Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Bruno (2009)

Ο Sacha Baron Cohen (που στον περισσότερο κόσμο έμεινε γνωστός από το ανεκδιήγητο Borat) επιστρέφει με μια νέα περσόνα (την τρίτη σε σειρά, μετά τον λευκό ράπερ Ali G & τον δημοσιογράφο από το Καζακστάν Borat) με την οποία ελπίζει να προκαλέσει τουλάχιστον ισάξιο ντόρο αλλά και επιτυχία. Πλέον, υποδύεται τον τρελοgay Αυστριακό tv persona, Bruno, που έχει εκπομπή μόδας στην τηλεόραση. Στην αρχή του έργου και με συνοπτικές διαδικασίες βλέπουμε το Bruno να αναρριχάται στην επιτυχία μόνο και μόνο για να γκρεμοτσακιστεί μετά, να γίνει ρεζίλι δημοσίως, να χάσει με θεαματικό τρόπο τη δουλειά του και να χωρίσει από τον εραστή του, ένα μικροσκοπικό Κινέζο (!) ονόματι Diesel (!!!) Μπουχτισμένος από τον εφήμερο και επιφανειακό κόσμο της μόδας, αποφασίζει να ξενιτευτεί στην Αμερική και να κάνει κάτι μακράν πιο ουσιώδες, δηλαδή... ό,τι περνάει από το χέρι του προκειμένου να γίνει διάσημος!

Επακολουθεί ο χαμός, με σχεδόν κάθε σκηνή της ταινίας να καταλήγει σε δημόσια gay τραγωδία και διαπόμπευση. Ο Bruno παίρνει συνέντευξη από την Paula Abdul καθίμενοι σε ένα σαλόνι φτιαγμένο... από Μεξικάνους βιοπαλαιστές (ενώ ταυτόχρονα τη ρωτά για το φιλανθρωπικό της έργο και συναισθήματα!), κάνει strip tease και την πέφτει δημόσια σε (αληθινό!) γνωστό πολιτικό, κάνει ξέφρενο λυσσαλέο oral sex στο... φάντασμα του τραγουδιστή των Milli Vanilli(!), πάει σε κέντρο απεξάρτησης από την ομοφυλοφιλια (ναι, μέχρι και τέτοια έφτιαξαν στην Αμερική!), πάει για κυνήγι με 3 κλασικούς rednecks (Ελληνιστί βλάχους) του Αμερικανικού Νότου και προσπαθεί να τους πείσει ότι μοιάζουν με την παρέα του... Sex & the City! και άλλα τόσο απίστευτα, όσο και αμέτρητα. Η ταινία είναι γυρισμένη στα πρότυπα του Borat, όπου οι περισσότεροι χαρακτήρες που πέφτουν στα χέρια του ανεκδιήγητου Bruno δε γνωρίζουν ότι εκείνη τη στιγμή συμμετέχουν σε κινηματογραφική παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, έχει άφθονα κακογυρισμένα και θολά πλάνα λόγω της μυστικής κάμερας, καθώς και μια διάχυτη αίσθηση reality εκπομπής.

Δε με χαλάνε όλα τα παραπάνω. Απεναντίας. Λάτρεψα το Borat. Για τούτο εδώ το φιλμάκι δυσκολεύομαι κάπως. Όχι ότι δεν είναι αρκετά κάφρικο. Κάθε άλλο, έχει ακόμα (ναι, είναι δυνατόν!) περισσότερη καφρίλα από το προηγούμενο έργο και πολύ πιο “ρόμπα” σκηνικά. Ωστόσο πιστεύω ότι όπως και το καλύτερο αστείο, αν το πεις δεύτερη φορά, χάνει την περισσότερη αξία του, έτσι και εδώ το σκηνικό επαναλαμβάνεται και μάλιστα με χαμηλωμένα τα στάνταρ. Μετά τη 200στή φορά που θα δεις το Bruno να χαϊδεύεται στο φακό με “ο-Θεός-να-την-κάνει-σέξι” αμφίεση, αρχίζεις να κουράζεσαι. Όλα, ΜΑ ΟΛΑ τα αστεία και οι καταστάσεις της ταινίας έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τη διακομώδηση της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας και είναι πάνω κάτω τα ίδια (δηλαδή όλα αφορούν φάσεις όπου καταγράφονται οι αντιδράσεις του κόσμου που έχει την ατυχία να έρθει σε επαφή με τον κεντρικό χαρακτήρα). Πέρα από όλα αυτά, είναι και το όλο concept κουρασμένο και κορεσμένο από τον ίδιο το δημιουργό του. Δεν ξέρω ακόμα πόσο άλλο μπορεί να “τραβήξει”.

Σίγουρα θα κάνει επιτυχία. Έχει υπερ-διαφημιστεί και προβληθεί από κάθε μέσο. Ο δημιουργός του θεωρεί ότι με αυτή την ταινία στηλητεύει και σχολιάζει την επιπολαιότητα και τη ματαιότητα του χώρου της μόδας, του life style και της εποχής μας κατ' επέκταση. Κάτι τέτοιο μπορούσα να το δω στο Borat και γέλασα με την καρδιά μου. Εδώ το έχασα. Σίγουρα είναι μια ταινία που θα τεστάρει τα όρια του χιούμορ σας. Ωστόσο, αφενός η παντελής έλλειψη πλοκής και επαρκούς λογου για να διαδραματίζονται όλα όσα βλέπετε στην οθόνη σας, όσο και το υπερβολικά trash, που συχνά ξεπερνά τα όρια του γκροτέσκου, θέαμα μειώνουν την όποια ευχαρίστηση που μπορεί να αντληθεί από τη θέαση αυτής της ταινίας. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ ανοιχτόμυαλο άνθρωπο, γέλασα σε κάποια σκηνικά του έργου, αλλά ομολογώ ότι μετά από κοντά μιάμιση ώρα όπου παρέλασαν μπροστά στην οθόνη μου κάθε λογής αλλοπρόσαλες εμφανίσεις, ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ψωλές (πούτσες προφίλ, πούτσες αν φας, πούτσες πλαστικές κάθε χρώματος, ακόμα και πούτσες που μιλάνε!) εκνευριστική ψευτογερμανική προφορά και κάποια φιλοναζιστικά “αστειάκια”, υποδέχτηκα τους τίτλους τέλους με ένα συναίσθημα ανακούφισης. Άμα θέλω να δω καρικατούρα αδερφής, σε τελική ανάλυση ο Σεφερλής το κάνει καλύτερα. (και αν θέλετε πραγματικά να κατουρηθήτε στα γέλια, δείτε Κώστα Τσάκωνα να κάνει τον gay. Εκεί μιλάμε για αληθινό hardcore γέλιο!)

The Good, the Bad and the Weird


Θυμάστε μια παλιά διαφήμηση για κάποιο Κινέζικο κλιματιστικό? Αυτή που είχε δυο ανεκδιήγητους Κινέζους καουμπόηδες (!) να ανταλλάσσουν, φυσικά στη γλώσσα τους, προκλήσεις και προσβολές, πριν να μονομαχήσουν? Ήταν εκείνη που τελείωνε με την ατάκα “Μπορεί να μην είμαστε γνωστοί για τα Γουέρστερν μας, αλλά είμαστε γνωστοί για τα κλιματιστικά μας”. Ε, λοιπόν, η Κίνα διεκδικεί μια θέση στον ήλιο ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ!!! Και μάλιστα το κάνει με τόση χάρη, πιστότητα και σεβασμό στο πνεύμα του αυθεντικού και χαβαλεδιάρικια διάθεση που πραγματικά προκαλεί εντύπωση και ξεχωρίζει. Ναι λοιπόν, καλά ακούσατε. Κινέζοι καουμπόηδες! Περιττό να σχολιάσουμε ότι ο τίτλος παραπέμπει απευθείας στο κλασικό “Ο καλός, ο κακός και ο άσκημος.” Αντίστοιχης φύσης είναι και η πλοκή. Ένας χάρτης που οδηγεί στην τοποθεσία ενός αμύθητου θησαυρού τραβάει την προσοχή διάφορων ατόμων και power groups που τον διεκδηκούν με μανία. Επακολουθεί χαμός όπως μόνο οι Κινέζοι μπορούν να τον απεικονίσουν. Ωστόσο, κάτι που μέχρι πρότινος γινόταν κατά κανόνα σε b-movies, που από τη φύση τους περιορίζονται λόγω του μειωμένου budget και σχεδόν πάντα είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν να απεικονίσουν επαρκώς το οπτικό μέρος του concept τους, εδώ έχουμε να κάνουμε με μεγάλη παραγωγή, άψογα εφέ και ενορχηστρωμένη δράση, ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ κομπάρσους, καλές ερμηνείες και (αυτό κι αν είναι σπάνιο!) καλή σκηνοθεσία!

Αναμείξτε στο μυαλό σας τις καλύτερες και πιο γκαζωμένες σκηνές από ταινίες γουέστερν. Προσθέστε κορυφαίες kung fu φάσεις σαν και αυτές που έκανε ο Chackie Chan στα νιάτα του. Βάλτε σκηνικά και ατμόσφαιρα που θυμίζουν βρωμιάρικες μεξικάνικες περιπέτειες τύπου Death Race, Desperado, Once Upon a Time in the West. Όλα αυτά τυλίξτε τα σε μια κορυφαία και πολύ προσεγμένη μοντέρνα παραγωγή τύπου Kung Fu Hustle (θεϊκό αμάλγαμα χαβαλεπολεμικών τεχνών, αν δεν το έχετε υπόψη σας, τρέξτε και δείτε το τώρα!) και αρωματίστε με ένα ιδιότυπο “γκαφατζίδικο” μαύρο χιούμορ. Ναι, το The Good, the Bad & the Weird τα σπάει! Οι action sequences είναι όλα τα λεφτά με εκατοντάδες διαφορετικές λήψεις, κάμερα που δεν ηρεμεί ποτέ, καλά παλιομοδίτικα ακροβατικά (ξέρετε τώρα, αυτά με τα σκοινιά) στυλ αλλά και ουσία. Χαρακτηριστικότερη (και απολαυστικότερη) όλων η καταδίωξη πριν το τέλος όπου κυνηγιούνται για το χάρτη ο καλός, ο περίεργος, ο κακός, η συμμορία εγκληματιών του κακού, μια συμμορία ληστών του βουνού και ένα τάγμα του κινέζικου στρατού(!!!). Κερασάκι στην τούρτα το εντυπωσιακό soundtrack.

Τι άλλο να πούμε? Το εργάκι έχει καρδιά, ψυχή, κότσια, πρωτοτυπία, σεβασμό, ήθος αλλά και χαβαλέ και στηρίζεται από την κατάλληλη παραγωγή. Μοναδικό μειονέκτημα η πολύ μεγάλη διάρκειά του (2 ώρες και 15 λεπτά) και το ότι (αυτό βέβαια είναι υποκειμενικό) καθώς το δεύτερο μισό του διαδραματίζεται στην έρημο, το ηλιοκαμένο, μονότονο σκηνικό κουράζει κάπως το μάτι. Συνιστάται ανεπιφύλακτά. Δεν είναι ίσως για όλους, αλλά οι απανταχού b-movieάδες και όσοι εκτιμούν τον Κινέζικο (και όχι μόνο) κινηματογράφο, τους σινεφίλ φόρους τιμής και τους κλασικούς στερεότυπους αγαπημένους χαρακτήρες θα το λατρέψουν.
Βαθμολογία : 4/5

Alien Raiders (2008)


Οι εξωγήινοι ξανάρχονται σε αυτή την b-movie που έρχεται από την Αμερική και προφανώς βγήκε κατευθείαν για την αγορά του dvd. Ωστόσο μη σκεφτείτε διαστημικά σκηνικά τύπου Aliens ή σαν και αυτά των ταινιών του Roger Corman (θεός! Προσκυνώ!!!). Όχι, εδώ το σκηνικό είναι πολύ πιο πεζό και γήινο. Ουσιαστικά το στόρυ αφορά την ιστορία μιας ομάδας ένοπλων ημιπαρανοϊκών renegades που τους κυνηγάει και προσπαθεί να τους εξολοθρεύσει προτού προκαλέσουν στην ανθρωπότητα μεγάλο κακό. Επειδή εδώ οι εξωγήινοι είναι μπαμπέσηδες. Κλέβουν το σώμα των θυμάτων τους και την ταυτότητά τους, το παίζουν Παναγίτσες για όσο τους βολεύει και όταν τα πάρουν στο κρανίο παθαίνουν ένα ντουβρουτζά και βγάζουν νύχια, δόντια, πλοκάμια και άλλα παρεμφερή αξεσουάρ του επαγγέλματος.

Ναι, θυμίζει κάτι. Συγκεκριμένα, θυμίζει πολλά. The Thing, Invasion of the Body Snatchers και άλλα τόσα άπειρα. Δεν είναι αυτό απαραίτητα κακό. Εξάλλου οι μισές b-movies εκεί έξω είναι τρόπον τινά αντιγραφές – φόρος τιμής από άλλα γνωστά ιερά τέρατα του είδους τους. Αυτό που πειράζει είναι η φιλοδοξία ενός δημιουργού να φτιάξει κάτι πολύ παραπάνω από όσο μπορεί και να πάρει τον εαυτό του και την ταινία του πολύ πιο σοβαρά από όσο χρειάζεται. Κοινώς, να δαγκάσει πολύ παραπάνω απ' όσο φτουράει η μασελίτσα του. Το πρώτο πράγμα που χτυπάει στο μάτι είναι η υπερβολικά τηλεοπτική φωτογραφία. Και μάλιστα με τη χειρότερη έννοια. Προφανώς έχει γυριστεί με home camera και το αποτέλεσμα, τουλάχιστον οπτικά μοιάζει με εκπομπή στο ΤΗΛΕΦΩΣ. Ερμηνείες ανύπαρκτες, καθώς και τα σκηνικά, καθώς όλη η ταινία λαμβάνει χώρο σε ένα... σούπερ μάρκετ (!) χωρίς ίχνος εξωτερικών γυρισμάτων. Η μια και κάτι ψιλά ώρα που διαρκεί είναι ένα συνεχόμενο μαυρισμένο και θολό πλάνο με σκοπό να κρύψει τις ατέλειες της ταινίας, τις αδυναμίες της παραγωγής και το περιορισμένο πεδίο δράσης που προσφέρει ο χώρος.

Ωστόσο, είναι άδικο να τη θάψω έτσι άδοξα. Το σενάριο είναι μια καλή συρραφή γνωστών και αγαπημένων καταστάσεων από κλασικές ταινίες του είδους. Από ιδιόρυθμα τεστ αίματος (όπως και στο The Thing), καφρίλες, παρανοϊκό σκηνικό (ποιός είναι όντως άνθρωπος και ποιός εξωγήινος?) μέχρι psychic investigators (!!!), όλοι οι καλοί χωράνε και το όλο εγχείρημα πραγματώνεται με σεβασμό και θέρμη που μαρτυρά ότι το παλικάρι που σκηνοθετεί είναι τρελός φαν. Και κάτι τέτοιο μόνο καλό μπορεί να είναι. Η τελική μάχη και το φινάλε είναι αρκετά καλά, αν και κάπως προβλεπέ. Και τα make up effects στο πλάσμα (ή τουλάχιστον σε ό,τι φαίνεται από αυτό) είναι τουλάχιστον αξιοπρεπή. Για ερασιτεχνική προσπάθεια δεν είναι καθόλου κακή. Θα ήθελα να το δω με “κανονική” σκηνοθεσία, φωτογραφία, ηθοποιούς και παραγωγή. Του άξιζε! Αλλά όπως είναι στην παρούσα μορφή του, δε μπορώ να του δόσω παραπάνω από ένα 2,5 / 5.

Κάψε Εγκέφαλο! Ξανά! : May, Aftermath, The Brood


Σε αυτό, το δεύτερο μέρος της στήλης “Κάψε Εγκέφαλο...”, η diethnis kamariera κάνει ένα παράτολμο ταξίδι σε κάποια από τα πιο ψυχολογικά μακάβρια, υποβλητικά, άρρωστα θρίλερ που έχουν υπάρξει ποτέ. ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ : ακολουθήστε με δική σας ευθύνη.

May (2002)
Δεν το γνώριζα αυτό το ταινιάκι μέχρι πρότινος. Κακώς. Πρόκειται για ένα από τα πιο psycho άρρωστα έργα που έχω δει και κοσμείται με κάποιες από τις πιο ενοχλητικές σκηνές στην ιστορία των θρίλερ. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, της May και το χρονικό της κατάδυσής της στην τρέλα. Με αφετηρία το εκ γενετής πρόβλημά της (γεννήθηκε αλλοίθωρη) αλλά και το καταπιεστικό οικογενειακό της περιβάλλον, στην ενηλικίωση και την απελπισμένη αναζήτηση της αγάπης. Η May είναι ντροπαλός, μοναχικός άνθρωπος. Μοναδικός της φίλος σε όλη της τη ζωή είναι μια μακάβρια κούκλα που την έφτιαξε η μάνα της. Σε αυτή προβάλλει τα όνειρα και τις ελπίδες της, της προσδίδει μια ξεχωριστή προσωπικότητα και συζητάει μαζί της, ακούει τη φωνή της μέσα στο βασανισμένο μυαλό της.

Η May αγαπά παράφορά, ανώριμα και άνευ όρων, σαν μικρό παιδί. Αλλά γνωρίζει μόνο την απόρριψη και την ασχήμια του κόσμου. H κούκλα φίλη της αδυνατεί να τη συμβουλέψει, γιατί απλά οι γνώσεις της για τη ζωή και τους ανθρώπους περιορίζονται στα όσα (τόσο λίγα!!!) γνωρίζει η ίδια. Προσέξτε ότι οι ρωγμές στο γυάλινο κουτί της κούκλας αντανακλούν τον ψυχικό κόσμο της May που σταδιακά καταρρέει. Και όταν η κούκλα σπάει, πλέον δεν υπάρχει επιστροφή. Η May από τη στιγμή που δε μπορεί να βρει ένα φίλο να σταθεί στο πλάι της, αποφασίζει να φτιάξει έναν. Κομμάτι κομμάτι μαζεύει όλα τα επιμέρους στοιχεία που λάτρεψε από διάφορους ανθρώπους. Τα χέρια της πρώτης της αγάπης. Το λαιμό της ερωμένης της. Πόδια, κορμό, κεφάλι από άλλους. Τα ράβει και τα ταιριάζει μεταξύ τους, όπως έκανε τότε και η μάνα της όταν έφτιαχνε την κούκλα. Επειδή ο νέος της “φίλος” δε μπορεί να την κοιτάξει στα μάτια, βγάζει το ένα δικό της και της / του το προσφέρει. Και όταν διαπιστώσει ότι ούτε αυτό δεν αρκεί για να του / της εμφυσήσει τη ζωή, απελπίζεται, ξεφεύγει τελείως από την πραγματικότητα.

Ίσως όλα αυτά να μη σε άγγιζαν τόσο, άμα τα έβλεπες να συμβαίνουν σε κάποιο πιο αδιάφορο, απρόσωπο χαρακτήρα, σαν τον κλασικό μασκοφόρο serial killer των ταινιών τρόμου. Αλλά εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς. Ύπουλα, υποχθόνια, η ταινία δουλεύει εναντίον σου, χτίζοντάς σκαλί σκαλί το νοσηρό σκηνικό. Το κόλπο είναι ότι σε κάνει να συμπαθήσεις ουσιαστικά την May, να ταυτιστείς και να συμπάσχεις μαζί της. Γιατί οι φόβοι και οι ανασφάλειές της είναι μια σκοτεινότερη αντανάκλαση των αντίστοιχων δικών σου. Επειδή, σε τελική ανάλυση, η May είναι απλά ένα παιδί που ζητά να την αγαπήσουν. Όπως όλοι μας. Η λύτρωση υπάρχει και πάντα θα βρεθεί. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ακόμα και για τη May, σε ένα φινάλε που είναι ό,τι πιο ποιητικά, σπαραξοκάρδια άρρωστο έχεις δει ποτέ.

Aftermath
Σαπίλα. Χωρίς σενάριο, διαλόγους, λόγο ύπαρξης. Επειδή το πραγματικό κακό δε θέλει αιτία να υπάρξει και να εκδηλωθεί. Απλά το κάνει επειδή μπορεί. Η κάμερα ταξιδεύει με τελείως πεζό και ρεαλιστικό τρόπο στους χώρους ενός νεκροτομείου. Χαϊδεύει τα δωμάτια, τις μαρμάρινες επιφάνειες, τα κοφτερά εργαλεία στον πάγκο, τα μεταλλικά κρεβάτια. Τα πτώματα. Οι γιατροί δεν έχουν πρόσωπο, μια μάσκα κρύβει μόνιμα τα χαρακτηριστικά τους. Τα πτώματα ανατέμνονται ψυχρά, κομμάτια κρέας είμαστε όλοι. Όπως όπως, όταν τελειώσει η νεκροψία, ό,τι περισσεύει χώνεται όπου υπάρχει ανοιχτός χώρος και ράβεται βιαστικά, χοντροκομμένα.

Όταν πέφτουν τα φώτα, αρχίζει η τρέλα. Ο γιατρός επιστρέφει. Ακόμα δεν έχει πρόσωπο, μονάχα μια χειρουργική μάσκα. Το πτώμα της κοπέλας τον περιμένει. Ήταν κάποτε όμορφη. Ακόμα είναι. Την ανοίγει, την κόβει σε διάφορα τυχαία σημεία. Νευριάζει, τρελαίνεται. Την μαχαιρώνει επανηλημμένα στα γεννητικά όργανα με το νυστέρι. Ανεβαίνει πάνω της και κάνει έρωτα στις πληγές της. Ακόμα φοράει μάσκα. Τελειώνει μέσα της, απογοητευμένος. Όταν φεύγει, παίρνει ένα αναμνηστικό της νύχτας που περάσανε μαζί. Την καρδιά της. Ξημερώνει η επόμενη μέρα. Με το φως του ήλιου όλα φαίνονται αλλιώς. Αλέθει την καρδιά στο μπλέντερ και την ταϊζει στο σκύλο του. Υπάρχει και σίκουελ, Aftermath 2 : Genesis. Δε θα το δω.

The Brood
Απλά η καλύτερη ταινία του Cronenberg. Και η πιο άρρωστη. Βαθύ, διαβασμένο ψυχιατρικό (σε αντιδιαστολή με το ψυχολογικό) θρίλερ που δε διστάζει να λερώσει όποτε χρειαστεί τα πλάνα του στον άλυκο βούρκο της γραφικής βίας. Δε θέλω να πω τίποτα παραπάνω για αυτή την ταινία, γιατί αναπόφευκτα θα μαρτυρήσω αποσπάσματα από το καταπληκτικό, πανέξυπνο σενάριο και είναι κρίμα. Ίσως να δυσκολευτείτε να την καταλάβετε. Να θυμάστε όταν τη βλέπετε :

“...το άγχος είναι το πρώτο και θεμελιακό σύμπτωμα μετά από κάθε μη πλήρως απωθημένη σύγκρουση...”

αλλά και

“...βασικός στόχος στην ψυχική οικονομία είναι να μη βιωθεί το πιο δυσάρεστο και πρωταρχικό συναίσθημα, το ΑΓΧΟΣ...”

Αυτό είναι νομίζω το κλειδί της ταινίας. Γιατί όλα όσα γίνονται σε αυτή είναι απλά μια παραφυσικά τραβηγμένη περίπτωση σωματοποιημένου άγχους. Αργεί λίγο να ξεκινήσει, αλλά μη μασήσετε. Η ταινία είναι αριστούργημα. Ποτέ ξανά δεν μπόρεσε (δυστυχώς!) ο Cronenberg να τη φτάσει. Αν σας αρέσουν οι psycho φιλμικές καταστάσεις, μην τολμήσετε να την αγνοήσετε. (τα αποσπάσματα μέσα σε εισαγωγικά είναι παρμένα από το βιβλίο ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ – επιμέλεια Ιεροδιακόνου, Φωτιάδη, Δημητρίου, Εκδόσεις Μαστορίδη)

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Fanboys


Μια κλασική σπασικλοπαρέα, “άρρωστοι” με τις ταινίες Star Wars, ξεκινούν ένα τρελό ταξίδι από τον τόπο τους μέχρι το Skywalker Ranch, το “αρχηγείο” του George Lukas για να δουν το (τότε ακόμα στα τελευταία στάδια επεξεργασίας) καινούριο ακυκλοφόρητο έργο της σάγκας, Star Wars Episode I : The Phantom Menace. Εκείνα τα περίπου 15 χρόνια που μεσολάβησαν από το Return of the Jedi μέχρι το Phanom Menace, δεν ήταν και τα ευκολότερα για τους οπαδούς του Star Wars. Ούτε και τα επόμενα. Δεν είναι και λίγο να περιμένεις τόσα χρόνια να δεις μια ταινία και όταν επιτέλους αυτή κυκλοφορεί, να τρως στη μάπα για δυο ώρες τον Jar Jar Binks! (ίσως ο εκνευριστικότερος χαρακτήρας που έχει εμφανιστεί σε ταινία. Ever.) Και ναι, το “The Phantom Menace” είναι όντως και επίσημα η πιο πολυαναμενόμενη ταινία όλων των εποχών. Ίσως και η πιο απογοητευτική, προσθέτω εγώ. Ωστόσο, πάνω στο μύθο και στο ντόρο που είχε στηθεί γύρω από αυτό, βρέθηκε γόνιμο έδαφος για να φτιαχτεί αυτό το άκρως έξυπνο, πρωτότυπο και διασκεδαστικό ταινιάκι.

Όσοι έχουν περάσει από κάποια σπασικλοφάση στη ζωή τους, στάνταρ θα βρουν κάτι από τον εαυτό τους σε αυτό το ταινιάκι! Δεν το συζητώ για τους φαν του Star Wars, αυτοί έχουν βρει την καλύτερή τους, ούτε παραγγελία να το είχαν! Κυριάκο και λοιπή παρέα στη Σαλονίκη, απλά τρέξτε να το δείτε! Τα άπειρα σκηνικά λατρείας και υπερβολής είναι απολαυστικότατα. Μέσα σε αυτά ξεχωρίζει το θεϊκό βανάκι με ενσωματωμένη... lightspeed(!) - όσοι πιστοί της kamarieras ίσως να θυμηθούν το παλιότερο post μου “Σαν Τρελό Φορτηγό” - αλλά και η διαμάχη με μια σέχτα γραφικών οπαδών του... Star Trek! Οι ηθοποιοί σε γενικές γραμμές είναι άγνωστα παιδιά, με εξαίρεση τον χοντρούλη που έπαιζε στο “Balls of Fury”. Πάντως βγάζουν συμπαθέστατες ερμηνείες και η κοπελίτσα είναι ένα από τα πιο γλυκά (και με απολαυστικό μάγκικο attitude) μαναράκια που θα έχετε δει τα τελευταία χρόνια. Βασικά, το FanBoys είναι μια ταινία σχετικά με τη φιλία, την ενηλικίωση και τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, την ένοχη απόλαυση του παλιμπαιδισμού αλλά και την περιστασιακή ομορφιά της ανθρώπινης βλακείας!

Δεν είναι βέβαια χωρίς τα ελαττώματά του. Κατά καιρούς σου δίνεται η εντύπωση ότι το σενάριο κάπου... ξεφουσκώνει. Κάνει κοιλίτσες και όταν δεν έχει κάποιο από τα δικά του τεχνάσματα να σου παρουσιάσει (και αυτό ίσως συμβαίνει συχνότερα από όσο θα έπρεπε) τότε καταφεύγει σε φτηνό χιουμοράκι για να τα βγάλει πέρα. Ειλικρινά, οι Αμερικάνοι δεν έχουν ακόμα βαρεθεί τα κλισαρισμένα κραξίματα στους gay που κρατάνε ίδια και απαράλλακτα από τη δεκαετία του '80? Εδώ η αντίστοιχη σκηνή είναι σχεδόν κόπια από αυτές του θρυλικού “Blue Oyster Club” που βλέπαμε... στη “Μεγάλη των Μπατσων Σχολή”! Και, ειλικρινά, πόσο γέλιο μπορείς να βγάλεις εις βάρος κάποιου που έχει... ένα αρχίδι? Πόσο μάλλον όταν το ίδιο αστείο επαναλαμβάνεται με διάφορους τρόπους τουλάχιστον 4 φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας.

Ρεζουμέ – το FanBoys είναι άκρως διασκεδαστικό, ειδικά για τους πάσης φύσεως φανς. Έχει τα λαθάκια του, τα οποία άνετα μπορούσε να αποφύγει, αλλά μη ξεχνάμε ότι το σενάριο με το οποίο είχαν να δουλέψουν οι άνθρωποι δεν είναι και ό,τι ευκολότερο ή συμβατικό για να αποτελέσει υλικό ταινίας. Δεν είναι για όλους, ιδίως δε για το γυναικείο πληθυσμό. Όμως είναι πρωτότυπο, απενοχοποιημένα νοσταλγικό και αφήνει μια γλυκόπικρη aftertaste που είναι τόσο απαραίτητη σε κάθε καλή κωμωδία. Νομίζω ότι η αξία του θα αναγνωριστεί αρκετά χρόνια μετά! Όσοι αποφασίσετε να εντρυφήσετε, μη χάσετε τα απολαυστικά – κερασάκι στην τούρτα – guest περάσματα από διάφορες υπερcult φυσιογνωμίες αλλά και τις κομψά τοποθετημένες “μπηχτές” σχετικά με την ποιότητα του The Phantom Menace!

Βαθμολογία : 3 / 5

Street Fighter : The Legend of Chun-Li


Δε θα ξεχάσω ποτέ τα χρόνια που έλιωνα στο Street Fighter! Πήγαινα γυμνάσιο και μετά το σχολείο ΟΛΟΙ μαζευόμασταν στο γνωστό ιδρωμένο, βρωμιαραίο μπιλιαρδάδικο για ηλεκτρονικά, καμάκι με τις συμμαθήτριες, καφέ φραπέ (ήμασταν νέοι και ακόμα τον πίναμε γλυκό με γάλα) και τα πρώτα – και εννοείται ακόμα κρυφά από γονείς και καθηγητές – τσιγάρα (στα ψέματα καπνίζαμε για να πουλήσουμε μούρη, δεν τον κατεβάζαμε τον καπνό!). Η ατμόσφαιρα μαγεμένη, μύριζε σκόνη, ιδρωτίλα και ποδαρίλα που αφειδώς αναδίδαμε σαν έφηβοι που είμασταν, ειδικά αν είχαμε πιο πριν γυμναστική. Κάπου στριμωγμένη ανάμεσα σε κάτι ελεεινές κονσόλες από... κοντραπλακέ (!) βαμμένο μαύρο που είχαν στις γωνίες του ξύλου τελείωμα από... μαύρη μονωτική ταινία (!!!) ήταν και αυτή που φιλοξενούσε ένα καινούριο τότε παιχνίδι που λεγόταν Street Fighter II : The World Warrior. Από τα 7 κουμπιά που απαιτούσε για να λειτουργήσει, υπήρχε μόνο το ένα και αυτό ήταν το πιο άχρηστο. (αυτό της light punch) Αλλά τι παιχνίδι! Έλιωσα και το τερμάτισα, μόνο με αυτό το ένα κουμπί, με σχεδόν όλους τους χαρακτήρες. Μετά βγήκε η πιο ανανεωμένη βερσιόν, Street Fighter II : Championship Edition όπου μπορούσες να παίξεις και με τους τελικούς κακούς. Άλλο λιώσιμο. Τα χρόνια πέρασαν. Ο ομώνυμος τίτλος ήταν αργότερα και ο πρώτος που αγόρασα για το νέο μου (τότε!) Seha Mega Drive 2. μετά έπεσαν revision της revision, εκδόσεις turbo, hyper, turbo hyper (!) και φυσικά το Street Fighter II : The New Challengers με 4 νέους παίκτες που προσωπικά δεν το συμπάθησα ποτέ. Με αυτό μπήκαν στη μέση τα εμετικά combos που έπρεπε σώνει και καλά να μάθεις άμα ήθελες να σταυρώσεις παιχνίδι και κάπου εκεί η δικιά μου Street Fighter περίοδος τέλειωσε. Πριν κάποια χρόνια είδα σε ένα εμπορικό το νέο (τότε) Street Fighter III και δε μου έκανε καμιά εντύπωση.

Με άλλα λόγια, το παιχνίδι είχε τεράστια απήχηση και έγινε μέρος της pop κουλτούρας, ειδικά στην Αμερική και Αγγλία. Η κατασκευάστρια εταιρία (Capcom) φυσικά το πήρε χαμπάρι και το εκμεταλλεύτηκε μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε. Παιχνίδια πλαστικά, κάθε είδους μπιχλιμπίδι, ρούχο, γραφική ύλη, Anime φιλμάκια, μια ανεκδιήγητη ταινία με τον Van Damme και τον μεγάλο Raul Julia (σε αυτόν που έμελλε να είναι ο χειρότερος και τελευταίος του ρόλος) και πάνω από όλα, αμέτρητους τίτλους που ουσιαστικά λίγα είχαν να προσφέρουν ο ένας σε σχέση με τον προηγούμενο. Κάπου εκεί το κύμα ενθουσιασμού καταλάγιασε, το κοινό κορέστηκε. Πριν από λίγο καιρό ντεμπουτάρησε στις κονσόλες νέας γενιάς (Playstation 3 & XBOX 360) μετά από αρκετά χρόνια σιωπής το καινούριο Street Fighter IV και δέχτηκε ιδιαίτερα ενθουσιώδη σχόλια από τον τύπο και τα αντίστοιχα sites. Είχα την ευκαιρία να του ρίξω μια πολύ βιαστική ματιά και ομολογώ ότι μου έκανε καλή εντύπωση με εκθαμβωτικά 3d γραφικά, “δισδιάστατο” gameplay παλιάς σχολής και ένα feeling νοσταλγίας που είναι αρκετά απτό και μου θύμισε το παλιό, λατρεμένο μου παιχνίδι. Ίσως κάποτε να βρω την ευκαιρία να το εξετάσω εκτενέστερα και να σας προσφέρω ένα αναλυτικό review. Αλλά μέχρι τότε, θα ασχοληθούμε με το παρών θέμα που δεν είναι άλλο από αυτή την ταινιούλα.

Προφανώς, η αφορμή για τη δημιουργία του είναι η επιτυχία του παιχνιδιού και σε αυτό το ρεύμα ποντάρει προκειμένου να αναδειχτεί. Από τον τίτλο (αλλά και από κάποιες γενικόλογες δηλώσεις της εταιρίας) συμπεραίνεις ότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα “τύπου” πείραμα, που αν πετύχει, θα ακολουθήσουν πιθανώς και άλλες σχετικές ταινίες που να εξιστορούν το βίο και πολιτεία και άλλων γνωστών χαρακτήρων του παιχνιδιού. Πρόκειται ουσιαστικά για μια low budget παραγωγή με άγνωστους ηθοποιούς (με μοναδική εξαίρεση αυτό τον Κινέζο που έπαιζε τον Liu Kang στις ταινίες Mortal Kombat) και μάλλον απευθύνεται σε πιο μικρές ηλικίες. Αυτό φαίνεται τόσο από την έλλειψη σκηνών οπτικής βίας (το ξύλο που πέφτει είναι αναίμακτο) αλλά και από το σιγυρισμένο politically correct λεξιλόγιο και γενικό attitude. Όσον αφορά την ιστορία, αν το πάω σε επίπεδο οπαδού, λίγες είναι οι ομοιότητες με αυτή του παιχνιδιού. Το μοναδικό κοινό στοιχείο της Chun – Li του παιχνιδιού με την κινηματογραφική είναι το ότι σε κάποια στιγμή ο πατέρας της πεθαίνει. Κατά τα άλλα, οι ιστορίες είναι τελείως διαφορετικές (η αυθεντική ιστορία της Chun – Li παραπέμπει πολύ περισσότερο σε ένα σενάριο τύπου Kill Bill)

H κοπελίτσα που έβαλαν να υποδυθεί την ηρωίδα, είναι αρκετά επιτυχημένη σαν επιλογή, καθώς της μοιάζει πολύ, βγάζει καλά “συμπαθητικά” vibes αλλά και η ερμηνεία της καλούτσικη είναι. Από άλλους χαρακτήρες του παιχνιδιού, διατηρούνται ο Balrog (καμιά σχέση με αυτόν του Lord of the Rings!) που τον υποδύεται ο θεόρατος μαύρος που έπαιζε στο “Πράσινο Μίλι” και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να πείσει σαν κακός. Μετά έχουμε έναν απλώς καλό Vega και τέλος τον Mr Bison, που είναι και ο πιο αποτυχημένος από όλους, καθώς δεν έχει ουδεμία ομοιότητα με τον θρυλικό κακό, ούτε εμφανισιακά, αλλά ούτε και στο concept. O original Bison είναι ένας τύπου παράφρονας δικτάτορας / νονός του εγκλήματος με αποκρυφιστικές ικανότητες. Εδώ, ο Bison είναι απλά ένας διεφθαρμένος επιχειρηματίας. Η ιστορία του παιχνιδιού έχει τα καλά αλλά και τα τρωτά της σημεία. Στα υπέρ το σχετικά πολύπλοκο σενάριο, τουλάχιστον για ταινία του είδους, με πολλούς χαρακτήρες. Από την άλλη, πατάει από κλισέ σε κλισέ και αναπαράγει καταστάσεις που σίγουρα τις έχεις ξαναδεί και σε πολύ καλύτερη εκτέλεση.

Αυτή η φιλοδοξία είναι το χειρότερο στοιχείο της, καθώς προσπαθεί να πει και να δείξει πολλά, αλλά ούτε τα λεφτά διαθέτει, ούτε τεχνογνωσία, σενάριο και σκηνοθετική δεινότητα, ούτε το κατάλληλο cast είτε σε υποκριτικό, είτε σε “αθλητικό” επίπεδο. Στα μείον και η πολύ μεγάλη διάρκειά της. Με ένα συντομότερο και απλούστερο σενάριο και προσπαθώντας να διατηρήσει περισσότερα κοινά σημεία με το παιχνίδι, νομίζω ότι θα μπορούσε να βρει πιο εύκολα το δρόμο της για την καρδιά των οπαδών. Αντί αυτού, προτιμήθηκε η μεσοβέζικη λύση μιας φτηνούτσικης μέτριας ταινίας δράσης που να διατηρεί απλώς μια “εσάνς” από το παιχνίδι. Η άλλη εκδοχή (εξίσου πιθανή) είναι το πρωτότυπο σενάριο αρχικά να ανήκε σε μια b-movie δράσης για την αγορά του dvd και απλώς να ξαθάφτηκε από ένα συρτάρι με αφορμή την ανάγκη της αγοράς. Να έπεσαν και μερικές γρήγορες διορθώσεις και voila. Πάντως, είναι πολύ καλύτερη από την απερίγραπτη πατάτα που είχε βγει τότε με τον Van Damme! Παραδόξως, νομίζω ότι περισσότερο θα την εκτιμήσουν όσοι έχουν άγνοια του παιχνιδιού. Για τους υπόλοιπους δεν εγγυώμαι...

Βαθμολογία : 2 / 5 για τους μη φανς και 1,5 / 5 για τους φανς του παιχνιδιού

The Pink Panther 2


Κάποιες ταινίες τις βλέπεις με υψηλές προσδοκίες και τελικά σε “κρεμάνε”. Κάποιες άλλες, ενώ τις έχεις πάρει με κακό μάτι αρχικά, εντούτοις καταφέρνουν να σε κερδίσουν στη συνέχεια. Με άλλα λόγια : Μην γίνεσαι ένας προκατειλημμένος μαλάκας όπως (κάποιες φορές) εγώ! Ακριβώς αυτό μου συνέβη αυτή την ταινιούλα! Στο μυαλό μου, ο ρόλος του Επιθεωρητή Κλουζώ είναι άρρηκτα δεμένος με το απαράμιλλο ταλέντο του Peter Sellers. Η όλη αναβίωση του franchise του Ροζ Πάνθηρα ανέκαθεν μου φάνταζε “μαϊμουδιάρικη” και φτηνή αφορμή για να μπουν επιπλέον φράγκα στις τσέπες των παραγωγών, ένεκα έλλειψης καλών πρωτότυπων σεναρίων και της περίφημης – τότε – απεργίας των σεναριογράφων που είχε πετύχει ένα ισχυρό πλήγμα στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Και (εν μέρει) είναι. Όλα αυτά για μια σειρά ταινιών που ακόμα και τα καλά πρωτότυπα έργα της, από ένα σημείο και μετά είχαν τραβήξει περισσότερο από όσο θα έπρεπε και είχαν κουράσει το κοινό της εποχής τους. Φανταστείτε ότι ο Blake Edwards (παραγωγός και σκηνοθέτης των παλιών Pink Panther) δεν ντράπηκε να φτιάξει Pink Panther με πρωταγωνιστή τον Sellers, ακόμα και αρκετά αφότου... αυτός είχε πεθάνει! (οι σκηνές στις οποίες έπαιζε ήταν αρχειακό υλικό από τις παλιότερες ταινίες).

Για να επιστρέψουμε όμως στο παρών, φανταστείτε, πως ακόμα δεν έχω δει το πρώτο remake και τούτο εδώ το σίκουελ κατέληξε στο dvd player μου περισσότερο από ατύχημα. Ακόμα θεωρώ τον Steve Martin αφόρητα miscast, ακατάλληλο για το ρόλο. Ο Κλουζώ υποτίθεται ότι είναι Γάλλος, ο Martin είναι και δείχνει όσο πιο Αμερικάνος γινεται. Και αυτά τα σπασμένα Αγγλικά με Γαλλική προφορά που ομιλούν όλοι οι συντελεστές της ταινίας, στο λαιμό μου κάθονται. Ωστόσο, ναι, οφείλω να το παραδεχτώ : το Pink Panther 2 είναι και γαμώ τις κωμωδίες! Ο Martin υπηρετεί το ρόλο με συνέπεια και όσο υστερεί στην εμφάνιση και στη γλώσσα, το αναπληρώνει και με το παραπάνω με την κινησιολογία του. Μεταμορφώνεται κυριολεκτικά σε ζωντανό καρτούν και σπέρνει αφειδώς (και πάντα εν αγνοία του) την καταστροφή, με τόσο απολαυστικό τρόπο που θα σε κάνει πάντα να γελάς αυθόρμητα, έστω και αν κάποιες από τις σκηνές τις έχεις ξαναδει σε αντίστοιχες ταινίες. Το σενάριο είναι απρόσμενα καλό, με καλό επίπεδο πολυπλοκότητας, άφθονους χαρακτήρες και μπόλικες υπό – ιστοριούλες που μπορεί να μην εκμεταλλεύονται τη δυναμική τους στο έπακρο, ωστόσο κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους και δεν επιτρέπουν στιγμή στην ταινία να κάνει κοιλιά.

Τι άλλο να πω? Κάποιες φάσεις λειτουργούν απολαυστικά σαν φόρος τιμής. Προσέξτε τη σκηνή με την υδρόγειο που παραπέμπει άμεσα στο πρώτο έργο. Αλλά και τα μικρά που αντικαθιστούν τρόπον τινά τον βαρεμένο Κινέζο υπηρέτη που είχε ο παλιός Κλουζώ! Και το όλο ρομάντζο που θυμίζει το δεύτερο – και καλύτερο – έργο της παλιάς σειράς, “Shot in the Dark”. Ναι, κάποιοι κακεντρεχείς θα μιλήσουν για φαινόμενα αντιγραφής. Ίσως να έχουν το δίκιο τους και αυτοί. Ωστόσο, τα πάντα εκτελούνται με τέτοια ακρίβεια και αρτιότητα, που ουδέποτε ενοχλεί. Κερασάκι στην τούρτα τα λαμπρά guest αστέρια. Andy Garcia, John Cleese, Jean Reno και άλλοι. Δε λέω τίποτα άλλο, απλά αν έχετε όρεξη να περάσετε ένα χαλαρό απόγευμα με μια καλή κωμωδία (που να είναι γυσισμένη μετά το... 1821!), τότε μη το χάσετε. Εγώ προσωπικά θα κάτσω να δω και το πρώτο μέρος! Έτσι, από περιέργεια!

Βαθμολογία : 3,5 / 5

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

The Hangover


Ο μέλλων γαμπρός, οι 2 καλύτεροι φίλοι του και ο... σαλεμένος αδερφός της νύφης ξεκινούν για το Las Vegas για το μπάτσελορ πάρτυ 2 ημέρες πριν το γάμο. Την επόμενη του πάρτυ ξυπνάνε με απάλευτο hangover, το δωμάτιο είναι σαν να πέρασαν μαζί ο Αττίλας και ο Ράμπο, στο σαλόνι τριγυρίζει μια... κότα (!), στο μπάνιο βρίσκουν μια αληθινή τίγρη (!!), στη ντουλάπα μέσα είναι ένα άγνωστο παρατημένο μωρό (!!!), στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου τους βρίσκουν κλειδωμένο ένα γυμνό Κινέζο (!!!!) και το σημαντικότερο, έχουν χάσει το γαμπρό! Μάλλον όλα όσα γράφω σας είναι ήδη γνωστά γιατί η επιτυχία αυτής της ταινίας από το άνοιγμά της στους σινεμάδες είναι μεγάλη, παντού γράφουν για αυτή και ο “δικός μας” Chris Galifianakis ανακυρίχθηκε μέσα σε μια νύχτα the next big thing στην κωμωδία.

Ε, λοιπόν το αξίζει! Είναι μια ντόμπρα, κάφρικη, αμιγώς αντρική buddy movie αλλά παράλληλα βουτάει στα βαθιά σε γνήσια σουρεάλ καταστάσεις. Αλλά είναι επίσης πρωτότυπη, αστεία (είχα πολύ καιρό να γελάσω έτσι με ταινία) και σε κάποιες φάσεις της είναι απλά ΕΠΑΙΣΧΥΝΤΗ!!! Μιλάμε για σκηνές επιπέδου Borat! Απλά όταν φτάσει στο τέλος ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΤΕ να την κλείσετε! Ακολουθεί ένα καταιγιστικό slideshow φωτογραφιών από το περιβόητο μπάτσελορ που θα σας κάνει να κάψετε εγκέφαλο! Ο Chris Galifianakis είναι μια απίστευτα απάλευτη, παραλογισμένη σουρεάλ φιγούρα, σχολή από μόνος του. Μιλάμε ότι μπροστά του ο (Θεός!) Al Bundy φαντάζει κιριλές! Τέτοιου επιπέδου μούτρο είχα δει μόνο στο “ΜΕΓΑΛΟ ΡΕΜΑΛΙ” του Raisser και στις ελεεινές βρωμιαρέες μουτζούρες του Vullemin. (Μεγάλοι Ευρωπαίοι κομιξάδες που τα έργα τους αποτελούν ορόσημο - απάυγασμα της αντροκαφρίλας, αν δεν τα έχετε, τρέξτε στη Μυρτώ και αγοράστε τα ΟΛΑ!)

Δεν καταφέρνει να αποφύγει κάποια ελαττωματάκια, αλλά αποτελούν ψιλά γράμματα. Το παράπονό μου έγκειται κυρίως στο φινάλε που παραείναι ζαχαρένια happy και δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα με το υπόλοιπο του περιεχομένου της ταινίας. Κατά τα άλλα, το έργο είναι 100% απόλαυση. Ταμάμ για καφροπροβολή και καφροσυμπόσιο πάνω σε λιγδερά κομμάτια πίτσας και εξάδες παγωμένα μπυρόνια. Ωστόσο, νομίζω ότι ακόμα και οι πιο ανοιχτόμυαλες γυναίκες μπορούν να το εκτιμήσουν και να απολαύσουν όσα απλόχερα και τελείως απενοχοποιημένα προσφέρει αυτό το μικρό έπος.
Βαθμολογία : 4 / 5

The Broken


Τελικά τα καλύτερα πράγματα σου κάθονται μόνο όταν δεν τα περιμένεις. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι κάθε φορά που ξεμένω από μια πραγματικά καλή ταινία για να δω, όλο και πέφτω πάνω σε κάποιο κρυμμένο διαμαντάκι... αν ήμουν λίγο περισσότερο θρήσκος θα το αποκαλούσα θεϊκή πρόνοια. Δεν ξέρω, πιστεύω ότι σίγουρα είναι κάτι αρκετά παραπάνω από απλή κωλοφαρδία, αλλά κατά τα άλλα δεν το ψάχνω. Ναι, είμαι κατά βάθος ένα χαζό απλοϊκό άτομο και δε με ενδιαφέρει να το κρύψω. Αλλά αρκετά για μένα, ας μιλήσουμε για κάτι πιο σημαντικό, δηλαδή για ΤΑΙΝΙΕΣ! Και ακόμα καλύτερα, για ΘΡΙΛΕΡ!!! Καλά, από πότε είχα να δω ένα αξιόλογο θριλεράκι? Τα τελευταία πραγματικά αξιόλογα που θυμάμαι είναι το Inside και το REC. Άντε και το τελευταίο Friday the 13th και το My Bloody Valentine. Μετά... το χάος. Για το καινούριο The Haunting in Connecticut διέστε το σχετικό review. Δηλαδή, ούτε να το χέσω. Μοναδική μου ελπίδα φάνταζε το Drag me to Hell (με το που βγει το dvd σας υπόσχομαι σπέσιαλ review) και το remake του Hellraiser, αλλά ακόμα αυτό αργεί. Και μετά έπεσα πάνω στο The Broken, πήρα τη δόση μου σαν καλός θριλερομανής και έστρωσα. Ααααααχχχ... (στεναγμός ανακούφισης)

Δε θα πω τίποτα για την υπόθεση της ταινίας γιατί είναι χτισμένη γύρω από μια περίτεχνη απάτη που παίζει με το μυαλό του θεατή. Ναι, είναι από εκείνα τα έργα που στο τέλος έρχονται τούμπα όλα όσα είχες μέχρι τότε δεδομένα για αυτό. Θα μιλήσω όμως για την απίστευτη σκηνοθεσία που καταφέρνει ακόμα και στο πιο άσχετο και αδιάφορο πλάνο να προσδώσει μια απτή, πειστικότατη αύρα μυστηρίου και σαπίλας. Το μόνο που μπορείς να ξέρεις βλέποντάς την είναι ότι ΣΙΓΟΥΡΑ κάτι είναι άρρωστο, κάτι δεν πάει καλά. Σε αυτό συμβάλει και αυτό το καταραμένο soundtrack, που απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από υπερτονισμένους και παραμορφωμένους ήχους του περιβάλλοντος. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν είναι αμερικάνικια... ΖΕΧΝΕΙ Βρετανίλα μέχρι τα μπούνια και οι σκηνές του Λονδίνου είναι τόσο άρτια φυσικές που φέρνουν δάκρυα σε κάθε οπαδό της πόλης (μεταξύ αυτών και ο υπογράφων). Βέβαια, για λόγους αισθητικούς έριξαν ένα καλό σφουγγάρισμα στο μετρό για τις αντίστοιχες σκηνές, ίσως το πρώτο πραγματικό καθάρισμα από τότε που φτιάχτηκε! Δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο καθαρό!

Τι άλλο θέλετε? Τις καλές ερμηνείες, την πρωταγωνίστρια – αστέρι? (ηθοποιάρα, τη βλέπουμε και γυμνή, ναι μερικές φορές είναι ΤΟΣΟ ωραία η ζωή!) Όμορφα βυζάκια που μας προσφέρονται σε δυο δόσεις (ειδικά της ξανθιάς είναι τόσο δυνατά που σχεδόν συγκινούν! Ήθελα κι άλλο!) Επιτέλους, ένα αληθινό ΘΡΙΛΕΡ που βασίζεται στην ατμόσφαιρα, στο μυστήριο, στο υπονοούμενο και στη δύναμη του σεναρίου του. Που δε χρειάζεται κουβάδες αίμα, ούτε οποιαδήποτε φύσης ακροβατικά και σκηνοθετικά καραγκιοζιλίκια προκειμένου να εντυπωσιάσει και να συζητηθεί. Θα το προτιμούσα ίσως με μια δόση περισσότερο splatter, αλλά όπως έχει είναι ήδη απολαυστικότατο. Επίσης θα προτιμούσα να μην είχα μεντέψει το φινάλε τόσο νωρίς, αλλά σε αυτό δε φταίει η ταινία, αλλά η δικιά μου εμπειρία. 40 χρόνια φούρναρης, έχω φουρνήσει... Απανταχού θριλεράκηδες, απλά μη το χάσετε.
Βαθμολογία : 4 / 5

Dead Snow


Μια παρέα νεαρών πάει για να περάσει τις διακοπές της σε ένα εξοχικό σπίτι πάνω σε κάτι χιονισμένα κορφοβούνια και καταλήγει να αγωνίζεται για τη ζωή της ενάντια σε ένα τάγμα από... Ναζί ζόμπι! Ναι ρε, καλά διαβάσατε! Που είναι το περίεργο? Αυτό το Νορβηγικό εργάκι που μας ήρθε άξαφνα από το πουθενά είναι το ζομποέπος του 2009. Οπότε οι απανταχού ζομπόφιλοί και ζομπομανείς μπορούν άφοβα να γιορτάζουν για πρώτη φορά μετά από το αρκετά καλό Zombie Strippers! Δεν υπάρχουν πραγματικά πολλά πράγματα να πούμε για αυτό το εργάκι. Στόρυ απλώς διεκπεραιωτικό, όσο δηλαδή χρειάζεται για να σταθεί μια ταινία του είδους. Καλή καφρίλα, γενναιόδωρες δόσεις splatter & gore, κάποιες σκηνές ανθολογίας και μαύρο χιούμορ που φλερτάρει με την ανθρώπινη βλακεία (αλλά με την καλή έννοια!) είναι τα συστατικά του.

Δεν του λείπουν βέβαια τα ελαττωματάκια του. Θα ήθελα καλύτερο make up στα ζόμπι, γιατί περιορίζεται κυρίως σε κάτι... λαστιχένιες μάσκες και αυτό φαίνεται. Δούλεμα ήθελαν επίσης οι σκηνές του φόνου των πρωταγωνιστών που λάμπουν δια... της απουσίας τους. Δηλαδή υπάρχουν, αλλά βασικά δεν τις βλέπεις, εκτός από μια εξαίρεση που είναι αρκετά καλή καφρίλα και αναπληρώνει μερικώς. Κατά τα άλλα, οι βίαιες σκηνές του έργου απαρτίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σφάγιασμα των ζόμπι και εκεί είναι που το εργάκι λάμπει. Τι άλλο? Θα προτιμούσα τα ζόμπι να είναι λίγοτερο... ανθρώπινα. Είμαι οπαδός της παλιάς σχολής των αργών, σάπιων κουφαριών, όπως τα απεικόνισαν αριστουργηματικά οι Lucio Fulci, Bruno Matei, George Romero και τόσοι άλλοι (με σαφώς λιγότερη μαεστρία, αλλά παρόμοιο μεράκι!) θιασώτες της σκηνής των spaghetti zombies!!! Ξέρετε τώρα, πώς λέμε spaghetti western? Είναι οι Ιταλικές φτηνοταινίες με ζόμπι που χρησιμοποιούσαν ίδια μεταξύ τους σκηνικά, αυτοκίνητα, ηθοποιούς, αλλοδαπούς Κινέζους (!) και Μαύρους (!!) για κομπάρσους και για ζόμπι, που συχνά “δανειζόντουσαν” πλάνα από άλλες ταινίες (!!!) για να καλύψουν κάποιες ελλείψεις τους κλπ που ήταν όμως τόσο ένοχα διασκεδαστικές, όσο μισό βάζο φυστικοβούτυρο πάνω σε μια φέτα ζεστό ψωμί... Βέβαια, το τελευταίο που γράφω είναι καθαρά θέμα προσωπικού γούστου, αλλά όπως και να το κάνουμε, όπως ο καθένας μας θέλει τον καφέ του φτιαγμένο με συγκεκριμένο τρόπο, έτσι θέλει και ο μερακλής φαν τα ζόμπι του!
Βαθμολογία : 3,5 / 5

Reservation Road


Μια κατά τα άλλα τυπικά ευτυχισμένη Αμερικανική οικογένεια βλέπει τα πάντα να αλλάζουν όταν χάνουν το παιδί τους σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ταυτόχρονα βλέπουμε και το πώς αλλάζει η ζωή του οδηγού που χτύπησε το παιδί και ανεύθυνα το εγκατέλειψε φεύγοντας από τη σκηνή. Σαν από μηχανής Θεός, η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια και φέρνει με παράξενους τρόπους κοντά τους γονείς με αυτό τον άνθρωπο...

Άλλο ψυχοπλάκωμα! Αυτή τη φορά όμως με δυνατό cast : η αγαπημένη μου Jennifer Connely, Joaquim Phoenix (ποτέ δε μπόρεσα να το συμπαθήσω αυτό το παλικάρι), Mira Sorvino. Κάτι είπα σε προηγούμενο review σχετικά με την ταύτιση δυσάρεστων, λυπηρών καταστάσεων με ψυχοφάρμακα, με το ποιοτικό στοιχείο. Ισχύει και εδώ, αλλά τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Υπάρχει μια καλή (αν και κάπως παρωχημένη) ιστορία που δίνεται με ωραίο, κομψό τρόπο, χωρίς υπερβολές και πάρα πολλά ζουμιά και κλάματα. Η ιδιότυπη, παράξενη συνέχεια ανεβάζει το επίπεδο και σε κρατά σε εγρήγορση να συνεχίσεις τη θέαση μιας ταινίας που ίσως υπό άλλες συνθήκες να μη την έβλεπες ολόκληρη ποτέ. Τουλάχιστον αυτό ισχύει στην περίπτωσή μου. Οι ερμηνείες είναι τουλάχιστον αξιοπρεπείς.

Δυστυχώς, το ταινιάκι δε διαθέτει αυτό το κάτι που θα το κάνει να ξεχωρίσει πραγματικά από τις υπόλοιπες ταινίες του είδους. Η τόση εσωστρέφεια και υποτονικότητα από μεριά της σκηνοθεσίας και της παραγωγής μπορεί εύκολα να εκληφθεί και σαν αδυναμία, σαν να μην πιστεύει πραγματικά κανείς από τους συντελεστές σε αυτό το εργάκι. Κάποια κενά στη διήγηση προβληματίζουν. Χαρακτήρες (κυρίως αυτός της Connely) παρουσιάζονται πρόχειρα και συχνά... ξεχνιούνται ότι υπάρχουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο χαρακτήρας της Sorvino δεν εξυπηρετεί πουθενά, είναι καθαρά διακοσμητικός. Τεράστα σπατάλη για ηθοποιό τέτοιου βεληνεκούς. Η ιστορία, παρά τις όποιες πρωτοτυπίες της δεν είναι σε τελική ανάλυση και κάτι που δεν το έχεις ξαναδεί αρκετές φορές. Όλα αυτά προσδίδουν στην ταινία έναν αέρα προχειρότητας που μπορεί να μην είναι πάντα ουσιαστικός και κατά καιρούς να την αδικεί. Ωστόσο, ξέρετε τι λένε, η γυναίκα του Καίσαρα δε αρκεί να είναι σωστή, πρέπει και να φαίνεται.
Βαθμολογία : 3 / 5 (αλλά θα μπορούσα να του βάλω και 2,5...)

Duplicity


Η ταινία που σηματοδοτεί την επιστροφή της Julia Roberts στα πλατώ, μετά από αρκετά χρόνια απουσίας, είναι ένα άκρως απολαυστικό ΠΑΝΕΞΥΠΝΟ “κατασκοπικό” έργο! Με παρτενέρ τον Clive Owen που πάντα καταφέρνει να είναι μια ευχάριστη παρουσία στην οθόνη μου γιατί και μόρτικη φάτσα είναι και πλούσιο υποκριτικό ταλέντο διαθέτει. Το στόρυ – ένα ζευγάρι κατασκόπων δουλεύουν στο σκιώδη χώρο της βιομηχανικής κατασκοπίας. Έχοντας στόχο μια αντίπαλη επιχείρηση, καταστρώνουν ένα κόλπο για να τους κλέψουν την πατέντα ενός ακόμα ακυκλοφόρητου προϊόντος που φημολογείται ότι θα φέρει τα πάνω κάτω στον κόσμο της αγοράς. Ωστόσο, το ζευγάρι διατηρεί και τη δική του αντζέντα, αλλά τελικά θα διαπιστώσουν ότι δεν είναι οι μόνοι που κρύβουν άσσους στο μανίκι...

Νομίζω ότι η ταινία συνοψίζεται απόλυτα στον τίτλο της. Υποκρισία, διπλοπροσωπία, πισώπλατα μαχαιρώματα και κάθε φύσεως μαϊμουδιές είναι σε πρώτο πλάνο. Ωστόσο, όλα αυτά γίνονται με τόσο στυλ, τόση φινέτσα και καλό γούστο που κάνουν το Duplicity μια από τις πιο μουράτα διασκεδαστικές ταινίες που έχω δει ποτέ. Μιλάμε για επίπεδο Ocean's Eleven! (Ελλ. Υπότιτλος : “Η Συμμορία των 11” και αν ακόμα δεν το έχετε δει, τρέξτε δείτε το ΤΩΡΑ) Ναι, είναι τόσο καλό! Σε όλα αυτά προσθέστε την απίστευτη αμοιβαία δυσπυστία που τρέφει το κατά τα άλλα ερωτευμένο ζευγάρι για το έτερόν τους ήμισυ και έχετε ένα εκρηκτικό μείγμα. Η Roberts κεντάει στο φακό χαρίζοντας άλλη μια μεγάλη ερμηνεία, ενώ παράλληλα δείχνει το κορίτσι να το διασκεδάζει κάργα. Χαλάλι τα φράγκα που πήρε. Ο Clive Owen είναι σταθερή αξία αλλά εδώ υποσκελίζεται από τη λάμψη της παρτενέρ του. Η γυναίκα είναι σταρ, τέλος! Και επιτέλους, χαρακτήρες ταινίας που ξέρουν να πίνουν! Από την οθόνη σας θα παρελάσουν πλείστες φορές μπουκάλια της Moet Chandon, αλλά και μια Dom Perignon στο φινάλε!

Η ουσία είναι μια και ο μπακλαβάς γωνία. Το Duplicity είναι μια πραγματική απόλαυση, σαν τις σαμπάνιες που απολαμβάνει το λαμπερό ζευγάρι. Δείτε το μόνοι, με την παρέα, με το έτερον ήμισυ, με τον παππού που έχει Alzheimer's. Κάνει για όλα. Για τέτοιες ταινίες υπάρχει ρε πούστη μου το Hollywood! Κερασάκι στην τούρτα το γαμάτο τραγούδι των τίτλων τέλους που περιγράφει άψογα τα όσα είδες : Being bad never felt so good my dear!
Βαθμολογία : 4,5 / 5

The Haunting in Connecticut


Κλασική ιστορία τύπου “οικογένεια μετακομίζει σε στοιχειωμένο σπίτι και όλα γίνονται πουτάνα”. Βασισμένη, μάλιστα σε πραγματικά γεγονότα. Άγνωστοι ηθοποιοί (εκτός από τον κυριολεκτικά αγνώριστο λόγω των αναγκών του ρόλου, “δικό μας” Ηλία Κοτέα), κλισαρισμένο και παλιομοδίτικο concept, αλλά συνάμα αποτελεί ένα από τα ελάχιστα (το μοναδικό?) θρίλερ που κυκλοφόρησαν για φέτος το καλοκαίρι και έτσι ανασκουμπώθηκα για να το δω. Καλέ μαύρισε η ψυχή μου! Οικογένεια με σύζυγο πρώην αλκοολοκό, παιδί με καρκίνο, καταφεσωμένοι και άλλα καλά. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια οι Αμερικάνοι έχουν ταυτίσει το ψυχοπλάκωμα με την ποιότητα. Κάτι τέτοιες μαλακίες δεν κάναμε εμείς πριν κάτι δεκαετίες και είχαμε αναγάγει σε υψηλή τέχνη ό,τι μπορούσε να κάνει τις γριές να κλαίνε? Ξέρετε τώρα, με Νίκο Ξανθόπουλο, Βασιλάκη Καϊλα, Μάρθα Κλάψα, Αίμα, Σπέρμα και Δάκρυα για την Ηλέκτρα, ΚΛΑΚ ΦΙΛΜΣ και τα σχετικά? Και μετά σου λέει ό,τι γινόταν στην Αμερική πριν 30 χρόνια, γίνεται στην Ελλάδα σήμερα... τρίχες.

Ξεφεύγω. Το λοιπόν, το κακό φάντασμα ξυπνά και αποφασίζει να κάνει τη ζωή ποδήλατο σε όλους. Επακολουθούν άπειρες ξεκάρφωτες σκηνές ξαφνιάσματος copy / paste από τα Γιαπωνέζικα θρίλερ. Σκιές στον καθρέφτη, ξαφνικές θεάσεις σε (πάντα) μαύρο φόντο μιας μαυρίλας που ιδέα δεν έχεις τι στα κομμάτια μπορεί να είναι, γκρίνια και μούτρα από όλους τους ηθοποιούς λες και τους έχεις ταϊσει έναν κουβά σκατά, κακό make up με το άρρωστο αγόρι να έχει ένα πρόσωπο λευκό σαν πανί, αλλά το υπόλοιπο σώμα του να έχει το κανονικό του χρώμα, κάτι ξεκάρφωτα πουλιά που εμφανίζονται από το πουθενά χωρίς να έχουν ΚΑΜΙΑ σχέση με το σενάριο και στην τελική ένα ανολοκλήρωτο background της ιστορίας, γεμάτο αυθαιρεσίες, αντιφάσεις και λογικά κενά. Διαπίστωσα τουλάχιστον 2 περιστάσεις που η πλοκή και η δράση της ταινίας υπαγορεύονται από κάποια συμπεράσματα ΤΟΣΟ αυθαίρετα και άσχετα με αυτό που έχεις δει μέχρι τώρα που εκνευρίζουν κάθε θεατή που να έχει ξαναδει έστω και μια φορά θρίλερ στη ζωή του και διαθέτει και μισό δράμι μυαλό.

Τι απομένει? Η δυνατότητα που είχε αυτό το ταινιάκι να εξελιχθεί σε κάτι αρκετά καλό, αλλά που τη σπατάλησε τελείως. Κάποιες καλές σκηνές με τα αποκρυφιστικά πειράματα του κακού γιατρού στο υπόγειο. Μια προσπάθεια να πασπαλιστεί το σενάριο με ένα flavor αποκρυφισμού και εσωτερισμού που ξεκινά καλά, αλλά μένει στα απολύτως επιφανειακά και στο τέλως το εξευτελίζει τελείως. Είναι πάντα καλοδεχούμενο (και πρωτότυπο για κινηματογράφο) να βλέπεις σε μια ταινία πχ ένα μέντιουμ που βγάζει εκτόπλασμα από το στόμα του στη διάρκεια επικοινωνίας του με τα πνεύματα των νεκρών. Και αρκετά καλογυρισμένη σα σκηνή. Αλλά όταν αυτό το εκτόπλασμα ανάβει, αλλάζει χρώμα και... εκρύγνηται (!!!) λες ότι εντάξει, τα παλικάρια το πηδήξανε και ψόφησε. Προφανώς η όλη επαφή του σεναριογράφου με το θέμα περιοριζόταν σε κάποιο άρθρο περιοδικού. Οι χαρακτήρες είναι αδιάφοροι, προβλέψιμοι και στην πλειονότητά τους δείχνουν να έχουν άγνοια αυτών που διαδραματίζονται στην οθόνη. Μάλιστα, σε ολόκληρα κομμάτια της ταινίας, οι συντελεστές τείνουν να... ξεχνάνε ότι υπάρχουν, για να ξαναθυμηθούν να τους βάλουν στο προσκήνιο πολύ αργότερα. Η (αναμενόμενη) ανατροπή του τέλους είναι εξωφρενικά αυθαίρετη και αστήρικτη που καταστρέφει τελείως τα όσα λίγα στέκονται σε αυτό το έργο. Αποφύγετε.
Βαθμολογία : 1,5 / 5 και πολλά του βάζω.

Killzone 2


Μιλάμε για το παιχνίδι που κάνει τους τελευταίους μήνες τους μαγαζάτορες να πουλάνε τα Playstation 3 με τη σέσουλα. Υπάρχει μάλιστα και σχετικό πακέτο (το “ακριβό”) που περιλαμβάνει την κονσόλα με αυτό τον τίτλο. Είναι ένα παιχνίδι βολών (Ελληνιστί Shooter) πρώτου προσώπου. Ωστόσο, στο άκουσμα των μαγικών 3 γραμμάτων FPS (First Person Shooter) μην πάει καθόλου το μυαλό σας σε καταστάσεις τύπου Doom και δε συμμαζεύεται, γιατί το Killzone ανήκει σε μια τελείως διαφορετική “σχολή”. Το πρώτο παιχνίδι ήταν ένας αδιάφορος τίτλος που βγήκε για το Playstation 2 αλλά και για το 3. να πω την αλήθεια δε γνωρίζω ακριβή στοιχεία που να αφορούν την εμπορική επιτυχία του παιχνιδιού, το σίγουρο είναι ότι δεν έλαβε και τις καλύτερες κριτικές από τον τύπο. Ωστόσο, το πνεύμα της εταιρίας παραγωγής δεν κάμφθηκε και κυκλοφόρησαν στο τέλος του '08 το δεύτερο μέρος και μάλιστα του πρόσδωσαν χαρακτήρα υπερπαραγωγής (μόνο τα credits του τέλους να παρακολουθήσεις θα πάθεις – θέλει περίπου 20 λεπτά για να παρελάσουν τα ονόματα όλων των νοματαίων που δούλεψαν για αυτό). Όλος ο κόσμος το υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, οι κριτικές ακόμα και από τα πιο ζόρικα site του χώρου ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές και τώρα που μιλάμε αυτοί σκαρώνουν το τρίτο μέρος. Για να δούμε, τα αξίζει τα λεφτά του ή είναι μάπα το καρπούζι?

Γραφικά – Υψηλής ανάλυσης στα 720p. Αυτό που ξέρει να κάνει αυτό το παιχνίδι καλύτερα και πάνω από όλα, είναι να εντυπωσιάζει. Οι Hellghast αποδίδονται πιστά σαν στρατόκαβλοι κακοί καριόληδες με λεπτομερή μοντέλα που έχουν επιπλέον καταπληκτικό animation. Τα Πλήρης  στοίχισηπεριβάλλοντα είναι καλοφτιαγμένα και μεταφέρουν στο δωμάτιό σου τη σωστή πολεμική ατμόσφαιρα όπου η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα και τίποτα δε σου εγγυάται ότι δε θα δεις τα ραδίκια ανάποδα από μια σφαίρα που θα έρθει από το Θεό και θα σε βρει στο δόξα πατρί. Ωραία μοντέλα όπλων και οχημάτων και αρκετά αληθοφανή. Αίμα, gore, κεφάλια που ανατινάζονται από τη sniper rifle σου αποδίδονται σωστά, δίχως υπερβολές. Ωστόσο πάνω από όλα εντυπωσιάζει και ζαλίζει η ταχύτητα με την οποία τρέχουν όλα αυτά. Ανοιχτά λεπτομερή περιβάλλοντα και διαμάχες με δεκάδες εχθρών, συμμάχων και οχημάτων και χωρίς να πέφτει στιγμή το frame rate, να μη μειώνεται ποτέ η ταχύτητα και να μη σπάει καθόλου το animation, δε βλέπεις κάθε μέρα, ακόμα και σε υπολογιστές υπερμηχανήματα.

Μη ξεχνάμε ότι στα περισσότερα παιχνίδια του είδους, η δράση λαμβάνει χώρα σε κλειστούς ως επί το πλείστον χώρους (ακόμα και αν αυτοί είναι φτιαγμένοι έτσι ώστε να ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ σαν ανοιχτοί) και με μικρό αριθμό εχθρών, προκειμένου να μην πέφτει η ποιότητα των γραφικών και να μη φανούν οι ελλείψεις στην υπολογιστική ισχύ και στη μηχανή του παιχνιδιού. Συνεπώς, για τα περισσότερα FPS έχουμε μια ψευδή εικόνα όσον αφορά τα τεχνολογικά τους εύσημα, καθώς τα περισσότερα παίζουν έτσι εκ του ασφαλούς. Το Killzone 2 τολμά να μεταφέρει τη δράση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ στα ανοιχτά όπου το πεδίο της όρασης αλλά ΚΑΙ της δράσης σου είναι ο ορίζοντας. Και κερδίζει θριαμβευτικά το στοίχημα. Μοναδικό παραπονάκι – θα ήθελα λίγο περισσότερη φαντασία στο art direction και λίγο περισσότερη πρωτοτυπία. Οι Hellghast, αν και απεικονίζονται άψογα, δεν είναι παρά η σκοτεινή βερζιόν των κανονικών “καλών” στρατιωτών (βασικά είναι σαν τη μασκώτ των Γερμανών θεών του Thrash Metal, Sodom) και είναι όλοι τους ΑΚΡΙΒΩΣ ίδιοι μεταξύ τους. Τα περιβάλλοντα αποτελούνται κατά 90κάτι % από χαλάσματα. Τα μοντέλα των επίγειων οχημάτων είναι αρκετά “συμβατικά”. Θα ήθελα περισσότερη οπτική ποικιλία παντού και λίγο πιο space και αβανταδόρικη φουτουριστική απεικόνιση, καθώς η ιστορία διαδραματίζεται στο μακρινό μέλλον, σε έναν εξωγήινο πλανήτη, εντούτοις σου δημιουργείται κατά καιρούς η εντύπωση ότι πολεμάς σε αναχώματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Ηχός – Καλή στρατόκαβλη συμφωνική μουσική, ατάκες που ακούγονται “ζωντανά” από τους συμμάχους αλλά και από τους εχθρούς σας ανάλογα με τις πράξεις και τις επιδόσεις σας στη μάχη. Σε καλό επίπεδο και το voice acting. Ωστόσο, αυτό που θα ακούσετε περισσότερο και πάνω από όλα είναι πυροβολισμοί. Καθαροί, χαρακτηριστικοί ήχοι που (τουλάχιστον φαντάζουν) σωστοί, θα μπορείτε να ξεχωρίσετε το κάθε όπλο από τον ήχο του και μόνο. Αλλά η ένταση της μάχης και η συχνότητα των πυροβολισμών είναι τέτοια που αν έχετε την τηλεόραση δυνατά ή χρησιμοποιείτε ακουστικά, τον πονοκέφαλο δε τον γλιτώνετε. Σε τελική ανάλυση ο ήχος χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, κάνει μια χαρά τη δουλειά του και φέρνει πειστικά το χαμό και τη βαβούρα του πεδίου της μάχης στο σπίτι σου. Θα ήθελα περισσότερη ποικιλία στις ατάκες, αλλά και στις φωνές των Hellghast που ακολουθώντας τον κανόνα της απόλυτης ομοιομορφίας στην εμφάνισή τους, είναι και αυτές ακριβώς ίδιες μεταξύ τους.

Χειρισμός – Τυπικός για κονσόλα, αλλά θα μπορούσε να είναι και καλύτερος. Το zoom και το τρέξιμο γίνεται πατώντας προς τα μέσα τον δεξί και τον αριστερό αντίστοιχα αναλογικό μοχλό. Αυτό δεν είναι και ό,τι καλύτερο γιατί συχνά θα πατιούνται κατά λάθος ή δε θα πατιούνται εκεί που πρέπει. Η συχνότερη “προβληματική” κατάσταση είναι εκεί που θα θέλετε να τρέξετε, θα ξεκινάτε κανονικά και στην πορεία ο χαρακτήρας σας θα σταματήσει να τρέχει ενώ έχετε ακόμα πατημένο το μοχλό. Αυτή η φιλοσοφία χειρισμού, ειδικά στην περίπτωση του zoom, μπορεί να σας φέρει άμεσα αντιμέτωπους με την οθόνη του game over. Βασικά, θυμάστε το παλιότερο review που έχω κάνει για το The Darkness? Ο χειρισμός του Killzone είναι ακριβώς ο ίδιος και τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν για αυτόν. Σε αυτόν περιλαμβάνονται και τα αδέξια και ανακριβή άλματα (τα αποία ευτυχώς δε θα σας χρειαστούν ποτέ) Ενδιαφέρουσα χρήση των δυνατοτήτων του sixaxis χειριστηρίου σας γίνεται στην περίπτωση της sniper rifle όπου το σημάδι σας είναι άμεσα εξαρτώμενο από την (πραγματική!) σταθερότητα των χεριών σας αλλά και μπορείτε να κάνετε μικρορυθμίσεις σε αυτό κουνώντας το χειριστήριο στην αντίστοιχη κατεύθυνση. Σε άλλες περιπτώσεις, πχ όταν τοποθετείτε εκρηκτικά ή γυρίζετε βαλβίδες πρέπει να κρατήσετε κάποια κουμπιά πατημένα και να στρέψετε πραγματικά το χειριστήριο κυκλικά, κάτι που πέρα από λίγο αδέξιο στη χρήση του είναι και τελείως άχρηστο. Προβληματάκι υπάρχει στην ταχύτητα του χαρακτήρα σας που σε γενικές γραμμές είναι αρκετά πιο αργός από τους αντιπάλους σας αλλά και από τους συμμάχους σας. Άλλο ένα θεματάκι έχει και η λειτουργία της κάλυψης. Καθώς χρησιμοποιεί το ίδιο πλήκτρο με το σκύψιμο, είναι φορές που άλλοτε θα σκύβετε πίσω από εμπόδια και τοίχους και άλλοτε θα ενεργοποιείται από μόνη της η λειτουργία της κάλυψης και θα “κολλάτε” σε αυτά χωρίς τη δυνατότητα να κινηθείτε.

Gameplay – Όπως είπα και πριν, αν περιμένετε να παίξετε άλλο ένα κλώνο του Doom (κάτι που τουλάχιστον στην περίπτωσή μου ίσχυε), γελαστήκατε. Το παιχνίδι δίνει έμφαση στη μάχη σε ένα πιο ρεαλιστικό επίπεδο όπου δεν είστε ποτέ μόνος, οι εχθροί επιτίθονται κατά κύματα και το πιο σημαντικό στοιχείο δεν είναι το σημάδι ή τα αντανακλαστικά σας, αλλά η στρατηγική τοποθέτηση στο πεδίο της μάχης (είναι περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστική αυτή πριν την τελική μάχη που αν δε βρείτε το σωστό σημείο της πίστας να κινηθείτε, απλά δεν υπάρχει περίπτωση να μη σκοτωθείτε. Και μάλιστα ΔΕΝ είναι αυτό που σας υποδεικνύει ο υπολογιστής!), η κάλυψη (απαραίτητη), η χρήση του σωστού όπλου στην κατάλληλη περίσταση, ο καλός συγχρονισμός μεταξύ πυροβολισμού και γεμίσματος. Δεν έχω προσωπικά ξαναδει παιχνίδι όπου το covering fire να έχει τόσο πολλή σημασία. Η υπομονή και η ψυχραιμία ανταμείβονται, ενώ το γιούργια συνεπάγεται με βέβαιο θάνατο, άσχετα του πόση ενέργεια έχετε. Το σημάδι του όπλου παρεκκλίνει αρκετά (δεδομένου του ότι τα περισσότερα από αυτά που θα χρησιμοποιήσετε είναι τύπου πολυβόλου) και αυτό φαίνεται άμεσα από το μέγεθος του σταυρονήματος (crosshair) που μεγαλώνει κάθε φορά που κάνετε κάτι που χαλάει το σημάδι σας. Έτσι, όταν είστε ακίνητοι και ακόμα περισσότερο όταν σκύβετε το σταυρόνημα στενεύει, δηλαδή το σημάδι σας γίνεται πιο ακριβές. Αντίστοιχα, όταν κινείστε, όσο πιο γρήγορα πάτε τόσο το σημάδι σας χειροτερεύει. Χαρακτηριστικά, όταν τρέχετε είναι πρακτικά αδύνατον να πετύχετε οτιδήποτε, εκτός και αν είστε σε ΠΑΡΑ πολύ κοντική απόσταση με αυτό (κάτι που προφανώς δε θέλετε να συμβεί έτσι και αλλιως!). Προφανώς μιλάμε για μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση και λογική για παιχνίδι του είδους που μπορεί να σας παραξενέψει. Βασικά προσπαθήστε να φανταστείτε ένα πολύ πιο εντυπωσιακό, στρατηγικό και χαοτικό Call of Duty για να καταλάβετε στο περίπου πού βαδίζει το Killzone 2.

Το Killzone 2 “λέει”. Η δράση του είναι ζωντανή, γρήγορη και απερίγραπτή. Τα όπλα που έχετε στη διάθεσή σας είναι αρκετά, το καθένα έχει τις ιδιαιτερότητές του και σε γενικές γραμμές διατηρούν ένα μοναδικό, δικό τους feeling που κάνει αρκετά οικεία και αληθοφανή τη χρήση τους. Η τεχνητή νοημοσύνη του είναι ό,τι καλύτερο έχω προσωπικά δει. Οι εχθροί δε σταματούν ποτέ να κινούνται (και έτσι δε σας δίνουν ποτέ αρκετό περιθώριο για να τους πετύχετε), καλύπτονται από τα πυρά σας και παραμένουν εκεί αν τους δώσετε να καταλάβουν ότι τους παραμονεύετε, δηλαδή αν σας δουν (ίσα ίσα που ξεπροβάλλουν για να κατασκοπεύσουν αν είστε ακόμα εκεί και μετά ξανατρυπώνουν πίσω από κάλυψη οι άτιμοι!) ή αν συνεχίσετε να τους πυροβολάτε. Ρίχνουν χειροβομβίδες για σας ξετρυπώσουν αν ταμπουρωθείτε πίσω από κάποιο εμπόδιο. Κάνουν κυκλωτικές κινήσεις σε συντονισμό προκειμένου να σας περικυκλώσουν, ρίχνουν πυρά κάλυψης στα τυφλά, πίσω από εμπόδια, κρύβονται, πέφτουν πρηνιδόν και αν πετύχετε κάποιον μόνο του το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να καλέσει για ενισχύσεις που πάντα θα βρίσκονται κάπου (πολύ) κοντά. Συχνά ο ρυθμός του παιχνιδιού θα αλλάζει ευχάριστα καθώς θα πρέπει κατά περιπτώσεις να επανδρώσετε bunkers με όπλα στατικά μεγάλου βεληνεκούς, κανόνια διαστημοπλοίου, ακόμα και ένα mech! Επιπλέον είναι ταμάμ για διαδικτυακές μονομαχίες, εφόσον διαθέτετε μια δυνατή σύνδεση στο internet. Μάλιστα το δικτυακό παιχνίδι αποτελεί κομμάτι εξίσου σημαντικό (αν όχι και περισσότερο) από το single player, κάτι που δυστυχώς στην περίπτωσή μου, με την ταπεινή σύνδεσή μου του 1 mbps (που “κατεβάζει” στην κ.Αχαϊα αρχεία με ταχύτητα περίπου 70 bps λόγω αυξημένης απόστασης από τον κόμβο) επέλεξα να μη δοκιμάσω προκειμένου να μη γίνουν τα νεύρα μου ζαρτιέρες. Πάντως τα σχόλια και τα λόγια που ακούω για την ποιότητα του on line περιεχομένου είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά.

Δυστυχώς η καλή εικόνα αμαυρώνεται από κάποια προβλήματα. Για τις “αμαρτίες” του χειρισμού τα είπαμε. Οι Hellghast, ακόμα και ο πιο ταπεινός στρατιώτης, είναι πολύ πιο γρήγορος και ανθεκτικός από εσάς. Μερικές φορές θα χρειαστεί να αδειάσετε ολόκληρους γεμιστήρες εξ επαφής και πάλι να μη παθαίνουν πολλά πράγματα (κυρίως γιατί λόγω κεκτημένης ταχύτητας και αυξημένης διασποράς οι περισσότερες από τις σφαίρες σας θα πηγαίνουν στο γάμο του Καραγκιόζη) και σε άλλες περιπτώσεις, 2 σφαίρες θα αρκούν για να τους ξαποστείλουν (δε μιλάμε για head shots). Ακόμα, έχουν αρκετά πιο καλή ευστοχία από εσάς, συχνά θα σας πετυχαίνουν σφαίρες τους από απίστευτη απόσταση, με πολυβόλα όπλα, κάτι που σε καμία μερίπτωση δε θα μπορείτε να κάνετε εσείς, κάτι που συχνά πρόκειται να σας εκνευρίσει. Το όλο concept με τη ρεαλιστικά κυμαινόμενη ευστοχία σας είναι καλό, αλλά έχω την εντύπωση ότι κάπου το παράκαναν. Το παιχνίδι, σε γενικές γραμμές είναι σύντομο, αποτελείται από 10 πίστες μέτριου μεγέθους και δε θα σας πάρει πάνω από 3 χαλαρά απογεύματα για να το τελειώσετε. Το παιχνίδι σώζει από μόνο του σε checkpoints και έτσι αν χάσετε σε κάποιο σημείο πρέπει να ξαναπαίξετε όλη τη σκηνή από την αρχή. Ευτυχώς που το σώσιμο γίνεται σχετικά συχνά, αλλά μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα σε μεγάλες μάχες στον ίδιο χώρο, με πολλαπλά απανωτά κύματα εχθρών όπου θα πρέπει να τους σκοτώσετε όλους για να προχωρήσετε και να σώσει το παιχνίδι. Δεδομένου το πόσο εύκολο είναι να σκοτωθείτε, θα υπάρξουν φάσεις που εξαιτίας κάποιου μικρού λάθους σας ή λόγω ελλιπούς απόκρισης από μεριάς χειρισμού θα πρέπει να ξαναπαίξετε μια μεγάλη και κουραστική μάχη από την αρχή. Κατευθείαν το μυαλό μου πάει στην τελευταία πίστα του παιχνιδιού και συγκεκριμένα στη μάχη πριν από τον τελικό κακό, όπου μετά από ατελείωτα απανωτά κύματα εχθρών, στο τέλος βγαίνουν στρατιώτες με εκτοξευτές ρουκετών που σας σκοτώνουν με μια μόλις βολή και τότε πρέπει να ξαναπαίξετε όλη τη μάχη από την αρχή. Μακράν το πιο εκνευριστικό κομμάτι του παιχνιδιού.

Η ιστορία του παιχνιδιού παρουσιάζεται ατελώς καθώς οι σχεδιαστές προφανώς θεωρούν αυτονόητο ότι έχετε παίξει ή τουλάχιστον ότι γνωρίζετε τι συμβαίνει στο πρώτο μέρος. Έτσι δε μπαίνουν ποτέ στον κόπο να σας εξηγήσουν κάποια βασικά πράγματα. Ενώ υπάρχουν άφθονές σκηνές διαλόγου όπου κυρίως τότε διαδραματίζεται η ιστορία, εντούτοις δε θα καταλαβαίνετε γιατί μιλάνε οι χαρακτήρες επί της οθόνης. Χαρακτηριστικά, αν δε το ψάξετε από αλλού (το πρώτο παιχνίδι, internet κλπ), δεν υπάρχει εξήγηση καν γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος in the first place! Ο χαρακτήρας που ελέγχετε, ένας στρατιώτης που ονομάζεται Sev (υποκοριστικό του Sevchenko) αν και είναι εξαιρετικά καλοσχεδιασμένος (εντύπωση προκαλεί το ιδιαίτερα έντονο και soulful βλέμμα που του έχουν χαρίσει οι σχεδιαστές) εντούτοις είναι αρκετά αδιάφορος και αμέτοχος στην ιστορία, κάτι που εμποδίζει την ταύτισή σας με αυτόν. Τα όπλα, αν και καλοφτιαγμένα είναι αρκετά συμβατικά (με τη φωτεινή εξαίρεση ενός lightning gun που δυστυχώς χρησιμοποιείτε για ένα πολύ μικρό τμήμα του παιχνιδιού). Επιπλέον, τα περίστροφα και το μαχαίρι είναι τελείως άχρηστα, το πιθανότερο είναι να μη τα χρησιμοποιήσετε ποτέ. Ο χαρακτήρας σας μπορεί να μεταφέρει μόνο 2 πυροβόλα όπλα, από τα οποία το ένα είναι υποχρεωτικά περίστροφο, κάτι που θεωρητικά ενισχύει τη στρατηγική σκέψη, αλλά δεδομένου του πόσο αναποτελεσματικά είναι αυτά, πρακτικά περιορίζεστε σε μονάχα ένα “κανονικό” όπλο και στις μόλις 3 χειροβομβίδες σας.

Ρεζουμέ – το Killzone 2 είναι από κάθε άποψη σημαντικό παιχνίδι. Όχι μόνο λόγω της αναμφισβήτητης ποιότητάς του, αλλά και γιατί αποτελεί μια από τις δυστυχώς λίγες διαθέσιμες λύσεις για κάποιον που επιθυμεί να παίξει ένα καλό FPS στην κονσόλα του. Καταφέρνει , παρά τα ελαττωματάκια του, να κοντράρει αξιοπρεπώς και στα ίσια τα πιο διάσημα ξαδερφάκια του στους υπολογιστες, πεδίο που μέχρι πρότινος είχε ουσιαστικά την αποκλειστικότητα σε παιχνίδια του είδους. Η διαφορετική σχολή gameplay μπορεί να ξενίσει κάποιους από εσάς που έχουν συνηθίσει σε πιο παραδοσιακές FPS νόρμες, σαν και αυτή του Doom & του Duke Nukem 3D (πού το θυμήθηκα πάλι αυτό?) Αν και προσωπικά προτείνω σαν καλύτερο FPS τίτλο για το Playstation 3 το Half – Life 2 : The Orange Box, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι οι φανς των παιχνιδιών του είδους δεν πρέπει να παραλείψουν να προσθέσουν το Killzone 2 στη συλλογή τους.

Βαθμολογία : 3,5 / 5 (ίσως με μια καλύτερη διάθεση να του έδινα και το τεσσαράκι, δεν ξέρω, ενδεχομένως να το αδικώ λίγο...)