The Spirit
Το παλιό comic του Will Eisner μεταφέρθηκε ετεροχρονισμένα στη μεγάλη οθόνη από το ίδιο (πάνω κάτω) team που μας πρόσφερε το 2006 το έπος Sin City (η καλύτερη ταινία της χρονιάς) και υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Franc Miller. Χρησιμοποιώντας την ίδια περίπου τεχνική με την προαναφερθείσα ταινία (έχει υποστεί ολική ψηφιακή επεξεργασία), το ίδιο σκηνικό (δεν αναγράφεται άμεσα, αλλά τόπος δράσης της ταινίας είναι μια μεγαλούπολη πρακτικά ίδια με τη Sin City) και το ίδιο neo-noir ύφος, η επιτυχία ήταν πρακτικά δεδομένη. Θέλω να πω, με τόσο δυνατά υλικά, τι στο καλό θα μπορούσε να πάει στραβά?
Η απάντηση είναι – πολλά πράγματα. Η ταινία πάσχει και μπάζει από παντού. Ο Franc Miller μπορεί να έχει ένα καθιερωμένο (και κατά τη γνώμη μου, υπερεκτιμημένο) όνομα στη σκηνή των comics αλλά αυτό επ'ουδενί δεν αρκεί για να τον βαφτίσει σκηνοθέτη. Από πού να αρχίσει κανείς? Κατ'αρχήν δεν υπάρχει επαρκής όρος για να περιγράψει το πόσο κακοί είναι οι ηθοποιοί σε αυτή την ταινιούλα. Όλοι – μα όλοι! - παίζουν στην καλύτερη των περιπτώσεων σαν καρικατούρες. Οι κοντινές λήψεις με την πλήρη απουσία μακρινών ή έστω κάποιων πανοραμικών σκηνών σου δίνουν την αίσθηση ότι το φιλμάκι γυρίστηκε σε γκαράζ, μπροστά σε μια blue screen. Που προφανώς αυτό έγινε. Πως ήταν (σκηνοθετικά) οι 300? Ακόμα χειρότερα. Οι σκηνές δράσης λάμπουν με την απουσία τους. Τα όποια δείγματα action παραμένουν είναι ανεπαρκέστατα, κυρίως λόγω της κακής σκηνοθεσίας και των υπερβολικών κοντινών πλάνων, πράγμα που όπως και να'χει είναι κακό για μια ταινία που είναι βασικά action movie.
Το ύφος της ταινίας πάσχει. Μόνο cool (λέμε τώρα...) ατάκες, μόνο μούρη και ιλουστρασιόν και κανένα ίχνος ουσίας είναι το δόγμα που ισχύει εδώ. Οι όποιες προσπάθειες να εμπλουτιστεί η ταινία με χιούμορ και διάφορα comic reliefs είναι παράταιρες, αποτυγχάνουν δραματικά να συγχρωτιστούν με τα τεκταινόμενα στην οθόνη και απλά σου προκαλούν ένα συναίσθημα αμήχανης απορίας τύπου “τώρα εγώ βλέπω παπαριές, η κατά βάθος κάτι θέλει να πει ο ποιητής?” Ο Samuel Jackson σε όλη τη διάρκεια της ταινίας γελά εκνευριστικά, η Scarlett Johanson είναι μια κρυόκολη δισδιάστατη καρικατούρα χαρακτήρα, ο πρωταγωνιστής απλά δεν υπάρχει.
Προφανώς το πνεύμα του “The Spirit” κάπου πάσχει. Πάσχει σοβαρά. Το μόνο που διασώζεται είναι κάποιες καλές “κομιξάδικες” ιδέες και... βασικά τίποτα άλλο. Οι ίδιοι άνθρωποι, πριν 3 χρόνια δημιούργησαν μια πολύ καλύτερη δουλειά. Φέτος, το The Spirit σε σχέση με το Sin City, το μόνο που έχει να δείξει είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι αντί να προοδεύσουν και να βελτιώσουν τη δουλειά τους, ή – έστω! - να μας προσφέρουν μια ταινία ισάξιων προδιαγραφών, έκαναν όχι ένα, αλλά πολλά βήματα πίσω. Λογική και δίκαιη λοιπόν η κατακραυγή της ταινίας στα περισσότερα αξιόπιστα sites και περιοδικά του εξωτερικού, αλλά και το φτύσιμο που εισέπραξε και από τους οπαδούς, καθώς εισπρακτικά πάτωσε όπου προβλήθηκε.
Outlander
Από το πουθενά μας ήρθε αυτό το μικρό έπος που φιλοδοξεί (αρκετά επιτυχημένα!) να παντρέψει το sci-fi με την ηρωική φαντασία. Ένα διαστημικό σκάφος ταξιδεύοντας προφανώς μέσα από μια χωροχρονική δίνη συντρίβεται στη μεσαιωνική Νορβηγία. Το πρόβλημα είναι ότι το διαστημόπλοιο μετέφερε αιχμάλωτο κάποιο εξωγήινο πλάσμα που με τη συντριβή απελευθερώθηκε. Ο μοναδικός επιζώντας του πληρώματος αναλαμβάνει να βρει και να εξολοθρεύσει το τέρας. Πρώτα όμως θα πρέπει να τα βρει με τους καχύποπτους βίκινγκς της περιοχής και να τους πείσει για το αγαθό των σκοπών του αλλά και για την αναγκαιότητα λήψης δράσης.
Όσο γειά σου και να σας φαίνεται η αρχική ιδέα του σεναρίου (και είναι!!!) εντούτοις διεκπεραιώνεται με ακρίβεια και αξιοπρέπεια. Το αισθητικό πέρασμα από φιγούρες που θυμίζουν πολεμιστές του Halo, σε θυμωμένους Βίκινγκς με άγρια άλογα, ασπίδες και σπαθιά γίνεται με τόσο ανεπιτήδευτα αριστοτεχνικό τρόπο που δεν σου προκαλεί σχεδόν καθόλου αρνητική εντύπωση. Έξοχη περιπέτεια, καλοφτιαγμένη και καλοσκηνοθετημένη, με βάθος στους χαρακτήρες (τουλάχιστον στους σημαντικότερους από αυτούς), σενάριο που έχει πολύ ψωμί και καλή streamlined πλοκή. Το εργάκι είναι ένα σχεδόν τέλειο μπαστάρδεμα Beowulf / 13th Warrior με μια δόση από το πρώτο Predator. Ναι, είναι τόσο καλό. Μοναδικό μου παραπονάκι η τραβηγμένη του διάρκεια (2 ώρες παρά κάτι ψιλά) καθώς και η υπερβολική χρήση γραφικών υπολογιστή που δίνει μια too much dungeons & dragons fantasy όψη στο τέρας.
Το παλιό comic του Will Eisner μεταφέρθηκε ετεροχρονισμένα στη μεγάλη οθόνη από το ίδιο (πάνω κάτω) team που μας πρόσφερε το 2006 το έπος Sin City (η καλύτερη ταινία της χρονιάς) και υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Franc Miller. Χρησιμοποιώντας την ίδια περίπου τεχνική με την προαναφερθείσα ταινία (έχει υποστεί ολική ψηφιακή επεξεργασία), το ίδιο σκηνικό (δεν αναγράφεται άμεσα, αλλά τόπος δράσης της ταινίας είναι μια μεγαλούπολη πρακτικά ίδια με τη Sin City) και το ίδιο neo-noir ύφος, η επιτυχία ήταν πρακτικά δεδομένη. Θέλω να πω, με τόσο δυνατά υλικά, τι στο καλό θα μπορούσε να πάει στραβά?
Η απάντηση είναι – πολλά πράγματα. Η ταινία πάσχει και μπάζει από παντού. Ο Franc Miller μπορεί να έχει ένα καθιερωμένο (και κατά τη γνώμη μου, υπερεκτιμημένο) όνομα στη σκηνή των comics αλλά αυτό επ'ουδενί δεν αρκεί για να τον βαφτίσει σκηνοθέτη. Από πού να αρχίσει κανείς? Κατ'αρχήν δεν υπάρχει επαρκής όρος για να περιγράψει το πόσο κακοί είναι οι ηθοποιοί σε αυτή την ταινιούλα. Όλοι – μα όλοι! - παίζουν στην καλύτερη των περιπτώσεων σαν καρικατούρες. Οι κοντινές λήψεις με την πλήρη απουσία μακρινών ή έστω κάποιων πανοραμικών σκηνών σου δίνουν την αίσθηση ότι το φιλμάκι γυρίστηκε σε γκαράζ, μπροστά σε μια blue screen. Που προφανώς αυτό έγινε. Πως ήταν (σκηνοθετικά) οι 300? Ακόμα χειρότερα. Οι σκηνές δράσης λάμπουν με την απουσία τους. Τα όποια δείγματα action παραμένουν είναι ανεπαρκέστατα, κυρίως λόγω της κακής σκηνοθεσίας και των υπερβολικών κοντινών πλάνων, πράγμα που όπως και να'χει είναι κακό για μια ταινία που είναι βασικά action movie.
Το ύφος της ταινίας πάσχει. Μόνο cool (λέμε τώρα...) ατάκες, μόνο μούρη και ιλουστρασιόν και κανένα ίχνος ουσίας είναι το δόγμα που ισχύει εδώ. Οι όποιες προσπάθειες να εμπλουτιστεί η ταινία με χιούμορ και διάφορα comic reliefs είναι παράταιρες, αποτυγχάνουν δραματικά να συγχρωτιστούν με τα τεκταινόμενα στην οθόνη και απλά σου προκαλούν ένα συναίσθημα αμήχανης απορίας τύπου “τώρα εγώ βλέπω παπαριές, η κατά βάθος κάτι θέλει να πει ο ποιητής?” Ο Samuel Jackson σε όλη τη διάρκεια της ταινίας γελά εκνευριστικά, η Scarlett Johanson είναι μια κρυόκολη δισδιάστατη καρικατούρα χαρακτήρα, ο πρωταγωνιστής απλά δεν υπάρχει.
Προφανώς το πνεύμα του “The Spirit” κάπου πάσχει. Πάσχει σοβαρά. Το μόνο που διασώζεται είναι κάποιες καλές “κομιξάδικες” ιδέες και... βασικά τίποτα άλλο. Οι ίδιοι άνθρωποι, πριν 3 χρόνια δημιούργησαν μια πολύ καλύτερη δουλειά. Φέτος, το The Spirit σε σχέση με το Sin City, το μόνο που έχει να δείξει είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι αντί να προοδεύσουν και να βελτιώσουν τη δουλειά τους, ή – έστω! - να μας προσφέρουν μια ταινία ισάξιων προδιαγραφών, έκαναν όχι ένα, αλλά πολλά βήματα πίσω. Λογική και δίκαιη λοιπόν η κατακραυγή της ταινίας στα περισσότερα αξιόπιστα sites και περιοδικά του εξωτερικού, αλλά και το φτύσιμο που εισέπραξε και από τους οπαδούς, καθώς εισπρακτικά πάτωσε όπου προβλήθηκε.
Outlander
Από το πουθενά μας ήρθε αυτό το μικρό έπος που φιλοδοξεί (αρκετά επιτυχημένα!) να παντρέψει το sci-fi με την ηρωική φαντασία. Ένα διαστημικό σκάφος ταξιδεύοντας προφανώς μέσα από μια χωροχρονική δίνη συντρίβεται στη μεσαιωνική Νορβηγία. Το πρόβλημα είναι ότι το διαστημόπλοιο μετέφερε αιχμάλωτο κάποιο εξωγήινο πλάσμα που με τη συντριβή απελευθερώθηκε. Ο μοναδικός επιζώντας του πληρώματος αναλαμβάνει να βρει και να εξολοθρεύσει το τέρας. Πρώτα όμως θα πρέπει να τα βρει με τους καχύποπτους βίκινγκς της περιοχής και να τους πείσει για το αγαθό των σκοπών του αλλά και για την αναγκαιότητα λήψης δράσης.
Όσο γειά σου και να σας φαίνεται η αρχική ιδέα του σεναρίου (και είναι!!!) εντούτοις διεκπεραιώνεται με ακρίβεια και αξιοπρέπεια. Το αισθητικό πέρασμα από φιγούρες που θυμίζουν πολεμιστές του Halo, σε θυμωμένους Βίκινγκς με άγρια άλογα, ασπίδες και σπαθιά γίνεται με τόσο ανεπιτήδευτα αριστοτεχνικό τρόπο που δεν σου προκαλεί σχεδόν καθόλου αρνητική εντύπωση. Έξοχη περιπέτεια, καλοφτιαγμένη και καλοσκηνοθετημένη, με βάθος στους χαρακτήρες (τουλάχιστον στους σημαντικότερους από αυτούς), σενάριο που έχει πολύ ψωμί και καλή streamlined πλοκή. Το εργάκι είναι ένα σχεδόν τέλειο μπαστάρδεμα Beowulf / 13th Warrior με μια δόση από το πρώτο Predator. Ναι, είναι τόσο καλό. Μοναδικό μου παραπονάκι η τραβηγμένη του διάρκεια (2 ώρες παρά κάτι ψιλά) καθώς και η υπερβολική χρήση γραφικών υπολογιστή που δίνει μια too much dungeons & dragons fantasy όψη στο τέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου