Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

The Men Who Stare at Goats (Ελ. Υπότιτλος : Οι Άντρες που Κοιτούν Επίμονα Κατσίκες)

Μάστορας : Grant Heslov
Παίχτες : George Clooney, Ewan McGregor, Kevin Spacey, Jeff Bridges, Robert Patrick
Πόσα πιάνει; απλά για να βάλω μια βαθμολογία, 3 / 5, αλλά νομίζω πως δε γίνεται πραγματικά να τη βαθμολογήσεις.
Με δυό λογάκια :
Ένας δημοσιογράφος ερευνά την υπόθεση ενός τύπου που υποστηρίζει ότι υπήρξε μέλος μιας μυστικής ομάδας των ειδικών δυνάμεων του Αμερικανικού στρατού. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, αυτή η ομάδα αποτελούταν από άτομα τα οποία διέθεταν ψυχικές δυνάμεις. Για να ανακαλύψει την αλήθεια, μπλέκεται σε μια απίστευτη όσο και... ψυχεδελική περιπέτεια.

Αναλυτικότερα :
Με ποιό ακριβώς τρόπο θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για αυτό το... θέατρο του παραλόγου και να είναι και ακριβής στα λεγόμενά του; Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα. Σίγουρα, μια ταινία που συγκεντρώνει κάτω από τον τίτλο της τέτοιο υποκριτικό δυναμικό, δε μπορεί να είναι τυχαία. Παρόλα αυτά, βλέποντάς την, δε μπορείς να μη νιώσεις ότι κάποιος εκεί έξω σου κάνει πλάκα ή ότι απλά ότι... οι συντελεστές της την κάνατε για το κέφι ή την κ@βλα τους, σαν μια μορφή παρεϊστικου αστείου, την πλήρη σημασία του οποίου μόνο εκείνοι γνωρίζουν. Αυτό το περίεργο υβρίδιο... πολιτικοστρατιωτικής σάτυρας και road movie είναι πασπαλισμένο με στοιχεία μαύρης κωμωδίας – αν και κωμωδία σίγουρα δε μπορείς να το πεις. Θυμίζει αντίστοιχες ταινίες των αδερφών Cohen, όπως το “Burn After Reading” (Καυτό Απόρρητο) review του οποίου θα βρεις στο παλιότερο, ομώνυμο post στην kamariera. Αλλά στο πολύ πιο “γειά σας”, “ότι να'ναι” και βαρεμένο μπορεί να παίξει. Ορίστε, νομίζω ότι μόλις περιέγραψα αυτή την ταινιούλα, με όσο πιο πολλή σαφήνεια γινόταν!

Ωστόσο, δε μπορεί κανείς να αρνηθεί τη νοημοσύνη που κρύβεται πίσω από το σενάριο και τους διαλόγους της. Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου, ότι είναι βασισμένη σε βιβλίο (του Jon Ronson) και της φαίνεται! Η προσεγμένη σάτυρά της είναι μόνο η αρχή. Κομψά χαβαλεδιάρικη και άκρως συνειδητοποιημένη, σφάζει με το βαμβάκι και σε πιάνει σχεδόν στον ύπνο. Μετά, περνάει σε άλλα επίπεδα. Και της Παναγιάς τα μάτια παίζουν εκεί μέσα! Τα οποία – τα πάντα όλα – φιλτράρονται από μια περίτεχνα δοσμένη Δον Κιχωτική νοοτροπία τύπου “Ας τον τρελό στην τρέλα του”. Και αφού περνάει σε πρώτη φάση, ένα μπερντάχι την εγωιστική βλακεία των στρατιωτικών, την παράνοια και τη συνωμοσιολογία του Ψυχρού Πολέμου, τη λουσάτη χαζομάρα και απατηλή αθωότητα των new age κινημάτων, κεντρίζει με λεπτομέρειες και “ψαγμενιές” που σκοτώνουν! Όπως μια άκρως... σατυρική (αλλά έγκυρη!) απόδοση του battle stress. Ή διάφορες “επαναστατικές” μεθόδους διδασκαλίας και εθνικιστικής προπαγάνδας που μόνο γέλωτα μπορούν να προκαλέσουν, ειδωμένες με μια αντικειμενική ματιά. Κι όμως, αυτά και πόσα ακόμα ιλαρά, έχουν στα αλήθεια συμβεί! Εξάλλου, το λακωνικό μήνυμα, αμέσως μετά τον απάλευτο πρόλογο, είναι σαφέστατο στην προειδοπόιησή του : “More of this is true than you would believe”.

Παρόλα αυτά, το όλο εγχέιρημα κάπου χωλαίνει. Σαν να μην είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως τι ακριβώς ήθελαν να κάνουν με το υλικό τους. Και η ιδέα πίσω από το όλο concept δεν προσφέρεται για απόδοση στο πανί. Όσο ενδιαφέρον και να είναι το βιβλίο, είναι τίγκα ΜΗ κινηματογραφήσιμο. Ιδιαίτερα προς το τέλος, όπου έχοντας πλέον για τα καλά χασει το momentum και τη φόρα που πήρε από το πρώτο – και καλύτερο – μέρος της, το ρίχνει σε “λιγότερα” αστειάκια και φαρσοκαταστάσεις, θυμίζοντας στο φινάλε της υπερβολικά (και απογοητευτικά) το αντίστοιχο φινάλε του “M.A.S.H.” (που παίζει να είναι ό,τι καλύτερο έχει γυριστεί σε στρατιωτική σάτυρα, αν δεν το έχεις δει και σε ψήνει το όλο θέμα, βρές το οπωσδήποτε!) Αυτά... κοινώς, δε μπορώ ούτε να προτείνω, ούτε να κατακρίνω αυτή την ταινία. Η εμπειρία που μπορεί να αποκομιστεί από τη θέασή της, είναι άμεση συνηστώσα του πώς θα την ερμηνεύσει ο καθένας μέσα από το προσωπικό του φίλτρο. Σίγουρα δεν προορίζεται για όλους. Προσωπικά, δεν τρελάθηκα με την πάρτη της. Παρόλα αυτά γέλασα λιγάκι, εξεπλάγην, ενίοτε έμεινα μ@λάκας με τα όσα διαδραματίστικαν στην οθόνη μου, αλλά σε τελική ανάλυση, πέρασα μια ευχάριστη μιάμιση (παρά κάτι) ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: