίζει απολαυστικά τον εαυτό του! Απλά απάλευτο. Γενικά, όλοι οι χαρακτήρες είναι άψογα (για ταινία του είδους) δομημένοι και πολύπλοκοι, με τις αρετές και τα κουσούρια τους. Κορυφή όλων ο σπασίκλας πρωταγωνιστής και οι... ψυχαναγκαστικοί κανόνες που διέπουν τη ζωή του. Αυθεντικοί, απενοχοποιημένοι και μοντέρνοι διάλογοι, γκαζωμένη σκηνοθεσία και ζωηρή πολύχρωμη φωτογραφία. Έξοχο μαύρο χιούμορ, cheesy “τυρένιο” στυλ και απάλευτα σουρεαλιστικές καταστάσεις. Η ταινία δεν παύει ποτέ να αποτίει φόρο τιμής στα μεγαθήρια του είδους με άπειρα κρυμμένα αστεία, αναφορές και ακατάπαυστη καλοήθη σάτυρα στα κλισέ και τις νόρμες του zombie genre.

Να πω και κάτι αρνητικό για το “Zombieland”; Προσπαθώ αλλά δε βρίσκω! Άιντε, θα μπορούσε να έχει περισσότερες splatter-ιές και σαπίλα. Ωστόσο, εδώ το βάρος – ίσως για πρώτη φορά σε ταινία του είδους! - δίνεται στους χαρακτήρες και κατά την ταπεινή γνώμη του γραφόντος, πολύ καλά κάνει.

Splatter / Gore :
Δαγκώματα και διάφορων ειδών κακοποίησης στα ζόμπι, καλά make up effects και μέχρι εκεί.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Σε έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στο “Zombie Strippers!” σε μια σκηνή “απολαμβάνουμε” τη θέα μιας... zombie stripper καλυμμένης σε ένα μαύρο κολλήγες πράμα, να εκτοξεύει μαύρο ιχώρα από τις θηλές της! Κυνηγώντας κάγκουρες θαμώνες του club. Έχοντας χαρτονομίσματα περασμένα στο κιλοτάκι της. Χαριτωμένη σύλληψη!

Ρεζουμέ :
Μια ζόμπι... κωμωδία χαρακτήρων, επιτέλους πρωτότυπη και πανέξυπνη, άψογη σε όλα της, άκρως απολαυστική. Αν μη τι άλλο, ξέρεις ποιά θα είναι η επιλογή σου για την επόμενη καφροσύναξη!

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

I Love You, Man

Μάστορας : John Hamburg
Παίχτες : Paul Rudd , Rashida Jones , Jason Segel
Βαθμολογία : 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Όταν ο ήρωας της ιστορίας παίρνει τη μεγάλη απόφαση να παντρευτεί την καλή του, τα πάντα δείχνουν να είναι τέλεια. Μια φαινομενικά μικρή λεπτομέρεια είναι το μόνο πράγμα που μπαίνει στο δρόμο για την κατάκτηση της ευτυχίας : δεν έχει κανέναν πραγματικό φίλο για να τον κάνει κουμπάρο του. Όταν επιτέλους, μετά από πολλά ευτράπελα βρίσκει κάποιον να ταιριάζουν, η φιλία τους δείχνει να λειτουργεί επιβαρυντικά όσον αφορά τον τομέα της σχέσης του. Θα μπορέσει να βρει τη χρυσή τομή χωρίς να στερηθεί τη γυναίκα της ζωής του, αλλά και τον καλύτερό του φίλο;

Αναλυτικότερα :
Έξοχη ιδέα! Γιατί κάποιος δεν έχει κάνει τόσο καιρό μια ταινία πάνω σε αυτό το θέμα; Να πω ένα μυστικό, ειδικά στις κυρίες : οι άντρες είμαστε μεγάλοι μαλάκες! Θα με πεις, σιγά το μυστικό. Θέλω να πω, ότι αυτό είναι μια αλήθεια που δεν την πιστεύετε μονάχα εσείς, αλλά και εμείς! Είναι πραγματικά δύσκολο για έναν άντρα να βρει ένα σωστό κολλητό, έναν καλό φίλο. Υπάρχουν τόσοι, ΜΑ ΤΟΣΟΙ μαλάκες εκεί έξω! Κι αν δεν είναι μαλάκες, θα είναι ψυχοπαθείς. Ή παπάντζες. Ή μίζερα ψυχικά βαμπίρ που σου ρουφάνε κάθε ίχνος καλής διάθεσης και αισιοδοξίας. Ή ψωνισμένοι! Ή ορκ που δε μπορούν να μιλήσουν για τίποτα άλλο παρά για ποδόσφαιρο, αμάξια και γκόμενες! Ή τσοντάκηδες από τους παθολογικούς που το μηνάρουν διψήφιες φορές την ημέρα! Ή workaholics! Ή αλκοολικοί! Ή απλώς καμμένοι με οτιδήποτε! Κοινώς, μέρος της ευτυχίας του να είσαι straight άντρας, είναι ότι, τουλάχιστον συναισθηματικά, ότι δε θα χρειαστεί ποτέ να ανεχτείς κανέναν από όλους αυτούς τους βλαμμένους που κυκλοφορούν εκεί έξω!

Πλάκα πλάκα, μας ζαλίζουν τον έρωτα και μας πιπιλάνε τα μυαλά με όλες αυτές τις γκομενοσυναισθηματικές σαχλαμάρες που βγαίνουν με το κιλό, ενώ στην πραγματικότητα μια σωστή αντροφιλία είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο και πιο σπάνιο! Απλά (ειδικά αν είσαι αγοράκι) σκέψου : πόσες σχέσεις / γκομενοκαταστάσεις είχες μέχρι τώρα; Εντάξει, μη μας το μαρτυρήσεις κιόλας, έτσι κι αλλιώς ψέματα θα μας έλεγες! (και κατά προτίμηση, ένα φανταστικό πολλαπλάσιο του πραγματικού αριθμού των σχέσεών σου!) Απλά κράτα το μέσα σου. Τώρα σύγκρινε τον αριθμό με αυτό των πόσων αληθινών φίλων είχες μέχρι τώρα. Διαφορά τερατώδης και σαφώς υπέρ των σχέσεων! Δε θα επεκταθώ παραπάνω στο θέμα, εξάλλου έχω γράψει 2 επικά άρθρα σε τούτο το μπλογκ, τα “Αντρικές Φιλίες & Άλλες Αηδίες part I & II” τα οποία, εφόσον διαβάζεις Καμαριέρα, απλά ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ να τα αγνοείς! (στην πραγματικότητα, είναι μάλλον από τα πολύ λίγα άξια λόγου πράγματα που θεωρώ ότι έχω γράψει...) Αν βαριέσαι να τα ψάχνεις στα παλιά ποστ, απλά google-αρέ τα και θα σου βγουν. Είπαμε, αυτή η Καμαριέρα, είναι ΔΙΕΘΝΗΣ!!!

Ξεφύγαμε ή μου φαίνεται; Όπως και να έχει, το ταινιάκι αυτό πραγματεύεται αυτό το φλέγον ζήτημα. Και δεδομένου του πόσο δύσκολο είναι πραγματικά να το χειριστείς αυτό το θέμα, θα έλεγα ότι μια χαρά τα καταφέρνει. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι επαρκέστατο, αν και προσωπικά θα προτιμούσα πιο καθημερινούς, ρεαλιστικούς χαρακτήρες προκειμένου το κοινό να ταυτιστεί καλύτερα μαζί τους. Δεν έχουμε όλοι mancave δικό μας γκαράζ στο οποίο στεγάζουμε την κάθε φύσης γκ@βλα μας, ούτε είμαστε επιτυχημένοι επαγγελματίες διατηρώντας 100% ατόφια και ανεπηρρέαστη την ιδιαιτερότητα και την απαλεψιά μας. Ούτε και έχουμε τις απαραίτητες μουσικές γνώσεις προκειμένου να συμμετέχουμε παράλληλα σε rock συγκρότημα, αν και ΟΛΟΙ οι άντρες πιστεύω έχουν φανταστει κάποια στιγμή της ζωής τους να τζαμάρουν πάνω στη σκηνή.

(Προσωπικά, κάτι τέτοιο πρέπει να αποτελεί τη νούμερο 3 all time classic φαντασίωση του γραφόντα, μετά από ένα menage a trois με δυο μελαχρινούλια Βραζιλιάνικα MILFS (αλλά δέχομαι να συμβιβαστώ με δίδυμες Γαλλιδούλες! Ή δίδυμες Ολλανδέζες! Ή με τη Σάσα Μπάστα! Τη Megan Fox! Την Emma Stone! Μια οποιαδήποτε από αυτές τις υπέροχες γυναίκες που έπαιζαν τότε στο show του Benny Hill! Την Τέτα Ντούζου να πρωταγωνιστέι στο δικό μου ιδιωτικό “Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα!” Δε θα τελειώσω ποτέ έτσι που το πάω!!!) και το σημαντικότερο και ιερότερο όλων (το νούμερο ένα μου!) ακατονόμαστο μπέρδεμα που μεταξύ πολλών άλλων να περιλαμβάνει ρετσίνα ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ, το πρώτο DOOM στο παλιό μου Playstation και ένα ταψί φασόλια γίγαντες με μπέικον (Κοκέ θυμάσαι;) σε συνδυασμούς που ακόμα και ένας ξεδιάντροπος σαν και μένα, ντρέπεται να ομολογήσει!)

Όπως και να έχει, δεν υπάρχει τίποτα εξωπραγματικό στα χούγια και τις αδυναμίες τους τα οποία παρουσιάζονται με αρκετή αυθεντικότητα. Η Rashida Jones είναι ειλικρινά γλυκύτατη, το μέλι το ίδιο. Εξωτικό, ξανθομαυρισμένο, μιγάδικο μέλι. Ωστόσο δεν καταφέρνει να είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Μια όμορφη εικόνα. Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είναι επαρκέστατες. Λίγη παραπάνω φαντασία και πρωτοτυπία δε θα με χάλαγε, ωστόσο δεδομένου ότι μιλάμε για κωμωδία δε με παίρνει να ζητώ τον ουρανό και τα άστρα σε αυτούς τους τομείς. Καλοί διάλογοι και pacing και το όλο σύνολο τυλίγεται και παραδίδεται στην πόρτα σου με ένα ιδιαίτερα έυθυμο και αγαπησιάρικο τρόπο που ευτυχώς δεν ολισθαίνει σε διδακτισμούς, μελοδραματισμούς και πάσης φύσεως ζουμιά. Κερασάκι στην τούρτα τα πολλά και απάλευτα guest star, κάποια από αυτά απλά δεν υπάρχουν! Ένα θα πω και θα κλείσω : όσοι από εσάς μεγάλωσαν με Lou Ferignio, απλά θα προσκυνήσετε!!!

Talladega Nights : The Ballad of Ricky Bobby

Μάστορας : Adam McKay
Παίχτες : Will Ferrell , John C. Reilly , Gary Cole , Jane Lynch , Sacha Baron Cohen
Βαθμολογία : 3 / 5
Με δυό λογάκια :
O Ricky Bobby είναι ο καλύτερος οδηγός NASCAR των τελευταίων ετών. Έχει όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει κανείς : είναι αηδιαστικά πλούσιος, πετυχημένος, με μεγάλο κύκλο φίλων και υποτακτικών και μια απίστευτα καυτή σύζυγο. Όμως ένας ανταγωνιστής από το πουθενά, μια απροσδόκητη ήττα και ένα σοβαρό ατύχημα θα του στερήσουν όλα όσα του πρόσφερε η ζωή. Τώρα θα πρέπει να τα ξανακερδίσει όλα πίσω μαζί με το πιο δύσκολο βραβείο από όλα : τη χαμένη του αυτοεκτίμηση...

Αναλυτικότερα :
Θα μπορούσε ίσως να είναι το σκριπτ μιας επικής δραματικής / βιογραφικής ταινίας, αλλά αυτυχώς πρόκειται για κωμωδία! Για την ακρίβεια, είναι η ταινία που έκαναν ο Will Ferrell με τον John Reilly με τον ίδιο σκηνοθέτη, αμέσως πριν γυρίσουν το πολύ καλό “Step Brothers” κριτική του οποίου υπάρχει αυτό το μήνα στην Καμαριέρα! Σε αυτό το εργάκι όμως, το χιούμορ είναι άλλης σχολής. Έτσι, ενώ το Step Brothers είναι μια απάλευτη κωμωδία χαρακτήρων, εδώ οι χαρακτήρες δεν είναι τόσο πολύ αλλοπρόσαλλοι και τονίζεται περισσότερο η δυναμική της αφήγησης που σατυρίζει την κενότητα μιας ζωής που στηρίζεται μονάχα στα υλικά αγαθά και πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου και να σταθείς στα πόδια σου μονάχος, χωρίς καβάτζα καμιά. Ναι, υποθέτω ότι δεν υπάρχει τίποτα το αστείο σχετικά με τα παραπάνω, ωστόσο το ταινιάκι αυτό καταφέρνει να τους βγάλει την κωμική τους πλευρά και ουσιαστικά να τα παρουσιάσει με πολύ χαριτωμένο τρόπο, δίχως ίχνος διδακτισμού και δραματικότητας και κάπου εκεί βρίσκεται και η όλη ευφυία του.

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι όπως πάντα άψογο αν και αυτή τη φορά το βάρος έχει δωθεί πολύ περισσότερο στον Will Ferrell. Απόλυτα απολαυστικός επίσης είναι o... τρίτος των πρωταγωνιστών, Sacha Baron Cohen, ο γνωστός “Bruno” & “Borat” που εδώ δίνει ρεσιτάλ ως... σουρεάλ Γάλλος gay οδηγός τος Formula 1. Μεγάλε, μας έλειψες! (τουλάχιστον στην Ελλάδα, γιατί στην Αμερική είναι πανταχού παρών!) Καλή σκηνοθεσία και φωτογραφία, ειδικά οι racing σκηνές από τους αγώνες είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Εύσημα επίσης αξίζει και το soundtrack. Άλλη μια παραξενιά αυτής της ούτως ή άλλως ασυνήθιστης κωμωδίας είναι η φαινομενικά κατά το δοκούν εναλλαγή των ρυθμών. Εκεί που οι τόνοι κρατιούνται σχετικά χαμηλά, μπορεί άξαφνα να καφριλιάσει απίστευτα και μετά να το γυρίσει σε μια απίστευτα σουρεάλ κατάσταση. Από το αφηγηματικό να σου περάσει σε πιο “αγαπησιάρικο” κλίμα, να το ακυρώσει με ένα κάφρικο ενσταντανέ και όλα αυτά πάλι από την αρχή με τελείως άναρχο τρόπο. Παραδόξως, κάτι καθόλα καταστροφικό σε οποιαδήποτε άλλη ταινία, εδώ δουλέυει με άμεσο καλό αποτέλεσμα ότι δεν κάνει στιγμή κοιλιά και δε σε αφήνει ποτέ να βαρεθείς.

Από την άλλη, ίσως αυτή η εναλλαγή των στυλ να τη στερεί από κάποιον πιο ιδιαίτερο, ξεχωριστό χαρακτήρα. Κάποια αστεία και σκηνές, δείχνουν κατά καιρούς ξεκάρφωτα. Και κάποια θέματα στο φινάλε ίσως να ξεκαθαρίζονται πολύ πιο βιαστικά και απλοϊκά από όσο θα ήθελα. Whatever. Το “Talladega Nights” δεν παύει ποτέ να είναι ένα άκρως διασκεδαστικό έργο και σε μια κωμωδία, αυτό είναι που ζητάς πάνω από όλα. Μια πολύ αξιόλογη και πρωτότυπη κωμωδία από ένα δυνατό δίδυμο. Αξίζει την προσοχή σας.

Public Enemies

Μάστορας : Michael Mann
Παίχτες : Johnny Depp , Christian Bale , Stephen Dorff
Βαθμολογία : 2 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια δραματοποιημένη βιογραφία / ντοκυμανταίρ για τη ζωή του John Dillinger, του περιβόητου ληστή τραπεζών. Σκηνικό η Αμερική εν μέσω οικονομικής κρίσης, με τον Johnny Depp και τον Christian Bale στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Αναλυτικότερα :
Όταν έχεις τέτοια ονόματα και τέτοιο σκηνοθέτη να φιγουράρουν στα credits, ετοιμάζεσαι υποσυνείδητα να δεις ταινιάρα. Αμ δε. Είχα την πολυτέλεια να προετοιμαστώ ψυχολογικά για την ψυχρολουσία που θα έτρωγα από πολλά και έγκυρα reviews που εν ολίγοις την έθαβαν. Παρόλα αυτά η ψυχρολουσία παραμένει. Για πολλούς και διάφορους λόγους. Από πού να αρχίσω;

Σκηνοθεσία πιό ξερή κι από παξιμάδι. Αν και αυτό που βλέπεις στην οθόνη σου είναι καθόλα άρτιο στον τεχνικό τομέα, είναι απόλυτα στείρο και απογυμνωμένο από κάθε στοιχείο συναισθήματος ή καλλιτεχνικής ανησυχίας. Το σενάριο πάσχει. Ακολουθεί τη ζωή του John Dillinger ενώ αυτός έχει ήδη καθιερωθεί, πρακτικά αρχίζει από το ζενίθ της δράσης του. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν δίνεται το παραμικρό στοιχείο στο θεατή του τι στα κομμάτια είχε μέσα στο κεφάλι του αυτός ο τύπος, τι σκεφτόταν, τις κοσμοθεωρίες και ψυχολογία είχε. Από πού και πώς ξεκίνησε, τι ήταν αυτό που διαμόρφωσε το χαρακτήρα του, τίποτα, μα τίποτα. Επίσης, δεν περιγράφεται το γιατί αυτός ο χαρακτήρας, παρά την εγκληματική του δραστηριότητα ήταν τόσο λαοφιλής και αγαπητός από τον απλό κόσμο, πράγμα που στην ουσία είναι και ο λόγος... ύπαρξης αυτής της ταινίας. Θέλω να πω, ο λόγος που οι βιογραφίες γίνονται είναι επειδή κάποιος είχε καταφέρει ένα συμαντικό impact στην κοινωνία, σωστα; Οπότε αυτό που σου μένει, είναι μια ξερή και αδιάφορη αφήγηση... πολυτελείας.

Η ταινία έχει και τα θετικά της. Πολύ καλές ερμηνείες, τόσο από τον Johnny Depp όσο και από τον Christian Bale. Αποδεικνύουν και οι δυο ότι είναι ηθοποιοί με ερμηνευτικό εύρος. Πάνω που πίστευα ότι ο Johnny Depp μπορεί πλέον να αποδώσει μονάχα όταν υποδύεται σαλεμένους / psycho / απάλευτους χαρακτήρες και ότι ο Bale θα αποκτούσε κουσούρι από τη μόνιμα μουγκριτή φωνή που χρησιμοποιεί στις ταινίες του Batman. Ωστόσο, όλοι οι ηθοποιοί περιορίζονται από τους επιφανειακούς διαλόγους που δεν προσφέρουν την παραμικρή ευκαιρία για να εμβαθύνουν στον χαρακτήρα τους. Επιπλέον, έχει γίνει τρομερή δουλειά όσον αφορά την αναπαράσταση της εποχής. Σκηνικά, ρούχα, όπλα, φάτσες, κουρέματα, όλα είναι απλά άψογα προσεγμένα. Τα πάντα έχουν γίνει άψογα και το Σικάγο της δεκαετίας του '30 ζωντανεύει στην οθόνη σου καλύτερα και ζωντανότερα από κάθε άλλη φορά. Σίγουρα έπεσαν πολλά φράγκα για αυτή την ταινία και τουλάχιστον βλέπουμε που πήγαν.

Ρεζουμέ :
Ο Michael Mann εμμένει στη μέτρια δουλειά που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Ουσιαστικά, βλέποντας αυτό το έργο δεν αποκομείς περισσότερα πράγματα από το αν έβλεπες ένα ημιτελές ντοκυμανταίρ σχετικό με τη ζωή του John Dillinger. Βάζω το δυάρι αντί του 1,5 που πιθανώς να άξιζε, καθαρά και μόνο λόγω των υψηλών production values. Πολύ λίγες φορές τυγχάνει μια τόσο μεγάλη ταινία να έχει τόσα λίγα να πει.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Prom Night

Μάστορας : Nelson McCormick
Παίχτες : Brittany Snow , Scott Porter , Jessica Stroup , Dana Davis
Βαθμολογία : 1 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια κοπέλα που ήταν μάρτυρας στη δολοφονία των γονιών της από έναν μανιακό serial killer, προσπαθεί να τα βρει με τον εαυτό της και να αναρρώσει από τα ψυχικά τραύματά της. Αυτό που δε γνωρίζει, είναι ότι ο δολοφόνος δραπετεύει από τη φυλακή και είναι αποφασισμένος να τη βρει. Όλα αυτά θα συμβούν τη νύχτα του χορού των αποφοίτων του σχολείου της.

Αναλυτικότερα :
Σκεφτείτε “Αμερικάνικο slasher thriller”. Κάντε μια σούμα με όλα τα κλισέ που έχουν καθιερώσει ταινίες τύπου Halloween & Scream καθώς και οι άπειρες που τις αντέγραψαν. Ε, λοιπόν, όλα, μα ΟΛΑ θα τα βρείτε εδώ. Μονοδιάστατοι, γραφικοί χαρακτήρες που περιγράφονται με δυο λέξεις. “Καθημερινοι” έφηβοι, σχολιαρόπαιδα της διπλανής πόρτας που κατά τα άλλα νοικιάζουν λιμουζίνες, φοράνε πανάκριβα ρούχα, κοιμούνται σε πολυτελή ξενοδοχεία. Ηθικολογίες του κώλου, τεχνητά προκαλούμενη ένταση (εκεί που δεν υπάρχει) και ατέλειωτα κυνηγητά. Ουρλιαχτά και τσιρίδες και φυσικά ο μαύρος χαρακτήρας πάντα πεθαίνει!

Μετά φανταστείτε τα όσα καλά έχει αυτή η σχολή ταινιών. Μια κάποια αγωνία, μια ένταση. Έστω μέχρι να μάθεις ποιός είναι ο δολοφόνος. Μαχαιρώματα αβανταδόρικα, πρωτότυποι, κάφρικοι φόνοι, body count, αίμα και γενναίες δόσεις σπλατεριάς. Στυλ και cheesy πνεύμα. Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ο δολοφόνος είναι μούρη, έχει φαντασία και πρωτοτυπία στις μεθόδους και την εμφάνισή του, είναι μια προσωπικότητα που υπό διαφορετικές συνθήκες θα τη χαρακτήριζες ακόμα και χαρισματική. Ε, λοιπόν ΤΙΠΟΤΑ από όλα αυτά δεν υπάρχουν στο “Prom Night”!!! Από την πρώτη σκηνή του έργου, βλέπεις το πρόσωπο του δολοφόνου, ξέρεις ποιός είναι και τι θέλει. Και απογοητεύεσαι. Είναι ένας καψούρης κακομοίρης. Με καπελάκι του baseball. Και σκοτώνει με μαχαίρι. Αναίμακτα και εκτός κάμερας.

Θα προσπαθήσω να γράψω κάτι καλό για αυτό το ταινιάκι. Δυσκολεύομαι αλλά μάλλον το βρήκα. Καλή, διεκπαιρεωτική (αλλά μάλλον ανέμπνευστη σκηνοθεσία) και άψογη φωτογραφία. Γενικά, ο τεχνικός τομέας της ταινίας στέκει σε πολύ καλό επίπεδο και είχε πολύ περισσότερο budget από όσο χρειαζόταν και της άξιζε.

Splatter / Gore :
Αναίμακτοι φόνοι με τις στιγμές του μαχαιρώματος να συμβαίνουν πάντα εκτός κάμερας. Οι περισσότεροι από τους φόνους δεν έχουν καν κινηματογραφηθεί, ενημερωνόμαστε για αυτούς... εκ των υστέρων και “βλέπουμε” τα αποτελέσματά τους από μακριά στο background!

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Θα ήθελα (και μπορώ!) να φάω παστίτσιο μέσα στο αβυσσαλέο ντεκολτέ της μαυρούλας. Ή μουσακά. Αυτά.

Ρεζουμέ :
Άκρως αδιάφορο, κλισαρισμένο και άτολμο σε... όλα του, το “Prom Night” θα μπορούσε να χρησιμεύσει μόνο για παιδικό / εφηβικό κοινό που ακόμα δεν έχει δει ποτέ του θρίλερ. Οπότε μπορείς μάλλον να το δείξεις στο μικρό ξαδερφάκι σου πριν το μπάσεις στα κόλπα μιας αληθινής ταινίας τρόμου, με την ασφάλεια ότι μετά από αυτή την πρώτη επαφη δε θα χρεαστεί μετά να το τρέχεις έντρομο στους ψυχολόγους. Αλλά μάλλον το παιδάκι θα βαρεθεί πριν και από σένα. Τόσο ανώδυνο, που θα μπορούσε να έχει την υπογραφή Disney! Αποφύγετε.

Step Brothers

Μάστορας : Adam McKay
Παίχτες : Will Ferrell , John C. Reilly , Mary Steenburgen , Richard Jenkins
Βαθμολογία : 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Δυο 40ρηδες άντρες ζουν ο ένας με τη χωρισμένη μητέρα του και ο άλλος με το χήρο πατέρα του σε μια κατάσταση κακομαθημένης παρατεταμένης εφηβείας. Ξαφνικά τα πάντα αλλάζουν όταν οι πολύ πιο δραστήριοι και επιτυχημένοι γονείς τους γνωρίζονται, ερωτεύονται και αποφασίζουν να παντρευτούν. Η συγκατοίκηση θα είναι γεμάτη από κωμικοτραγικά γεγονότα. Οστόσο, εκεί που οι δυο αιώνιοι έφηβοι πάνε να τα βρουν, οι γονείς χωρίζουν. Και τότε αποφασίζουν να στήσουν ένα πλάνο προκειμένου να τους κάνουν να ξανασμήξουν...

Αναλυτικότερα :
Απίστευτα τρελή κωμωδία με το πρωταγωνιστικό δίδυμο να τα δίνει όλα! Ειλικρινά, ποτέ δεν περίμενα ότι θα τολμούσε ένας ηθοποιός να τσαλακώσει τόσο την εικόνα του! Συγχαρητήρια αξίζουν τόσο στον Will Ferrell, όσο και στον John Reilly που με τις ερμηνείες τους θα πέσεις από τον καναπέ σου από τα γέλια. Οι απάλευτοι, απίστευτοι χαρακτήρες του έργου σκιαγραφούνται πληρέστατα και αναδεικνύονται από το πολύ καλό και εξαιρετικά πρωτότυπο σενάριο. Για να μη παρεξηγούμαστε : εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με άλλη μια Αμερικανική mainstream κωμεντί, αλλά για μια κωμωδία χαρακτήρων με τα όλα της και με βαρβάτες απολαυστικές δόσης καφρίλας και αγορίστικου geek “σπασικλάδικου” πνεύματος! Η αλήθεια είναι ότι η ταινιούλα μάλλον απευθύνεται περισσότερο σε άντρες παρά σε γυναίκες και σκηνικά όπως ο Will Ferrell να τρίβει τα... τρυφερά του πάνω στα drums του John Reilly, προκειμένου να τον τσαντίσει, δεν ξέρω αν θα εκτιμηθούν δεόντως από το έτερόν σου ήμυσι. Αν όμως πιάσεις το νόημα του έργου, θα δεις ότι σχεδόν όλα τα απίθανα που βλέπεις ταιριάζουν μια χαρά σε κάτι που δεν είναι άλλο παρά μια ιστορία ωρίμανσης και αντρικής φιλίας.

Φυσικά δεν του λείπουν τα ελαττώματά του. Η ιστορία προς το τέλος ξεφουσκώνει και παρασύρεται σε διδακτισμούς. Γενικά, το τελευταίο μισάωρο της ταινίας περνάει τα τεκταινόμενα πολύ επιφανειακά και... στο ντούκου. Οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές είναι προχειροφτιαγμένοι και με ανεξήγητες, αλλόκοτες αντιδράσεις και συμπεριφορές. Και κάποια επιμέρους στοιχεία θα μπορούσαν ίσως να είχαν δουλευτεί καλύτερα, όπως και οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων θα μπορούσαν να είχαν σκιαγραφηθεί πολύ αναλυτικότερα. Αλλά όπως και να έχει, το “Step Brothers” δεν παύει να είναι μια θεότρελη, απάλευτη κωμωδία και ακριβώς σαν κάτι τέτοιο πρέπει να το εκτιμήσετε και να το απολαύσετε.

Moon

Μάστορας : Duncan Jones
Παίχτες : Sam Rockwell
Βαθμολογία : 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Στο μακρινό μέλλον η λύση στο ενεργειακό πρόβλημα θα δοθεί με μια μέθοδο που συμπικνώνει τις ακτίνες του ήλιου σε ένα κρυσταλλικής μορφής καύσιμο. Αυτό μαζεύεται και παρασκευάζεται σε μια βάση στη σελήνη. Η ταινία διηγείται την ιστορία ενός υπαλλήλου της εταιρίας που περνάει τις τελευταίες μέρες τις τρίχρονης σύμβασής του, σε απόλυτη απομόνωση στη βάση...

Αναλυτικότερα :
Το ταινιάκι αυτό είναι μια ανεξάρτητη Βρετανική παραγωγή που συνοδεύεται από διθυραμβικές κριτικές. Το συγκρίνουν μεταξύ άλλων με την “Οδύσσεια του Διαστήματος”. Τόσο βαριά λόγια. Να ξεκινήσουμε κατ' αρχήν από τα βασικά. Το “Moon” είναι μια γνήσια ταινία επιστημονικής φαντασίας, σαν αυτές που φτιάχνονταν τη δεκαετία του '70. Χωρίς εξωγήινους, ακτίνες λέιζερ και εκρήξεις. Σε αυτό το σημείο, όντως θυμίζει το “2001 : A Space Odyssey”. Έχει επίσης πολλά δανεισμένα στοιχεία από αυτό, όπως το εκτεταμένο κλίμα απομόνωσης και τον ρομποτικό χαρακτήρα (η φωνή του οποίου ανήκει στον Kevin Spacey). Επίσης, είναι μια δύσκολη ταινία. Κάποια στοιχεία του σεναρίου είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενα. Κάθε υπόνοια δράσης πρακτικά απουσιάζει και το cast των ηθοποιών απαρτίζεται... από ένα άτομο. Ερμηνευτικά, η ταινία είναι one man show με τον πολύ καλό Sam Rockwell να σηκώνει στους ώμους του όλο το βάρος της ταινίας. Σε γενικές γραμμές, η ταινία χρειαζόταν ένα πολύ καλύτερο budget από αυτό που έλαβε, πράγμα που φαίνεται στα πρόχειρα σκηνικά και τα μέτρια γραφικά υπολογιστή.

Αλλά είναι ένα μικρό διαμάντι, εφόσον μπεις στο hype να εκτιμήσεις τις αρετές του. Η σκηνοθεσία υπνωτίζει με ακίνητα, αποστειρωμένα πλάνα που υπερτονίζουν την απόλυτη ακινησία του σύμπαντος. Οι ερμηνεία του Sam Rockwell είναι αληθινά υψηλού επιπέδου, με την πονεμένη μοναξιά του να γίνεται συγκλονιστικά χειροπιαστή. Το σενάριο είναι πρωτότυπο και γνώσια παράξενο, από αλλού σε ξεκινά και αλλού σε φέρνει πριν το φινάλε. Παράλληλα δε σου επιτρέπει ποτέ να είσαι απόλυτα σίγουρος για το τι ακριβώς συμβαίνει στην ταινία. Γιατί ο χαρακτήρας αρρωσταίνει; Σε ένα φευγαλέο πλάνο όπου κοιτά logs των προηγούμενων εργαζόμενων στη βάση, φαίνεται τουλάχιστον άλλος ένας να παρουσιάζει μάλλον παρόμοια συμπτώματα. Μοκρές λεπτομέρειες σαν και αυτή υπάρχουν αρκετές κρυμμένες στην πλοκή και δίνουν ζωντάνια σε ένα ούτως ή άλλως ξένο σκηνικό και παράλληλα διατηρούν μια απαραίτητη ατμόσφαιρα μυστηρίου. Αν μη τι άλλο, το “Moon” είναι μια ταινία που τη βλέπεις περισσότερο με το συναίσθημα, παρά με το μυαλό. Πράγμα όμορφα οξύμωρο, άμα σκεφτείς ότι το genre της Επιστημονικής Φαντασίας είναι το πλέον “εγκεφαλικό”.

Ρεζουμέ :
Δύσκολο, απαιτητικό και διφορούμενο, το Moon ζητά πολλά από το θεατή. Δες το συνειδητοποιημένος για να απολαύσεις τις αρετές της ίσως μοναδικής αληθινής ταινίας επιστημονικής φαντασίας του 21ου αιώνα.

Όλα Θα Πάνε Καλά

Μάστορας : Γιάννης Ξανθόπουλος
Παίχτες : Φαίη Ξυλά, Έφη Παπαθεοδώρου, Δημήτρης Πιατάς, Άκης Σακελαρίου, Ορφέας Αυγουστίδης
Βαθμολογία : 3,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια παρέα μικροαπατεώνες σκαρώνουν ένα σχέδιο για να πιάσουν την καλή : σκοπεύουν να απαγάγουν ένα μεγαλοδικηγόρο. Όμως το σχέδιο δεν πάει ακριβώς όπως το σχεδίαζαν και έτσι καταλήγουν με όμηρο... την ηλικιωμένη θεία του. Ωστόσο, σύντομα τα πάντα θα αλλάξουν και η θειούλα θα αποδειχθεί ότι είναι... πολύ περισσότερο από όσο φαίνεται...

Αναλυτικότερα :
Είναι πάντα ευχάριστο να βλέπεις μια Ελληνική ταινία που τολμά να αψηφήσει τα καθιερωμένα. Που δε θυμίζει κακέκτυπο του “Safe Sex”, δεν έχει βρισιές, ουρλιαχτά και υστερίες και ούτε θυμίζει μεγάλο επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Το σενάριο αντλεί έμπνευση από τη σχολή του... “The Κόπανοι” - μακράν η καλύτερη Ελληνική ταινία της δεκαετίας του '80! Με άλλα λόγια, είναι μια κωμικοτραγική αξιστόρηση μιας... λαμογιάς που εννοείται ότι θα πάει όσο πιο στραβά γίνεται. Το πείραμα είχε επαναληφθεί με απόλυτη επιτυχία στο καταπληκτικό “Bank Bang” και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και εδώ. Για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα : το Bank Bang είναι πολύ καλύτερο από το “Όλα θα πάνε καλά”. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι και το τελευταίο δεν είναι τουλάχιστον αξιοπρεπέστατο.

Απροσδόκητα καλές ερμηνείες, ζωντανεύουν το πολύ καλό pacing που δε σε αφήνει ποτέ να βαρεθείς. Σε ικανοποιητικό επίπεδο βρίσκεται η σκηνοθεσία και η φωτογραφία, αν και θα μπορούσαν να είχαν δώσει περισσότερα. Η ιστορία είναι επίσης ένα από τα μεγάλα ατού της ταινίας, αν και δεν είναι χωρίς τις ατέλειές της. Συγκεκριμένα, έχω την αίσθηση ότι είδικά στο φινάλε το όλο συμμάζεμα γίνεται βιαστικά και με κάπως τετριμμένο τρόπο. Κάποια σημεία παραμένουν ανεξήγητα κατά τη διάρκειά της, ειδικά οι τρόπον τινά “υπερφυσικές” δυνάμεις της γιαγιάς όπως και ο ακριβής λόγος που την έκανε τόσο πολύ ανεπιθύμητη από τον ανιψιό της. Επίσης, το χαμηλό προφίλ που διατηρεί, δεν της επιτρέπει να κάνει κάποιες επιμέρους καλές στιγμές της να λάμψουν όσο θα μπορούσαν. Σε γενικές γραμμές πολλά κωμικά στοιχεία θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο κωμικά, τα δραματικά στοιχεία της πολύ πιο τονισμένα και τα σημεία δράσης, πολύ πιο... δραστήρια. Ωστόσο, η αξία της μειώνεται λίγο από αυτά τα ελαττωματάκια και δεν παύει ποτέ να είναι μια εξαιρετικά ευχάριστη ταινία που θα σας κάνει να περάσετε μια χαρά μέχρι να κυλήσουν οι τίτλοι τέλους.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Ευχαριστούμε για τις βυζάρες της Φαίης Ξυλά. Μας τις δείχνει σε όλη τους τη δόξα στην αρχή του έργου! Ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε. Και επίσης, ευχαριστούμε! Και πρέπει να σκουπίσω τα σάλια μου που τρέχουν. Whatever.

Ρεζουμέ :
Μια ιδιότυπη κωμική περιπέτεια με μαύρο χιούμορ. Καλοφτιαγμένη, γκαζωμένη και πρωτότυπη. Θυμίζει λίγο τις αντίστοιχες των αδερφών Koen. Όπως και να'χει, αν σας αρέσουν ταινίες τύπου “Bank Bang” θα τη βρείτε και με αυτό το ταινιάκι.

Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
1) Έχετε το νου σας για τα άπειρα guest που σεργιανίζουν στο εργάκι. Μπορείτε να τα βρείτε όλα;

2) Ο μάστορας μας έχει δώσει επίσης το “5 λεπτά ακόμα”.

3) Επιτέλους μια Ελληνική ταινία με καλό soundtrack. Φυσικά ΔΕΝ αναφέρομαι στο τραγούδι των τίτλων (που είναι του Χατζηγιάννη) αλλά στην καθεαυτή μουσική που ακούμε κατά τη διάρκεια της ταινίας. Πρωτότυπη και γκαζωμένη ροκιά, δένει άψογα και αναδεικνύει τα τεκταινόμενα επί της οθόνης.

Blood : The Last Vampire

Μάστορας : Chris Nahon
Παίχτες : Gianna Jun, Allison Miller
Βαθμολογία : 2 / 5
Με δυό λογάκια :
Η μικρούλα Saya, πίσω από την κ@βλοπιπεράτη εφηβική εμφάνισή της κρύβει... ένα βαμπίρ 400 χρονών. Όμως είναι καλό βαμπίρ και κυνηγάει τους κακούς δαίμονες που λυμαίνονται τον κόσμο. Όλα αυτά, με σκηνικό μια Αμερικανική βάση της αεροπορίας στην Ιαπωνία, τα χρόνια του πολέμου του Βιετνάμ.

Αναλυτικότερα :
Λοιπόν, όποιοι από εσάς σκέφτηκαν “Blade” να σηκώσουν το χέρι! Η αλήθεια είναι ότι οι ομοιότητες με το πιο γνωστό κινηματογραφικό ξαδερφάκι του “Blood” είναι αρκετές και τονίζονται ακόμα περισσότερο σε αυτή την κινηματογραφική μεταφορά. (που αντλεί την έμπνευσή της από την ομώνυμη σειρά graphic novels) Το σκηνικό, όπως και να έχει είναι ενδιαφέρον και το ταινιάκι αυτό θα μπορούσε να δώσει πολλά. Και να λέμε την αλήθεια έχει τις αρετές του. Καλή σκηνοθεσία και ατμοσφαιρική φωτογραφία. Συμπαθητικές ερμηνείες και πολλή “Γιαπωνεζιά”. Ωραία χορογραφημένες μάχες και μάλιστα με παλιομοδίτικο τρόπο, με τα σκοινιά!

Ωστόσο, τα πάντα καταστρέφει το απόλυτο θέατρο του παραλόγου που είναι το σενάριο. Η Saya έχει πατέρα άνθρωπο και μητέρα δαίμονα. Όμως είναι βρυκόλακας. Πώς και γιατί; Έτσι γεννήθηκε, προέκυψε, έτυχε, πέτυχε, what the fuck? Γενικά, τι γίνεται στην ιστορία; Και κυρίως ΓΙΑΤΙ γίνεται; Το έργο γιατί ονομάζεται έτσι; Ούτε χαρακτήρας με το όνομα Blood υπάρχει στην ιστορία, ούτε επ' ουδενί δεν υπονοείται ότι η Saya είναι ο τελευταίος βρικόλακας. Η μεγάλη αρχικακιά δαίμονας ενώ στην αρχή μας τη δείχνουν να ανατινάζει για την πλάκα της τηλεπαθητικά το κεφάλι ενός αθώου, εντούτοις κάθεται να ξιφομαχήσει και να σκοτωθεί με μάλλον έυκολο τρόπο από την πρωταγωνίστρια. Πιάνει στα χέρια της τη φίλη της Saya και αντί να της κάνει κάτι ακατονόμαστα κακό και σκατόψυχο, την πετάει απαλά μέσα σε μια... λιμνούλα με νερά. Οι δαίμονες τι ακριβώς είναι και τι μπορούν να κάνουν; Γιατί το μόνο που βλέπουμε στην οθόνη μας είναι κόκκινα μάτια και κακοφτιαγμένα make up effects. Α, και ένας από αυτούς μεταμορφώνεται κάποια στιγμή σε ένα άκρως αποτυχημένο... gargoyle από γραφικά υπολογιστή.

Splatter / Gore :
Σπαθιές, κοψίματα και μαχαιρώματα. Όμως το αίμα απεικονίζεται αποκλειστικά με εκνευριστικά γραφικά υπολογιστή που βγάζουν μάτι με το πόσο ψεύτικα είναι. Σε γενικές γραμμές, απογοήτευση.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Θα πρέπει να συμβιβαστείτε με τα - άψογα κατά τα άλλα - μπουτάκια της Saya όπως φαίνονται από τη μαθητική φουστίτσα της.

Ρεζουμέ :
Θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο και ξένα sites το βαθμολόγησαν με πολύ μεγαλύτερους βαθμούς. Να πω την αλήθεια δεν καταλαβαίνω το γιατί. Αν και μπορώ να δω τις όποιες αρετές του, αυτές δεν είναι αρκετές για να μου επιτρέψουν να του δώσω μια καλύτερη βαθμολογία. Καλύτερα να ξαναδείτε τα 2 πρώτα Blade.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Carriers (Πανδημία)

Μάστορες : Àlex Pastor, David Pastor
Παίχτες : Lou Taylor Pucci , Chris Pine , Piper Perabo , Emily VanCamp ,
Βαθμολογία : 3 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια θανάσιμη πανδημία εξολοθρεύει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της γης. Η ταινία διηγείται την ιστορία μιας παρέας νεαρών ενηλίκων που προσπαθούν να ολοκληρώσουν ένα επικίνδυνο ταξίδι, σε ένα κόσμο ουσιαστικά κατεστραμμένο και άκρως μολυσματικό...

Αναλυτικότερα :
Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεστε. Θανάσιμος ιός που μετατρέπει τους ανθρώπους σε κάτι τύπου ζόμπι / βρυκόλακες / whatever. Rugged style δράση, cool χαρακτήρες, splatter-ιά αβέρτα, κουνημένη κάμερα, βρωμιάρικη φωτογραφία, ζουμερές headshots και κατάχρηση της ατάκας “Shoot 'em in the head!” Ε, ΛΟΙΠΟΝ ΞΕΧΑΣΤΕ ΤΑ! To Carriers είναι ένα αμιγώς κοινωνικό έργο που σε πρώτο πλάνο τοποθετεί τις μεταβολές στις ανθρώπινες σχέσεις που προκαλούν ακραίες και απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις. Βασικά είναι άλλο ένα έργο τύπου “Cabin Fever” αλλά χωρίς το χαβαλε. Οι άνθρωποι που μολύνονται από τον ιό δε βγάζουν νύχια, δόντια και πλοκάμια, απλά κάτι μεγάλα εξανθήματα και πεθαίνουν από αιμορραγία.

Χωρίς πλάκα τώρα, είδατε σουξέ ο Η1Ν1; Νομίζω ότι πλέον μόνο έτσι μπορείς πια να κρίνεις αν κάτι έκανε πραγματικά γκελ στον ψυχισμό του κόσμου. Άμα κάποιο μεγάλο studio φτιάξει ταινία για αυτό. Χώρια που κάτι με τους εμβολιασμούς, κάτι με την προμήθεια των αντιικών φαρμάκων, πρέπει κάπως οι Αμερικάνοι να βγάλουν τα σπασμένα! Τώρα που ξεμπλέξανε με τον Β' Παγκόσμιο και βγάλανε τα έξοδά του μέσω Hollywood, (που με ολόκληρη βιομηχανία για ταινίες και σειρές με αυτό το θέμα, παίζει να βγάλανε και κέρδος δηλαδή, όχι μονάχα τα σπασμένα από τον πόλεμο) ήρθε και έκατσε ο νέος ιός. Δηλαδή κωλοφάση. Αλλά και ευκαιρία για κονόμα. Κάτι τέτοια τα βλέπω εξαρχής με κακό μάτι, λιγάκι προκατειλημμένα. Δε την πάω τη μαϊμουδιά, δε την αντέχω!

Παραδόξως, το εργάκι αυτό δεν ήταν τόσο κακό. Τουλάχιστον ήταν πολύ καλύτερο από ότι το περίμενα. Αλλά δυστυχώς, τα αρνητικά στοιχεία του ξεχωρίζουν πολύ περισσότερο από τα θετικά. Δυο πράγματα με ενόχλησαν σε αυτό το κατά τα άλλα καλοφτιαγμένο ταινιάκι. Πρώτον, ο Chris Pine. Αν και στο “Star Trek” μου είχε αφήσει τις καλύτερες των εντυπώσεων, εδώ είναι απλά μαλάκας. Με την έννοια ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι ένα νευρόσπαστο που το μόνο που θες είναι να το σπάσεις στο ξύλο. Βέβαια, το σενάριο προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτή την απίστευτα εκνευριστική performance. Είναι επειδής το παλικάρι είδε πολλά στη ζωή του, σκλήρυνε και ωρίμανσε πρόωρα και έγινε μουντρούχος, αντικοινωνικός και σπασ@ρχίδας. Δηλαδή, η κλισαδούρα η ίδια. Εγώ γιατί νομίζω ότι οι πραγματικά “ψημένοι” από τη ζωή άνθρωποι είναι αυτοί που ξέρουν να υπομένουν και τελικά να ανταποκρίνονται στα δύσκολα, ενώ οι υστερίες και τα γυναικουλίστικα ανήκουν σε αυτούς που τα βρήκαν όλα έτοιμα;

Δεύτερον. Πλήρης απουσία σεναρίου, νοήματος, πλοκής. Από την αρχή μαθαίνουμε ότι τα παιδιά ταξιδεύουν για να φτάσουν “στην παραλία”. ΓΙΑΤΙ; Κανείς δε μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει ποιός είναι ο λόγος που τους κάνει να ξεκινήσουν ένα ταξίδι που θα γίνει η αιτία να ξεκληριστούν τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς. Η δεύτερη κοπέλα στην παρέα πού κολλάει; καλά η πρώτη, είναι η γκόμενα του μαλάκα. Αλλά η άλλη; τι ρόλο βαράει;

Είπαμε πως κατά τα άλλα το ταινιάκι αυτό έχει τις αρετές του. Καλή φωτογραφία και σκηνοθεσία, που καταφέρνει να προσθέσει αγωνία και suspense σε σκηνές που σε οποιοδήποτε άλλο έργο θα περνούσαν στο ντούκου. Ωραιοι χαρακτήρες και ερμηνείες – εκτός από του μαλάκα. Μελαγχολική, ταξιδιάρικη ατμόσφαιρα και σε γενικές γραμμές καλογραμμένοι ρεαλιστικοί διάλογοι.

Splatter / Gore :
Αιμορραγικά εξανθήματα και πτώματα σε διάφορα στάδια σαπίλας. Άιντε και ένας δυο πυροβολισμοί. Δηλαδή λίγα πράματα.

Β / Κ (Βυζιά / Κώλοι) :
Τα λερωμένα τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα σουτιενάκια των 2 πρωταγωνιστριών.

Ρεζουμέ :
Έχει τις αρετές του, αλλά και πολλά ελαττώματα που μπορεί να το κάνουν κουραστικό. Καλύτερα να ξαναδείτε το “Cabin Fever” ή το “Outbreak” (το παλιό, με τον Dustin Hofman!)

Paul Blart : Mall Cop (O Μπάτσος του Mall)

Μάστορας : Steve Carr
Παίχτες : Kevin James , Keir O'Donnell , Jayma Mays , Raini Rodriguez
Βαθμολογία : 4 / 5
Με δυό λογάκια :
Ο Paul Blart είναι ένας συμπαθέστατος χοντρούλης που όνειρο ζωής του είναι να γίνει αστυνομικός. Δυστυχώς, αν και το πνεύμα του είναι παραπάνω από πρόθυμο, σωματικά απλά δεν το'χει. Έχοντας λοιπόν κοπεί πολλές φορές στις εξετάσεις για αστυνομικός, συμβιβάζεται στη δουλειά του φύλακα ενός εμπορικού κέντρου. Εκεί, προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του όσο το δυνατόν καλύτερα, αλλά εμπόδιο στο δρόμο του στέκεται η απόλυτη απαξίωση και περιφρόνηση που λαμβάνει από τους πάντες γύρω του. Όταν όμως μια ομάδα ληστών καταλάβουν το εμπορικό, παίρνοντας παράλληλα όμηρο την αγαπημένη του, ο κλήρος θα πέσει στον Paul να βγάλει μόνος το φίδι από την τρύπα.

Αναλυτικότερα :
Απόλυτα ευχάριστη ήταν η έκπληξη που μου επιφύλαξε αυτή η γλυκύτατη και συμπαθέστατη κωμωδιούλα! Να μου το θυμηθείτε : ο Kevin James είναι το next big thing στο χώρο της κωμωδίας! Δεν είναι μόνο που το τύπου “αρκούδος” παρουσιαστικό του σε κάνει αυτόματα να τον συμπαθείς. Είναι πάνω από όλα ένας πραγματικά καλός ηθοποιός με απίστευτη εκφραστικότητα. Το πρόσωπό του είναι ένας καμβάς συναισθημάτων που αλλάζει κατά το δοκούν με απλές παραμικρές κινήσεις. Καμία σχέση με καραγκιοζιλίκια τύπου Jim Carrey και δε συμμαζεύεται. Ωστόσο, η κωμωδία του είναι όσο πιο large γίνεται! Από αυτές που σε ρίχνουν από τον καναπέ σου από τα γέλια. Τεσταρισμένο και εγγυημένο!

Το εργάκι λέει επειδή απλά είναι η ιστορία του αξιαγάπητου loser που στο τέλος καταφέρνει να τα φέρει πέρα σε φαινομενικά αδύνατες για αυτόν συνθήκες. Είναι ένα πρότυπο που όλοι μας σε κάποια στιγμή της ζωής μας έχουμε ταυτιστεί, για αυτό και μιλάει πάντα στην καρδιά μας. Ο Paul είναι αληθινός, γήινος χαρακτήρας. Κάνει λάθη, έχει ελαττώματα και ανασφάλειες, έχει τα κόμπλεξ και τις αδυναμίες του. Ζει με τη μάνα του, η μόνη γυναίκα που έκανε σχέση μαζί του ήταν μια παράνομη μετανάστρια που ήθελε να... νομιμοποιηθεί, ψάχνει το ταίρι του μέσα από καμμένες σελίδες στο ίντερνετ. Αλλά μέσα του κρύβει ένα μεγάλο παλικάρι. Προσπαθεί να φέρει τη δουλειά του σε πέρας κι ας ξέρει ότι δεν έχει κανένα νόημα ή δικαιοδοσία, ότι όλο το σύστημα τον παραγκωνίζει και με τον τρόπο του στερεί κάθε ουσία και έργο από αυτή. Μπορεί να δραπετεύσει από το mall και να σώσει το τομάρι του από τους ληστές, αλλά με το που μαθαίνει ότι η κοπέλα που αγαπά βρίσκεται σε κίνδυνο, αρνείται τα σίγουρα και βάζει το κεφάλι του στο ντορβά. Και τελικά καταφέρνει να εξουδετερώσει τους ληστές με τον τρόπο του. Και σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα να σε κάνει να κατουριέσαι από τα γέλια.

Αν θα μπορούσα να κάνω ένα παραπονάκι σχετικά με το έργο, είναι η ύπαρξη κάποιων κλισαρισμένων καταστάσεων, καθώς και η κάπως επιφανειακή προσέγγιση σε όλους τους χαρακτήρες, πλην του πρωταγωνιστή και του θεϊκού Ινδού Παχούντ! Μιλάμε για την πιο cult φυσιογνωμία που έχει σκάσει μύτη τα τελευταία χρόνια! Απλά μην παραλείψετε να δείτε τις κομμένες σκηνές στο dvd που επεκτείνουν ακόμα περισσότερο στον απάλευτο χαρακτήρα του!

Ρεζουμέ :
Αβανταδόρικο, αγαπησιάρικο και πρωτότυπο, κερδίζει εντυπώσεις κυρίως εξαιτίας του larger than life πρωταγωνιστή του. Καιρό είχα να δω κωμωδία που δε ντρέπεται για το είδος της και δε διστάζει να χαβαλεδιάσει απερίσκεπτα. Συνάμα, διατηρεί χαρακτήρα και φινέτσα και ποτέ δεν χρησιμοποιεί φτηνό χιούμορ και καραγκιοζηλίκια για να κυλήσει. Άξιο και με το παραπάνω.

Knowing (Σκοτεινός Κώδικας)

Μάστορας : Alex Proyas
Παίχτες : Nicolas Cage , Chandler Canterbury , Rose Byrne , Lara Robinson
Βαθμολογία : 3 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια φαινομενικά τυχαία ακολουθία αριθμών που γράφτηκε από ένα μικρό κορίτσι, 50 χρόνια πριν, βγαίνει στο φως στην εποχή μας. Ένας καθηγητής ανακαλύπτει ότι αυτή συνδέεται με σχεδόν κάθε σημαντική καταστροφή των τελευταίων ετών και μάλιστα ότι προφητεύει άλλα 3 τρομακτικά γεγονότα που θα συμβούν στο άμεσο μέλλον, με το μεγαλύτερο όλων να απειλεί προφανώς όλη την ανθρωπότητα.

Αναλυτικότερα :
Αν μη τι άλλο, αυτό το εργάκι ξεκινά αλλιώς και τελειώνει τελείως διαφορετικά. Ξεκινά με μια προσγειωμένη μελαγχολική διάθεση όσο σκιαγραφεί τα δεινά του πρωταγωνιστή (Αγνώριστος ο Nicholas Cage! Πώς γέρασε και αυτό το παλικάρι!) και το πρόβλημα αλκοολισμού του. Συνεχίζει με μια πιο περιπετειώδη / εξερευνητική διάθεση τύπου “DaVinci Code” και καταλήγει σαν ένα ξενέρωτο μείγμα “Abyss” και “Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου”. Η ταινία έχει αν μη τι άλλο τις αρετές της. Ωραίο, μυστηριώδες κλίμα και πρωτότυπη ιστορία και στήσιμο, τουλάχιστον στο πρώτο μισό της. Τουλάχιστον η Σοφία και η Αφροδίτη που την είδαν μαζί μου, καταφτιάχτηκαν. Εγω, να πω την αλήθεια, στο τέλος ψιλοβαρέθηκα.

Μπορώ να παραβλέψω τις μέτριες ερμηνείες. Αν μη τι άλλο, ο Nicholas Cage, πάντα “παλτό” ήταν σαν ηθοποιός, με μοναδική πραγματικά αξιόλογη ερμηνεία της καριέρας του το “Leaving Las Vegas”. Μπορώ να συγχωρέσω ακόμα και τη μέτρια, απλώς διεκπαιρεωτική σκηνοθεσία, στο κάτω κάτω σε ταινίες τέτοιου τύπου είναι η ιστορία που προέχει. Αυτό που κάνει αυτό το ταινιάκι να πάσχει είναι η φιλοδοξία του σεναρίου του. Ένα σενάριο που περιλαμβάνει πάρα πολλά φαινομενικά ετερόκλητα στοιχεία και απλώνεται επικίνδυνα. Απ'όλα έχει εκεί μέσα! Αριθμολογία, αστρολογία, καταστροφολογία, θεωρίες συνωμοσίας για εξωγήινους αλλά και μεταφυσικές ανησυχίες Χριστιανικού τύπου. Φυσικά όλα αυτά δε γίνεται να χωρέσουν σε μια ταινία, όσο μεγάλη σε διάρκεια και αν είναι αυτή. Έτσι, αυτό που αναπόφευκτα συμβαίνει είναι μια ανυπόφορα επιφανειακή προσέγγιση όλων των επιμέρους στοιχείων της. Ίσως οι μικρότεροι σε ηλικία και το πιο casual κοινό να εντυπωσιαστέι, αλλά οι πιο “διαβασμένοι” από εσάς, μάλλον θα ξενερώσουν με την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται όλα αυτά τα πολύ σημαντικά θέματα.

Ρεζουμέ :
Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, το “Knowing” μου θύμισε ένα άλλο εργάκι-παλτό, το “The Day the Earth Stood Still”. Παρόμοιο θέμα, χαλαρές ερμηνείες, επιφανειακή αντιμετώπιση των θεμάτων του, άψυχη και ανέμπνευστη σκηνοθεσία, ΙΔΙΑ φωτογραφία. Φυσικά, το “Knowing” είναι πολύ καλύτερο σαν ταινία. Αλλά προσπαθεί να πραγματευτεί θέματα που για να μπλεχτούν μεταξύ τους με κάπως πειστικό τρόπο, θέλουν ένα βιβλίο τουλάχιστον 600 σελίδων. Για αυτό και, παρά τις όποιες αρετές του, την πατάει, όπως την πάτησε και ο “Κώδικας DaVinci”