Συγγραφέας : Dan Brown
Εκδοτική : (στην Ελλάδα) Α.Α.Λιβάνης
Η πιο κλασική κωλοφάση που θα σου τύχει, έτσι και οι δικοί σου άνθρωποι σε κόψουν για βιβλιοφάγο, είναι ότι σταδιακά, είτε το θέλεις είτε όχι, θα μαζέψεις όλα τα γνωστά βιβλία του Dan Brown! Ας όψεται η τερατώδης φήμη που έχουν αποκτήσει που ομολογουμένως τα κάνει εξαιρετική πρόταση για δώρο. Τόσο εξαιρετική δε, που ακόμα και αν τα προσφιλή σου πρόσωπα γνώριζαν την αλήθεια του πράγματος, ότι δηλαδή κανένας μελετητής – έστω και σε ερασιτεχνικό επίπεδο - τέτοιων θεμάτων δεν εκτιμά ουσιαστικά τον Dan Brown και τα γραφόμενα του, αυτό λίγο θα αρκούσε για να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη. Δεν είναι ότι τα βιβλία του είναι απαραίτητα άσχημα – για την ακρίβεια υπάρχουν πολλά άλλα απείρως χειρότερα. Αλλά η γλώσσα γραφής του είναι στεγνή, απογυμνωμένη από κάθε είδος καλλιτεχνικής ανησυχίας, αποστειρωμένη και εκνευριστικότατα politically correct. Και σχεδόν καθολικά, το θέμα τους αποδεικνύεται τελικά ότι είναι πολύ πιο ασήμαντο από όσο σε προετοίμαζαν εκατοντάδες επί εκατοντάδων σελίδων πριν την εκάστοτε αποκάλυψη του μυστηρίου. Δηλαδή πολύ κακό για το τίποτα, πράγμα που στην περίπτωση πχ μιας ταινίας το ξεπερνάς σχετικά ανώδυνα. Όμως, σε ένα βιβλίο το οποίο αφενός έχεις χρυσοπληρώσει, αφετέρου του έχεις αφιερώσει αρκετές ώρες από τη ζωή σου, το όλο concept αποτελεί τον ορισμό της απογοήτευσης.
Το παλικάρι, απλά δεν είναι λογοτέχνης – με την ετοιμολογική έννοια της λέξης, δηλαδή τεχνίτης του λόγου. Οι δε περίφημες απόκρυφες γνώσεις που αποκαλύπτει, δεν είναι τίποτα το άγνωστο σε κάποιον - έστω περιστασιακό - αναγνώστη περιοδικών τύπου “Strange” ή άλλων τόσων με αντίστοιχη θεματολογία που κυκλοφορούν ευρύτατα στα περίπτερα της χώρας μας και όχι μόνο. Άμα δε, έχεις διαβάσει και ένα – δυο σχετικά βιβλία, τότε ένα είναι σίγουρο : ο Dan Brown δεν έχει πρακτικά τίποτα να σου πει, πόσο μάλλον να σου αποκαλύψει κιόλας!
Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να τηρήσει ένα πνεύμα αντικειμενικότητας, δε μπορεί να παραβλέψει και τις αρετές του συγγραφέα, χάρη στις οποίες απολαμβάνει τέτοια ευρύτατη εμπορική (αν και όχι αντίστοιχη καλλιτεχνική) επιτυχία. Τα βιβλία του, παρά την κατά καιρούς ακατάσχετη πολυλογία, είναι εξόχως κινηματογραφικά, γραμένα σε ένα στυλ απλό, με το οποίο ο καθένας μπορεί να σχετιστεί. Οι περιγραφές του είναι ολοζώντανες και αντικειμενικότατες, είτε πρόκειται για ένα έργο τέχνης, ή για κάποια τοποθεσία την οποία οι περισσότεροι των αναγνωστών έτσι κι αλλιώς δε πρόκειται να τη δουν παρά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Και τέλος, έχει ένα απαράμιλλο ταλέντο να “εκλαϊκεύει” απόκρυφες γνώσεις, κομμάτια της παγκόσμιας μυστικής ιστορίας αλλά επιστημονικά δεδομένα και να τα προσφέρει στο κοινό του σε ιδιαίτερα “εύπεπτη” και ελκυστική μορφή, συνήθως υπό τη μορφή κάποιου πολύπλοκου πνευματικού γρίφου, στοιχεία του οποίου προσφέρει σταδιακά και έτσι σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και σε έχει στην “τσίτα” και σε μια κατάσταση παρατεταμένης εγρήγορσης... έτσι ώστε όταν καταλάβεις για τα καλά πια, ότι όλα αυτά που διαβάζεις είναι στην ουσία π@π@ριές, έχεις φτάσει ήδη στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου και πιάνεις τον εαυτό σου να το τελειώνει κοπιάζοντας, μάλλον ψυχαναγκαστικά και σύμφωνα με μια υποσυνείδητη λογική τύπου “φάγαμε το γάιδαρο, μας έμεινε η ουρά του”.
Γιατί ο τόσο παρατεταμένος πρόλογος θα με ρωτήσετε. Για να φτάσουμε γρήγορα στον επίλογο. Επειδή και αυτό, το πιο πρόσφατο βιβλίο του Dan Brown μοιράζεται ακριβώς τα ΙΔΙΑ χαρακτηριστικά με τα άλλα δυο διασημότερά του, τα “The DaVinci Code” & “Illuminati” τα οποία και επιχείρησα να σκιαγραφήσω στις προηγούμενες παραγράφους. Εν ολίγοις, ξέρεις ακριβώς τι παίρνεις, και από την καλή και από την ανάποδη, άσχετα από την προσπάθεια που καταβάλλεται για να μασκαρευτεί το κείμενο με έναν αέρα διαφορετικότητας. Δεν παίζει. Και δεν ήταν τελικά άδικες οι καθολικά αρνητικές κριτικές που πήρε – πλην αυτών που ανέκαθεν “τα παίρνουν” και οι οποίοι, φυσικά το εξύμνησαν.
Εν ολίγοις, το “The Lost Symbol” είναι κάπως πιο action oriented σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία. Μοιάζει στην αρχή καλύτερο, αλλά καταλήγει χειρότερο και κατώτερο όλων. Πολύ κατώτερο. Θυμίζε δε, περισσότερο το “Illuminati” στην πλοκή και στο στυλ του αλλά είναι πολύ πιο απλό στα νοήματά του και πιο “φτωχό” όσον αφορά την ποσότητα των αναφορών και των πηγών από τις οποίες αντλεί υλικό. Η ιστορία εν ολίγοις αφορά και πάλι (για τρίτη συνεχόμενη φορά) τον καθηγητή Langton που θα εμπλακεί σε (άλλη) μια κούρσα με το χρόνο, αυτή τη φορά για να σώσει τον καλό του φίλο (και Τέκτονα) Peter Solomon, αλλά και την αδερφή του που απειλούνται από έναν παράφρονα που εκβιάζει τον Langton, βάζοντάς τον να λύσει ένα (ακόμα) αίνιγμα. Για να βρει τη λύση, ο Langton θα κολυμπήσει στα βαθιά της ιστορίας και των παραδόσεων των Τεκτόνων, σε κωδικοποιημένα έργα τέχνης και στη μυστική ιστορία της Αμερικής.
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, το βιβλίο ξεκινά δυνατά. Τουλάχιστον πολύ πιο δυνατά σε σχέση με τα προηγούμενα του συγγραφέα. Ωραία τσαχπίνικη και ιντριγκαδόρικη πλοκή, πολλοί χαρακτήρες και ίσως ο πιο ψαρωτικός “κακός” που έχει σκαρφιστεί ο Dan Brown μέχρι τώρα. Τα πρώτα σημεία κόπωσης εκδηλώνονται πολύ πριν φτάσεις τα μισά του βιβλίου και εκδηλώνονται κυρίως μέσω των αδιάφορων διαλόγων, των μονοδιάστατων, ανεπαρκώς σκιαγραφημένων χαρακτήρων και των συνεχών επαναλήψεων στα όσα έχεις ήδη διαβάσει. Είναι ίσως το πιο cheap κόλπο που υπάρχει προκειμένου να αυξηθεί τεχνηκά η διάρκεια του βιβλίου και να γεμίζουν περισσότερες σελίδες, οι οποίες φυσικά θα πουληθούν και για περισσότερα φράγκα. Όταν λοιπόν διαβάσεις για πολλοστή φορά τα ίδια και τα ίδια, καθώς οι χαρακτήρες επιδίδονται σε ένα μαραθώνιο επεξηγήσεων και αναλύσεων των όσων σου έχουν (σαν αναγνώστη) ήδη δοθεί από το συγγραφέα, ε κάπου θα αρχίσεις μοιραία να βαριέσαι.
Το πράμα ξεστρατίζει για τα καλά λίγο πριν το τέλος, όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια και η φούσκα του θέματος, καθώς (και) εδώ, σχεδόν όλα όσα διαβάζεις είναι μια περίτεχνη “παπάτζα” που ουδόλως άξιζε τις 700 παρά κάτι σελίδες με τις οποίες πονοκεφάλιασες τόσες ώρες πριν. Απόλυτη απογοήτευση και ο περίφημος κακός, που τελικά δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν πλούσιο, κακομοίρη, παράφρονα... φουκαρά. Συνεχίζεις να διαβάσεις ψυχαναγκαστικά, λες δε μπορεί, θα φτιάξει στο φινάλε, λίγο ακόμα και τελειώσαμε... μόνο και μόνο για να σερβιριστείς ΚΟΥΡΑΔΕΣ στο τέλος, με ένα εθνικοχριστιανικό παραλήρημα του συγγραφέα, τίγκα στην Αμερικάνικη προπαγάνδα και στο μελένιο happy end για όλους φυσικά, ΕΚΤΟΣ από τον κακό της υπόθεσης, που επειδή δεν πιστεύει στο Χριστούλη και στην Παναγίτσα, πηγαίνει στην κόλαση! Κυριολεκτικά!
Εκδοτική : (στην Ελλάδα) Α.Α.Λιβάνης
Η πιο κλασική κωλοφάση που θα σου τύχει, έτσι και οι δικοί σου άνθρωποι σε κόψουν για βιβλιοφάγο, είναι ότι σταδιακά, είτε το θέλεις είτε όχι, θα μαζέψεις όλα τα γνωστά βιβλία του Dan Brown! Ας όψεται η τερατώδης φήμη που έχουν αποκτήσει που ομολογουμένως τα κάνει εξαιρετική πρόταση για δώρο. Τόσο εξαιρετική δε, που ακόμα και αν τα προσφιλή σου πρόσωπα γνώριζαν την αλήθεια του πράγματος, ότι δηλαδή κανένας μελετητής – έστω και σε ερασιτεχνικό επίπεδο - τέτοιων θεμάτων δεν εκτιμά ουσιαστικά τον Dan Brown και τα γραφόμενα του, αυτό λίγο θα αρκούσε για να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη. Δεν είναι ότι τα βιβλία του είναι απαραίτητα άσχημα – για την ακρίβεια υπάρχουν πολλά άλλα απείρως χειρότερα. Αλλά η γλώσσα γραφής του είναι στεγνή, απογυμνωμένη από κάθε είδος καλλιτεχνικής ανησυχίας, αποστειρωμένη και εκνευριστικότατα politically correct. Και σχεδόν καθολικά, το θέμα τους αποδεικνύεται τελικά ότι είναι πολύ πιο ασήμαντο από όσο σε προετοίμαζαν εκατοντάδες επί εκατοντάδων σελίδων πριν την εκάστοτε αποκάλυψη του μυστηρίου. Δηλαδή πολύ κακό για το τίποτα, πράγμα που στην περίπτωση πχ μιας ταινίας το ξεπερνάς σχετικά ανώδυνα. Όμως, σε ένα βιβλίο το οποίο αφενός έχεις χρυσοπληρώσει, αφετέρου του έχεις αφιερώσει αρκετές ώρες από τη ζωή σου, το όλο concept αποτελεί τον ορισμό της απογοήτευσης.
Το παλικάρι, απλά δεν είναι λογοτέχνης – με την ετοιμολογική έννοια της λέξης, δηλαδή τεχνίτης του λόγου. Οι δε περίφημες απόκρυφες γνώσεις που αποκαλύπτει, δεν είναι τίποτα το άγνωστο σε κάποιον - έστω περιστασιακό - αναγνώστη περιοδικών τύπου “Strange” ή άλλων τόσων με αντίστοιχη θεματολογία που κυκλοφορούν ευρύτατα στα περίπτερα της χώρας μας και όχι μόνο. Άμα δε, έχεις διαβάσει και ένα – δυο σχετικά βιβλία, τότε ένα είναι σίγουρο : ο Dan Brown δεν έχει πρακτικά τίποτα να σου πει, πόσο μάλλον να σου αποκαλύψει κιόλας!
Ωστόσο, αν θέλει κάποιος να τηρήσει ένα πνεύμα αντικειμενικότητας, δε μπορεί να παραβλέψει και τις αρετές του συγγραφέα, χάρη στις οποίες απολαμβάνει τέτοια ευρύτατη εμπορική (αν και όχι αντίστοιχη καλλιτεχνική) επιτυχία. Τα βιβλία του, παρά την κατά καιρούς ακατάσχετη πολυλογία, είναι εξόχως κινηματογραφικά, γραμένα σε ένα στυλ απλό, με το οποίο ο καθένας μπορεί να σχετιστεί. Οι περιγραφές του είναι ολοζώντανες και αντικειμενικότατες, είτε πρόκειται για ένα έργο τέχνης, ή για κάποια τοποθεσία την οποία οι περισσότεροι των αναγνωστών έτσι κι αλλιώς δε πρόκειται να τη δουν παρά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Και τέλος, έχει ένα απαράμιλλο ταλέντο να “εκλαϊκεύει” απόκρυφες γνώσεις, κομμάτια της παγκόσμιας μυστικής ιστορίας αλλά επιστημονικά δεδομένα και να τα προσφέρει στο κοινό του σε ιδιαίτερα “εύπεπτη” και ελκυστική μορφή, συνήθως υπό τη μορφή κάποιου πολύπλοκου πνευματικού γρίφου, στοιχεία του οποίου προσφέρει σταδιακά και έτσι σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και σε έχει στην “τσίτα” και σε μια κατάσταση παρατεταμένης εγρήγορσης... έτσι ώστε όταν καταλάβεις για τα καλά πια, ότι όλα αυτά που διαβάζεις είναι στην ουσία π@π@ριές, έχεις φτάσει ήδη στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου και πιάνεις τον εαυτό σου να το τελειώνει κοπιάζοντας, μάλλον ψυχαναγκαστικά και σύμφωνα με μια υποσυνείδητη λογική τύπου “φάγαμε το γάιδαρο, μας έμεινε η ουρά του”.
Γιατί ο τόσο παρατεταμένος πρόλογος θα με ρωτήσετε. Για να φτάσουμε γρήγορα στον επίλογο. Επειδή και αυτό, το πιο πρόσφατο βιβλίο του Dan Brown μοιράζεται ακριβώς τα ΙΔΙΑ χαρακτηριστικά με τα άλλα δυο διασημότερά του, τα “The DaVinci Code” & “Illuminati” τα οποία και επιχείρησα να σκιαγραφήσω στις προηγούμενες παραγράφους. Εν ολίγοις, ξέρεις ακριβώς τι παίρνεις, και από την καλή και από την ανάποδη, άσχετα από την προσπάθεια που καταβάλλεται για να μασκαρευτεί το κείμενο με έναν αέρα διαφορετικότητας. Δεν παίζει. Και δεν ήταν τελικά άδικες οι καθολικά αρνητικές κριτικές που πήρε – πλην αυτών που ανέκαθεν “τα παίρνουν” και οι οποίοι, φυσικά το εξύμνησαν.
Εν ολίγοις, το “The Lost Symbol” είναι κάπως πιο action oriented σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία. Μοιάζει στην αρχή καλύτερο, αλλά καταλήγει χειρότερο και κατώτερο όλων. Πολύ κατώτερο. Θυμίζε δε, περισσότερο το “Illuminati” στην πλοκή και στο στυλ του αλλά είναι πολύ πιο απλό στα νοήματά του και πιο “φτωχό” όσον αφορά την ποσότητα των αναφορών και των πηγών από τις οποίες αντλεί υλικό. Η ιστορία εν ολίγοις αφορά και πάλι (για τρίτη συνεχόμενη φορά) τον καθηγητή Langton που θα εμπλακεί σε (άλλη) μια κούρσα με το χρόνο, αυτή τη φορά για να σώσει τον καλό του φίλο (και Τέκτονα) Peter Solomon, αλλά και την αδερφή του που απειλούνται από έναν παράφρονα που εκβιάζει τον Langton, βάζοντάς τον να λύσει ένα (ακόμα) αίνιγμα. Για να βρει τη λύση, ο Langton θα κολυμπήσει στα βαθιά της ιστορίας και των παραδόσεων των Τεκτόνων, σε κωδικοποιημένα έργα τέχνης και στη μυστική ιστορία της Αμερικής.
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, το βιβλίο ξεκινά δυνατά. Τουλάχιστον πολύ πιο δυνατά σε σχέση με τα προηγούμενα του συγγραφέα. Ωραία τσαχπίνικη και ιντριγκαδόρικη πλοκή, πολλοί χαρακτήρες και ίσως ο πιο ψαρωτικός “κακός” που έχει σκαρφιστεί ο Dan Brown μέχρι τώρα. Τα πρώτα σημεία κόπωσης εκδηλώνονται πολύ πριν φτάσεις τα μισά του βιβλίου και εκδηλώνονται κυρίως μέσω των αδιάφορων διαλόγων, των μονοδιάστατων, ανεπαρκώς σκιαγραφημένων χαρακτήρων και των συνεχών επαναλήψεων στα όσα έχεις ήδη διαβάσει. Είναι ίσως το πιο cheap κόλπο που υπάρχει προκειμένου να αυξηθεί τεχνηκά η διάρκεια του βιβλίου και να γεμίζουν περισσότερες σελίδες, οι οποίες φυσικά θα πουληθούν και για περισσότερα φράγκα. Όταν λοιπόν διαβάσεις για πολλοστή φορά τα ίδια και τα ίδια, καθώς οι χαρακτήρες επιδίδονται σε ένα μαραθώνιο επεξηγήσεων και αναλύσεων των όσων σου έχουν (σαν αναγνώστη) ήδη δοθεί από το συγγραφέα, ε κάπου θα αρχίσεις μοιραία να βαριέσαι.
Το πράμα ξεστρατίζει για τα καλά λίγο πριν το τέλος, όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια και η φούσκα του θέματος, καθώς (και) εδώ, σχεδόν όλα όσα διαβάζεις είναι μια περίτεχνη “παπάτζα” που ουδόλως άξιζε τις 700 παρά κάτι σελίδες με τις οποίες πονοκεφάλιασες τόσες ώρες πριν. Απόλυτη απογοήτευση και ο περίφημος κακός, που τελικά δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν πλούσιο, κακομοίρη, παράφρονα... φουκαρά. Συνεχίζεις να διαβάσεις ψυχαναγκαστικά, λες δε μπορεί, θα φτιάξει στο φινάλε, λίγο ακόμα και τελειώσαμε... μόνο και μόνο για να σερβιριστείς ΚΟΥΡΑΔΕΣ στο τέλος, με ένα εθνικοχριστιανικό παραλήρημα του συγγραφέα, τίγκα στην Αμερικάνικη προπαγάνδα και στο μελένιο happy end για όλους φυσικά, ΕΚΤΟΣ από τον κακό της υπόθεσης, που επειδή δεν πιστεύει στο Χριστούλη και στην Παναγίτσα, πηγαίνει στην κόλαση! Κυριολεκτικά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου