Είναι, λέει, 5 – 5μιση το πρωί, έχουμε ξυπνήσει για κάποιο αδιευκρίνηστο λόγο και ενώ έχει σκοτάδι έξω ακόμα, βγαίνουμε από το σπίτι και πάμε σε μια ταβέρνα (!) για να φάμε πρωινό. Εγώ, η Σοφία και ο πατέρας μου. Φτάνουμε λοιπόν και καθόμαστε σε ένα τραπέζι. Η ταβέρνα δε, τίγκα στον κόσμο. Όλοι είχαν πάει να φάνε πρωινό στην ταβέρνα, στις 5μισή το πρωί! Και όταν λέμε ταβέρνα, εννοούμε ταβέρνα κομπλέ, με ξύλινο λερωμένο τραπέζι, χάρτινο τραπεζομάντηλο που κρατιέται με λάστιχο και ξύλινες καρέκλες πλεκτές με ψάθα.
Παραγγέλνουμε, λοιπόν, ο πατέρας μου και εγώ μια μερίδα παστίτσιο (!!!) γιατί στο συγκεκριμένο όνειρο, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να πάρουμε παστίτσιο για πρωινό. Και οι γύρω μας εξάλλου, παστίτσιο έτρωγαν οι περισσότεροι. Με τη Σοφία υπήρχε πρόβλημα, γιατί νήστευε λόγω Πάσχα. Σηκώνεται, λοιπόν από το τραπέζι και πάει να συννενοηθεί με το σερβιτόρο αν γίνεται να της φέρει κάτι σε πιο νηστήσιμο. Εν τω μεταξύ, έρχεται το φαγητό μας, ένα μεγάλο, τετράγωνο κομμάτι παστίτσιο που όμως αντί για χοντρό μακαρόνι, το είχαν μαγειρέψει με αυτά τα ζυμαρικά που έχουν σχήμα σα βιδούλες. Μάλιστα είχαν βάλει και μια δόση πελτέ παραπάνω και είχε βγει ολίγον τι ζουμεροκοκκινοσαλτσωτό από κάτω. Αλλά ήταν μια χαρά, το βάλαμε κάτω και το πελεκούσαμε με τον πατέρα μου.
Όσο τώρα γινοντουσαν όλα αυτά, η Σοφία ήταν ακόμα όρθια και προσπαθούσε μάταια να συννενοηθεί με το σερβιτόρο, ο οποίος προφανώς ήταν ούριος (=χαζός στα Χιώτικα) και δε την πάλευε καθόλου. Εμείς ακάθεκτοι τρώμε και ξαφνικά μου καρφώνεται στο μυαλό αυτό το παλιό τραγούδι από μια ταινία της Βουγιουκλάκη, θαρρώ ήταν “Το Αστείο Κορίτσι”. Ξέρεις μωρέ τώρα, αυτό που πάει :
Που λες, να μου έχει κολλήσει και να μη μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου με τίποτα. Και πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω, μια παρέα στο διπλανό τραπέζι από το δικό μας (2 κοπέλες μαζί με ένα μεγαλύτερο αντρόγυνο, δε ξέρω, μπορεί να ήταν και γονείς τους. Πάντως παστίτσιο έτρωγαν), αρχίζουν να σιγοτραγουδάνε το ίδιο τραγούδι!!! Λες και διάβασαν το μυαλό μου. Έπαθα. Σκέφτομαι, “δεν υπάρχει!”. Εκείνη τη στιγμή επιστρέφει και η Σοφία, εμφανώς απογοητευμένη. Τη δείχνω με το δάχτυλο και λέω στον πατέρα μου : “Είδες? Στο 'πα πως δε θα καταφέρει να συννενοηθεί!”. Εκεί ξύπνησα.
Μη με παρεξηγάτε, κάποιες φορές βλέπω κάτι τέτοια σουρεαλιστικά Αλμοδοβαρικά όνειρα. Το πως και το γιατί δε το γνωρίζω. Ληγμένα δεν παίρνω, ούτε και τίποτις άλλο που να έχει σχέση με χημεία και τέρατα. Ο πατσάς με αρέσει, το κοκορέτσι και οι λαχανοντολμάδες, αλλά αυτό δε νομίζω να παίζει ρόλο. Άντε και ένα ναργιλεδάκι που φουμάρω σπίτι μου στην Αθήνα μια φορά το μήνα με καπνό του εμπορίου. Όταν έχω μπερεκέτια, το πολύ να βάλω λίγο ουζάκι στη μπουκάλα και να δούμε κανένα σεξοθρίλερ με καλόγριες. Αλλά επειδή νιώθω δικός σας άνθρωπος, θα σας τα λέω τα όνειρά μου, θέτε δε θέτε! Καλή όρεξη!
Παραγγέλνουμε, λοιπόν, ο πατέρας μου και εγώ μια μερίδα παστίτσιο (!!!) γιατί στο συγκεκριμένο όνειρο, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να πάρουμε παστίτσιο για πρωινό. Και οι γύρω μας εξάλλου, παστίτσιο έτρωγαν οι περισσότεροι. Με τη Σοφία υπήρχε πρόβλημα, γιατί νήστευε λόγω Πάσχα. Σηκώνεται, λοιπόν από το τραπέζι και πάει να συννενοηθεί με το σερβιτόρο αν γίνεται να της φέρει κάτι σε πιο νηστήσιμο. Εν τω μεταξύ, έρχεται το φαγητό μας, ένα μεγάλο, τετράγωνο κομμάτι παστίτσιο που όμως αντί για χοντρό μακαρόνι, το είχαν μαγειρέψει με αυτά τα ζυμαρικά που έχουν σχήμα σα βιδούλες. Μάλιστα είχαν βάλει και μια δόση πελτέ παραπάνω και είχε βγει ολίγον τι ζουμεροκοκκινοσαλτσωτό από κάτω. Αλλά ήταν μια χαρά, το βάλαμε κάτω και το πελεκούσαμε με τον πατέρα μου.
Όσο τώρα γινοντουσαν όλα αυτά, η Σοφία ήταν ακόμα όρθια και προσπαθούσε μάταια να συννενοηθεί με το σερβιτόρο, ο οποίος προφανώς ήταν ούριος (=χαζός στα Χιώτικα) και δε την πάλευε καθόλου. Εμείς ακάθεκτοι τρώμε και ξαφνικά μου καρφώνεται στο μυαλό αυτό το παλιό τραγούδι από μια ταινία της Βουγιουκλάκη, θαρρώ ήταν “Το Αστείο Κορίτσι”. Ξέρεις μωρέ τώρα, αυτό που πάει :
“Αυτά τα χέρια είναι δικά σου / και τα 'χεις στείλει για να με δικάσουν / είναι μαχαίρια που 'χουν τ' όνομά σου / αυτά τα χέρια / τα χέρια τα δικά σου...”
Που λες, να μου έχει κολλήσει και να μη μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου με τίποτα. Και πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω, μια παρέα στο διπλανό τραπέζι από το δικό μας (2 κοπέλες μαζί με ένα μεγαλύτερο αντρόγυνο, δε ξέρω, μπορεί να ήταν και γονείς τους. Πάντως παστίτσιο έτρωγαν), αρχίζουν να σιγοτραγουδάνε το ίδιο τραγούδι!!! Λες και διάβασαν το μυαλό μου. Έπαθα. Σκέφτομαι, “δεν υπάρχει!”. Εκείνη τη στιγμή επιστρέφει και η Σοφία, εμφανώς απογοητευμένη. Τη δείχνω με το δάχτυλο και λέω στον πατέρα μου : “Είδες? Στο 'πα πως δε θα καταφέρει να συννενοηθεί!”. Εκεί ξύπνησα.
Μη με παρεξηγάτε, κάποιες φορές βλέπω κάτι τέτοια σουρεαλιστικά Αλμοδοβαρικά όνειρα. Το πως και το γιατί δε το γνωρίζω. Ληγμένα δεν παίρνω, ούτε και τίποτις άλλο που να έχει σχέση με χημεία και τέρατα. Ο πατσάς με αρέσει, το κοκορέτσι και οι λαχανοντολμάδες, αλλά αυτό δε νομίζω να παίζει ρόλο. Άντε και ένα ναργιλεδάκι που φουμάρω σπίτι μου στην Αθήνα μια φορά το μήνα με καπνό του εμπορίου. Όταν έχω μπερεκέτια, το πολύ να βάλω λίγο ουζάκι στη μπουκάλα και να δούμε κανένα σεξοθρίλερ με καλόγριες. Αλλά επειδή νιώθω δικός σας άνθρωπος, θα σας τα λέω τα όνειρά μου, θέτε δε θέτε! Καλή όρεξη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου