Ο τίτλος στέκει ουσιαστικά για τα αρχικά του ονόματος του Jean Claude Van Damme, καθώς αφενός πρόκειται για τον πρωταγωνιστή της ταινίας τούτης, αφετέρου είναι τρόπον τινά ψιλο - αυτοβιογραφική του. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, εδώ ο διάσημος ηθοποιός υποδύεται τον εαυτό του σε μια ιστορία που ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Ο Van Damme επιστρέφει από την Αμερική στο Βέλγιο και πάει σε μια τράπεζα να σηκώσει χρήματα. Όμως εκεί θα γίνει μάρτυρας και όμηρος μιας ένοπλης ληστείας. Ωστόσο, επειδή η πραγματικότητα απέχει μίλια από την κινηματογραφική εικόνα, εδώ θα πρέπει να ανταποκριθεί στη δύσκολη κατάσταση, όχι χρησιμοποιώντας τα ποντίκια και τις γνώσεις του στις πολεμικές τέχνες, αλλά με το μυαλό και την υπομονή του. Παράλληλα, το όλο σκηνικό γίνεται αφορμή για να ξετυλιχτούν κάποια κομμάτια της ζωής του JCVD και για λίγο μοιραζόμαστε τις πραγματικές σκέψεις του.
Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι φοβερά πρωτότυπη. Έλαχε ιδιαίτερα ευνοϊκής αντιμετώπισης από τον ειδικό τύπο και τα κινηματογραφικά site. Συγχαρητήρια αξίζουν και στον JCVD για το θάρρος που επιδεικνύει, καθώς εδώ αποδομεί τελείως το macho κινηματογραφικό alter ego του και εκτίθεται στην κάμερα όπως πράγματι είναι : ένας ξεπεσμένος κινηματογραφικός σταρ, κουρασμένος, ηλικιωμένος και μόνος. Παράλληλα, μιλάει στο κοινό ανοιχτά όσον αφορά τον αποτυχημένο γάμο του, την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά αλλά και το γεγονός ότι επί πολλά έτη συμμετείχε σε σκουπιδοταινίες απλά για να βγάλει τα προς το ζην. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε είτε περιστασιακά, μέσα από τα διάφορα δρώμενα στην οθόνη, είτε από ένα λυρικό μονόλογό του λίγο πριν το τέλος της ταινίας, που χαλαρά αποτελεί και την κορυφαία στιγμή της.
Όλο αυτό το πακέτο φιλμάρεται με μια τύπου ριάλιτι κάμερα και σκοτεινή, θαμπή φωτογραφία που θα βάψει την οθόνη σου σε κάθε πιθανή απόχρωση του λαδί. Η ταινία έχει πολλά να πει, μπολιάζοντας παράλληλα τη θλιβερή ατμόσφαιρα με λεπτές δόσεις χιούμορ και σάτυρας για την κινηματογραφική βιομηχανία. Απλά δείτε τα στιγμιότυπα που αναφέρονται στον Stephen Seagal αλλά και στον John Woo και θα καταλάβεται τι εννοώ. Πανέξυπνα. Ωστόσο, εκεί που πάσχει η ταινία, είναι στο pacing, δηλαδή στο ρυθμό της. Ξεκινάει πολύ αργά και γενικά είναι ψιλοστάσιμη στην πλοκή και στην εξέλιξή της. Το γεγονός ότι καθόλη τη διάρκεια της ταινίας όλοι είναι εγκλωβισμένοι κάπου, αφενός οι ληστές και οι όμηροι μέσα στην τράπεζα, αφετέρου οι αστυνομικοί, οι ρεπόρτερ και όλος ο υπόλοιπος κόσμος απέναντι από αυτήν, φυσικά δε βοηθάει. Όπως δε βοηθάει το χαμηλό budget της και οι (πλην του JCVD) μέτριες ερμηνείες. Άλλο ένα μείον, για κάποιους από τουλάχιστον, θα μπορούσε να είναι η παντελής έλλειψη δράσης. Έχοντας πλήρη αποδομήσει την κινηματογραφική εικόνα του, το μόνο ηρωικό σε αυτόν τον JCVD είναι η ιώβειος υπομονή που επιδεικνύει στις προσβολές και τις κοροϊδίες που δέχεται και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Παρόλα τα ελαττωματάκια του, το ταινιάκι έχει ψυχή και είναι τόσο πρωτότυπο που πρακτικά αποτελεί ξεχωριστό είδος από μόνο του. Αξίζει το χρόνο που θα του αφιερώσετε.
Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι φοβερά πρωτότυπη. Έλαχε ιδιαίτερα ευνοϊκής αντιμετώπισης από τον ειδικό τύπο και τα κινηματογραφικά site. Συγχαρητήρια αξίζουν και στον JCVD για το θάρρος που επιδεικνύει, καθώς εδώ αποδομεί τελείως το macho κινηματογραφικό alter ego του και εκτίθεται στην κάμερα όπως πράγματι είναι : ένας ξεπεσμένος κινηματογραφικός σταρ, κουρασμένος, ηλικιωμένος και μόνος. Παράλληλα, μιλάει στο κοινό ανοιχτά όσον αφορά τον αποτυχημένο γάμο του, την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά αλλά και το γεγονός ότι επί πολλά έτη συμμετείχε σε σκουπιδοταινίες απλά για να βγάλει τα προς το ζην. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε είτε περιστασιακά, μέσα από τα διάφορα δρώμενα στην οθόνη, είτε από ένα λυρικό μονόλογό του λίγο πριν το τέλος της ταινίας, που χαλαρά αποτελεί και την κορυφαία στιγμή της.
Όλο αυτό το πακέτο φιλμάρεται με μια τύπου ριάλιτι κάμερα και σκοτεινή, θαμπή φωτογραφία που θα βάψει την οθόνη σου σε κάθε πιθανή απόχρωση του λαδί. Η ταινία έχει πολλά να πει, μπολιάζοντας παράλληλα τη θλιβερή ατμόσφαιρα με λεπτές δόσεις χιούμορ και σάτυρας για την κινηματογραφική βιομηχανία. Απλά δείτε τα στιγμιότυπα που αναφέρονται στον Stephen Seagal αλλά και στον John Woo και θα καταλάβεται τι εννοώ. Πανέξυπνα. Ωστόσο, εκεί που πάσχει η ταινία, είναι στο pacing, δηλαδή στο ρυθμό της. Ξεκινάει πολύ αργά και γενικά είναι ψιλοστάσιμη στην πλοκή και στην εξέλιξή της. Το γεγονός ότι καθόλη τη διάρκεια της ταινίας όλοι είναι εγκλωβισμένοι κάπου, αφενός οι ληστές και οι όμηροι μέσα στην τράπεζα, αφετέρου οι αστυνομικοί, οι ρεπόρτερ και όλος ο υπόλοιπος κόσμος απέναντι από αυτήν, φυσικά δε βοηθάει. Όπως δε βοηθάει το χαμηλό budget της και οι (πλην του JCVD) μέτριες ερμηνείες. Άλλο ένα μείον, για κάποιους από τουλάχιστον, θα μπορούσε να είναι η παντελής έλλειψη δράσης. Έχοντας πλήρη αποδομήσει την κινηματογραφική εικόνα του, το μόνο ηρωικό σε αυτόν τον JCVD είναι η ιώβειος υπομονή που επιδεικνύει στις προσβολές και τις κοροϊδίες που δέχεται και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Παρόλα τα ελαττωματάκια του, το ταινιάκι έχει ψυχή και είναι τόσο πρωτότυπο που πρακτικά αποτελεί ξεχωριστό είδος από μόνο του. Αξίζει το χρόνο που θα του αφιερώσετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου