Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Dead Space – Downfall (2008)


Έχω πεθάνει, έχω λιώσει, έχω χάσει τον ύπνο μου με το Dead Space! Το παιχνίδι είναι ένα αριστούργημα του survival horror, ήρθε από το πουθενά για να κάτσει επάξια στο θρόνο που εγκατέλειψε το Resident Evil (του οποίου το 5ο μέρος, χωρίς να είναι καθόλου κακό, εντούτοις μετακόμισε από τη survival horror φιλοσοφία σε μια πιο action-oriented μανιέρα τύπου : “σκοτώνω zombies!!! Yeah!!!”). Δε θα πω κάτι παραπάνω για αυτό, εξάλλου σας ετοιμάζω σπέσιαλ review που θα το δημοσιεύσω αφού το τερματίσω προκειμένου να έχω πλήρη και σφαιρική άποψη. Η συγκεκριμένη ταινιούλα κινουμένων σχεδίων, είναι η αφήγηση ενός τρόπον τινά prequel του ομώνυμου παιχνιδιού. Περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν στην πλανητική παροικία η οποία ανακάλυψε τον marker, την καθέλκυσή του από το σκάφος ISHIMURA και τα όσα συνέβησαν σε αυτό, σταματώντας χρονικά ακριβώς στη στιγμή που ξεκινάει το παιχνίδι.

Η πρώτη παρατήρηση που είχα να κάνω είναι η εξής – γιατί κινούμενα σχέδια? Από τη στιγμή που τα παλικάρια της ΕΑ έσταξαν ποτάμια ιδρώτα και χρημάτων προκειμένου να δημιουργήσουν τα ΑΨΟΓΑ γραφικά του παιχνιδιού, γιατί να μη τα χρησιμοποιήσουν αυτούσια για να φτιάξουν αυτή την ταινιούλα? Αν μη τι άλλο, και φτηνότερα θα τους ερχόταν και το αισθητικό αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς καλύτερο. Όπως και να έχει, το Dead Space Downfall είναι μια μικρή διάρκειας 74 λεπτών ταινία κινουμένων σχεδίων με κλασικό παλιομοδίτικο “στο χέρι” σκίτσο. Πλην κάποιων 3d λεπτομερειών που αφορούν κυρίως στα περιβάλλοντα και μοιάζουν να έχουν βγει από το παιχνίδι (έχοντας ωστόσο σαφώς κατώτερη ποιότητα) το όλο αποτέλεσμα θυμίζει αισθητικά μέτριο παιδικό του STAR. Ωστόσο, μόνο για παιδιά δεν απευθύνεται καθώς διαθέτει ποτάμια από gore & splatter σκηνές και “ενήλικη” γλώσσα.

Κατά τα άλλα, η ιστοριούλα του, από τη στιγμή που έχεις παίξει το παιχνίδι, δε θα σε εντυπωσιάσει, ούτε θα δεις ή θα μάθεις κάτι που δεν το ήξερες πριν. Πιστεύω ότι μπορούσε να είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εξερευνηθεί καλύτερα ο κόσμος και το setting του παιχνιδιού, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δε γίνεται. Επίσης, περίμενα μια πιο πρωτότυπη πλοκή αλλά και ένα δυο καλά σεναριακά τερτίπια που να το “δένουν” καλύτερα με αυτά που βλέπεις παίζοντας το παιχνίδι, τα οποία επίσης δεν υπάρχουν. Οι ρηχά κατασκευασμένοι χαρακτήρες, κάποιες ελλείψεις και κενά στη λογική συνέχεια των γεγονότων αλλά και η όλη έλλειψη πρωτοτυπίας δε βοηθάνε αυτό το ταινιάκι. Κρίμα, γιατί ενώ θα μπορούσε να είναι κάτι πραγματικά καλό, αντί αυτού, παίρνουμε ένα προϊόν που περισσότερο θυμίζει ερασιτεχνική δουλειά φτιαγμένη από οπαδούς.

Βαθμολογία : 2,5 / 5

The Last House on the Left (2009)


Είναι το φετινό remake της ομώνυμης ταινίας του 1970κάτι που προκάλεσε σάλο στην εποχή της και θεωρείται σαν ένα από τα κλασικότερα θρίλερ, τουλάχιστον για τους Αμερικάνους. Δια χειρός Wes Craven, ήταν το έργο-αφορμή για να εκτοξευθεί η καριέρα του και να ακολουθήσει ένα σερί επιτυχημένων ταινιών από το σκηνοθέτη, κυρίως κατά τη διάρκεια της 10ετίας του '80 αλλά και του '90. Εδώ κάνει την παραγωγή και αφήνει τη σκηνοθεσία στον Ελληνικής καταγωγής Dennis Iliadis. Η ταινία χάρηκε μεγάλης εισπρακτικής επιτυχίας, ιδίως στην Αμερική και ευνοϊκών κριτικών από τον εξειδικευμένο τύπο. Το στόρυ – δυο κοπέλες απάγονται, βασανίζονται, βιάζονται και τέλος δολοφονούνται από μια σπείρα κακοποιών. Επειδή όμως ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη αλλά αγαπάει και το νοικοκύρη, οι κακοποιοί καταλήγουν να ζητούν καταφύγιο εν αγνοία τους στο σπίτι των γονιών του ενός από τα κορίτσια. Και τότε οι γονείς από νοικοκυραίοι άνθρωποι γίνονται θηρία ανήμερα και παίρνουν αιματηρή και αποτρόπαια εκδίκηση...

Ειλικρινά, σας εντυπωσιάζει ένα τέτοιο σενάριο? Εμένα πάντως όχι. Μπορώ να καταλάβω γιατί η αυθεντική ταινία έκανε πάταγο στην εποχή της. Για τον ίδιο λόγο που κάποτε ο κόσμος έβγαινε ουρλιάζοντας έντρομος από τα σινεμά όταν προβάλλονται οι κλασικές ταινίες με τα τέρατα της Universal (ξέρετε τώρα, Frankenstein, Werewolf, The Mummy κλπ). Η πρωτότυπη ταινία σόκαρε και προκάλεσε αίσθηση. Παράλληλα άνοιξε (μαζί με το The Texas Chainsaw Massacre που στη χώρα μας φέρει τον ανεκδιήγητο υπότιτλο : “Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι”) σχεδόν με το ζόρι τις πύλες του Hollywood αλλά και τα μυαλά του κόσμου για να δεχτεί ένα νέο είδος ταινιών, το επονομαζόμενο exploitation. Δηλαδή ταινίες που έχουν σαν κύριο στοιχείο τους το σεξ, τη βία, τις ρατσιστικές και γενικότερα politically incorrect αντιλήψεις, προκειμένου να περάσουν το όποιο μήνυμα τους. Το αποτέλεσμα έγραψε και ακόμα γράφει η ιστορία με έργα του είδους που κυμαίνονται από επίπεδο τραγικό εως αυτό του αριστουργήματος.

Στην εποχή μας όμως που ο κόσμος παραμυθιάζεται δυσκολότερα, επικρατεί μια γενική τάση μηδενισμού και απαξίωσης για τις κλασικές αξίες που μάθαμε από την οικογένειά μας (που υποτίθεται ότι διακυβεύονται στις ταινίες του είδους) αλλά και που είναι πολύ περισσότερο εξοικειωμένος, τουλάχιστον με την οπτική όψη της βίας, τι είναι αυτό που θα μπορούσε να κάνει αυτό το καινούριο The Last House on the Left να προκαλέσει και να συζητηθεί? Αν θέλετε τη γνώμη μου, η απάντηση είναι ΤΙΠΟΤΑ. Προφανώς, την ίδια άποψη μοιράζεται και ο Ηλιάδης και έτσι αποφεύγει να πέσει στην παγίδα να γυρίσει μια ταινία copy/paste της παλιάς απλά προσθέτοντας επιπλέον κουβάδες αίματος, αντέρων, ματωμένων βυζιών και gore. Τι κάνει? Ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωσή του. Παίρνει το παλιομοδίτικο υλικό του (το οποίο παρόλα αυτά φαίνεται ότι συμπονά και αγαπάει) και φτιάχνει ένα καλογυρισμένο θρίλερ με έμφαση στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην ψυχολογία του θεατή. Και αυτό το πετυχαίνει με όμορφα, καλλιτεχνικά άρτια πλάνα, καλό μοντάζ και ερμηνείες, λίγους αλλά καλούς διαλόγους.

Πραγματικά εντύπωση προκαλεί το ότι η φετινή ταινία είναι πολύ λιγότερο βίαιη (με εξαίρεση την καλή καφροφάση του φινάλε) και προκλητική σε σχέση με την πρωτότυπη που γυρίστηκε 30κάτι χρόνια πριν! Παραδόξως, είναι και κάπως λιγότερο σκοτεινή και αρκετά πιο αισιόδοξη στο φινάλε της, αλλά έχει ανεβασμένους τόνους συναισθήματος, αγωνίας και καταδίωξης που σε σημεία θα σας θυμίσει (ειδικά οι σκηνές της αναμέτρησης στο σπίτι) τη σχολή του Dario Argento. Αυτό το κινηματογραφικό fair play αφενός τιμά τον Ηλιάδη, αφετέρου μπορεί να ξενερώσει όσους γουστάρουν να δουν έναν ακόμα πιο ματωμένο κλώνο των SAW. Αυτή η συντηρητικότητα συν η ελλειπής παρουσίαση των χαρακτήρων (ιδιαίτερα των κακών) είναι τα μοναδικά μου παραπονάκια από το εργάκι. Αν μπορέσεις να αρκεστείς σε ένα κάπως εσωστρεφές, αλλά εξαιρετικά καλοφτιαγμένο θριλεράκι, θα περάσεις καλά. Αν θες να δεις άντερα, ψάξε αλλού.

Βαθμολογία : 3,5 / 5

Dead Space


Το νέο αριστούργημα του survival horror είναι εδώ και πραγματικά εντυπωσιάζει. Η ιστορία του λαμβάνει χώρα σε ένα μακρινό μέλλον όπου τα διαστημικά ταξίδια είναι μια καθημερινότητα και ο άνθρωπος στρέφεται σε άλλους πλανήτες προκειμένου να εξασφαλίσει ενέργεια και πρώτες ύλες για να καλύψει τις ανάγκες του. Σε έναν τέτοιο πλανήτη γίνεται μια εκτεταμένη εξόρυξη για την εύρεση ορυκτού πλούτου. Ένα μυστήριο έυρημα θα γίνει η αφορμή για να σταματήσουν οι εργασίες και ο διαστημικός σταθμός ISHIMURA καταφθάνει, φορτώνει το εύρημα και παίρνει ρότα για τη γη. Εν τω μεταξύ οι φήμες οργιάζουν για κάποιου είδους επιδημία που πρακτικά κατέστρεψε τη διαστημική αποικία στον πλανήτη, εξάρσεις βίας, περίεργες μορφές παράνοιας που προσέβαλαν το προσωπικό, κλπ. Όταν το ISHIMURA μετά από μια επείγουσα κλήση SOS σταματά να δίνει άλλα σημεία ζωής, ένα σωστικό σκάφος στέλνεται για να ερευνήσει την κατάσταση. Ένας από το πλήρωμα των 3 ατόμων του σωστικού είναι ο Isaac, ειδικός τεχνικός και είναι φυσικά ο χαρακτήρας του οποίου το ρόλο αναλαμβάνετε. Σύντομα θα μάθετε τη ζοφερή ιστορία πίσω από τις φήμες καθώς και την ακριβή φύση της μόλυνσης, της παράνοιας και του μυστήριου φορτίου που βρίσκεται κρυμμένο πάνω στο ISHIMURA...

Έχετε δει μια παλιά ταινία επιστημονικής φαντασίας του Paul Anderson, το “Μακρινός Ορίζοντας” (Event Horizon)? Ε, αυτή η ταινία, ή μάλλον αυτό που ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ (αλλά δεν κατάφερε) να είναι αυτή η ταινία, είναι η κύρια επιρροή για τη δημιουργία του Dead Space. Πριν ξεκινήσω το κυρίως μέρος του rewiew, πρέπει να τονίσω ότι το παιχνίδι αυτό δεν είναι για ανήλικους και για όσους έχουν ευαίσθητη καρδιά, στομάχι κλπ. Κραυγές από το πουθενά μέσα στο σκοτάδι που παγώνουν το αίμα, αληθινό gore, σπλαττερ σκηνές που θα βάψουν όλη την οθόνη σας κόκκινη, παρανοϊκές καταστάσεις, παραληρήματα, αυτοκτονίες και αν χάσετε, αντί για την κλασική οθόνη του game over θα δείτε απτά τα αποτελέσματα του κακού παιξίματός σας καθώς το παιχνίδι σας υποχρεώνει να παρακολουθείτε ανήμποροι ενώ τα τέρατα ξεσκίζουν και διαμελίζουν το χαρακτήρα σας, ΑΦΟΤΟΥ πεθάνει.

Γραφικά – Το παιχνίδι τρέχει σε ανάλυση 720p. Τα γραφικά είναι με μια λέξη άψογα. Φωτορεαλιστικές σκιές, απίστευτα επίπεδα λεπτομέρειας (διαβάζετε ακόμα και τα ψιλά γραμματάκια σε πεταμένα βιβλία, εφημερίδες, καρτ ποστάλ, αφίσες κλπ) αληθινά, μελετημένα περιβάλλοντα και χώροι, οι σκηνές στο διάστημα κόβουν την ανάσα με την ομορφιά τους, άψογη δουλειά στους φωτισμούς. Τα μοντέλα των τεράτων εντυπωσιάζουν και παράλληλα είναι ό,τι πιο κτηνώδες και άρρωστο έχω δει τον τελευταίο καιρό. Παίξτε απλά τις boss fights και θα καταλάβετε τι εννοώ. Οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί και αληθοφανείς. Η ΕΑ έλαβε τη σωστή απόφαση να κάνει τον Isaac να δείχνει όσο πιο ρεαλιστικά ανθρώπινος γίνεται. Το μοντέλο που έφτιαξαν έχει αναλογίες καθημερινού ανθρώπου και αυτό εντείνει την ατμόσφαιρα της αγωνίας και του ευάλωτου που έχετε, καθώς ο χαρακτήρας σας μοιάζει και είναι ένας κοινός τεχνικός (και όχι ο Κόναν ο Βάρβαρος, αν και μπορώ να τον φανταστώ σε ένα ανάλογο σενάριο!!!) με κύρια άμυνά του την παθητική θωράκιση που του παρέχει η στολή του. Άλλη μια καλοδεχούμενη πρωτοτυπία είναι η πλήρης έλλειψη HUD (Heads Up Display) δηλαδή κάθε είδους γραπτής πληροφορίας για την κατάστασή σας επί της οθόνης. Αντί για αυτό, τα ζωτικά στοιχεία του Isaac (ζωή, οξυγόνο, επίπεδο πανοπλίας) φαίνονται πάνω στη στολή του και τα πυρομαχικά του υποδυκνείονται την ώρα που χρησιμοποιεί το εκάστοτε όπλο του. Έτσι, το 100% της οθόνης σας χρησιμοποιείται καθαρά για το παιχνίδι και την απεικόνιση των χώρων και το αποτέλεσμα είναι σαφέστατα κινηματογραφικό.

Ήχος – Ουρλιαχτά που παγώνουν το αίμα, τρελά γέλια και παραληρήματα, ωραίες ρεαλιστικές φωνές και διάλογοι. Soundtrack υποτονικό, πρακτικά ανύπαρκτο την ώρα που παίζετε, που όμως κορυφώνεται σε μανιασμένα κρεσέντα έντασης την ώρα που σας καταδιώκουν τέρατα ή συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό στην πλοκή. Ωραίοι, “χορταστικοί” οι ήχοι των όπλων σας, με αγαπημένο μου αυτόν του Ripper! Μοναδικό παραπονάκι – θα ήθελα τον Isaac να είναι πιο ομιλητικός. Ζήτημα να μιλάει πάνω από 2 φορές σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Χειρισμός – Βλέπε Resident Evil 5. Ακριβώς ο ίδιος και με το ίδιο σύστημα real time inventory. Δηλαδή, όταν ανοίγετε το inventory με τα πράγματά σας, το παιχνίδι ΔΕΝ παγώνει, αλλά συνεχίζει κανονικά. Η δράση σταματάει μόνο όταν πατήσετε το pause, αλλά δεν μπορείτε πρακτικά να κάνετε τίποτα άλλο στην οθόνη του. Ίδια απεικόνιση και χειρισμός της κάμερας, ίδια περίπου όλα. Η μεγάλη διαφορά είναι στα όπλα : το καθένα έχει τελείως διαφορετική χρήση και από μια μοναδική, εναλλακτική λειτουργία. Πολύ καλό το σύστημα με το kinesis module (είναι πρακτικά το gravity gun από το Half-Life 2 & το Doom – Resurrection of Evil) αλλά και με το Stasis module (έχει τη δυνατότητα να παγώνει τρόπον τινά το χρόνο σε ό,τι το στρέφετε, είτε είναι τέρας, είτε αντικείμενο του περιβάλλοντος). Η μεγάλη πρωτοτυπία του παιχνιδιού είναι στα περιβάλλοντα με μηδενική βαρύτητα. Εκεί οι μπότες σας λειτουργούν σαν μαγνητική άγκυρα που σας κρατάει σταθερό, αλλά μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να εκτοξευθείτε σε οποιαδήποτε επιφάνεια, κάνοντας πρακτικά τους χώρους με έλλειψη βαρύτητας ένα τεράστιο 3d puzzle. Χώρια που, σε αντίθεση με εσάς, τα τέρατα σε αυτό το περιβάλλον πρακτικά πετάνε και μπορούν να σας την πέσουν ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ από παντού... ασύλληπτο! Μοναδικό παραπονάκι από το χειρισμό είναι η σχετική δυσκυνησία του Isaac (σε σχέση με τα τέρατα που ειδικά τα μικρότερα από αυτά είναι υπερβολικά γρήγορα) και η στενότητα των διαδρόμων που πρακτικά προεξοφλούν ότι αν βρεθείτε περικυκλωμένος από τέρατα, δεν υπάρχει περίπτωση να τη βγάλετε καθαρή χωρίς να χάσετε σημαντικά ποσά ενέργειας.

Gameplay – Ξανά – βλέπε Resident Evil 5. Όμως το Dead Space κρατάει πραγματικά τα χούγια ενός αμιγώς survival horror παιχνιδιού. Τα πυρομαχικά είναι λίγα, φτάνουν για να περατώσετε το παιχνίδι, αλλά δεν επιτρέπουν πολλές σπατάλες. Τα τέρατα σε γενικές γραμμές είναι δυνατότερα από εσάς, οποιαδήποτε μάχη μπορεί να εξελιχθεί μοιραία αν δεν έχετε τα αντανακλαστικά σας οξυμένα, ψυχραιμία και σταθερό χέρι στο σημάδι, τα μάτια και τα αυτιά σας ανοιχτά. Τα save points, καθώς και οι σταθμοί φόρτωσης οξυγόνου και Stasis Energy είναι λίγοι και πρέπει να τους αξιοποιείτε στρατηγικά. Το αυτό ισχύει για τα καταστήματα του παιχνιδιού, αλλά και για τα Nanomachine Bench στα οποία αναβαθμίζετε την πανοπλία και τα όπλα σας. Μια ιδιότυπη πρωτοτυπία υπάρχει στη μάχη : τα τέρατα πρέπει πρακτικά να τα διαμελίσετε! Φυσικά μπορείτε να σκοτώσετε τα τέρατα με τον παραδοσιακό τρόπο, βαρώντας στο ψαχνό. Αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί σπατάλη χρόνου και πυρομαχικών. Απεναντίας, όταν κόβετε τα μέλη των τεράτων, αυτά τείνουν να χάνουν μεγαλύτερα ποσά ενέργειας σε λιγότερο χρονικό διάστημα και σας προσφέρεται και σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα, πχ κόψτε τα πόδια και το τέρας δε μπορεί πια να τρέξει καταπάνω σας αλλά σέρνεται στο έδαφος με μειωμένη ταχύτητα. Κόψτε τα χέρια / πλοκάμια / νύχια / whatever και το τέρας χάνει την αντίστοιχη επίθεσή του. Σε αυτό σας βοηθάνε και τα όπλα του παιχνιδιού που καμιά σχέση δεν έχουν με συμβατικά όπλα που συναντάς σε αυτό το είδος παιχνιδιών (με εξαίρεση του palsma rifle που είναι πρακτικά ένα τυφέκιο και παράλληλα το χειρότερο όπλο στο παιχνίδι). Από όλα τα κοπτικά όργανα έχει ο μπαξές : plasma cutter (κόφτης), line gun (κάτι σε... ιπτάμενο ενεργειακό πριόνι), ripper (το απόλυτο, καλύτερο, απολαυστικότερο όπλο – ιπτάμενες στρόγγυλες περιστρεφόμενες λεπίδες που αιωρούνται και κατευθύνονται εκεί που θα τις στρέψετε, ό,τι καλύτερο έχει συλληφθεί σε όπλο από καταβολής ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ΙΣΩΣ μετά το δίκαννο του Doom 2!!!), force gun (ένα ενεργειακό shotgun), contact beam (υπερ-κόφτης), flamethrower για να βγάλετε το σαδιστή από μέσα σας με εξαιρετικά αποτρόπαια αποτελέσματα που αποδίδονται άψογα μπροστά στα μάτια σας.

Ρεζουμέ – Το Dead Space είναι καταπληκτικό. Μπορεί να μην είναι για όλους, αλλά όσοι από εσάς μπορούν να το παίξουν στο σκοτάδι, με την ένταση στο φουλ και μόνοι σε ένα κλειστό δωμάτιο θα γευτούν γερές δόσεις λαχταριστής τρομάρας που θα στοιχειώσει ακόμα και τα όνειρά σας! Το παιχνίδι είναι τρομερά immersive και δε θα ησυχάσετε μέχρι να το τερματίσετε. Η διάρκειά του, γύρω στις 16 ώρες κρίνεται ικανοποιητικότατη για παιχνίδι του είδους. Η ιστορία ισορροπεί αριστουργηματικά ανάμεσα σε “Resident Evil”, “Doom” και “2001 – A Space Odyssey”(ναι! Ναι!). Αν τολμούσα να ζητήσω κάτι παραπάνω, είναι περισσότερα boss fights (είναι μόλις 2 αλλά είναι εντυπωσιακότατα) και θα ήθελα επίσης το παιχνίδι να δίνει περισσότερες ευκαιρίες στον παίκτη να γνωρίσει καλύτερα τον κεντρικό χαρακτήρα Isaac, γιατί είναι ένας τύπος που τραβάει πολλά ζόρια, ωστόσο την ψυχική και σωματική του οδύνη θα πρέπει περισσότερο να τη φανταστείτε, καθώς στο σύνολο του παιχνιδιού, ο Isaac δείχνει σχετικά αμέτοχος, χωρίς να σχολιάζει ή να αντιδρά σε τίποτα. Το ότι βλέπουμε μόλις 2 φορές το πρόσωπό του εντείνει το συναίσθημα αποξένωσης από τον παίκτη. Αυτά πάντως είναι λεπτομέρειες, κουβέντα να γίνεται. Το παιχνίδι τα σπάει. Ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί εκεί έξω σε καινούριο τίτλο για το Playstation 3 (αλλά και για PC & XBOX360) και μπορείτε να το πετύχετε και σε καλή τιμή. Προσωπικά το χτύπησα (σε κανονικό μαγαζί, όχι online) με 30 ευρώ.

Βαθμολογία : 4,5 / 5

The Day the Earth Stood Still


Δυνατό πρωταγωνιστικό cast : Keanu Reeves, Jennifer Connely, Cathy Bates, John Cleese. Αν μη τι άλλο, σε κάνει να λαχταράς να τη δεις. Πρόκειται για το remake της ομώνυμης, πολύ παλιάς ασπρόμαυρης ταινίας επιστημονικής φαντασίας. Το παλιό έργο θεωρείται κλασικούρα. Το νέο υποστηρίζεται από πρωταγωνιστές εμπορικούς και ποιοτικούς συνάμα και από βαρβάτα πορτοφόλια. Αγαπημένο φιλμ, κλασικό σενάριο, τι μπορεί να πάει στραβά? Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, πολλά. Το στόρυ – ένας πανίσχυρος εξωγήινος έρχεται στη γη με ένα συγκεκριμένο σχέδιο : ο πλανήτης μας καταστρέφεται από τους ίδιους τους κυριάρχους του, τους ανθρώπους. Ο μόνος τρόπος να σωθεί, είναι ο αφανισμός της ανθρώπινης φυλής. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν σύμφωνα με αυτό το ιδιότυπο οικολογικό πλάνο και η μόνη ελπίδα για εμάς είναι η πειθώ πίσω από τις ματάρες τις Jennifer Connely.

Αν δεν κάνω λάθος, ούτε το πρωτότυπο δεν ήταν και η κορυφή στο είδος του (για να είμαι ειλικρινής δεν το έχω δει, ούτε και πρόκειται). Εδώ τα πράγματα είναι προφανώς ακόμα χειρότερα. Τα πάντα πάσχουν. Οι ερμηνείες, η σκηνοθεσία, οι ρυθμοί της ταινίας, όλα. Η ταινία πρακτικά μας δείχνει για 100+κάτι λεπτά κάποια άτομα (διαφορετικά κάθε φορά) να παίρνουν πόζα και να μιλάνε. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αναπληρώσει την ΠΑΝΤΕΛΗ έλλειψη δράσης με εντυπωσιακά πλάνα που κάποιες (λίγες) φορές εντυπωσιάζουν, αλλά στην πλειονότητά τους οι σκηνές αποτυγχάνουν να κρύψουν την κενότητα και τον “λίγο” λόγο ύπαρξής τους. Η εικόνα μιας γης στο χέιλος της καταστροφής είναι ανεπαρκής και δεν πείθει. Τα γραφικά υπολογιστή... φαίνονται ότι είναι γραφικά υπολογιστή. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται επιγραμματικά και δεν υπάρχει ουδεμία εμβάθυνση σε αυτους, ούτε καν στους άμεσα πρωταγωνιστικούς.

Να πούμε για ερμηνείες? Ο Keanu Reeves μπαίνει στο πετσί του εξωγήινου, αλλά με στραβό πόδι : παίζει σαν να ήρθε από άλλο πλανήτη, αλλά με την κακή έννοια. Ο Cleese αξιοποιείται ανεπαρκώς, αν και αποτελεί την πιο συμπαθή παρουσία της ταινίας. Η Connely κάνει αυτό που ανέκαθεν ξέρει να κάνει καλύτερα : να ποζάρει κοιτώντας με τις υγρές ματάρες της παραπονεμένα το φακό και να κάνει την καρδιά του κάθε άρρενα θεατή να σπαράζει. Ωστόσο, δυστυχώς αυτή τη φορά αρκείται μόνο σε αυτό. Η Bates γίνεται απλά αντιπαθητική, το ίδιο και το σκασμένο πιτσιρίκι (άμα το είχα μπροστά μου θα το μπάτσιζα το μαλακίδι!!!) του Will Smith που παριστάνει το αραπάκι (Ναι, καλά διαβάζετε!!!) παιδί της Connely. Καμιά σχέση με το εξαιρετικά ταλαντούχο παιδί-θαύμα που έκλεψε καρδιές στο “Κυνήγι της Ευτυχίας”.

Βαθμολογία : “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν”. Χαρισματικά, επειδή είμαι μεγάλος ανθρωπιστής αλλά και κάργα καψούρης με τα μάτια της Jennifer Connely, του βάζω ένα 1,5 / 5. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, αλλά τα πάντα αποτυγχάνουν να βρουν το δρόμο τους. Από το πρώτο πλάνο (με την τεράστια χρωματιστή CGI μπίλια) μέχρι το τελευταίο, η ταινία κραυγάζει ένα και μοναδικό πράγμα : ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ. Είναι δύσκολο να νοιαστείς για μια ταινία όταν οι ερμηνείες πάσχουν και όταν οι χαρακτήρες είναι πιο ρηχοί ακόμα και από φτηνό κόμιξ. Θα ολοκληρώσω το review γράφοντας το πολύ έυστοχο παρατσούκλι που της πρόσαψε μια από τις αγαπημένες μου κινηματογραφικές ιστοσελίδες : The Day the Script Stood Still.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

The Darkness


Το The Darkness ανήκει στην πρώτη φουρνιά παιχνιδιών που βγήκαν για Playstation 3 & XBOX 360. Είναι ένα first person shooter με ένα καλό μακάβριο twist. Αναλαμβάνεις το ρόλο του Jackie Estacado, ενός εκτελεστή της Μαφίας. Ανήκεις στην οικογένεια από μικρό παιδί, από τότε που σε υιοθέτησαν από το ορφανοτροφείο. Είσαι υπό τη δούλεψη του ελαφρώς ψυχωτικού θείου σου Paulie και όλα πάνε καλά. Μέχρι που κάτι στραβώνει και ο θείος σου σε βάζει στη μαύρη λίστα και βάζει λυτούς και δεμένους προκειμένου να βεβαιωθεί ότι θα δεις σε μόνιμη βάση τα ραδίκια ανάποδα. Ωστόσο κάτι άλλο σου συμβαίνει τη μέρα των 21ων πρώτων γενεθλίων σου. Αποκτάς κάποιες σκοτεινές, υπερφυσικές δυνάμεις και δυο σκυώδη πλάσματα δείχνουν να σε ακολουθούν όπου πας. Μέσα σε αυτό το μπάχαλο, θα πρέπει να αντιμετωπίσετε τις συνεχείς απειλές κατά της ζωής σας, να την παλαίψετε με τα ψυχοτραυματικά του Jackie και με τις αλλαγές που συμβαίνουν πάνω σας και ταυτόχρονα να προστατέψετε την κοπέλα σας Jenny (την οποία ο Jacky αγαπάει υπερβολικά). Τόσο καλά.

Γραφικά – Αν και σχετικά παλιό, εντούτοις τρέχει σε ανάλυση 1080p και καταφέρνει να εντυπωσιάσει. Ειδικά τα textures είναι άριστης ποιότητας, όσο κοντά και να πλησιάσετε σε ένα τοίχο ή μια οποιαδήποτε επιφάνεια. Το ίδιο δυστυχώς δε μπορεί πάντα να ειπωθεί και για τα μοντέλα των χαρακτήρων, ειδικά αυτών που δεν παίζουν κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στο παιχνίδι, ή αυτών που σας δίνουν κάποιες ελάσσονες προαιρετικές αποστολές. Εκεί βλέπουμε γωνίες να προεξέχουν, ειδικά από τα πρόσωπα, πράγμα που φυσικά δεν είναι και ό,τι καλύτερο για παιχνίδι κονσόλας νέας γενιάς. Ωστόσο, καταφέρνει παρά τις όποιες ατέλειες να δημιουργήσει αληθοφανή ζωντανά περιβάλλοντα, ειδικά στους σταθμούς του μετρό που συνδέουν τις διάφορες περιοχές του παιχνιδιού. Σε αυτό συμβάλλει και ο καλός βαθμός με τον οποίο μπορείς να αλληλεπιδράσεις με το χώρο γύρω σου. Οι σφαίρες σας αφήνουν σημάδια και μερικές φορές αποσπούν και κομμάτια ολόκληρα από τα διάσπαρτα αντικείμενα. Στο μετρό μπορείτε να χτυπήσετε εισητήριο, να επικοινωνήσετε με hotline βοήθειας του κοινού. Στις τηλεφωνικές συσκευές μπορείτε να καλέσετε διάφορα νούμερα (τα διάφορα unlockable καλούδια του παιχνιδιού σας δίνονται με τη μορφή ενός αριθμού τηλεφώνου που πρέπει να τον καλέσετε προκειμένου να τα αποκτήσετε) και να ακούσετε ό,τι παλαβομάρα μπορείτε να φανταστείτε. Προφανώς, εδώ οι σχεδιαστές του παιχνιδιού έβγαλαν ό,τι χαβαλέ τους κατέβαινε στο μυαλό, με αποτελέσματα που κινούνται από επίπεδο αδιάφορο, μέχρι κορυφαίο. Στα γραμματοκιβώτια μπορείτε να στείλετε γράμματα, οι τηλεοράσεις παίζουν ολόκληρα προγράμματα και ταινίες (!!!), κάνετε zapping σε πάνω από 10 κανάλια, μπορείτε να πυροβολήσετε πυροσβεστήρες και να γεμίσετε το χώρο γύρω σας από αφρούς και σκόνη. Σε παρατεταμένα πιστολίδια η οθόνη γίνεται όλο καπνούς και θραύσματα με αποτέλεσμα προσωρινά να χάνετε την οπτική επαφή με το στόχο σας. Και τέλος, όλοι οι χαρακτήρες του παιχνιδιού, ακόμα και οι άσχετοι περαστικοί έχουν κάτι πρωτότυπο να σας πουν αν μπείτε στον κόπο να τους μιλήσετε, ο καθένας με το δικό του προσωπικό speech.

Ήχος – Καλό soundtrack που στις περισσότερες των περιπτώσεων συνοδεύει διακριτικά τις εξερευνήσεις σας, με καλά ξεσπάσματα σε rock και heavy metal ρυθμούς όταν ανάβουν για τα καλά τα αίματα. Πολλά και καλά μουσικά κομμάτια, όπως και οι φυσικοί ήχοι του περιβάλλοντος θα κρατάνε συνεχώς συντροφιά στα αυτάκια σας. Καλό speech από όλους τους χαρακτήρες και άφθονες ατάκες. Τα darklings που σας βοηθάνε δε βάζουν γλώσσα μέσα και μερικές φορές πετάνε και ατάκες – διαμάντια (“Let's shoot some commies!” ή “I like penguins!”). Μοναδικό παράπονο στον ήχο, η φωνή του ίδιου του the Darkness, του σκοτεινού, μυστήριου πλάσματος που σας δανείζει τις υπερδυνάμεις του : θα την ήθελα σε γενικές γραμμές να είναι πολύ πιο “σκοτεινή”.

Χειρισμός : Τυπικός για παιχνίδι του είδους με κάποιες πρωτοτυπίες που δε βγαίνουν πάντα σε καλό. π.χ.για να σκύψεις πρέπει να πατήσεις τον αριστερό αναλογικό μοχλό προς τα μέσα. Για το zoom, πρέπει να κάνεις το ίδιο με το δεξί μοχλό. Όμως, στη διάρκεια της δράσης, πολλές φορές θα πατήσετε κατά λάθος τους μοχλούς ενώ εσείς απλά θέλετε να κινήσετε το χαρακτήρα σας. Αν σκεφτείτε ότι όποτε χρησιμοποιείτε τις παραπάνω λειτουργίες, μειώνεται αισθητά η ταχύτητα του Jackie, αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο σε μια έντονη ανταλλαγή πυροβολισμών. Ένα ψιλοθεματάκι υπάρχει και με τα άλματα. Υπάρχουν περιπτώσεις που θα επιχειρήσετε να σκαρφαλώσετε στην ίδια επιφάνεια επανηλημμένα και άλλοτε αυτό θα γίνεται και άλλοτε όχι. Κάποιες φορές ο Jackie εκτελεί ένα “τύπου” διπλό άλμα όταν είναι οριακά να φτάσει κάποια επιφάνεια (μάλλον όταν πατάτε πολλές φορές το αντίστοιχο πλήκτρο) αλλά αυτό δείχνει να δουλεύει όποτε του αρέσει, οπότε είναι τελείως αναξιόπιστο σαν λειτουργία. Ευτυχώς που πρακτικά δεν υφίσταται platform κομμάτι του παιχνιδιού, οπότε η όποια δυσλειτουργία δεν πρόκειται ποτέ να σας κοστίσει τη ζωή. Θεματάκι υπάρχει και με την αυτόματη στόχευση, η οποία άλλοτε σας βοηθά υπερβολικά και άλλοτε είναι πρακτικά ανύπαρκτη.

Gameplay – Είναι κατά τα άλλα ένα τυπικό first person shooter με κάποιες πρωτοτυπίες που είναι καλοδεχούμενες μεν, αλλά δεν δουλεύουν πάντα τόσο καλά. Οι Darkness powers που διαθέτετε, είναι σε γενικές γραμμές υπερβολικά δυνατές, σε βαθμό που κάποιες στιγμές θα νιώσετε ότι έχετε όλους τους αντίπαλους του παιχνιδιού “πελάτες σας”. Από την άλλη, μπορεί στο άσχετο να σταματήσουν να λειτουργούν κατά τη διάρκεια της μάχης και να σας κρεμάσουν. Τα συμβατικά όπλα σας είναι σχεδόν άχρηστα σε σύγκριση με τις Darkness powers και κυρίως θα τα χρησιμοποιήσετε για να σπάσετε λάμπες (!) και κάθε άλλη πηγή φωτισμού που εμποδίζει το The Darkness μέσα σας να λειτουργήσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Προβληματάκια υπάρχουν και στη στόχευση αλλά και στην υπερβολική αντοχή των αντιπάλων σας που μπορεί να αντέξουν να δεχτούν να αδειάσετε πάνω τους μέχρι και 3 γεμιστήρες σφαίρες και ακόμα να σας καταδιώκουν! Αντίθετα, ο Jackie είναι ιδιαίτερα ευάλωτος, ειδικά όταν έχει απενεργοποιημένη τη Darkness shield μπορεί με 3 απανωτά χτυπήματα να σκοτωθεί. Η τεχνητή νοημοσύνη των αντιπάλων σας λειτουργεί σχετικά καλά, αλλά όχι και των darklings που τις περισσότερες φορές θα περιπλανιώνται άσκοπα, θα σκοτώνονται ή απλά θα εξαφανίζονται από μόνα τους. Η πλήρης έλλειψη boss fights και οποιοδήποτε άλλου “τελικού κακού” λίγο αφαιρεί από τη δραματικότητα του παιχνιδιού και η ιστορία του παρουσιάζεται ατελώς, καθώς δε γνωρίζεις ακριβώς τι στα κομμάτια ήταν αυτό που τσάντισε αρχικά τόσο το θείο σου Paulie, ούτε το λόγο που το the Darkness σε διάλεξε για να γίνεις ξενιστής του. Πολλά πράγματα δε διευκρινίζονται στην υποόθεση και αυτό τουλάχιστον εν μέρει είναι εσκεμμένο, καθώς ήδη έχει ανακοινωθεί το sequel.

Από την άλλη, δε μπορέι κανείς να λάβει αψήφιστα τις αρετές του παιχνιδιού. Είναι κάφρικα και αιματηρά διασκεδαστικότατο και μπαμπάτσικο σε διάρκεια. Έχει μπόλικες υπο-αποστολές, ψιλο-ανοιχτή δομή και περιθώρια εξερεύνησης που το κάνουν αρκετά ελκυστικό, ακόμα και αφού το τερματίσετε. Τα κάθε λογής unlockables που ανακαλύπτετε στη διάρκειά του, προσθέτουν ακόμα περισσότερο στον παράγοντα της διασκέδασης και κάποια από αυτά έχουν ουσιαστική αξία. (μπορείτε να ξεκλειδώσετε ολόκληρα περιοδικά comics, ειδικά αυτά από τα οποία προήλθε το παιχνίδι, αλλά και άλλα, άσχετα). Οι darkness powers είναι ψαρωτικές και αξόχως πορωτικές στη χρήση τους (Δείτε τα 2 κεφάλια του darkness να τσακώνονται για το ποιός θα πρωτοφάει τη σπλήνα ενός άτυχου θύματός σας και θα καταλάβετε τι εννοώ!). Με άλλα λόγια, το παιχνιδάκι δεν είναι και το αριστούργημα, αλλά αν το βρείτε σε μια καλή τιμή (προσωπικά το βρήκα με 15 ευρώ) τα λεφτουδάκια του θα τα βγάλει. Στις καλύτερές του στιγμές θα σας θυμίσει Half-Life 2, ειδικά όταν τριγυρίζετε στους σταθμούς του μετρό. Σε όλες τις υπόλοιπες, θα σας θυμίσει ένα παλιό ψιλο-αποτυχημένο shooter των υπολογιστών, το Blood 2 (του οποίου το πρώτο μέρος είναι ένα από τα πιο θεϊκά, κάφρικα, αιμοσταγή, καταπληκτικά παιχνίδια όλων των εποχών!)

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Illuminati – Angels and Demons


Μη μου μπερδεύεστε από το διπλό τίτλο. Angels and Demons είναι ο τίτλος του βιβλίου για την Αμερική, Illuminati για την Ευρώπη. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την ταινία. Το στόρυ - Από το ινστιντούτο CERN κλέβεται ένας κύλινδρος που περιέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα αντι – ύλης που έχει φτιαχτεί ποτέ. Παράλληλα, στο Βατικανό, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Πάπα, αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες για την εκλογή νέου. Οι 4 επικρατέστεροι για την εκλογή απαγάγονται και ένα απειλητικό μήνυμα στέλνεται στις αρχές. Δείχνει τους 4 αιχμαλώτους να κρατούνται κάπου φυλακισμένοι και στο ίδιο μέρος το σωλήνα με την αντι – ύλη, σαν ορολογιακή βόμβα. Οι απαγωγείς απειλούν να σκοτώσουν τους υποψήφιους αλλά και να καταστρέψουν την Καθολική εκκλησία. Όλα δείχνουν ότι ένας αρχαίος εχθρός της εκκλησίας, το μυστικό τάγμα των Illuminati (Πεφωτισμένοι) που θεωρούταν από όλους ότι έχει εξαφανιστεί εδώ και αιώνες, έχει ξαναβγεί στο προσκήνιο και σκοπεύει να πάρει εκδίκηση για τα αδικήματα που διαπράχθησαν εις βάρος των μελών του. Ο μόνος ίσως που μπορεί να ρίξει φως στο μυστήριο αρκετά έγκαιρα προκειμένου να αποφευχθούν οι φόνοι, αλλά και η καταστροφή της εκκλησίας, είναι ο ιστορικός και ειδικός στα σύμβολα καθηγητής Robert Langton...

Πρόκειται για τη φιλμική προσαρμογή του πρώτου από τα 2 βιβλία του Dan Brown που περιγράφει τις περιπέτειες του καθηγητή Langton. (το δεύτερο είναι ο “Κώδικας DaVinci”). Το ίδιο team που δημιούργησε την πρώτη ταινία είναι σχεδόν αυτούσιο εδώ. Δεν ξέρω αν είδατε το The DaVinci Code. Προσωπικά το θεώρησα σαν μια από τις πιο βαρετές ταινίες που έχω δει. Το πρόβλημα με τα βιβλία του Dan Brown είναι ότι πολύ απλά δεν προσφέρονται για μεταφορά στον κινηματογράφο. Λόγω της απουσίας δράσης τους, αλλά και του πλούτου γνώσεων και πληροφοριών που περιέχουν, πρακτικά συνεπάγεται ότι στο πανί θα βλέπεις διάφορα άτομα να στέκονται κάπου και απλά να μιλάνε και να ανταλάσσουν γνώσεις. Αυτό που έγινε δηλαδή στο The DaVinci Code. Όταν λοιπόν το ίδιο team που δημιούργησε μια βαρετή ταινία, επιστρέφει σχεδόν αυτούσιο, με παρόμοιο σενάριο από τον ίδιο συγγραφέα, τι μπορεί κανείς να περιμένει πέρα από άλλη μια βαρετή ταινία?

Ευτυχώς η ταινία αποδείχτηκε καλύτερη των προσδοκιών μου, αλλά όχι πολύ. Τα ίδια πάνω κάτω ελαττώματα που μάστιζαν το “Κώδικας DaVinci” υπάρχουν και εδώ. Στεγνή, διεκπεραιωτική, αφηγηματική σκηνοθεσία, στερημένη από κάθε είδους καλλιτεχνική αξία και ανησυχία. Πολλές πολλές πληροφορίες που στην προσπάθεια των σεναριογράφων να τις στριμώξουν σε μια μόνο ταινία, παρουσιάζονται επιγραμματικά. Έτσι όμως χάνουν την αξία και τη σημασία τους. Πολλοί διάλογοι χωρίς πραγματική δράση, κάνουν τις δυόμιση και κάτι ψιλά ώρες που διαρκεί η ταινία, να κυλούν αργά και βαρετά. Οι μέτριες ερμηνείες. Το περουκίνι του Tom Hanks. Η έλλειψη χαρακτήρα και επαρκούς κινήτρου για τους χαρακτήρες. Ο Langton και οι ακαδημαϊκές του γνώσεις, στην ταινία (και σε αντίθεση με το βιβλίο) δεν δείχνουν να έχουν και τόσο ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Οι κακοί δεν είναι αρκετά κακοί και η όλη σκευωρία πίσω από τα γεγονότα είναι πολύ “λίγη”. Σχεδόν αναρωτιέσαι πώς αυτοί οι ψιλικατζήδες κατάφεραν να κάνουν τα όσα (λίγα) έκαναν. Θα δείτε το έργο και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Αυτό που σώζει την ταινία και την τοποθετεί σε ένα επίπεδο άνω του μετρίου, είναι οι γρηγορότεροι ρυθμοί του σεναρίου. Εξάλλου, και το ομώνυμο βιβλίο είναι πολύ γρηγορότερο στην πλοκή του σε σχέση με το DaVinci. Όλη η ταινία από την αρχή κυλά σε ρυθμούς αντίστροφης μέτρησης και έτσι δε σου δίνει την ευκαιρία να πολυαναλύσεις τις όποιες ατέλειες και παραλείψεις του σεναρίου, ούτε να πάρεις πολύ χαμπάρι τον πρόχειρο, μπακαλίστικο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα. Κοινώς, κρατά το μυαλό σε εγρήγορση και δε σου επιτρέπει να βαρεθείς ή να ξενερώσεις σε μεγάλο βαθμό. Ο Hanks είναι επαρκέστατος στο ρόλο του επιθεωρητή Langton. Τα τοπία και τα εκκλησιαστικά μνημεία της Ρώμης γεμίζουν την οθόνη σου, προκαλούν δέος και εντυπωσιάζουν. Η πιστότητα σε σχέση με το βιβλίο διατηρείται σε αρκετά καλό επίπεδο, παρά τις όποιες λίγες αλλαγές στην πλοκή που έγιναν για να διευκολυνθεί η κινηματογραφική απόδοση.

Σε γενικές γραμμές, το Illuminati είναι μια μέτρια προς καλή δουλειά. Καλύτερο αφενός από τον προκάτοχό του, αφετέρου νομίζω ότι του άξιζε κάτι πολύ παραπάνω. Αν έχετε χρόνο, προτιμήστε να διαβάσετε το βιβλίο. Αλλά και όπως έχει, η ταινιούλα αυτή καταφέρνει να σταθεί έστω και από μόνη της.

Βαθμολογία 2,5 / 5 Μόνα Λίζες με ζαρτιέρες

Coraline (Ελ. Υπότιτλος – Coraline, το σπίτι στην ομίχλη)


Ένα μικρό κοριτσάκι μετακομίζει με τους γονείς της σε ένα νέο σπίτι, αλλά αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Οι γονείς της αδιαφορούν για αυτή και ενδιαφέρονται μόνο για τη δουλειά τους, το σπίτι μοιάζει αχανές, άδειο και σε κακή κατάσταση, το τοπίο είναι μουντό και μελαγχολικό και για γείτονές έχει κάτι αποξενωμένους παράξενους γέρους. Εξερευνώντας, βρίσκει μια μυστική πόρτα που οδηγεί σε ένα παράλληλο κόσμο, αντικατοπτρισμό του πραγματικού, με τη διαφορά ότι τα πάντα μοιάζουν πιο όμορφα, ελκυστικά και μαγικά. Πανέξυπνη ταινιούλα που θα σας θυμίσει το “Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη” του Tim Burton, καθώς είναι φτιαγμένη με παρόμοια τεχνική. Δε θα πω περισσότερα για το σενάριο, παρά το ότι λοξοκοιτάζει το “Thief of Always” (Κλέφτης του Πάντοτε) του Clive Barker, αλλά και το κλασικό παραμύθι των αδερφών Grimm με το Hansel & τη Gretel και το σοκολατένιο σπίτι.

Όλα είναι άψογα φτιαγμένα σε αυτό το σκοτεινό παραμυθάκι που βλέπεται άνετα και από ενήλικους αλλά και από μικρά παιδιά. Έξυπνοι διάλογοι, ωραία η πρωτότυπη (απεχθάνομαι τα μεταγλωττισμένα) φωνητική απόδοση, όμορφα παράξενοι χαρακτήρες, λεπτό χιούμορ και σουρεάλ καταστάσεις, βάφονται με μελαγχολικά χρώματα και αποδίδονται με λεπτεπίλεπτη ακρίβεια που σου ξυπνάει ένα αδιόρατο creepy συναίσθημα. Αν όλα όσα γράφω ξυπνάνε μέσα σου κάτι, τότε δες αυτό το εργάκι όπως+δήποτε.

Horsemen


Ένας ντετέκτιβ του τμήματος των ανθρωποκτονιών πασχίζει να λύσει μια υπόθεση φόνων που δείχνει να σχετίζεται με το μύθο των 4 καβαλάρηδων της αποκάλυψης. Απίστευτα καλή απόφαση να βάλουν τον Dennis Quaid στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το άτομο έχει γεννηθεί για να παίζει σε τέτοιες καταστάσεις. Εδώ απλά σπέρνει υποκριτικά, σε ένα φιλμάκι που λοξοκοιτάζει τις δόξες των Seven, Anamorph και Saw αλλά αποφεύγει παράλληλα να τα κοπιάρει, διατηρώντας το δικό του χαρακτήρα. Χαμηλών τόνων ταινία, δίχως εκρήξεις δράσης και έντονα ξεσπάσματα, προτιμά να εστιάσει μέσα στην ψυχή του πρωταγωνιστή και πολύ καλά κάνει, γιατί έτσι γλιτώνει την άμεση σύγκριση με τα λαμπερότερα φιλμικά “αδερφάκια” της, η οποία ουδόλως θα την ευνοούσε.

Άριστη σκηνοθεσία, φωτογραφία και ερμηνείες, το μόνο θεωρητικά αδύνατο σημείο του Horsemen είναι η εσωστρέφειά του, ή μάλλον η αδυναμία του περισσότερου κόσμου να την κατανοήσει. Δε μπορείς να μην αιστανθείς, ειδικά προς το τέλος της ταινίας, ότι θα ήθελες κάτι περισσότερο, κάτι πιο grande, πιο αβανταδόρικο. Προφανώς η ταινία προορίζεται για τους πιο εγκεφαλικούς τύπους θεατών που θεωρούν σαν πρώτη προτεραιότητα την ατμόσφαιρα και μπορούν να εκτιμήσουν ένα καλό ψυχολογικό θρίλερ για αυτό ακριβώς που είναι, άσχετα από την πλοκή και τη δράση του. Ωστόσο για μένα και μάλλον και για τους περισσότερους από εσάς, το Horsemen είναι ένα άριστης κατά τα άλλα ποιότητας ημιτελές πακέτο. Οι “κακοί” του έργου δεν είναι αρκετά κακοί, το περιβόητο σχέδιο για την αφαίρεση του πέπλου από τους καβαλάρηδες της Αποκάλυψης δεν είναι τελικά και κάτι τόσο σπουδαίο ή μεγάλο και το φινάλε σε πολλούς θα φανεί απότομο.

Watchmen


Η δολοφονία ενός συντρόφου τους γίνεται αφορμή να ξανασυναντηθούν μετά από πολλά χρόνια οι Watchmen, παλιές σχέσεις να αναθεωρηθούν με τα σύγχρονα δεδομένα, ανοιχτοί λογαριασμοί να κλείσουν και να αμφισβητηθούν και να τεθούν υπό τάπητος διάφορα θέματα, φιλοσοφίας, τακτικής και όχι μόνο... Watchmen είναι μια ομάδα πολιτών που αποφάσισαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να δράσουν σε καταστάσεις και πρόσωπα όπου δεν μπορούσε να επέμβει ο νόμος. Δρούσαν μεταμφιεσμένοι με στολές και μάσκες, σαν τους υπερ-ήρωες των κόμικς, αν και φυσικά δεν διέθεταν καμιά από τις δυναμεις τους. Η κίνησή τους έγινε θεσμός και έφτασε στο ζενίθ της δημοτικότητάς της στις 10ετίες πριν τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για να αμφισβητηθεί έντονα και τελικά με προεδρικό διάταγμα να κριθεί παράνομη η δράση τους και να διαλυθεί το κίνημά τους. Όλα αυτά, σε μια πλασματική δύση της 10ετίας του '80, με τον πρόεδρο Nixon να διανύει την 3η τετραετία του σαν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (!!!) και με τον Ψυχρό Πόλεμο να βρίσκεται στο αποκορύφωμά του.

Το ομώνυμο graphic novel θεωρείται ένα διαχρονικό αριστούργημα. Έχει βαθιές πολιτικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις και θέτει προβληματισμούς για πολλά και ποικίλα θέματα. Προσωπικά δεν το έχω διαβάσει και δε μπορώ να εκφέρω γνώμη για αυτό, παρά μόνο την αντίστοιχη ταινία, γυρισμένη από τον Zakk Snyder των “300”. Κατ΄αρχήν, ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για ταινία δράσης. Οπότε αν περιμένετε χολυγουντιανές εκρήξεις, έυκολες ιλουστρασιόν στιγμές και cool ατάκες, καλύτερα δείτε το “X-MEN Origins : Wolverine”. Το Watchmen είναι μια βαθιά φιλοσοφημένη ταινία. Δύσκολο, παράξενο έργο, κυριολεκτικά για λίγους, το μόνο σίγουρο είναι ότι πολλοί από εσάς δε θα εκτιμήσουν αυτό που θα δουν τις πάνω από δυόμιση ώρες που διαρκεί. Ανορθόδοξο σενάριο, περίεργοι, αμφιλεγόμενοι χαρακτήρες με ακόμα πιο αδιαφανή κίνητρα και παράδοξες καταστάσεις που πολλές φορές θα σας φέρουν σχεδόν σε αμηχανία. Αλλά είναι αριστοτεχνικά γυρισμένο από ένα Snyder που καμία σχέση δεν έχει με το κινηματογραφικό του παρελθόν. Εδώ δείχνει 10ετίες πιο ώριμος και χειρίζεται με υποδειγματικό τρόπο το δύστροπο υλικό του. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και το απίστευτο soundtrack που απαρτίζεται από μερικά από τα ωραιότερα rock τραγούδια της εποχής. Από Sound of Silence μέχρι Hendrix!

Τελειώνοντας τη θέαση, αυτό που κάνει εντύπωση, είναι το πώς επέτρεψαν οι Αμερικάνοι να γυριστεί ένα τέτοιο έργο, που γελοιοποιεί ονομαστικά συγκεκριμένους προέδρους τους, προβάλλει στα πρόσωπα των Watchmen τα εγκλήματα πολέμου που έκανε η Αμερική εις βάρος άλλων λαών και γενικά μιλάει για τη συντηρητικότητα (που πρακτικά φλερτάρει με το φασισμό) που χαρακτηρίζει τον μέσο πολίτη. Χαρακτηριστικότατη όλων, η ατάκα του Dr. Manhattan (ο μόνος από τους Watchmen που όντως διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις) τη στιγμή που αντικρύζει την επιφάνεια του Άρη : “Ο δικός μου ΚΟΚΚΙΝΟΣ πλανήτης είναι πολύ καλύτερος από τον δικό σας τον ΓΑΛΑΖΙΟ”. Βέβαια, είναι περιττό να πούμε ότι εκ των υστέρων η ταινία θάφτηκε τόσο στην προώθησή της, όσο και στις αντίστοιχες κριτικές από τον ειδικό τύπο.

Hydra (2008)


b-movie-ά με “Ελληνικό” χρώμα! Σε ένα αχαρτογράφητο, έρημο νησί 4 καταδικασμένα για διάφορα αδικήματα άτομα, θα βρεθούν αντιμέτωπα με ισάριθμους άριστα εξοπλισμένους “κυνηγούς” που έχουν πληρώσει πολλά εκατομμύρια για να συμμετάσχουν σε ένα παιχνίδι θανάτου που οργανώνει ένας αδίστακτος επιχειρηματίας. Αυτό που όλοι αγνοούν είναι ότι παραβιάζουν το σπιτικό μιας... Λερναίας Ύδρας (!!!) η οποία τυγχάνει να είναι ιδιαίτερα πεινασμένη...

Και μόνο λόγω του τίτλου της ταινίας, έσπευσα να τη βρω. Έψησα μια σακούλα pop corn, πήρα και το κρασάκι μου παραμάσχαλα και ήμουν καθόλα έτοιμος για απενοχοποιημένη καφροδιασκέδαση. Εντύπωση προκαλεί το σενάριο. Ιδιαίτερα πλούσιο και με πολλούς χαρακτήρες, βρίθει επιρροών από δεκάδες ταινίες. Predator, Battle Royale, Saw είναι οι πρώτες που μου έρχονται στο μυαλό. Ωστόσο, μάλλον πνίγεται από το πλήθος των επιρροών του και χάνει την κατεύθυνσή του. Πρακτικά, όσο περνά η ώρα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με έναν ολοένα διογκούμενο αχταρμά που χωράει αχαρτογράφητα ηφαιστιογενή νησιά που εμφανίζονται και εξαφανίζονται κάτω από τα κύματα, τη Λερναία Ύδρα, σεισμούς, ηφαίστεια, δοκιμασίες, το μυθικό σπαθί του Ηρακλή (!!!), φτωχούς κατάδικους – θηράματα και πλούσιους κυνηγούς, μια αιματοβαμμένη αρχαιολογική αποστολή, βεντέτες και άλυτους προσωπικούς λογαριασμούς, ραντάρ και GPS, και το λουρί της μάνας. Ζαλίστηκες? Φαντάσου να 'βλεπες και την ταινία!

Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η κακή εκτέλεση. Μάλλον ο σκηνοθέτης με τα περιορισμένα μέσα και λεφτά που είχε στη διάθεσή του προσπάθησε να κάνει λίγο από όλα, με αποτέλεσμα να μην πετύχει πουθενά. Έτσι, άπειρα στοιχεία του σεναρίου που θα μπορούσαν να τα είχαν εκμεταλλευτεί καλά, πάνε στράφι. Η Λερναία Ύδρα είναι ωραία σχεδιασμένη μεν, φαίνεται ψεύτικη δε. Κινείται λίγο σπαστικά, οι σκιές και ο φωτισμός της δεν έχουν καμία σχέση με αυτά του περιβάλλοντος και όταν σέρνεται, κάτω από αυτή το έδαφος δεν κουνιέται ρούπι. Ούτε λίγη σκόνη, χώμα, πετραδάκια, τίποτα. Το ότι βλέπεις το τέρας της ταινίας μέσα στο πρώτο 5λεπτο, εξαφανίζει κάθε υποψία αγωνίας και suspense. Το μυθικό σπαθί του Ηρακλή είναι μια φτηνή ρέπλικα χειρότερη από αυτές που αγοράζεις από μαγαζί με τουριστικά. Και δε μπαίνω καν στον κόπο να σχολιάσω τις ερμηνείες που είναι επιπέδου σχολικής παράστασης, τις απόλυτα κλισαρισμένες καταστάσεις (ζει μόνο ο πρωταγωνιστής και η όμορφη κοπέλα που γίνεται και γκόμενά του, ο αράπης πάντα πεθαίνει, όλοι οι κακοί άνθρωποι πεθαίνουν από τα σαγόνια του τέρατος, κλπ, κλπ...) και τους ρηχούς, προβλέψιμους χαρακτήρες.

Πρακτικά, το μόνο που μένει από το Hydra είναι μερικές καλές σκηνές διαμελισμού οι οποίες όμως από ένα σημείο και μετά επαναλαμβάνονται. Είναι μια ταινία που προφανώς βγήκε κατευθείαν σε dvd και φτιάχτηκε για να καλύψει τις χαμηλές απαιτήσεις της συγκεκριμένης αγοράς. Είναι κρίμα όπως και να 'χει που ένα τόσο πλούσιο πεδίο όπως αυτό της Ελληνικής Μυθολογίας (από την οποία δεν υπάρχει ίχνος κατά τα άλλα στην ταινία) έχει μείνει παντελώς ανεκμετάλλευτο από τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Αν θέλετε πάντως horror με Ελληνική χροιά δοκιμάστε :

1)“Blood Wind” Αμερικανική παραγωγή, γυρισμένο στα Μετέωρα, σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης.
2)“Dark Water” - καμιά σχέση με το Γιαπωνέζικο ομώνυμο έργο ή με το Αμερικανικό του remake – πρόκειται για ένα Call of Cthulhu αριστούργημα. Έχει κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα, από τη NEW STAR με τον Ελληνικό υπότιτλο “ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΥΔΑΤΑ”.
3)το δικό μας, Ελληνικότατο “ΜΕΔΟΥΣΑ”.

JCVD


Ο τίτλος στέκει ουσιαστικά για τα αρχικά του ονόματος του Jean Claude Van Damme, καθώς αφενός πρόκειται για τον πρωταγωνιστή της ταινίας τούτης, αφετέρου είναι τρόπον τινά ψιλο - αυτοβιογραφική του. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, εδώ ο διάσημος ηθοποιός υποδύεται τον εαυτό του σε μια ιστορία που ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Ο Van Damme επιστρέφει από την Αμερική στο Βέλγιο και πάει σε μια τράπεζα να σηκώσει χρήματα. Όμως εκεί θα γίνει μάρτυρας και όμηρος μιας ένοπλης ληστείας. Ωστόσο, επειδή η πραγματικότητα απέχει μίλια από την κινηματογραφική εικόνα, εδώ θα πρέπει να ανταποκριθεί στη δύσκολη κατάσταση, όχι χρησιμοποιώντας τα ποντίκια και τις γνώσεις του στις πολεμικές τέχνες, αλλά με το μυαλό και την υπομονή του. Παράλληλα, το όλο σκηνικό γίνεται αφορμή για να ξετυλιχτούν κάποια κομμάτια της ζωής του JCVD και για λίγο μοιραζόμαστε τις πραγματικές σκέψεις του.

Αν μη τι άλλο, η ταινία είναι φοβερά πρωτότυπη. Έλαχε ιδιαίτερα ευνοϊκής αντιμετώπισης από τον ειδικό τύπο και τα κινηματογραφικά site. Συγχαρητήρια αξίζουν και στον JCVD για το θάρρος που επιδεικνύει, καθώς εδώ αποδομεί τελείως το macho κινηματογραφικό alter ego του και εκτίθεται στην κάμερα όπως πράγματι είναι : ένας ξεπεσμένος κινηματογραφικός σταρ, κουρασμένος, ηλικιωμένος και μόνος. Παράλληλα, μιλάει στο κοινό ανοιχτά όσον αφορά τον αποτυχημένο γάμο του, την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά αλλά και το γεγονός ότι επί πολλά έτη συμμετείχε σε σκουπιδοταινίες απλά για να βγάλει τα προς το ζην. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε είτε περιστασιακά, μέσα από τα διάφορα δρώμενα στην οθόνη, είτε από ένα λυρικό μονόλογό του λίγο πριν το τέλος της ταινίας, που χαλαρά αποτελεί και την κορυφαία στιγμή της.

Όλο αυτό το πακέτο φιλμάρεται με μια τύπου ριάλιτι κάμερα και σκοτεινή, θαμπή φωτογραφία που θα βάψει την οθόνη σου σε κάθε πιθανή απόχρωση του λαδί. Η ταινία έχει πολλά να πει, μπολιάζοντας παράλληλα τη θλιβερή ατμόσφαιρα με λεπτές δόσεις χιούμορ και σάτυρας για την κινηματογραφική βιομηχανία. Απλά δείτε τα στιγμιότυπα που αναφέρονται στον Stephen Seagal αλλά και στον John Woo και θα καταλάβεται τι εννοώ. Πανέξυπνα. Ωστόσο, εκεί που πάσχει η ταινία, είναι στο pacing, δηλαδή στο ρυθμό της. Ξεκινάει πολύ αργά και γενικά είναι ψιλοστάσιμη στην πλοκή και στην εξέλιξή της. Το γεγονός ότι καθόλη τη διάρκεια της ταινίας όλοι είναι εγκλωβισμένοι κάπου, αφενός οι ληστές και οι όμηροι μέσα στην τράπεζα, αφετέρου οι αστυνομικοί, οι ρεπόρτερ και όλος ο υπόλοιπος κόσμος απέναντι από αυτήν, φυσικά δε βοηθάει. Όπως δε βοηθάει το χαμηλό budget της και οι (πλην του JCVD) μέτριες ερμηνείες. Άλλο ένα μείον, για κάποιους από τουλάχιστον, θα μπορούσε να είναι η παντελής έλλειψη δράσης. Έχοντας πλήρη αποδομήσει την κινηματογραφική εικόνα του, το μόνο ηρωικό σε αυτόν τον JCVD είναι η ιώβειος υπομονή που επιδεικνύει στις προσβολές και τις κοροϊδίες που δέχεται και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Παρόλα τα ελαττωματάκια του, το ταινιάκι έχει ψυχή και είναι τόσο πρωτότυπο που πρακτικά αποτελεί ξεχωριστό είδος από μόνο του. Αξίζει το χρόνο που θα του αφιερώσετε.