Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Cruaidh – Cimmerian Barbarian


Πάμε ξανά πολύ πίσω, όταν παίζαμε το Conan RPG της Mongoose Publishing. Τους χαρακτήρες αυτούς τους χρησιμοποίησα (και ακόμα χρησιμοποιώ - αν χρειαστεί) σαν έτοιμους player characters για one shot sessions ή για σύντομα campaigns, όπου δεν υπήρχε (ή δεν άξιζε) ο χρόνος που θα σπαταλιόταν για να φτιάξουν οι παίκτες καινούριους χαρακτήρες. Καθώς δεν συνοδεύονται από στατιστικές - κάποτε μπορεί να τις συμπεριλάβω κι αυτές, αλλά για την ώρα παραμένουν γραμμένες με τα άσχημα, ιατρικά μου γράμματα σε φύλλα χαρακτήρων - μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτούσιες για οποιοδήποτε Conan campaign, ή με μικρές διορθώσεις, για οποιοδήποτε fantasy campaign.

Πίσω από το θηριώδες παρουσιαστικό και το αυλακωμένο από τις κακουχίες πρόσωπο υπάρχει ένας έφηβος που κατέβηκε από τα βουνά της Κιμμερίας για να γνωρίσει τον κόσμο και για να βρει μια καλή θέση στο στρατό κάποιου πλούσιου ηγεμόνα. Ο Cruaidh, όπως όλα τα υγιή, γεροδεμένα παιδιά της πατρίδας του, περπάτησε 8 μηνών, έπαιζε ξυπόλητος στα χιόνια από 1 ετών, σκαρφάλωνε πάνω σε λόφους από 4 ετών, κυνηγούσε με τους άντρες της φυλής του από τα 9 και πήρε το βάπτισμα του αίματος στα 11 χρόνια του σε μια επιδρομή των Vanir στο χωριό του όπου σκότωσε για πρώτη φορά.

Από τότε το μόνο που θυμάται είναι να συμμετέχει σε συρράξεις πότε σαν μισθοφόρος της μιας φυλής και πότε μιας άλλης, για διεκδικήσεις εδαφών, καταπατήσεις συμφερόντων, επεκτατικές φιλοδοξίες διάφορων αρχηγών, ακόμα και σε προσωπικές βεντέτες μεταξύ οικογενειών για ζώα, βοσκοτόπια αλλά και... ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες!

Από ένα σημείο και μετά ο νεαρός βάρβαρος που ήδη είχε μια ζηλευτή φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους του απλά βαρέθηκε. Ένιωθε ολοένα και περισσότερο ότι υπάρχουν τόσες πολλές απολαύσεις της ζωής εκεί έξω που δεν ήταν δυνατό να τις γευτεί στον τόπο του. Ήθελε να νιώσει ότι ζει πραγματικά, να πιει καλό κρασί και να σφίξει στα μπράτσα του όμορφες γυναίκες, να μεθύσει και να πλακωθεί στο ξύλο στις ταβέρνες και στα καπηλειά, να δει ξένους ανθρώπους και τόπους. Πριν ο χρόνος του τελειώσει και ο Crom στείλει τις βαλκυρίες Του για να μεταφέρουν το άψυχο σώμα του από το πεδίο της μάχης στο μελαγχολικό Του βουνό, ο Cruaidh ήθελε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, να τρέξει καβαλώντας εξωτικά άλογα, να προλάβει να κάνει λάθη και να μάθει από τις συνέπειές τους.

Το βασίλειο της Ακιλόνια ήταν ο πρώτος σταθμός για κάθε γιο του Βορρά που θέλει να κατέβει στα νοτιότερα και στα πιο ζεστά κλίματα του κόσμου. Εκεί, η βαρβαρική καταγωγή του και η πλήρης άγνοιά του για τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των πολιτισμένων ανθρώπων δεν άργησαν να τον οδηγήσουν στο κελί μιας φυλακής όπου βγήκε χάρη σε μια ευγενή γυναίκα της πόλης, την Zelata.

Πλέον δουλεύει για αυτήν σαν σωματοφύλακας και μαζί και με άλλα άτομα που έχει αυτή προσλάβει, έχουν σχηματίσει μια αταίριαστη αλλά αποτελεσματική ομάδα. Τουλάχιστον αρκετά ώστε να βγαίνουν κάποια λεφτά, ίσα για να ξεδιψάσουν το μόνιμα πρόθυμο για κρασί λαρύγγι του αλλά και για να τους βγάζουν από διάφορους μπελάδες και δύσκολες καταστάσεις όπου το σπαθί δεν αρκεί για να σε ξεμπλέξει. (τουλάχιστον έτσι του λένε όλοι, ο Cruaidh ακόμα δεν μπορεί να κατανοήσει πως είναι δυνατόν να υπάρχουν καταστάσεις που μη μπορούν να γίνουν πιο απλές με μερικά ξεγυρισμένα χαϊδέματα του τσεκουριού σε χτενισμένα, πολιτισμένα, αρωματισμένα κεφάλια… )

Ο Cruaidh πιστεύει στον Crom χωρίς να τον συμπαθεί απαραίτητα και ξέρει ότι και ο ίδιος ο Θεός δεν πολυχωνεύει τους ανθρώπους Του. Δεν προσεύχεται ποτέ γιατί δε θέλει να Του χρωστάει χάρη και γιατί ξέρει ότι έτσι και τραβήξει την προσοχή Του, το πιθανότερο είναι ότι κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα (και μάλλον λίγο πιο γρήγορα από την ώρα του…) θα έρθει η στιγμή που Εκείνος θα τον καλέσει κοντά Του στο ζοφερό, μελαγχολικό Του βουνό. Οπότε ας είναι ο Crom καλά εκεί που είναι και μακάρι να συνεχίσει να τον αγνοεί, ώστε να ζήσουνε μακριά και αγαπημένοι για όσο το δυνατόν περισσότερο.

Θηριώδης σε διαστάσεις, μελαγχολικός και μονόχνοτος τις περισσότερες φορές, γελώντας βροντερά κάποιες (λίγες) άλλες, πάντα λιγομίλητος και σιωπηλός, πολλές φορές με γουρλωμένα μάτια από απορία και θαυμασμό για νέα πράγματα και καταστάσεις που γνωρίζει συνεχώς, με καχυποψία αλλά και μια σχεδόν παιδαριώδη αφέλεια, ο νεαρός βάρβαρος κατά βάθος απλώς χαίρεται που βρήκε συντρόφους που σέβεται και εκτιμά για τις γνώσεις τους, τις αρετές και τα ελαττώματά τους.

Αν μπορούσε μόνο και να καταλάβει γιατί αφότου πλήρωσε για την αποφυλάκισή του η Zelata αρνήθηκε (και ακόμα αρνείται) στην (απόλυτα φυσιολογική, έτσι δεν είναι?) απαίτησή του να κοιμηθούνε μαζί (το τελευταίο σχόλιό της είχε να κάνει με κάτι σχετικό ότι θα προτιμούσε να πλαγιάσει με συφιλιδικό πίθηκο παρά μαζί του), τα πράγματα θα ήταν λίγο καλύτερα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: