Μάστορας : Στράτος Μαρκίδης
Παίχτες : Kostas Apostolakis , Katerina Papoutsaki , Bessy Malfa , Gerasimos Skiadaressis , Eleni Gerasimidou , Michalis Iatropoulos , Sofia Voyatzaki
Πόσα πιάνει; 1,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας μικροαπατεώνας κλέβει λεφτά από ένα Ρώσο μαφιόζο, ο οποίος – φυσικά – τον καταδιώκει για να του κάνει τα έντερα κοκορέτσι. Μαθαίνει ότι είναι... προϊόν κλωνοποίησης και ότι ο πρωτότυπος “αδερφός” του είναι ένας βλαχαδερός κάγκουρας που ζει σε ένα χωριό έξω από την... Καρδίτσα και – φυσικά – δεν έχει ιδέα από όλα αυτά. Απογασίζει να ταξιδέψει μέχρι εκεί και να αλλάξει θέσεις με τον Καρδιτσιώτη, προκειμένου να φάει αυτόν λάχανο ο Ρώσος. Ωστόσο, ο γκρέκο μασκαρά είναι και αυτός μπλεγμένος με τη σειρά του σε μικροκομπίνες και ερωτικά τερτίπια, που μάλλον θα αποδειχτούν too much για τον μπαγαπόντη αλλά ξενέρωτο New Yorker.
Αναλυτικότερα :
Πιστέψτε με, το αποτέλεσμα είναι ΠΟΛΥ χειρότερο από όσο ακούγεται. Και είναι ειλικρινά κρίμα, γιατί σε αυτό το ταινιάκι παρελαύνουν τουλάχιστον τα μισά νέα και υποσχόμενα ονόματα της Ελληνικής υποκριτικής σκηνής. Και το σενάριο, επιτέλους δείχνει κάποιες διαθέσεις πρωτοτυπίας, πέρα από το ατελείωτο copy / paste των Ελληνικών παραγωγών που θυμίζουν κακόγουστο, υπερμεγέθες επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Αλλά, τζάμπα καίει η λάμπα και όλα τα επιμέρους καλά συστατικά της πάνε χαμένα. Ας ξεκινήσω από τις ερμηνείες. Τίγκα αδιάφορος ο Αποστολάκης, στον διπλά αδιάφορο πρωταγωνιστικό ρόλο. Πανέμορφη η Παπουτσάκη. Αλλά γλάστρα και μάλιστα από τις φτηνές Κινέζικες με το πλαστικό λουλούδι. Υστερικόμορφη η ερμηνεία της Μπεσσυς Μάλφα (αν και καταφέρνει να είναι άκρως λιμπισίμια σαν επαρχιώτισσα σουβλατζού που κερατώνει τον άντρα της). Απρόσμενα κακός ο Σκιαδαρέσης, εδώ απλά ξαναπαίζει το ρόλο του Φατσέα από το “Καφέ της Χαράς” - αλλά χωρίς το χαβαλέ. Το αυτό ισχύει και για τη Βογιατζάκη, που ο ρόλος της είναι ένα κακό επιμύθιο σε ό,τι πιο τηλεοπτικό και προχειρότερο έχει κάνει μέχρι τώρα στην καριέρα της. Μοναδική φιγούρα που βγάζει γούστο, είναι ο αγνώριστος Μιχάλης Ιατρόπουλος, σαν Ρώσος hitman.
Άκουσα κάτι τερτίπια τύπου “οι ερμηνείες είναι τάχα μου επίτηδες καρικατουρίστικες για να δώσουν μιαν μεταμοντέρνα χροιά”. Κωλοκύθια τούμπανα. Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Και άλλοι, άπειροι έφτιαξαν ταινίες που λειτουργούσαν ως σατυρικά χρονογραφήματα και χαβαλεδιάρικες κοινωνικές ακτινογραφίες. Θες να πάρουμε παράδειγμα από Αλμοδοβάρ, από αδερφούς Koen ή μήπως από Woody Allen; Η λίστα είναι κυριολεκτικά ατελείωτη. Αλλά όλοι οι προαναφερόμενοι είχαν αξιοπρεπή παραγωγή και σωστές ερμηνείες για να στηρίξουν τη δουλειά τους – όσο ιλαρή και να φαινόταν τότε στα μάτια του κόσμου. Και κάτι που ανέκαθεν σπανίζει από τη χώρα μας : Γνώση του αντικειμένου και επαγγελματισμό. Επιτέλους, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο χαβαλές θέλει κι αυτός την τέχνη του. Και ότι το χύμα δεν συναιπάγεται αυτόματα cult status.
Τι άλλο; Σκηνοθεσία αδιάφορη, σαφώς τηλεοπτική, αλλά αυτό είναι κάτι που πλέον δε με εκπλήσσει σε Ελληνική παραγωγή, οπότε και το προσπερνάω. Το αυτό ισχύει και για την πρόχειρη φωτογραφία. Το σενάριο, (ένα ασυνήθιστο υβρίδιο φαρσοκωμωδίας και βουκολικού ρομάντζου) αν και ξεκινά με καινοτόμο διάθεση και χαμόγελα, υποκύπτει τελικά στο τηλεοπτικό τερτίπι. Ακόλουθεί την απόλυτα πεπατημένη οδό, αφότου έχει πιάσει τις αμέτρητες ιστορίες και υπο-ιστορίες μόνο και μόνο για να τις αφήσει ξέμπαρκες να κρέμονται στο τέλος. Αναπόφευκτο επιστέγασμα, το ζαχαρένιο happy end όπου όλοι ξεχνάνε τα πάντα, παντρεύονται μεταξύ τους και κάνουν χαβαλές ο ένας με τον άλλος υπό τη μουσική των Onirama.
Ωστόσο, το χειρότερο στοιχείο της ταινίας είναι το εκτρωματικό μοντάζ που μέχρι το τέλος καταντάει κουραστικό και προσβλητικό για το μάτι. Δεν ήταν editor αυτός, χασάπης ήτανε! Δεν εξηγείται αλλιώς. Σκηνές κόβονται πριν καν τελειώσουν. Τις διαδέχονται άλλες που έχουν κοπεί ενώ έχουν ήδη αρχίσει. Η λογική συνέπεια και η χρονική συνέχεια είναι έννοιες μάλλον... εξεζητημένες. Ειδικά το δεύτερο μισό της ταινίας δε μπορεί να χαρακτηριστεί παρα σαν μια τυχαία συρραφή σκηνών που ίσως έχουν μια μικρή σχέση μεταξύ τους. Η ροή της αφήγησης πάει περίπατο, σε κάποια σημεία παίζει να χάσεις και τη μπάλα τελείως για να τη βρεις πιο μετά, προφανώς κάνονται λογικούς συνειρμούς από τα συμφραζόμενα και χρησιμοποιώντας τη δημιουργική φαντασία σου για να γεφυρώσεις τις άπειρες τρύπες του σεναρίου. Δουλειά που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον ερασιτεχνική, καταστρέφει απόλυτα τις όποιες λίγες αρετές της ταινίας...
... τις οποίες θα ήταν απλά άδικο να τις παραβλέψουμε. Οι κωμικές καταστάσεις, αν και τίγκα τηλεοπτικές και προβλέψιμες – εντούτοις σίγουρα θα βρουν το στόχο τους σε ένα τηλεοπτικό κοινό που στερείται λοιπής κινηματογραφικής παιδείας και ερεθισμάτων, ή απλά θέλει να ταυτιστεί με οικείες καταστάσεις – φυσικά διακωμωδώντας και εννίοτε καννιβαλίζοντάς τις. Και όπως το θέαμα ενός ανθρώπου που σκοντάφτει, πέφτει κάτω και σπάει τα μούτρα του θα είναι πάντα κωμικό στα μάτια του κοινού (άσχετα από την καθόλα σοβαρή και ενίοτε γκροτέσκα διάστασή του) έτσι και οι ψεύτικες βλάχικες προφορές, το φτηνό χιούμορ με τις... αδερφές, οι κατινιές και τα καλοκάγαθα ρατσιστικά γκαγκς, ίσως και να συνεισφέρουν στο μάλλον καθόλου δύσκολο έργο της ψυχαγώγησης ενός κοινού με κατεξοχήν μειωμένες απαιτήσεις, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί (και... παραμορφωθεί) από τον τηλεοπτικό κατιμά.
Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
Με βαρβάτη αρχική διαφημιστική εκστρατεία, κατέβηκε από τους σινεμάδες προτού καν αρχίσει καλά καλά η προβολή της και βγήκε άρων άρων σε dvd σε μια απέπλιδα προσπάθεια των παραγωγών και των διανομέων να αλιεύσουν κανένα φράγκο από όσους ήθελαν και δεν πρόλαβαν να τη δουν στους σινεμάδες και φυσικά δεν έχουν λάβει γνώση από τις καθολικά αρνητικές κριτικές που έχει λάβει. Αποφύγετε. Τα συστατικά του στοιχεία υπάρχουν σε πολύ πιο ολοκληρωμένη και ραφιναρισμένη μορφή σε μια τηλεοπτική σειρά. Καλύτερα να δείτε άλλο ένα επεισόδιο σε επανάληψη από τις “7 Θανάσιμες Πεθερές”...
Παίχτες : Kostas Apostolakis , Katerina Papoutsaki , Bessy Malfa , Gerasimos Skiadaressis , Eleni Gerasimidou , Michalis Iatropoulos , Sofia Voyatzaki
Πόσα πιάνει; 1,5 / 5
Με δυό λογάκια :
Ένας μικροαπατεώνας κλέβει λεφτά από ένα Ρώσο μαφιόζο, ο οποίος – φυσικά – τον καταδιώκει για να του κάνει τα έντερα κοκορέτσι. Μαθαίνει ότι είναι... προϊόν κλωνοποίησης και ότι ο πρωτότυπος “αδερφός” του είναι ένας βλαχαδερός κάγκουρας που ζει σε ένα χωριό έξω από την... Καρδίτσα και – φυσικά – δεν έχει ιδέα από όλα αυτά. Απογασίζει να ταξιδέψει μέχρι εκεί και να αλλάξει θέσεις με τον Καρδιτσιώτη, προκειμένου να φάει αυτόν λάχανο ο Ρώσος. Ωστόσο, ο γκρέκο μασκαρά είναι και αυτός μπλεγμένος με τη σειρά του σε μικροκομπίνες και ερωτικά τερτίπια, που μάλλον θα αποδειχτούν too much για τον μπαγαπόντη αλλά ξενέρωτο New Yorker.
Αναλυτικότερα :
Πιστέψτε με, το αποτέλεσμα είναι ΠΟΛΥ χειρότερο από όσο ακούγεται. Και είναι ειλικρινά κρίμα, γιατί σε αυτό το ταινιάκι παρελαύνουν τουλάχιστον τα μισά νέα και υποσχόμενα ονόματα της Ελληνικής υποκριτικής σκηνής. Και το σενάριο, επιτέλους δείχνει κάποιες διαθέσεις πρωτοτυπίας, πέρα από το ατελείωτο copy / paste των Ελληνικών παραγωγών που θυμίζουν κακόγουστο, υπερμεγέθες επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Αλλά, τζάμπα καίει η λάμπα και όλα τα επιμέρους καλά συστατικά της πάνε χαμένα. Ας ξεκινήσω από τις ερμηνείες. Τίγκα αδιάφορος ο Αποστολάκης, στον διπλά αδιάφορο πρωταγωνιστικό ρόλο. Πανέμορφη η Παπουτσάκη. Αλλά γλάστρα και μάλιστα από τις φτηνές Κινέζικες με το πλαστικό λουλούδι. Υστερικόμορφη η ερμηνεία της Μπεσσυς Μάλφα (αν και καταφέρνει να είναι άκρως λιμπισίμια σαν επαρχιώτισσα σουβλατζού που κερατώνει τον άντρα της). Απρόσμενα κακός ο Σκιαδαρέσης, εδώ απλά ξαναπαίζει το ρόλο του Φατσέα από το “Καφέ της Χαράς” - αλλά χωρίς το χαβαλέ. Το αυτό ισχύει και για τη Βογιατζάκη, που ο ρόλος της είναι ένα κακό επιμύθιο σε ό,τι πιο τηλεοπτικό και προχειρότερο έχει κάνει μέχρι τώρα στην καριέρα της. Μοναδική φιγούρα που βγάζει γούστο, είναι ο αγνώριστος Μιχάλης Ιατρόπουλος, σαν Ρώσος hitman.
Άκουσα κάτι τερτίπια τύπου “οι ερμηνείες είναι τάχα μου επίτηδες καρικατουρίστικες για να δώσουν μιαν μεταμοντέρνα χροιά”. Κωλοκύθια τούμπανα. Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Και άλλοι, άπειροι έφτιαξαν ταινίες που λειτουργούσαν ως σατυρικά χρονογραφήματα και χαβαλεδιάρικες κοινωνικές ακτινογραφίες. Θες να πάρουμε παράδειγμα από Αλμοδοβάρ, από αδερφούς Koen ή μήπως από Woody Allen; Η λίστα είναι κυριολεκτικά ατελείωτη. Αλλά όλοι οι προαναφερόμενοι είχαν αξιοπρεπή παραγωγή και σωστές ερμηνείες για να στηρίξουν τη δουλειά τους – όσο ιλαρή και να φαινόταν τότε στα μάτια του κόσμου. Και κάτι που ανέκαθεν σπανίζει από τη χώρα μας : Γνώση του αντικειμένου και επαγγελματισμό. Επιτέλους, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο χαβαλές θέλει κι αυτός την τέχνη του. Και ότι το χύμα δεν συναιπάγεται αυτόματα cult status.
Τι άλλο; Σκηνοθεσία αδιάφορη, σαφώς τηλεοπτική, αλλά αυτό είναι κάτι που πλέον δε με εκπλήσσει σε Ελληνική παραγωγή, οπότε και το προσπερνάω. Το αυτό ισχύει και για την πρόχειρη φωτογραφία. Το σενάριο, (ένα ασυνήθιστο υβρίδιο φαρσοκωμωδίας και βουκολικού ρομάντζου) αν και ξεκινά με καινοτόμο διάθεση και χαμόγελα, υποκύπτει τελικά στο τηλεοπτικό τερτίπι. Ακόλουθεί την απόλυτα πεπατημένη οδό, αφότου έχει πιάσει τις αμέτρητες ιστορίες και υπο-ιστορίες μόνο και μόνο για να τις αφήσει ξέμπαρκες να κρέμονται στο τέλος. Αναπόφευκτο επιστέγασμα, το ζαχαρένιο happy end όπου όλοι ξεχνάνε τα πάντα, παντρεύονται μεταξύ τους και κάνουν χαβαλές ο ένας με τον άλλος υπό τη μουσική των Onirama.
Ωστόσο, το χειρότερο στοιχείο της ταινίας είναι το εκτρωματικό μοντάζ που μέχρι το τέλος καταντάει κουραστικό και προσβλητικό για το μάτι. Δεν ήταν editor αυτός, χασάπης ήτανε! Δεν εξηγείται αλλιώς. Σκηνές κόβονται πριν καν τελειώσουν. Τις διαδέχονται άλλες που έχουν κοπεί ενώ έχουν ήδη αρχίσει. Η λογική συνέπεια και η χρονική συνέχεια είναι έννοιες μάλλον... εξεζητημένες. Ειδικά το δεύτερο μισό της ταινίας δε μπορεί να χαρακτηριστεί παρα σαν μια τυχαία συρραφή σκηνών που ίσως έχουν μια μικρή σχέση μεταξύ τους. Η ροή της αφήγησης πάει περίπατο, σε κάποια σημεία παίζει να χάσεις και τη μπάλα τελείως για να τη βρεις πιο μετά, προφανώς κάνονται λογικούς συνειρμούς από τα συμφραζόμενα και χρησιμοποιώντας τη δημιουργική φαντασία σου για να γεφυρώσεις τις άπειρες τρύπες του σεναρίου. Δουλειά που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον ερασιτεχνική, καταστρέφει απόλυτα τις όποιες λίγες αρετές της ταινίας...
... τις οποίες θα ήταν απλά άδικο να τις παραβλέψουμε. Οι κωμικές καταστάσεις, αν και τίγκα τηλεοπτικές και προβλέψιμες – εντούτοις σίγουρα θα βρουν το στόχο τους σε ένα τηλεοπτικό κοινό που στερείται λοιπής κινηματογραφικής παιδείας και ερεθισμάτων, ή απλά θέλει να ταυτιστεί με οικείες καταστάσεις – φυσικά διακωμωδώντας και εννίοτε καννιβαλίζοντάς τις. Και όπως το θέαμα ενός ανθρώπου που σκοντάφτει, πέφτει κάτω και σπάει τα μούτρα του θα είναι πάντα κωμικό στα μάτια του κοινού (άσχετα από την καθόλα σοβαρή και ενίοτε γκροτέσκα διάστασή του) έτσι και οι ψεύτικες βλάχικες προφορές, το φτηνό χιούμορ με τις... αδερφές, οι κατινιές και τα καλοκάγαθα ρατσιστικά γκαγκς, ίσως και να συνεισφέρουν στο μάλλον καθόλου δύσκολο έργο της ψυχαγώγησης ενός κοινού με κατεξοχήν μειωμένες απαιτήσεις, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί (και... παραμορφωθεί) από τον τηλεοπτικό κατιμά.
Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
Με βαρβάτη αρχική διαφημιστική εκστρατεία, κατέβηκε από τους σινεμάδες προτού καν αρχίσει καλά καλά η προβολή της και βγήκε άρων άρων σε dvd σε μια απέπλιδα προσπάθεια των παραγωγών και των διανομέων να αλιεύσουν κανένα φράγκο από όσους ήθελαν και δεν πρόλαβαν να τη δουν στους σινεμάδες και φυσικά δεν έχουν λάβει γνώση από τις καθολικά αρνητικές κριτικές που έχει λάβει. Αποφύγετε. Τα συστατικά του στοιχεία υπάρχουν σε πολύ πιο ολοκληρωμένη και ραφιναρισμένη μορφή σε μια τηλεοπτική σειρά. Καλύτερα να δείτε άλλο ένα επεισόδιο σε επανάληψη από τις “7 Θανάσιμες Πεθερές”...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου