Εναλλακτικός Τίτλος : Ούφο είσαι και φάινεσαι
Μάστορας : Daniel Myrick
Παίχτες : Jonas Ball, Matthew R. Anderson, Jon Huertas
Πόσα πιάνει; ή το αγαπάς, ή το μισείς. Για μένα, 4 / 5
Με δυό λογάκια :
Μια ομάδα σκληροτράχηλων βετεράνων ξεκινάει σε μια τυπική αποστολή στην έρημο του Αφγανιστάν, υπό την ηγεσία ενός αξιωματικού της CIA. Καθώς μπαίνουν βαθύτερα στην έρημο και αφήνουν τον πολιτισμό πίσω τους, γίνονται μάρτυρες ανεξήγητων φαινομένων που σταδιακά γίνονται ολοένα και εντονότερα... Και καθώς περνούν οι μέρες, οι άντρες αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η αποστολή τους δεν είναι αυτό που φαίνεται και ότι έχει πολλά μυστικά σημεία και άμεση σχέση με αυτά τα επικίνδυνα γεγονότα...
Αναλυτικότερα :
Εντάξει, είναι κομματάκι παλιό. Μου το έχει δώσει ο Κώστας εδώ και κανα χρόνο αλλά μόλις τώρα βρήκα χρόνο να το δω. Παράξενο φιλμάκι! Αν μπορούσα να το περιγράψω όσο ακριβέστερα και λιτότερα γίνεται, θα έλεγα κάτι σε “μεταφυσικό ψευδοντοκυμανταίρ αγωνίας”. Με το καλημέρα γίνεται εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μικρή παραγωγή. Περιορισμένα “φτωχά” σκηνικά, επιλογές στους ηθοποιούς που θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερες, cast, γυρίσματα, σκονισμένη, ηλιοκαμμένη με ξεθωριασμένα χρώματα φωτογραφία και δε συμμαζεύεται. Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, σε μακρά διαστήματα σε συνοδεύει η φωνή του αφηγητή – κεντρικού προσώπου της ιστορίας. Κανονικά, η αφήγηση δεν είναι σωστή μέθοδος για να καθοριστεί το pacing μιας ταινίας, ούτε για να γεμίσουν τα κενά της ιστορίας. Ακόμα και ο Oliver Stone που το επιχείρησε στον “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ” έφαγε το κράξιμο της αρκούδας, κι ας είχε ολόκληρο Antony Hopkins να του απαγγέλλει. Εδώ, παραδόξως λειτουργει, καθώς ο αφηγητής καταγράφει τα όσα συμβαίνουν σε ένα ημερολόγιο, κατά την Lovecraft-ική παράδοση. Η δε φωνή του έχει εκείνο το επιτηδευμένο γρέζι (όποιοι έχουν παίξει τα παιχνίδια Metal Gear καταλαβαίνουν ακριβώς τι εννοώ) που μπορεί να μην είναι “ρεαλιστικό” για τα δεδομένα της ταινίας, αλλά είναι εξόχως ατμοσφαιρικό και ταιριάζει γάντι με το rugged στοιχείο της.
Όσο προχωράει η ταινία, οι αδυναμίες της μετατρέπονται σιγά σιγά σε προτερήματα. Τα φτωχά σκηνικά και η λιτή φωτογραφία, απεικονίζουν μεγαλόπρεπα την ερήμωση και την απεραντοσύνη της αραβικής ερήμου, την πρωτογενή φύση του τοπίου. Οι άγνωστοι (και προφανώς άπειροι) ηθοποιοί, με το τραχύ μη εκλεπτυσμένο παίξιμό τους φαντάζουν πολύ λιγότερο ηθοποιοί και περισσότερο... κανονικοί άνθρωποι, δίνοντας μια αισθητική σχεδόν reality στις σκηνές. Και πάνω από όλα, αυτό το suspense, η αναμονή για κάτι που βασικά ξέρεις (ή έχεις ψιλιαστεί) ότι θα συμβεί, αλλά δε συμβαίνει ποτέ, παρά μόνο στις τελευταίες σκηνές της ταινίας... βασικά είχα χρόνια να δω τόσο καλά δουλεμένο το στοιχείο της αγωνίας, καθώς κυριολεκτικά ο σκηνοθέτης έχει επιστρατεύσει κάθε κόλπο που υπάρχει στο βιβλίο προκειμένου να σε κρατήσει σε αγωνία και στην άκρη της καρέκλας σου για πρακτικά όλη τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς να παραπονεθείς, ούτε και να σκυλοβαρεθείς να περιμένεις για κάτι που δεν έρχεται και να τα παρατήσεις.
Κάθε σκηνή κρύβει και μια υποχθόνια έκπληξη, ένα νέο κόλπο που εντέινει ακόμα περισσότερο την αναμονή ενώ κάθε βήμα που κάνουν οι άτυχοι στρατιώτες στο ρημαδιασμένο τοπίο, τους φέρνει ακόμα πιο κοντά στο αναπόφευκτο τέλος τους. Και είναι αυτή η αγωνία, η αμφιβολία, η περιέργεια και η μηδενιστική (και απόλυτα Lovecraft-ική στο ύφος) βεβαιότητα του τέλους που κάνει το “The Objective” να ξεχωρίζει. Επίσης όμως το κάνει και μια ταινία που δεν είναι κατάλληλη για όλους. Το κλίμα ξεκινάει με το καλημέρα βαρύ, για να καταντήσει ασήκωτο. Η ευφυέστατη χρήση του στοιχείου του μεταφυσικού, δε σου επιτρέπει ποτέ να είσαι σίγουρος για τίποτα, ακόμα και μετά το τέλος του. Και όλα τα συμπεράσματα που μπορεί να διεξαχθούν, αποκτώνται κόποις, με το στίψιμο του μυαλού σου και είναι δικά σου, όπως εσύ τα αντιλαμβάνεσαι και τα μπολιάζεις με τη φαντασία σου, γιατί η ταινία δε σου προσφέρει το φαγητό μασημένο, δε σου δίνει τις εξηγήσεις και το υπόβαθρο έτοιμα, δε σε καλοπιάνει σαν θεατή. Για αυτό και πολλούς θα τους ξενίσει αυτό το ταινιάκι και ειδικά το καταπληκτικό φινάλε που κατά τη γνώμη μου έχει πολλές αντιστοιχίες με το αντίστοιχο του “2001 : A Space Odyssey” του Stanley Cubrick.
Splatter / Gore :
Δεν έχει και δεν το χρειάζεται.
Β / Κ (Βυζά / Κώλοι) :
Το αυτό. Δεν έχει και δεν τα χρειάζεται.
Ρεζουμέ :
Η πιο άρτια δουλειά στο στοιχείο του suspense που έχω δει εδώ και χρόνια και ευφυέστατη χρήση του στοιχείου του paranormal, από τις πολύ καλές που έχω δει (επιπέδου “Mothman Prophecies”, “Blair Witch Project”, και δε συμμαζεύεται...). Αν η παραγωγή ήταν καλύτερη, με τα λιγοστά του εφφέ να στέκουν στο ύψος των περιστάσεων, αν είχε ένα καλύτερο cast και πιο σωστή προώθηση, θα προσκυνούσαμε. Αλλά όπως και να έχει, παραμένει ένα μικρό, αδικημένο διαμαντάκι που έχει ήδη βρει τη θέση του στην παραφιλολογία του cult...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου