Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

What's Next? RPG trailer #2


Ήταν ένα σκοτεινό απόγευμα του χειμώνα, όταν μια ετερόκλητη ομάδα ταξιδιωτών πέρασε για πρώτη φορά τα δασωμένα βουνά που περιστοίχιζαν την κοιλάδα της Barovia. Ήταν μια χώρα παράξενη και απομονωμένη, που κανένας διαβάτης εν γνώση του δεν θα πέρναγε από εκεί. Ανησυχητικά υπονοούμενα και μακάβριες ιστορίες απάρτιζαν τη φήμη της και παρά το ετερόκλητο – και ενίοτε αντιφατικό - των εκάστοτε περιεχομένων τους, όλες συμφωνούσαν σε ένα κοινό σημείο : κανείς με σώας τας φρένας δεν θέλει – ούτε και πρέπει - να διαβεί τον παλαιό δρόμο που διέσχιζε την κοιλάδα, πέρα από τις σιδερένιες πύλες που σηματοδοτούν τα σύνορά της. Ειδικά στις ώρες που ακολουθούν τη δύση του ηλίου...

Παρόλα αυτά, οι ταξιδιώτες, αν και ενήμεροι για τη δυσοίωνη φύση της αναζήτησής τους, παρέμεναν ενωμένοι και αποφασισμένοι στον κοινό τους σκοπό. Και συνέχιζαν να καλπάζουν στην ορεινή δασωμένη ερημιά από σκουρόχρωμα σκονισμένα έλατα και μαύρους αγκαθωτούς θάμνους που σπάθιζαν τον άνεμο, παρά τις βουβές αποτροπές και τα ανήσυχα βλέμματα που διέκριναν από τους κατοίκους των κοντινότερων χωριών. Και παρά το γεγονός ότι σαν προσωπικότητες τους χώριζαν διαφορές αγεφύρωτες, παρά το ότι ο καθένας τους είχε τους δικούς του λόγους που τον ωθούσαν σε ένα τέτοιο δυσάρεστο ταξίδι, εντούτοις απάρτιζαν μια ομάδα που χαρακτηριζόταν από απρόσμενη συνοχή και αποτελεσματικότητα, αμφότερες αρετές που είχαν σφυρηλατηθεί μετά από χρόνια εμπειρίας και κακουχιών σε διάφορες σκοτεινές γωνιές του κόσμου.

Κρυμμένη μέσα στην πτυχές των ρούχων του, ο επικεφαλής την ομάδας φύλαγε την επιστολή που αποτέλεσε το έναυσμα για το ταξίδι τους. Ήταν ένας σφραγισμένος με κόκκινο βουλοκέρι φάκελος και μέσα του περιείχε ένα γράμμα που απευθυνόταν σε όλους τους. Το γράμμα είχε χτεσινή ημερομηνία, το μελάνι με το οποίο είχε γραφτεί δεν είχε ακόμη καλά καλά στεγνώσει και το επιστολόχαρτο ήταν φρέσκο και ακριβό. Το έμβλημα που αποτυπωνόταν στο κόκκινο κερί ήταν άγνωστο στους ταξιδιώτες, αλλά το δίχως άλλο μαρτυρούσε το δημόσιο λειτούργημα του επιστολογράφου.

Άρχισαν να κατηφορίζουν το βουνό. Πλέον, βρίσκονταν μέσα στην κοιλάδα, αντικρίζοντας την από ψηλά. Μια πυκνή, παγωμένη καταχνιά κατέβαινε από τις βουνοκορφές και κούρνιαζε στην πεδιάδα, κρύβοντας τα πάντα πίσω από ένα αδιαπέραστο στο μάτι λευκό πέπλο. Γύρω τους, έβλεπαν παντού γιγάντιους κορμούς δέντρων με γυμνά μαύρα κλαδιά, σαν τερατώδη μέλη με κοφτερά νύχια που προσπαθούσαν να αρπάξουν κάτι αόρατο μέσα από την ομίχλη... Είχε βρέξει πρόσφατα και διάσπαρτες μαύρες λίμνες νερού σαν θολοί καθρέφτες στόλιζαν τον λασπωμένο παλαιό μονοπάτι που συνέχιζε ολοένα και πιο μέσα στην κοιλάδα. Με κάθε βήμα τους, οι σύντροφοί διαισθάνονταν την ομίχλη γύρω τους να πυκνώνει και το δάσος να φαντάζει ολοένα και πιο εχθρικό...

Δεν υπάρχουν σχόλια: