(σημείωση που γράφτηκε μετά την ολοκλήρωση και ανάγνωση του παρακάτω post, ακριβώς πριν τη δημοσιοποίηση: ΠΡΟΣΟΧΗ - Ακολουθεί παραλήρημα - μαμούθ άνευ χρονολογικής και λογικής συνοχής. Φορέστε γυαλιά πριν προχωρήσετε.)
Καμιά φορά με πιάνουν οι μαύρες μου. Όταν με βλέπει η Σοφία έτσι τσαντίζεται. Δε θέλει να με βλέπει στεναχωρημένο. Νομίζω ότι έχω αυτό το δικαίωμα. The right to have the blues. Να με πιάνουν τα ψυχοτραυματικά μου.
Προσεχώς πατάω τα 30. Συνειδητοποιώ ότι ούτε κανένας πλούσιος έγινα, ούτε διάσημος, ούτε και πρόκειται ποτέ οι ιδέες και τα έργα μου να αλλάξουν τον κόσμο. Δε με χαλάει ωστόσο κάτι τέτοιο. Απεναντίας. Δε θέλω να αλλάξω τον κόσμο. Έμαθα απλά να αποδέχομαι τις πτυχές του που γουστάρω και να αγνοώ όσες με χαλάνε ή δε μου ταιριάζουνε. Έχω, βλέπεις, χτισμένη κοτζάμ κοσμάρα. Βίλα δίπατη, με θεμέλια βαθιά στο οικόπεδο του μυαλού μου. Με τις πισίνες της, τα τζακούζια/υδρομασάζ της, τα τζάκια της, τα γήπεδα του τένις. Τέτοια σπιταρόνα ούτε ο Χατζηνικολάου δεν έφτιαξε με τα φράγκα που έφαγε από τον Alpha.
Παρόλα αυτά, άλλα ονειρεύτηκα τότε. Όταν έλιωνα σε μια καρέκλα διαβάζοντας για τις πανελλήνιες, ουδέποτε είχα συνειδητοποιημένο μου στόχο να περάσω σε μια κωλοσχολή. Μετά να ενταχθώ στο σύστημα και να μπαίνει ο μισθουλάκος βρέξει χιονίσει. Κι ύστερα να βρω ένα κορόιδο που για κάποιο ανεξήγητο λόγο θα με γουστάρει και θα μου κάθεται κιόλας να της τραβάω τακτικά ένα πουτσιλίκι και άμα λάχει και τα κιμιάσουμε, να τραβήξουμε ένα γάμο στην τελική, να θρέψουμε κουτσούβελα, μικρά καννιβαλάκια που σκανταλιάρικα θα καταβροχθίσουν το χρόνο, τις ζωές μας και το ΕΚΑΣ των παππούδων.
όπως λαλεί και το άσμα. Καμιά σχέση. Άλλα ονειρεύτηκα. Χαλβαδιάζοντας στον τοίχο τις αφίσες που είχα κολλήσει, των Sepultura, Slayer, Metallica (πριν βγάλουν αηδίες τύπου Load, Re-Load, UpLoad, κλπ), Saxon, Venom, Skyclad, άλλα σκεφτόμουνα. Άκουγα στο μαγνητόγωνο σε αντιγραμμένη TDK κασσέτα τις σολιές του Steve Harris, του De Mayo, των Satriani, Malmsteen, Ritchie Blackmore και το μυαλό μου ταξίδευε με ταχύτητα φωτός. Αλλού. Όταν η μάνα μου έλειπε στη δουλειά, έβγαζα στη ζούλα το Sega Mega Drive (μου το είχε κλειδώσει σε ένα ντουλάπι για να μη μαλακίζομαι όλη την ώρα, αλλά εγώ στην πουστιά πάντα κατάφερνα και το ξετρύπωνα) και “έφευγα”. Τρίπαρα ασύστολα. Παραδόξως, παρά τα όσα παραπάνω, κόντρα στις χιλιάδες οικογενειακές και οικονομικές δυσκολίες, κατάφερα και πέρασα. Και ενώ ο εγκέφαλός μου επέμενε σαν χαλασμένο πικάπ να αναπαράγει από μέσα μου κολλημένος το “Man on the Silver Mountain”, εντούτοις κατόρθωσα να σκαρφαλώσω στο ασημένιο βουνό της ΣΣΑΣ – Ιατρικό. Με τη δεύτερη. Παράλληλά έχοντας δουλειά και περίπου 30 κιλά παραπανίσια σε σχέση με το τότε φυσιολογικό μου.
Όταν παρουσιάστηκα στη σχολή, στις 14 Σεπτεμβρίου 1998, ήμουν μια δυσκοίλια, παραγεμισμένη, ζαλισμένη γαλοπούλα 98 κιλά. Μια φορά και ένα καιρό ζύγιζα 70. Ήταν η μέρα του Σταυρού και μας είχαν ετοιμάσει κρύα φασολάδα για να μας υποδεχτούνε. Χρεώθηκα από τον Εφοδιασμό τα ρούχα μου που δε μου ταίριαζαν, με στραβοκούρεψαν στη Σωφρωνία (η τότε κομμώτρια της σχολής, μπορεί να κατείχε δίπλωμα “Χρυσή Χτένα”, αλλά το ψαλίδι της κάθε άλλο παρά χρυσό ήτανε...) και μου ανακοίνωσαν ότι ο εγκλεισμός μας στο στρατόπεδο της σχολής είχε ήδη αρχίσει. Η μάνα μου στο μεταξύ ξεροστάλιαζε καθισμένη στο πεζούλι έξω από την πύλη για πάνω από 3 ώρες. Νόμιζε η άμοιρη ότι θα παρουσιαζόμασταν και μετά θα μας άφηναν να φύγουμε. Μετά από χίλια παρακάλια, που επέτρεψαν να πάω – με συνοδεία - μέχρι την πύλη για να την αποχαιρετήσω. Τα είπαμε μέσα από τα κάγκελα για 2 λεπτά και κλαμμένη πήρε το καράβι της επιστροφής για τη Χίο.
Έκτοτε πολλά έγιναν. Χίλια μύρια άλλαξαν. Προπάντων άλλαξα εγώ. Πολύ λίγη σχέση έχω πια με το ψυχαναγκαστικό “φυτό” που πήγαινε στη β' Δέσμη στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Χίου. Μια μόνιμη γραμμή θα σημάδευε από εδώ και στο εξής ανεξίτηλα τη ζωή μου και θα τη χώριζε σε δυό μέρη. Προ και Μετά σχολής. Τίποτα σχεδόν δε θυμάμαι από αυτό, τον άνθρωπο αυτό που ήταν ο άλλος που εαυτός. Δε θέλω. Όχι ακόμα. Τις ανάμνησές μου όλες τις κλειδώνω σε ένα μπουντρούμι στο βάθος του μυαλού μου και τις φυλάω νυχθημερόν. Ακόμα και από εμένα. Θα έχω άφθονο χρόνο να παίξω μαζί τους όταν θα είμαι γέρος, κατάκοιτος με σωληνάκια σε ένα κρεβάτι. Αν με αξιώσει δηλαδή ο Θεός να προλάβω να γεράσω.
Θέλω να θυμάμαι μόνο πρόσωπα. Τα λίγα πρόσωπα που με συνόδευσαν στην πορεία μου αυτά τα χρόνια. Φίλοι, σύντροφοι, συμπολεμιστές. Brothers of Metal. Γιατί οι όποιες δυσκολίες, οι κωλοφάσεις, ακόμα και οι γκόμενες ήρθαν και παρήλθαν. Μόνο εκείνοι επέμειναν. Οι λίγοι και καλοί. Άνθρωποι που μαζί παίξαμε για πρώτη φορά σαν παιδιά. Που κάναμε τις πρώτες μας σκανταλιές, τις πρώτες μας μαλακίες. Όταν πετούσαμε κλούβια αυγά και παγάκια στα διερχόμενα αυτοκίνητα και μετά κόβαμε λάσπη ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Τι τα θες. Κωλόπαιδα ήμασταν. Φάγαμε και ρίξαμε ξύλο μαζί. Ακόμα και μεταξύ μας. Νούμερο ένα στόχος μας τότε ήταν τα γυφτάκια της γειτονιάς. Εμείς τα δέρναμε και αυτά μας πετούσαν μολυσμένες με ηπατίτηδα ροχάλες και σαϊτες που στη μύτη τους είχαν περασμένες καρφίτσες. Μεγαλείο. Μαζί εξερευνήσαμε μυστηριώδη, ανήλιαγα ερείπια που έστεκαν στοιχειωμένα από τις απαρχές του χρόνου (στην πραγματικότητα οικοδομές ήτανε). Μαζί σκαρφαλώσαμε σε μάντρες, κάναμε τα πρώτα μας μπανιστήρια στα αποδυτήρια των κοριτσιών, όταν η γυναικεία ομάδα βόλεϋ τέλειωνε μετά από κάποιο αγώνα. Μετά, στο σπίτι τελειώναμε και 'μεις. Για τα κοριτσάκια που μας άρεσαν στο σχολείο, στη γειτονιά, στην τηλεόραση. Τρομπάραμε αβέρτα, λάστιχο τον είχαμε κάνει.
Το Γυμνάσιο πάντα θα μου θυμίζει σκοτεινά σφαιριστήρια (τι υπέροχη λέξη!!!) που μύριζαν ιδρώτα, ποδαρίλα και τσιγάρο. Πόσα κέρματα άραγε να μας έφαγε τότε το γαμημένο το Street Fighter? Ήτανε στημένο σε μαϊμού κονσόλα και από τα 6 κουμπιά του λειτουργούσε μόνο το ένα. Αυτό της light punch. Δηλαδή το πιο άκυρο από όλα. Αλλά και πάλι καταφέραμε με τα πολλά να το τερματίσουμε. Τ' αρχίδια μας πήρε ο Mr. Bison (ο τελικός κακός του παιχνιδιού). Μετά, το βράδυ, οι πρώτες Σαββατιάτικες έξοδοι στην παραλία. Μπυρίτσα στον Ιβίσκο (στοίχιζε τότε 300 δραχμές) και περιορισμένο ωράριο μέχρι τις δέκα και μισή. Αλλιώς η παντόφλα της Αφροδίτης καραδοκούσε ετοιμοπόλεμη στο σπίτι. Από τότε ένα thing με πιάνει κάθε φορά που βλέπω παντόφλες και σαμπό. Άτιμο πράμα η ιπτάμενη παντόφλα. Πιο μπαμπέσικο και από αστεράκι του νίντζα.
Μετά, ξανά με τους φίλους μου, ο πρώτος μας ραδιοφωνικός σταθμός. Που σιγά δηλαδή μην είχαμε βρει σταθμό. Κασσέτες ηχογραφούσαμε στο μαγνητόφωνο και λέγαμε τις βλακείες μας, παριστάνοντας ότι κάναμε εκπομπή. ΠΑΡΑΣΙΤΟ FM. Είχα δανειστεί το όνομα από μια στήλη του ΜΠΛΕΚ (cult αγορίστικο περιοδικό της εποχής). Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που δε χρειαζόσουν ράδιο για να τον ακούσεις. Τόσο βλαμμένα ήμασταν. Ολυμπιονίκες μαλάκες. Ήμασταν 13 χρονών.
Τα καλοκαίρια πέρναγαν με Sega Master System στο σαλόνι της μάνας μου και καθημερινό μπάνιο στην Αγιά Φωτιά. Απ' τον πολύ ήλιο αραπάκια γινόμασταν. Τότε οι τρεις μήνες του καλοκαιριού μοιάζανε να κρατάνε για πάντα. Εσύ πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες στο πετσί σου 3μηνο καλοκαίρι?
Και ξανά μανά το Σεπτέβρη πάλι απ' την αρχή. Στο μεταξύ ο αδερφός μου μεγάλωσε. Ολόκληρο παιδί έγινε. Μέσα από το κενό των δυό μεσαίων κοπτήρων του (τα 'χε σπάσει τα μπροστινά του δόντια στην παιδική χαρά) ψεύδιζε βρωμοκουβέντες που του μαθαίναμε στα κρυφά. Φρίκη και όνειδος για τη μάνα και τη συχωρεμένη τη γιαγιά μου. Ο Θεός ας έχει καλά τα κοκκαλάκια της. Με τους φίλους μου μαζί βγάζαμε το μπόμπιρα στις παιδικές χαρές και στις οικοδομές. Ήτανε της εξερεύνησης και αυτός.
Μέχρι να πάω στο λύκειο, έγιναν και άλλα. Το πρώτο μου επιτυχημένο καμάκι το έκανα στην ηλικία των 13 και κάτι. Ήταν ένα ξανθό skinny ξωτικό από την Ολλανδία ονόματι Tara Van Steen. Πιανόμασταν χεράκι χεράκι και κάναμε βόλτες στα σοκάκια της Πέτρας (το ομορφότερο χωριό της ΒΔ Λέσβου) και στην πλαζ. Ποτέ μου δε βρήκα το θάρρος να τη φιλήσω. Άμα ψάξω στο πατάρι μπορεί και να βρω κάποιο από τα γράμματά της. Την πρώτη μου τσόντα τη νοίκιασα το χειμώνα που μας ήρθε. Ήτανε σε ένα άκυρο, ξεχασμένο και από το Θεό βίντεοκλάμπ έξω από τη Χίο και θυμάμαι περπάτησα μέχρι εκεί για πόση ώρα, προκειμένου να βεβαιωθώ ότι δε θα έπεφτα πάνω σε κανένα γνωστό που θα κάρφωνε το ατόπημά μου στους δικούς μου. Ήτανε μια χιλιοπαιγμένη Τούρκικη κασέτα τιτλοφορούμενη “The Best of Desire” όπου Desire δεν διαβάζεται “ντιζάιερ” δηλαδή επιθυμία στα Αγγλικά, αλλά “Ντεζιρέ” που ήτανε το όνομα της Τουρκάλας. Μια βυζαρού με φουσκωτό – κουνουπίδι '80s μαλλί σαν αυτό της Joan Collins στη Δυναστεία και με ιδιαίτερη έφεση στις παρτούζες. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω τη βιντεοκασέτα (η οποία παρεπιπτόντως πρέπει στην εξωτερική της επιφάνεια να κόλλαγε κιόλας) το μαγαζί είχε κλείσει! Τόση επιτυχία. Αμανάτι μου 'μεινε η τσόντα, αλλά δε τη χάρηκα άλλο. Τη χάρισα σε ένα φίλο μου γιατί φοβόμουν μη την ξετρυπώσει η Αφροδίτη. Το επόμενο καλοκαίρι, στα 14μισι μου χρόνια έχασα την παρθενιά μου και ησύχασα και από αυτή την έννοια.
Μετά ήρθε το Λύκειο. Νέα φουρνιά φίλων. Ο Θεός ας τους έχει καλά και ας μη τα λέμε πια τόσο συχνά. Μαζί φτιάξαμε το πρώτο – και τελευταίο μας συγκρότημα. Τρελό σουξέ. Λέμε τώρα. Θεόκουλοι ήμασταν, από μουσική κανείς μας δε σκάμπαζε Jesus. Αλλά και την πλάκα μας την κάναμε και τα δύσκολα χρόνια του διαβάσματος πέρασαν πιο ανεκτά. Αποκτήσαμε και τη δική μας ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτή τη φορά σε αληθινό (και νόμιμο παρακαλώ!) σταθμό. Τα καλοκαίρια, κάθε μέρα φορτωνόμασταν φραπέδες στο χέρι από το Champion Club (ο Μήτσος κάνει με τις χερούκλες του τον τελειότερο φραπέ που μπορείτε να φανταστείτε), γεμίζαμε τη σχολική μας σάκα με cd και κασέτες και παίρναμε το δρόμο για το σπίτι που στεγαζόταν ο Γαλαξίας. Από τις 8 το πρωί ξυπνούσαμε τον κόσμο αρμονικά με power, thrash, heavy & death metal.
Κάπου εκεί ήρθαν και έδεσαν οι πρώτοι πειραματισμοί με τα παιχνίδια ρόλων. Dungeons & Dragons, Dark Sun, Ravenloft. Αγαπημένα κολλήματα. Κρατάει ακόμα αυτή η κολώνια. Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το μαύρο starter box set της Second Edition με τον κόκκινο δράκο στο εξώφυλλο. Αυτό, συν τα άρθρα που δημοσίευε το Pixel για το Dungeons & Dragons. Τότε ήτανε πιο πολύ της μόδας και ακόμα και τα κομπιουτερίστικα περιοδικά του αφιέρωναν μόνιμες στήλες. Αλλά ο σπόρος των RPG προτού φυτρώσει, υπήρχε από πολύ πιο πριν μέσα μας. Από την πέμπτη δημοτικού, όταν με τον Κυριάκο ακούγαμε στα κρυφά τα βινύλια του μεγάλου του αδερφού. Dio, Manowar, Iron Maiden.
Αυτό ήτανε. Επιτόπου επέστρεψα στο σπίτι και έφτιαξα το πρώτο μου home made παιχνίδι ρόλων. Από ένα κομμάτι χαρτόνι (όλοι είχαμε τότε σπίτι μας χαρτόνι για τα καλλιτεχνικά στο σχολείο) που του χάραξα με το χάρακα γραμμές, σα σκακιέρα. Με χάρτινα ζωγραφισμένα στο χέρι πιόνια (για ήρωες και τέρατα) και κομμένοι στη μέση χαρτονένιοι κύλινδροι από... χαρτί υγείας (!!!) που αντιπροσώπευαν δέντρα, εμπόδια και υψώματα στο πεδίο της μάχης (δηλαδή στο τετραγωνισμένο χαρτόνι). Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούσαν ήτανε – τι άλλο – 4 πολεμιστές καβαλάρηδες. Ένας που κράταγε ένα ατσάλινο σπαθί, ένας που κράδαινε έναν πολεμικό πέλεκυ, ο τρίτος είχε ένα ρόπαλο με καρφιά και ο τέταρτος κατείχε ένα μεγαλειώδες πολεμικό σφυρί.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Και το τσουνάμι των Πανελληνίων. Τυφώνας χειρότερος και από τον Κατρίνα, πήρε & σήκωσε τις ζωές μας. Αλλά πάντα με τους φίλους μου κάπως θα βρίσκαμε χρόνο να παίξουμε, να αστειευτούμε, να μαλακιστούμε, να πούμε τα δικά μας. Για αυτό θέλω από τα περασμένα χρόνια να θυμάμαι μόνο αυτά τα πρόσωπα. Γιατί ήτανε πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκεί. Σε όλα τα παραπάνω και σε άλλα τόσα. Γιατί μη νομίζετε ότι τα 'πα όλα. Αν αρχίσω να σας διηγούμαι και για τα χρόνια στη σχολή, ή για τα μεταγενέστερα από αυτή, δεν τελειώνουμε ποτέ από εδώ. Περισσότερη ώρα θα μου πάρει να σας τα διηγηθώ, από τα 8 και βάλε χρόνια που μου πήρε για να τα ζήσω. Αυτά τα αφήνω για μελλοντικό post. Έτσι, να σας κρατάω και λίγο σε αγωνία, να μη σας τα δώσω όλα με το καλημέρα.
Νιώθω γεμάτος κατανόηση και αγάπη για αυτούς τους ανθρώπους. Και ευγνωμοσύνη για τις αναμνήσεις που μου πρόσφεραν. Όπου κι αν βρίσκεται τώρα ο καθένας απ' αυτούς.
Γιατί τώρα πλέον η ζωή μας έχει αλλάξει. Ο κύκλος των χρόνων της αναζήτησης του τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, έχει κλείσει. Είτε μέσω σπουδών, είτε μέσω δουλειάς, ο καθένας μας τράβηξε λίγο πολύ το δρόμο του. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι προτεραιότητες. Ο ένας παντρεύτηκε και προσεχώς αναμένει το πρώτο παιδί. Άλλος αρραβωνιάστηκε. Άλλος έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Άλλος δόθηκε ψυχή τε και σώματι στη γυναίκα και στο στεγαστικό. Κάποιοι ψάχνονται ακόμα. Βάλε και κάτι επικείμενους αρραβώνες, συμβιώσεις, μετακομίσεις, κατατακτήριες, ΑΣΕΠ, μεταπτυχιακά, στρατιωτικές θητείες, μεταθέσεις, αποσπάσεις και της Παναγιάς τα μάτια.
Κάπως έτσι, οι πολλές επαφές μεταξύ μας κόπηκαν. Η παλιά μαγεία ξέφτισε.
Για αυτό και με πιάνουν ενίοτε τα ψυχοτραυματικά μου. Αυτά για τα οποία σας μίλησα στην αρχή του άρθρου. Επειδή κανείς δε δείχνει να παίρνει χαμπάρι τίποτα από όλα τα παραπάνω, εκτός από μένα. Εκτός και αν το αντιλαμβάνονται και άλλοι και δε το μαρτυράνε. Αλλά και πάλι, δε βλέπω και κανένα να κάνει κάτι για αυτό. Συνεπώς, ή δε σκαμπάζουν, ή σκαμπάζουν αλλά δε νιώθουν. Δε λέω ότι αυτό συμβαίνει με όλους. Απεναντίας. Για μια μικρή μειοψηφία μιλάω. Αλλά μειοψηφία που πονάει. Τα τελευταία τρια χρόνια, μετράω ισάριθμους χαμένους φίλους. Δυνατούς, αληθινούς φίλους, από αυτούς που στη ζωή σπάνια ξεπερνούν σε ποσότητα τα δάχτυλα του ενός χεριού. Όχι, δε συντελέστηκε κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός. Ούτε προηγήθηκε κάποιος καυγάς. Δεν τσακώνομαι ποτέ, το σιχαίνομαι. Απλά οι σχέσεις αραίωσαν και σταδιακά κόπηκαν. Οι κουβέντες έγιναν τυπικές. Η ουσιαστική επικοινωνία χάθηκε.
Είναι πλεόν παράξενη η ζωή μας. Συμβαίνουν τόσα αλλόκοτα, παράλογα τριγύρω μας. Οι παιδικές φιλίες δίνουν τη θέση τους στις προσωρινές συμμαχίες της δουλειάς, του γραφείου, της καθημερινότητας. Οι τελευταίες είναι βλέπεις πιο βολικές. Καθένας νομίζει ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, άντε και από τη γυναίκα του (σύζυγο, γκόμενα, αρραβωνιάρα, whatever). Ότι ο ήλιος μόνο για αυτούς ανατέλλει. Λες και αυτους μόνο τους γέννησε μουνί και όλους τους υπόλοιπους μας γέννησε κώλος. Μέγας ψεύτης και προβοκράτορας όποιος είπε ότι η μαλακία κουφαίνει. Το γαμήσι να δείτε πώς κουφαίνει και τυφλώνει και τρελαίνει κάποιους από εμάς. Οι Αθηναίοι σχεδόν αποκλειστικά βγαίνουν παρεούλες, όχι γιατί ο ένας γουστάρει την παρουσία του άλλου, αλλά για να είναι μπούγιο και για να μοιράζονται περισσότερα άτομα το λογαριασμό. Όχι ότι αλλού διαφέρει και πολύ το σκηνικό. Γιατί τώρα συμβαινουν όλα αυτά, δε γνωρίζω παιδιά μου να σας πω. Ακόμα το ψάχνω. Εμπεριστατωμένα. Αρχίζω να πιστεύω ότι πάει πακέτο με αυτή τη φάση της ζωής. Επειδή βλέπω παντού τα ίδια γύρω μου.
Μια ζωή τρώμε στη μάπα το παραμύθι της φιλίας, της μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνειας σαν αξίες αληθινές, από τις τελευταίες που ακόμα στέκουν στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Κάποτε πίστευα σε αυτές ακράδαντα. Τώρα δεν ξέρω. Έλαβα πολύ feedback στις αναζητήσεις μου αυτές. Αναλύω συνοπτικά.
- Δε θέλω να αποδίδω πράγματα σε τυχόν ζήλιες, ανταγωνισμούς και τα τοιάυτα. Δε θέλω να έχω καν σχέση με τέτοιες σκέψεις. Τις θεωρώ λαϊκίστικες και φτηνές.
- Άλλος μου είπε ότι κάνω σα γκόμενα. Άκουσα ακόμα και απαντήσεις τύπου: “Καλά ρε μαλάκα, κοτζάμ άντρας τι μου κλαίγεσαι για τους φίλους σου, λες και είσαι ακόμα κάνα παιδάκι?”
- Ο Κυριάκος μου διατύπωσε μια άποψη που θα έκανε ακόμα και τον Σοπενάουερ να σκίσει τα πτυχία του. Δεν τολμώ να την εκφέρω. Είναι από τις πιο απαισιόδοξες και μαύρες που μπορώ να σκεφτώ.
Εν ολίγοις, οι λίγοι άνθρωποι που πλέον εμπιστεύομαι και που μου εκμυστηρεύτηκαν την άποψή τους, μάλλον με αποκαρδίωσαν.
Μήπως τελικά εκεί βρίσκεται η αλήθεια? Ότι δηλαδή, παραμύθα στην τελική η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια, τα πάντα τα παίρνει παραμάζωμα το μεροδούλι μεροφάι?
Απάτη η αντρική φιλία, μάπα το καρπούζι?
Τι Μπετόβεν και μαλακίες, σαν το μουνί δεν είναι τίποτα?
Ίσως τέλικά τίποτα από αυτά να μην ισχύει. Ίσως απλά εγώ περνώ την κρίση των τριάντα και ζορίζομαι να δεχτώ ότι είμαι πια ένας “από τους μεγάλους”. Ή μπορεί να έχω κουσούρι να αναμένω πολλά από τους ανθρώπους που αγαπώ. Κακό χουνέρι. Ακόμα το ψάχνω το θέμα. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι τσάμπα πάει ο κόπος και η φαιά ουσία που σπαταλώ να βρω το αίτιο. Γιατί στην τελική, το αποτέλεσμα μετράει. Δηλαδή ότι κάποιες φορές με πιάνουν οι μαύρες μου. Νομίζω όμως ότι μετά από όλα αυτά, έχω και με το παραπάνω το δικαίωμα αυτό. Όπως και εσύ φίλε αναγνώστη πιθανώς να κατσουφιάσεις λίγο αν διαβάσεις τις αράδες που ακολουθούν:
Σκέψου ειλικρινά και απάντησε με το χέρι στην καρδιά. Δε χρειάζεσαι να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου, εξάλλου η απάντησή σου αυτή σε σένα θα παραμείνει, δεν πρόκειται ποτέ να βγει παραέξω. Δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε και θέλω να μου την πεις. Αλήθεια τώρα. Μπέσα πράματα. Αναλογίσου:
- Σήμερα, πόσοι φίλοι πραγματικοί σου απέμειναν στ' αλήθεια?
Καμιά φορά με πιάνουν οι μαύρες μου. Όταν με βλέπει η Σοφία έτσι τσαντίζεται. Δε θέλει να με βλέπει στεναχωρημένο. Νομίζω ότι έχω αυτό το δικαίωμα. The right to have the blues. Να με πιάνουν τα ψυχοτραυματικά μου.
Προσεχώς πατάω τα 30. Συνειδητοποιώ ότι ούτε κανένας πλούσιος έγινα, ούτε διάσημος, ούτε και πρόκειται ποτέ οι ιδέες και τα έργα μου να αλλάξουν τον κόσμο. Δε με χαλάει ωστόσο κάτι τέτοιο. Απεναντίας. Δε θέλω να αλλάξω τον κόσμο. Έμαθα απλά να αποδέχομαι τις πτυχές του που γουστάρω και να αγνοώ όσες με χαλάνε ή δε μου ταιριάζουνε. Έχω, βλέπεις, χτισμένη κοτζάμ κοσμάρα. Βίλα δίπατη, με θεμέλια βαθιά στο οικόπεδο του μυαλού μου. Με τις πισίνες της, τα τζακούζια/υδρομασάζ της, τα τζάκια της, τα γήπεδα του τένις. Τέτοια σπιταρόνα ούτε ο Χατζηνικολάου δεν έφτιαξε με τα φράγκα που έφαγε από τον Alpha.
Παρόλα αυτά, άλλα ονειρεύτηκα τότε. Όταν έλιωνα σε μια καρέκλα διαβάζοντας για τις πανελλήνιες, ουδέποτε είχα συνειδητοποιημένο μου στόχο να περάσω σε μια κωλοσχολή. Μετά να ενταχθώ στο σύστημα και να μπαίνει ο μισθουλάκος βρέξει χιονίσει. Κι ύστερα να βρω ένα κορόιδο που για κάποιο ανεξήγητο λόγο θα με γουστάρει και θα μου κάθεται κιόλας να της τραβάω τακτικά ένα πουτσιλίκι και άμα λάχει και τα κιμιάσουμε, να τραβήξουμε ένα γάμο στην τελική, να θρέψουμε κουτσούβελα, μικρά καννιβαλάκια που σκανταλιάρικα θα καταβροχθίσουν το χρόνο, τις ζωές μας και το ΕΚΑΣ των παππούδων.
“... Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης ...”
όπως λαλεί και το άσμα. Καμιά σχέση. Άλλα ονειρεύτηκα. Χαλβαδιάζοντας στον τοίχο τις αφίσες που είχα κολλήσει, των Sepultura, Slayer, Metallica (πριν βγάλουν αηδίες τύπου Load, Re-Load, UpLoad, κλπ), Saxon, Venom, Skyclad, άλλα σκεφτόμουνα. Άκουγα στο μαγνητόγωνο σε αντιγραμμένη TDK κασσέτα τις σολιές του Steve Harris, του De Mayo, των Satriani, Malmsteen, Ritchie Blackmore και το μυαλό μου ταξίδευε με ταχύτητα φωτός. Αλλού. Όταν η μάνα μου έλειπε στη δουλειά, έβγαζα στη ζούλα το Sega Mega Drive (μου το είχε κλειδώσει σε ένα ντουλάπι για να μη μαλακίζομαι όλη την ώρα, αλλά εγώ στην πουστιά πάντα κατάφερνα και το ξετρύπωνα) και “έφευγα”. Τρίπαρα ασύστολα. Παραδόξως, παρά τα όσα παραπάνω, κόντρα στις χιλιάδες οικογενειακές και οικονομικές δυσκολίες, κατάφερα και πέρασα. Και ενώ ο εγκέφαλός μου επέμενε σαν χαλασμένο πικάπ να αναπαράγει από μέσα μου κολλημένος το “Man on the Silver Mountain”, εντούτοις κατόρθωσα να σκαρφαλώσω στο ασημένιο βουνό της ΣΣΑΣ – Ιατρικό. Με τη δεύτερη. Παράλληλά έχοντας δουλειά και περίπου 30 κιλά παραπανίσια σε σχέση με το τότε φυσιολογικό μου.
Όταν παρουσιάστηκα στη σχολή, στις 14 Σεπτεμβρίου 1998, ήμουν μια δυσκοίλια, παραγεμισμένη, ζαλισμένη γαλοπούλα 98 κιλά. Μια φορά και ένα καιρό ζύγιζα 70. Ήταν η μέρα του Σταυρού και μας είχαν ετοιμάσει κρύα φασολάδα για να μας υποδεχτούνε. Χρεώθηκα από τον Εφοδιασμό τα ρούχα μου που δε μου ταίριαζαν, με στραβοκούρεψαν στη Σωφρωνία (η τότε κομμώτρια της σχολής, μπορεί να κατείχε δίπλωμα “Χρυσή Χτένα”, αλλά το ψαλίδι της κάθε άλλο παρά χρυσό ήτανε...) και μου ανακοίνωσαν ότι ο εγκλεισμός μας στο στρατόπεδο της σχολής είχε ήδη αρχίσει. Η μάνα μου στο μεταξύ ξεροστάλιαζε καθισμένη στο πεζούλι έξω από την πύλη για πάνω από 3 ώρες. Νόμιζε η άμοιρη ότι θα παρουσιαζόμασταν και μετά θα μας άφηναν να φύγουμε. Μετά από χίλια παρακάλια, που επέτρεψαν να πάω – με συνοδεία - μέχρι την πύλη για να την αποχαιρετήσω. Τα είπαμε μέσα από τα κάγκελα για 2 λεπτά και κλαμμένη πήρε το καράβι της επιστροφής για τη Χίο.
Έκτοτε πολλά έγιναν. Χίλια μύρια άλλαξαν. Προπάντων άλλαξα εγώ. Πολύ λίγη σχέση έχω πια με το ψυχαναγκαστικό “φυτό” που πήγαινε στη β' Δέσμη στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Χίου. Μια μόνιμη γραμμή θα σημάδευε από εδώ και στο εξής ανεξίτηλα τη ζωή μου και θα τη χώριζε σε δυό μέρη. Προ και Μετά σχολής. Τίποτα σχεδόν δε θυμάμαι από αυτό, τον άνθρωπο αυτό που ήταν ο άλλος που εαυτός. Δε θέλω. Όχι ακόμα. Τις ανάμνησές μου όλες τις κλειδώνω σε ένα μπουντρούμι στο βάθος του μυαλού μου και τις φυλάω νυχθημερόν. Ακόμα και από εμένα. Θα έχω άφθονο χρόνο να παίξω μαζί τους όταν θα είμαι γέρος, κατάκοιτος με σωληνάκια σε ένα κρεβάτι. Αν με αξιώσει δηλαδή ο Θεός να προλάβω να γεράσω.
Θέλω να θυμάμαι μόνο πρόσωπα. Τα λίγα πρόσωπα που με συνόδευσαν στην πορεία μου αυτά τα χρόνια. Φίλοι, σύντροφοι, συμπολεμιστές. Brothers of Metal. Γιατί οι όποιες δυσκολίες, οι κωλοφάσεις, ακόμα και οι γκόμενες ήρθαν και παρήλθαν. Μόνο εκείνοι επέμειναν. Οι λίγοι και καλοί. Άνθρωποι που μαζί παίξαμε για πρώτη φορά σαν παιδιά. Που κάναμε τις πρώτες μας σκανταλιές, τις πρώτες μας μαλακίες. Όταν πετούσαμε κλούβια αυγά και παγάκια στα διερχόμενα αυτοκίνητα και μετά κόβαμε λάσπη ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Τι τα θες. Κωλόπαιδα ήμασταν. Φάγαμε και ρίξαμε ξύλο μαζί. Ακόμα και μεταξύ μας. Νούμερο ένα στόχος μας τότε ήταν τα γυφτάκια της γειτονιάς. Εμείς τα δέρναμε και αυτά μας πετούσαν μολυσμένες με ηπατίτηδα ροχάλες και σαϊτες που στη μύτη τους είχαν περασμένες καρφίτσες. Μεγαλείο. Μαζί εξερευνήσαμε μυστηριώδη, ανήλιαγα ερείπια που έστεκαν στοιχειωμένα από τις απαρχές του χρόνου (στην πραγματικότητα οικοδομές ήτανε). Μαζί σκαρφαλώσαμε σε μάντρες, κάναμε τα πρώτα μας μπανιστήρια στα αποδυτήρια των κοριτσιών, όταν η γυναικεία ομάδα βόλεϋ τέλειωνε μετά από κάποιο αγώνα. Μετά, στο σπίτι τελειώναμε και 'μεις. Για τα κοριτσάκια που μας άρεσαν στο σχολείο, στη γειτονιά, στην τηλεόραση. Τρομπάραμε αβέρτα, λάστιχο τον είχαμε κάνει.
Το Γυμνάσιο πάντα θα μου θυμίζει σκοτεινά σφαιριστήρια (τι υπέροχη λέξη!!!) που μύριζαν ιδρώτα, ποδαρίλα και τσιγάρο. Πόσα κέρματα άραγε να μας έφαγε τότε το γαμημένο το Street Fighter? Ήτανε στημένο σε μαϊμού κονσόλα και από τα 6 κουμπιά του λειτουργούσε μόνο το ένα. Αυτό της light punch. Δηλαδή το πιο άκυρο από όλα. Αλλά και πάλι καταφέραμε με τα πολλά να το τερματίσουμε. Τ' αρχίδια μας πήρε ο Mr. Bison (ο τελικός κακός του παιχνιδιού). Μετά, το βράδυ, οι πρώτες Σαββατιάτικες έξοδοι στην παραλία. Μπυρίτσα στον Ιβίσκο (στοίχιζε τότε 300 δραχμές) και περιορισμένο ωράριο μέχρι τις δέκα και μισή. Αλλιώς η παντόφλα της Αφροδίτης καραδοκούσε ετοιμοπόλεμη στο σπίτι. Από τότε ένα thing με πιάνει κάθε φορά που βλέπω παντόφλες και σαμπό. Άτιμο πράμα η ιπτάμενη παντόφλα. Πιο μπαμπέσικο και από αστεράκι του νίντζα.
Μετά, ξανά με τους φίλους μου, ο πρώτος μας ραδιοφωνικός σταθμός. Που σιγά δηλαδή μην είχαμε βρει σταθμό. Κασσέτες ηχογραφούσαμε στο μαγνητόφωνο και λέγαμε τις βλακείες μας, παριστάνοντας ότι κάναμε εκπομπή. ΠΑΡΑΣΙΤΟ FM. Είχα δανειστεί το όνομα από μια στήλη του ΜΠΛΕΚ (cult αγορίστικο περιοδικό της εποχής). Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που δε χρειαζόσουν ράδιο για να τον ακούσεις. Τόσο βλαμμένα ήμασταν. Ολυμπιονίκες μαλάκες. Ήμασταν 13 χρονών.
Τα καλοκαίρια πέρναγαν με Sega Master System στο σαλόνι της μάνας μου και καθημερινό μπάνιο στην Αγιά Φωτιά. Απ' τον πολύ ήλιο αραπάκια γινόμασταν. Τότε οι τρεις μήνες του καλοκαιριού μοιάζανε να κρατάνε για πάντα. Εσύ πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες στο πετσί σου 3μηνο καλοκαίρι?
Και ξανά μανά το Σεπτέβρη πάλι απ' την αρχή. Στο μεταξύ ο αδερφός μου μεγάλωσε. Ολόκληρο παιδί έγινε. Μέσα από το κενό των δυό μεσαίων κοπτήρων του (τα 'χε σπάσει τα μπροστινά του δόντια στην παιδική χαρά) ψεύδιζε βρωμοκουβέντες που του μαθαίναμε στα κρυφά. Φρίκη και όνειδος για τη μάνα και τη συχωρεμένη τη γιαγιά μου. Ο Θεός ας έχει καλά τα κοκκαλάκια της. Με τους φίλους μου μαζί βγάζαμε το μπόμπιρα στις παιδικές χαρές και στις οικοδομές. Ήτανε της εξερεύνησης και αυτός.
Μέχρι να πάω στο λύκειο, έγιναν και άλλα. Το πρώτο μου επιτυχημένο καμάκι το έκανα στην ηλικία των 13 και κάτι. Ήταν ένα ξανθό skinny ξωτικό από την Ολλανδία ονόματι Tara Van Steen. Πιανόμασταν χεράκι χεράκι και κάναμε βόλτες στα σοκάκια της Πέτρας (το ομορφότερο χωριό της ΒΔ Λέσβου) και στην πλαζ. Ποτέ μου δε βρήκα το θάρρος να τη φιλήσω. Άμα ψάξω στο πατάρι μπορεί και να βρω κάποιο από τα γράμματά της. Την πρώτη μου τσόντα τη νοίκιασα το χειμώνα που μας ήρθε. Ήτανε σε ένα άκυρο, ξεχασμένο και από το Θεό βίντεοκλάμπ έξω από τη Χίο και θυμάμαι περπάτησα μέχρι εκεί για πόση ώρα, προκειμένου να βεβαιωθώ ότι δε θα έπεφτα πάνω σε κανένα γνωστό που θα κάρφωνε το ατόπημά μου στους δικούς μου. Ήτανε μια χιλιοπαιγμένη Τούρκικη κασέτα τιτλοφορούμενη “The Best of Desire” όπου Desire δεν διαβάζεται “ντιζάιερ” δηλαδή επιθυμία στα Αγγλικά, αλλά “Ντεζιρέ” που ήτανε το όνομα της Τουρκάλας. Μια βυζαρού με φουσκωτό – κουνουπίδι '80s μαλλί σαν αυτό της Joan Collins στη Δυναστεία και με ιδιαίτερη έφεση στις παρτούζες. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω τη βιντεοκασέτα (η οποία παρεπιπτόντως πρέπει στην εξωτερική της επιφάνεια να κόλλαγε κιόλας) το μαγαζί είχε κλείσει! Τόση επιτυχία. Αμανάτι μου 'μεινε η τσόντα, αλλά δε τη χάρηκα άλλο. Τη χάρισα σε ένα φίλο μου γιατί φοβόμουν μη την ξετρυπώσει η Αφροδίτη. Το επόμενο καλοκαίρι, στα 14μισι μου χρόνια έχασα την παρθενιά μου και ησύχασα και από αυτή την έννοια.
Μετά ήρθε το Λύκειο. Νέα φουρνιά φίλων. Ο Θεός ας τους έχει καλά και ας μη τα λέμε πια τόσο συχνά. Μαζί φτιάξαμε το πρώτο – και τελευταίο μας συγκρότημα. Τρελό σουξέ. Λέμε τώρα. Θεόκουλοι ήμασταν, από μουσική κανείς μας δε σκάμπαζε Jesus. Αλλά και την πλάκα μας την κάναμε και τα δύσκολα χρόνια του διαβάσματος πέρασαν πιο ανεκτά. Αποκτήσαμε και τη δική μας ραδιοφωνική εκπομπή. Αυτή τη φορά σε αληθινό (και νόμιμο παρακαλώ!) σταθμό. Τα καλοκαίρια, κάθε μέρα φορτωνόμασταν φραπέδες στο χέρι από το Champion Club (ο Μήτσος κάνει με τις χερούκλες του τον τελειότερο φραπέ που μπορείτε να φανταστείτε), γεμίζαμε τη σχολική μας σάκα με cd και κασέτες και παίρναμε το δρόμο για το σπίτι που στεγαζόταν ο Γαλαξίας. Από τις 8 το πρωί ξυπνούσαμε τον κόσμο αρμονικά με power, thrash, heavy & death metal.
Κάπου εκεί ήρθαν και έδεσαν οι πρώτοι πειραματισμοί με τα παιχνίδια ρόλων. Dungeons & Dragons, Dark Sun, Ravenloft. Αγαπημένα κολλήματα. Κρατάει ακόμα αυτή η κολώνια. Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το μαύρο starter box set της Second Edition με τον κόκκινο δράκο στο εξώφυλλο. Αυτό, συν τα άρθρα που δημοσίευε το Pixel για το Dungeons & Dragons. Τότε ήτανε πιο πολύ της μόδας και ακόμα και τα κομπιουτερίστικα περιοδικά του αφιέρωναν μόνιμες στήλες. Αλλά ο σπόρος των RPG προτού φυτρώσει, υπήρχε από πολύ πιο πριν μέσα μας. Από την πέμπτη δημοτικού, όταν με τον Κυριάκο ακούγαμε στα κρυφά τα βινύλια του μεγάλου του αδερφού. Dio, Manowar, Iron Maiden.
“...Suddenly a gust of wind came up from the
North, there appeared a lone rider, holding
A sword of steel, then from the south came
Another, bearing a battle ax, from the east
Came a third holding a spiked club, and
Finally from the west, a rider who weilded
A great hammer of war...”
North, there appeared a lone rider, holding
A sword of steel, then from the south came
Another, bearing a battle ax, from the east
Came a third holding a spiked club, and
Finally from the west, a rider who weilded
A great hammer of war...”
Αυτό ήτανε. Επιτόπου επέστρεψα στο σπίτι και έφτιαξα το πρώτο μου home made παιχνίδι ρόλων. Από ένα κομμάτι χαρτόνι (όλοι είχαμε τότε σπίτι μας χαρτόνι για τα καλλιτεχνικά στο σχολείο) που του χάραξα με το χάρακα γραμμές, σα σκακιέρα. Με χάρτινα ζωγραφισμένα στο χέρι πιόνια (για ήρωες και τέρατα) και κομμένοι στη μέση χαρτονένιοι κύλινδροι από... χαρτί υγείας (!!!) που αντιπροσώπευαν δέντρα, εμπόδια και υψώματα στο πεδίο της μάχης (δηλαδή στο τετραγωνισμένο χαρτόνι). Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούσαν ήτανε – τι άλλο – 4 πολεμιστές καβαλάρηδες. Ένας που κράταγε ένα ατσάλινο σπαθί, ένας που κράδαινε έναν πολεμικό πέλεκυ, ο τρίτος είχε ένα ρόπαλο με καρφιά και ο τέταρτος κατείχε ένα μεγαλειώδες πολεμικό σφυρί.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Και το τσουνάμι των Πανελληνίων. Τυφώνας χειρότερος και από τον Κατρίνα, πήρε & σήκωσε τις ζωές μας. Αλλά πάντα με τους φίλους μου κάπως θα βρίσκαμε χρόνο να παίξουμε, να αστειευτούμε, να μαλακιστούμε, να πούμε τα δικά μας. Για αυτό θέλω από τα περασμένα χρόνια να θυμάμαι μόνο αυτά τα πρόσωπα. Γιατί ήτανε πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκεί. Σε όλα τα παραπάνω και σε άλλα τόσα. Γιατί μη νομίζετε ότι τα 'πα όλα. Αν αρχίσω να σας διηγούμαι και για τα χρόνια στη σχολή, ή για τα μεταγενέστερα από αυτή, δεν τελειώνουμε ποτέ από εδώ. Περισσότερη ώρα θα μου πάρει να σας τα διηγηθώ, από τα 8 και βάλε χρόνια που μου πήρε για να τα ζήσω. Αυτά τα αφήνω για μελλοντικό post. Έτσι, να σας κρατάω και λίγο σε αγωνία, να μη σας τα δώσω όλα με το καλημέρα.
Νιώθω γεμάτος κατανόηση και αγάπη για αυτούς τους ανθρώπους. Και ευγνωμοσύνη για τις αναμνήσεις που μου πρόσφεραν. Όπου κι αν βρίσκεται τώρα ο καθένας απ' αυτούς.
Γιατί τώρα πλέον η ζωή μας έχει αλλάξει. Ο κύκλος των χρόνων της αναζήτησης του τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, έχει κλείσει. Είτε μέσω σπουδών, είτε μέσω δουλειάς, ο καθένας μας τράβηξε λίγο πολύ το δρόμο του. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι προτεραιότητες. Ο ένας παντρεύτηκε και προσεχώς αναμένει το πρώτο παιδί. Άλλος αρραβωνιάστηκε. Άλλος έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Άλλος δόθηκε ψυχή τε και σώματι στη γυναίκα και στο στεγαστικό. Κάποιοι ψάχνονται ακόμα. Βάλε και κάτι επικείμενους αρραβώνες, συμβιώσεις, μετακομίσεις, κατατακτήριες, ΑΣΕΠ, μεταπτυχιακά, στρατιωτικές θητείες, μεταθέσεις, αποσπάσεις και της Παναγιάς τα μάτια.
Κάπως έτσι, οι πολλές επαφές μεταξύ μας κόπηκαν. Η παλιά μαγεία ξέφτισε.
Για αυτό και με πιάνουν ενίοτε τα ψυχοτραυματικά μου. Αυτά για τα οποία σας μίλησα στην αρχή του άρθρου. Επειδή κανείς δε δείχνει να παίρνει χαμπάρι τίποτα από όλα τα παραπάνω, εκτός από μένα. Εκτός και αν το αντιλαμβάνονται και άλλοι και δε το μαρτυράνε. Αλλά και πάλι, δε βλέπω και κανένα να κάνει κάτι για αυτό. Συνεπώς, ή δε σκαμπάζουν, ή σκαμπάζουν αλλά δε νιώθουν. Δε λέω ότι αυτό συμβαίνει με όλους. Απεναντίας. Για μια μικρή μειοψηφία μιλάω. Αλλά μειοψηφία που πονάει. Τα τελευταία τρια χρόνια, μετράω ισάριθμους χαμένους φίλους. Δυνατούς, αληθινούς φίλους, από αυτούς που στη ζωή σπάνια ξεπερνούν σε ποσότητα τα δάχτυλα του ενός χεριού. Όχι, δε συντελέστηκε κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός. Ούτε προηγήθηκε κάποιος καυγάς. Δεν τσακώνομαι ποτέ, το σιχαίνομαι. Απλά οι σχέσεις αραίωσαν και σταδιακά κόπηκαν. Οι κουβέντες έγιναν τυπικές. Η ουσιαστική επικοινωνία χάθηκε.
Είναι πλεόν παράξενη η ζωή μας. Συμβαίνουν τόσα αλλόκοτα, παράλογα τριγύρω μας. Οι παιδικές φιλίες δίνουν τη θέση τους στις προσωρινές συμμαχίες της δουλειάς, του γραφείου, της καθημερινότητας. Οι τελευταίες είναι βλέπεις πιο βολικές. Καθένας νομίζει ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, άντε και από τη γυναίκα του (σύζυγο, γκόμενα, αρραβωνιάρα, whatever). Ότι ο ήλιος μόνο για αυτούς ανατέλλει. Λες και αυτους μόνο τους γέννησε μουνί και όλους τους υπόλοιπους μας γέννησε κώλος. Μέγας ψεύτης και προβοκράτορας όποιος είπε ότι η μαλακία κουφαίνει. Το γαμήσι να δείτε πώς κουφαίνει και τυφλώνει και τρελαίνει κάποιους από εμάς. Οι Αθηναίοι σχεδόν αποκλειστικά βγαίνουν παρεούλες, όχι γιατί ο ένας γουστάρει την παρουσία του άλλου, αλλά για να είναι μπούγιο και για να μοιράζονται περισσότερα άτομα το λογαριασμό. Όχι ότι αλλού διαφέρει και πολύ το σκηνικό. Γιατί τώρα συμβαινουν όλα αυτά, δε γνωρίζω παιδιά μου να σας πω. Ακόμα το ψάχνω. Εμπεριστατωμένα. Αρχίζω να πιστεύω ότι πάει πακέτο με αυτή τη φάση της ζωής. Επειδή βλέπω παντού τα ίδια γύρω μου.
Μια ζωή τρώμε στη μάπα το παραμύθι της φιλίας, της μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνειας σαν αξίες αληθινές, από τις τελευταίες που ακόμα στέκουν στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Κάποτε πίστευα σε αυτές ακράδαντα. Τώρα δεν ξέρω. Έλαβα πολύ feedback στις αναζητήσεις μου αυτές. Αναλύω συνοπτικά.
- Δε θέλω να αποδίδω πράγματα σε τυχόν ζήλιες, ανταγωνισμούς και τα τοιάυτα. Δε θέλω να έχω καν σχέση με τέτοιες σκέψεις. Τις θεωρώ λαϊκίστικες και φτηνές.
- Άλλος μου είπε ότι κάνω σα γκόμενα. Άκουσα ακόμα και απαντήσεις τύπου: “Καλά ρε μαλάκα, κοτζάμ άντρας τι μου κλαίγεσαι για τους φίλους σου, λες και είσαι ακόμα κάνα παιδάκι?”
- Ο Κυριάκος μου διατύπωσε μια άποψη που θα έκανε ακόμα και τον Σοπενάουερ να σκίσει τα πτυχία του. Δεν τολμώ να την εκφέρω. Είναι από τις πιο απαισιόδοξες και μαύρες που μπορώ να σκεφτώ.
Εν ολίγοις, οι λίγοι άνθρωποι που πλέον εμπιστεύομαι και που μου εκμυστηρεύτηκαν την άποψή τους, μάλλον με αποκαρδίωσαν.
Μήπως τελικά εκεί βρίσκεται η αλήθεια? Ότι δηλαδή, παραμύθα στην τελική η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια, τα πάντα τα παίρνει παραμάζωμα το μεροδούλι μεροφάι?
Απάτη η αντρική φιλία, μάπα το καρπούζι?
Τι Μπετόβεν και μαλακίες, σαν το μουνί δεν είναι τίποτα?
Ίσως τέλικά τίποτα από αυτά να μην ισχύει. Ίσως απλά εγώ περνώ την κρίση των τριάντα και ζορίζομαι να δεχτώ ότι είμαι πια ένας “από τους μεγάλους”. Ή μπορεί να έχω κουσούρι να αναμένω πολλά από τους ανθρώπους που αγαπώ. Κακό χουνέρι. Ακόμα το ψάχνω το θέμα. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι τσάμπα πάει ο κόπος και η φαιά ουσία που σπαταλώ να βρω το αίτιο. Γιατί στην τελική, το αποτέλεσμα μετράει. Δηλαδή ότι κάποιες φορές με πιάνουν οι μαύρες μου. Νομίζω όμως ότι μετά από όλα αυτά, έχω και με το παραπάνω το δικαίωμα αυτό. Όπως και εσύ φίλε αναγνώστη πιθανώς να κατσουφιάσεις λίγο αν διαβάσεις τις αράδες που ακολουθούν:
Σκέψου ειλικρινά και απάντησε με το χέρι στην καρδιά. Δε χρειάζεσαι να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου, εξάλλου η απάντησή σου αυτή σε σένα θα παραμείνει, δεν πρόκειται ποτέ να βγει παραέξω. Δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε και θέλω να μου την πεις. Αλήθεια τώρα. Μπέσα πράματα. Αναλογίσου:
- Σήμερα, πόσοι φίλοι πραγματικοί σου απέμειναν στ' αλήθεια?
2 σχόλια:
Αυτό που θα σου πω το σκέφτομαι μήνες τώρα.Μπορεί και χρόνια. Το σημαντικό είναι ότι οι άνθρωποι αλλάζουν. Και μεταξύ τους και για τον εαυτό τους. Ευτυχώς.Αλλιώς θα βαριόμασταν αφόρητα. Εσύ τι προσπάθειες έκανες για να κρατήσεις μια φιλία που θεωρείς, τώρα πια, ότι ξέφτισε; Υπήρξε (έστω και μία φορά) κάποια φάση που είπες "γαμώτο, δεν πήρα τον τάδε τηλέφωνο, ενώ ήμουν στην πόλη του, για να βρεθούμε- μαλακία." ; ε; Όλοι αλλάζουμε. Οι φίλοι κι οι γνωστοί έρχονται και φεύγουν στη ζωή μας. Άλλοι παντρεύονται. Παρατήρησα, όμως, ότι δεν είπες ότι κάποιοι πεθαίνουν κιόλας, όπως ο Φώτης. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι μάλλον γκρινιάζεις για το ότι μεγαλώνεις (παντρέψου επιτέλους, ρεμάλι)ή για το ότι κάποιοι άλλοι μεγάλωσαν πιο νωρίς από 'σένα- ή διαφορετικά από 'σένα.
Δεν έχει σημασία αν κάποιο φίλο σου, με τον οποίο μεγάλωσες μαζί, ή ήσασταν κώλος και βρακί για χρόνια, δεν τον βλέπεις και τόσο συχνά πια.
Αναλογίσου, καλύτερα, με πόσους από τους φίλους που βρίσκεσαι- ή δεν βρίσκεσαι- τώρα πια έχεις ουσιαστική επαφή, πόσων την παρέα ευχαριστιέσαι, πόσοι σου συμπαραστέκονται- έστω κι απ' το τηλέφωνο στα δύσκολά σου, πόσοι σου γεμίζουν τη ζωή.
Υπάρχει μια φράση, που πάντα θα ταιριάζει στην ανδρική φιλία, και στην λέω και την πιστεύω μέσα απ' την καρδιά μου : Brothers in arms.
Το συγκεκριμένο, ακόμα πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα μου post ever. Το συζήτησα πολύ και με διάφορους από εσάς και χαίρομαι πολύ που σχεδόν όλοι έχετε κάτι για να διαφωνίσετε μαζί του. Ομολογώ ότι είναι λιγουλάκι απαισιόδοξο και μηδενηστικό αν το διαβάσεις από μόνο του. Το κόλπο είναι να διαβάσεις καπάκι και το αδερφάκι του "Αντρικές Φιλίες & Άλλες Αηδίες Part 2" για να έχεις πλήρη εικόνα.
Δημοσίευση σχολίου