Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Jack Reacher

Μάστορας : Christopher McQuarrie
Παίχτες : Tom Cruise, Rosamund Pike, Richard Jenkins 
Με δυο λογάκια :
πέντε αθώοι σκοτώνονται εν ψυχρώ από έναν ελεύθερο σκοπευτή. Αντί να ομολογήσει, εκείνος μονάχα ψελλίζει το όνομα "Jack Reacher." Πρόκειται για έναν βετεράνο ερευνητή στρατιωτικών εγκλημάτων. Ο Reacher παρεμβαίνει προσπαθώντας να ξετυλίξει το κουβάρι της αλήθειας και βρίσκει πολύ περισσότερα από όσα θα ήθελε...

Τα Θετικά :
πρωτότυπη ταινία δράσης, μυστηρίου και ίντριγκας.

Τα Αρνητικά :
θα το ήθελα λιγουλάκι πιο έντονο.


Αναλυτικότερα :
Δεν βγαίνουν πολλά καλά θρίλερ μυστηρίου και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Θέλει σενάριο, ίντριγκα, κοινώς δουλειά με πολύ ουσία, αλλά και την απαραίτητη πουτανιά προκειμένου να ξεχωρίσει το πράμα. Το Jack Reacher ευτυχώς, καλύπτει όλα τα παραπάνω. Εντάξει, παίζει ο Tom Cruise. Φαντάζομαι ότι πολύς κόσμος εκεί έξω θα ξενερώσει και μόνο από αυτό. Αλλά κακά τα ψέματα, παρά τα πολλά στραβά του, ο Cruise είναι ακόμη ένας από τους πιο σκληρά εργαζόμενους στη βιομηχανία του χόλυγουντ και δεν διστάζει να χωθεί παντού και να δοκιμάσει – και ενίοτε να εκθέσει – τον εαυτό του σε κάθε λογής κατάσταση και διαδικασία. Και αυτό τουλάχιστον, οφείλω να το σεβαστό, παρά το ότι δεν το συμπαθώ το άτομο και τον θεωρώ και μέτριο έως απλώς καλό ηθοποιό.

Πρωτότυπη ιστορία, πολύπλοκη και αρκετά δύσκολη στην επίλυσή της. Επιπλέον, είναι διανθισμένη με ένα καλό σκηνικό car chase και κάμποσες στιβαρές σκηνές μάχης. Ωραίοι και πειστικοί οι χαρακτήρες των κακών Detective Emerson (David Oyelowo) και Robert Duvall, αν και από ένα σημείο και μετά τους περιμένεις ότι εκείνοι έχουν κάνει τη λαδιά. Τι λείπει; ένα πιο δυνατό φινάλε, ίσως και λίγο πιο στυλιζαριζόμενη βία και φιοριτούρα τύπου Mission Impossible, ή έστω τύπου Bourne που αν μη τι άλλο θα ταίριαζε και στο ύφος της ταινίας. Είναι λιγουλάκι “σκέτη” όπως μας σερβίρεται η πιο ζόρικη μεριά της ταινίας.  

Σούζα τ΄ Αλουγάκι :
βασισμένο στα βιβλία του Lee Child, για τον Jack Reacher που είναι περίπου... 15! οπότε, δεν αποκλείεται να περιμένουμε και σίκουελ...


Πόσα πιάνει; 3¾ / 5 

Warm Bodies (Αγάπησα ένα Ζόμπι)

Μάστορας : Jonathan Levine
Με δυο λογάκια :
όταν ο R (ένα ασυνήθιστο zombie) σώζει την Julie από βέβαιο θάνατο, διαμορφώνεται μεταξύ τους μια σχέση που βάζει σε κίνηση γεγονότα που θα αλλάξουν τη μοίρα ενός ετοιμοθάνατου κόσμου.

Τα Θετικά :
καταπληκτική ανατροπή του κλασικού και κουρασμένου θέματος.

Τα Αρνητικά :
ανώδυνες σκηνές. Ο John Malcovich που εδώ απλώς βαριέται


Αναλυτικότερα :
Από τις πιο καυτές ταινίες του 2013 και η καμαριέρα βεβαιώνει με χαρά ότι εδώ το hype είναι ως επί το πλείστον δικαιολογημένο. Το είναι το Warm Bodies? Ένα zombie romance? Όχι ακριβώς, αλλά – παρά την κόμικς αισθητική και την πρόφαση των ζόμπι – είναι απλώς μια ταινία που μιλάει με τον πλέον ανεπιτήδευτο τρόπο για την αγάπη, τον έρωτα, την ευγένεια και τις ζεστές ανθρώπινες σχέσεις. Και για αυτό δικαίως βρίσκει τον δρόμο της στην καρδιά του θεατή. Η θέαση του κόσμου που έχει καταστραφεί από την επιστροφή των απεθάντων γίνεται μέσα από τα μάτια ενός ζόμπι το οποίο, όσο τα συναισθήματά του για το αντικείμενο της αγάπης του βρίσκουν ανταπόκριση, αρχίζει να ανακτά την ανθρώπινη φύση του.

Και σαν να μην έφτανε η πρωτοτυπία του θέματος, τα παλικάρια έρχονται για να στηρίξουν ουσιαστικά την ιδέα τους, από πολλές μεριές, με πολλή και εξαιρετική δουλειά. Οι διάλογοι είναι μοντέρνοι και πανέξυπνοι. Γλυκιές ερμηνείες. Ωραία σκηνοθεσία και κοφτό, γκαζωμένο μοντάζ. Πρωτότυπες καταστάσεις και απολαυστικός κανιβαλισμός των απανταχού ζομπι ταινιών και των προτύπων τους. Το ρομάτζο μεταξύ των χαρακτήρων είναι – ευτυχώς! - αρκετά light και σε καμία περίπτωση δεν το μπουκώνουν με το στανιό στον θεατή. Το δυνατό της όπλο είναι φυσικά ο πρωταγωνιστής (το νέο υγρό όνειρο των απανταχού κορασίδων) που εδώ δικαίως κερδίζει την φήμη που αποκόμισε. Ο χαρακτήρας του είναι έξυπνος, διακριτικά αστείος, ντροπαλός, πολύ πολύ μόνος και αρκετά αδέξιος στο να εκφράσει τα συναισθήματά του. Και με την βοήθεια της αγάπης γίνεται λιγουλάκι πιο άνθρωπος καθώς το πράμα προχωράει.

Δηλαδή τι να μη σου αρέσει; εντάξει, η “εξανθρωποίηση” των ζόμπι γίνεται στο τέλος κομματάκι πιο γρήγορα και εύκολα από όσο ίσως θα έπρεπε, αλλά έτσι και αλλιώς εδώ έχει σημασία η αλληγορία του πράματος. Και ο ρόλος των bonies, των αληθινών κακών της υπόθεσης, είναι μάλλον... απλώς να υπάρχουν επειδή παντού χρειάζεται ένας κακός. Τέλος, για ζομποταινία, οι αντίστοιχες σκηνές ήταν αρκετά ανώδυνες και αδιάφορες, αλλά και πάλι, δεν ήταν αυτές το νόημα, ούτε και ο λόγος για να δει κανείς το Warm Bodies.


Πόσα πιάνει; 3¾ / 5 

Κάψε εγκέφαλο : Naked Lunch (1991)

Μάστορας : David Cronenberg
Παίχτες : Peter Weller, Judy Davis, Ian Holm 
Με δυο λογάκια :
Μια ταινία εμπνευσμένη από το ομώνυμο, εμβληματικό βιβλίο του William S. Burrough, μισό βιογραφία και μισό παραλήρημα. Ένα λάφυρο από εφιάλτη, όπου μπλέκονται παράλογοι φόνοι, αηδιαστικά πλάσματα – γραφομηχανές που εκκρίνουν ψυχοτρόπες ουσίες και συνωμοτούν στην Interzone, ένα μυστηριώδες λιμάνι της βορείου Αφρικής.

Τα Θετικά :
ότι έγραψα και στο Videodrome : φαντασία και σκηνές πέραν κάθε προηγούμενου. Αυτή η ταινία δεν έχει καμία σχέση με ότι μπορεί να έχεις δει, είναι σχολή από μόνη της και καμιά άλλη δεν τόλμησε ούτε και κατάφερε να την αντιγράψει, ή έστω να την πλησιάσει

Τα Αρνητικά :
ότι έγραψα και στο Videodrome : είναι Cronenberg. Με άλλα λόγια, ή τον αγαπάς, ή τον μισείς. Και εδώ, ο μεγάλος σκηνοθέτης είναι πιο ακραίος και πιο “αλλού” από ποτέ...


Αναλυτικότερα :
Αν μπορούσα να συνοψίσω την ταινία αυτή, θα ήταν με μια από τις ατάκες που λέει ένας χαρακτήρας λίγο μετά την εισαγωγή της : "Εξάλειψε κάθε λογική σκέψη. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο αναπόφευκτα κατέληξα" Εξηγώ. Το “Γυμνό Γεύμα” του μεγάλου William Burroughs είναι απλά ένα από τα 10 σημαντικότερα γραπτά του αιώνα που μας πέρασε. Ένα βιβλίο τόσο αδιανόητο που απλά δεν γίνεται να περιγραφεί, πόσο μάλλον να μεταφερθεί στην οθόνη. Εννοείται λοιπόν ότι κανείς άλλος – πέραν του Cronenberg δεν θα τολμούσε να το κάνει και δεν θα κατάφερνε να το αποδώσει σωστά. Όχι με την κλασική έννοια, γιατί το βιβλίο αυτό πολύ απλά ΔΕΝ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ σε κανένα άλλο μέσο και ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να περιγραφεί. Αλλά φτιάχνοντας μια ταινία που μεταφέρει επιτυχημένα την θεματική και την αισθητική του. Η οποία λειτουργεί και σαν εναλλακτική βιογραφία του μεγάλου συγγραφέα. Και που μέσα της κρύβεται και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία φαντασίας.

Προσπαθώντας να συνοψίζω όσα θραύσματα υπόθεσης υπάρχουν μέσα στην ταινία : ο Bill Lee είναι εξολοθρευτής εντόμων και πρεζάκιας. Και συγκεκριμένα, είναι εθισμένος... στο κατσαριδοκτόνο! Μέχρι που, ένα βράδυ σκοτώνει την γυναίκα του, παίζονται ένα ιδιότυπο παιχνίδι Γουλιέλμου Τέλλου : εκείνη, ένα ποτήρι στο κεφάλι της και αυτός απέναντι με το κουμπούρι. Μόνο που αντί να πετύχει το ποτήρι, πετυχαίνει τη γυναίκα του στο δόξα πατρί. Οι φίλοι του τον φυγαδεύουν σε ένα λιμάνι της βόρειας Αφρικής για να αποφύγει τη σύλληψη και εκείνος, εννοείται μέσα σε ένα παραλήρημα κάθε λογής ψυχοτρόπων ουσιών – μπλέκει σε μια υπεράνθρωποι συνωμοσία  Μυστηριώδεις... κατσαρίδες πολεμούν ενάντια σε αποτρόπαιες σαρανταποδαρούσες για το μέλλον της ανθρώπινης φυλής. Μέσα από τις αναφορές του, σαν πράκτορας των κατσαρίδων, αναπτύσσεται η συγγραφική του καριέρα, σχεδόν κατά λάθος.

Η συγγένεια με την αληθινή ζωή του Burroughs εμφανέστατη. Ο συγγραφέας ΟΝΤΩΣ σκότωσε με αυτό τον τρόπο τη γυναίκα του ενώ ήταν κόκαλο από τις καταχρήσεις και οι φίλοι του όντως τον φυγάδευσαν στην βόρειο Αφρική, όπου επιδόθηκε σε κάθε είδους κραιπάλη μέχρι που καθάρισε. Προϊόντα αυτής της καθαρτικής διαδικασίας ήταν τα σημαντικότερα βιβλία του. Και το καλύτερο, το πιο δυνατό, το πιο αμείλικτο, το πιο παράλογο όλων, το Γυμνό Γεύμα. Εννοείται ότι η θεματική του βιβλίου είναι βούτυρο στο ψωμί του David Cronenberg, όπου εδώ απλά τα δίνει όλα. Οι μεταμορφώσεις των χαρακτήρων και της πραγματικότητας είναι πραγματικά εκτός ορίων, οι εφιάλτες που απεικονίζονται είναι άρρωστοι, ενοχλητικοί, μπερδεμένοι και ανταγωνίζονται στα ανοιχτά τα επίπεδα που είχε φτάσει το "VideoDrome".

Για άλλη μια φορά, ο μάστορας επενδύει στον σωστό πρωταγωνιστή. Ο εξαιρετικός εδώ Peter Weller επιτέλους ξεφεύγει από τη μανιέρα του "RoboCop". Η Judy Davis ενσαρκώνει ιδανικά την νεκρή γυναίκα αλλά και την φαντασιακή ερωμένη του Bill. Σχεδόν δυσκολεύεσαι να καταλάβεις ότι είναι η ίδια ηθοποιός που ενσαρκώνει αυτούς τους διαφορετικούς ρόλους. Τι άλλο να πούμε; αν σου αρέσει ο Burroughs, δες αυτή την ταινία. Αν σου αρέσει ο Croneberg, δες αυτή την ταινία. Αν θες ένα απλό και ευχάριστο φιλμ... απόφυγε τούτο εδώ όπως ο διάολος το λιβάνι.

Ρεζουμέ :
ίσως η πιο extreme ταινία που δραπέτευσε ποτέ από το σύστημα του Hollywood. Είναι σιχαμερή, ιδιόρρυθμη, άρρωστη, παράλογη και απωθητική. Και συνάμα, είναι ένα μοναδικό στο είδος του αριστούργημα.


Πόσα πιάνει; αυτό και αν ΔΕΝ βαθμολογείται!

Classics – Rosemary's Baby (To Μωρό της Ρόζμαρι)

Μάστορας : Roman Polanski
Παίχτες : Mia Farrow, John Cassavetes, Ruth Gordon 
Με δυο λογάκια :
Ένα νεαρό ζευγάρι μετακομίζει στο καινούριο τους σπίτι και η σύζυγος μένει έγκυος. Και εκεί που όλα δείχνουν να κυλάνε ονειρικά, ολοένα και πιο ανησυχητικά και παράξενα συμβάντα λαμβάνουν χώρα και σταδιακά η μέλλουσα μητέρα πείθεται ότι κάποιος απειλεί την ασφάλεια του αγέννητου παιδιού της και ελέγχει ασφυκτικά τη ζωή της...

Τα Θετικά :
πιο κλασικό πεθαίνεις. Αν όχι η καλύτερη, σίγουρα η πιο γνωστή δουλειά του Polanski, στην κορύφωση της δημιουργικότητάς του.

Τα Αρνητικά :
αργοί ρυθμοί και πολύ υπονοούμενο μπορεί να μην ελκύσουν το πιο νεαρό και ανυπόμονο κοινό


Αναλυτικότερα :
Έχω πολλούς γνωστούς που υποστηρίζουν ότι το Rosemary's Baby ΔΕΝ είναι ταινία τρόμου. Δεν μπορώ να πω ότι διαφωνώ απόλυτα, τουλάχιστον μιλώντας τεχνικά. Δεν έχει στιγμές shock ούτε κανένα από τα σήματα κατατεθέν των ταινιών του είδους όπως vampires, werewolf, serial killers και τα σχετικά. Αν θυμάμαι καλά, δεν απεικονίζει καν αίμα! Και αυτό είναι απτή απόδειξη της ποιότητάς του : το ότι καταφέρνει να υποβάλλει και να μείνει αξέχαστο στη μνήμη του θεατή χωρίς να χρειάζεται κανένα από τα δεκανίκια που κατά κανόνα χρησιμοποιούν οι ταινίες τρόμου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κλασικότατη δουλειά και βασικά την πιο γνωστή ταινία του Polanski. Είναι τόσο γνωστό, που αμφιβάλλω αν η ανάγνωση αυτής της κριτικής θα ωφελήσει πολύ κόσμο. Αλλά όπως και να έχει, για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι πιο παλιοί, προχωρώ :

τι ακριβώς παίζει σε αυτή την ταινία; επιφανειακά τουλάχιστον, τίποτα το ιδιαίτερο. Η Rosemary και ο άντρας της, Guy Woodhouse μετακομίζουν στο νέο τους σπίτι. Είναι ένα νέο και όμορφο ζευγάρι, αυτός φέρελπις ανερχόμενος ηθοποιός και εκείνη μια ξανθιά ρηχή χαζούλα χωρίς μόρφωση ή ενδιαφέροντα που απλώς είναι ξεμυαλισμένη μαζί του. Από την αρχή, προσεγγίζονται από τους Roman και Minnie Castevet, ένα ηλικιωμένο ιδιόρρυθμο ζευγάρι που όμως παίρνει ένα γονεικό ρόλο στη ζωή των νέων, βοηθώντας, νουθετώντας και ενίοτε καθοδηγώντας και επηρεάζοντας τις αποφάσεις τους. Ο Guy σύντομα αναπτύσσει μια στενή σχέση μαζί τους και (συμπτωματικά;) η καριέρα του σαν ηθοποιός εκτοξεύεται. Παράλληλα, η Rosemary μένει έγκυος και αυτό την καθηλώνει σε πολλές ώρες μοναξιάς στο σπίτι και κάτω από την ανεπιθύμητη κηδεμονία της γειτόνισσάς της. Η δυσαρέσκειά της διανθίζεται από παράξενα γεγονότα και σκοτεινούς υπαινιγμούς, μέχρι που πείθεται ότι κάποια σκοτεινή δύναμη σχεδιάζει κάτι το αποτρόπαιο για εκείνη και το παιδί της, αλλά πλέον δεν την πιστεύει κανείς.

Με το καλημέρα ο Roman Polanski σε προετοιμάζει να δεις κάτι ασυνήθιστο και αξέχαστο. Τους τίτλους αρχής συνοδεύει ένα ανατριχιαστικό νανούρισμα που το τραγουδάει η ίδια η Mia Farrow. Και όλες, μα ΟΛΕΣ οι παράξενες συμπτώσεις και συγκυρίες, μέχρι το φινάλε, είναι άκρως ενοχλητικές και ανησυχητικές, αλλά δεν παύουν να είναι αληθοφανείς, με μια γερή δόση ρεαλισμού, πάντοτε μοιάζουν με δυσάρεστα συμβάματα της καθημερινότητας που θα μπορούσαν να συμβούν στον οποιονδήποτε. Και κάπως έτσι ο Polanski σε τραβάει διακριτικά και αμείλικτα στην ταινία του με πρώτο και καλύτερο όπλο την εμβληματική ερμηνεία της Mia Farrow που ζωντανεύει με καταπληκτική ζωντάνια τον τραγικό ρόλο της Rosemary Woodhouse. Στην πορεία της ταινίας σε πείθει ότι μεταμορφώνεται, υποφέρει, τρελαίνεται από αυτά που περνάει. Και φυσικά το εμβληματικό φινάλε, που επί ένα μήνα η Σοφία μου γκρίνιαζε ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ότι με το που ξυπνούσε, η πρώτη σκέψη που της περνούσε από το μυαλό ήταν εκείνη των τελευταίων δευτερολέπτων της ταινίας. Μήπως να ανησυχώ;


Πόσα πιάνει; δεν βαθμολογείται. Τελείως υποκειμενικά 4,5 / 5 επειδή προσωπικά η αγαπημένη μου ταινία του Polanski είναι “Ο Ένοικος”

Classics – Bad Timing (1980)

Μάστορας : Nicolas Roeg
Με δυο λογάκια :
Μια γυναίκα μεταφέρεται στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατη, αφότου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με φάρμακα. Ο επιθεωρητής της αστυνομίας υποψιάζεται ότι κάτι άλλο συμβαίνει πίσω από αυτό και ανακρίνει τον φίλο της, έναν αμερικάνο ψυχαναλυτή. Καθώς τα γεγονότα προχωράνε, η ανάκριση τραβάει σε μάκρος και με περιοδικά flashbacks αποκαλύπτονται τα μυστικά μιας πολύπλοκης όσο και σκοτεινής ερωτικής σχέσης...

Τα Θετικά :
κατάμαυρο, παραισθησιογόνο νουάρ, δεν έχεις ξαναδεί όμοιό του. Ίσως οι πιο πολύπλοκοι και αμφιλεγόμενοι χαρακτήρες που αποθανατίστηκαν ποτέ.

Τα Αρνητικά :
αυτά ακριβώς που έγραψα από πάνω. Δεν είναι και η πιο εύκολη ταινία για όλους και η απώλεια ενός “αντικειμενικού” μπούσουλα, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα


Αναλυτικότερα :
και να φανταστείς ότι την εποχή που το BAD TIMING: A SENSUAL OBSESSION (όπως ήταν τότε ο πλήρης τίτλος) έσκασε μύτη, όλοι οι διανομείς το αντιμετώπισαν σαν καυτή πατάτα. Ο Χριστός και η Παναγία! Σεξ! Χειρουργεία! Εμμονές! Λεκέδες από σπέρμα! Όλα αυτά ήταν υπερβολικά πολλά για την Rank Organization, μια καταρρέουσα εταιρία παραγωγής που κάποτε είχε βγάλει κλασικά διαμάντια όπως το παλιό GREAT EXPECTATIONS. Ο μόνος λόγος τελικά που πείστηκαν και το έβγαλαν απρόθυμα στην παραγωγή, ήταν τα Φροϋδικά του πέντιγκρι. Και πάλι, αυτό δεν τους εμπόδισε αφότου βγήκε η ταινία να την ταμπελοποιήσουν σαν “μια ταινία που έχει να κάνει με άρρωστους ανθρώπους, φτιαγμένη από άρρωστους ανθρώπους και που προορίζεται για ένα άρρωστο κοινό” !!!

Αυτό είναι ένα κλασικό (και εγκληματικά παραμελημένο έργο) του μεγάλου Nicolas Roeg ενός σκηνοθέτη οραματιστή της δεκαετίας του '70. πέραν τούτου, έχει γυρίσει τα αριστουργήματα “WALKABOUT”, “DON'T LOOK NOW” (το έκανα και πρόσφατα κριτική στην καμαριέρα!) και “MAN WHO FELL TO EARTH”. Ο Roeg πολύ απλά επινόησε μια ολοκαίνουρια φιλμική γλώσσα, αντικαθιστώντας την κλασική αφηγηματική σκηνοθεσία με καταπληκτικά ατμοσφαιρική φωτογραφία, βαθιά “σωματική” ερμηνεία των πραγμάτων και την δημιουργική χρήση των jump cuts, cross cuts και subliminal flicker cuts που σε αντίθεση με τον οχετό των κομμένων και ανακατεμένων σκηνών που μας πλασάρουν σήμερα, τότε είχαν όντως λόγο ύπαρξης και πάντα φανέρωναν κάτι από την ψυχολογία και τα κίνητρα των χαρακτήρων. Και τέλος, όλα αυτά σερβίρονταν με μια γερή δόση αμφιλεγόμενου και ελέυθερου στην ερμηνεία στοιχείου, ανάλογα με την κρίση του θεατή. Μπορεί στη σύγχρονη εποχή ο μάστορας να μην έχει πλέον καμία θέση, αλλά 40 χρόνια πριν ήταν απλά θεός στο είδος του και δεν τον ξεπέρασε ποτέ κανείς.

Όπως όλες του οι καλές ταινίες (γιατί είχε και κακές στιγμές) το BAD TIMING δεν μπορεί να περιγραφεί, πόσο μάλλον να ταμπελοποιηθεί με μια φράση. Αν τολμούσα να δοκιμάσω κάτι τέτοιο, θα έλεγα ότι είναι ένα νουάρ που όμως όμοιό του δεν έχεις δει ποτέ. Αναλυτικότερα, είναι μια παράξενη αμοιβαία έλξη που σταδιακά ξεφεύγει και μπαίνει στα θολά νερά της παράνοιας, της ζήλειας και τέλος, της εμμονής. Η θεά Theresa Russell εδώ στον καλύτερο ρόλο της καριέρας της, ερμηνεύει εκπληκτικά την σέξι, αινιγματική, μεθυστική αλλά και πολύ σκοτεινή και αυτοκαταστροφική Milena που μπλέκεται με έναν νευρωτικό, κλεισμένο στον εαυτό του ψυχαναλυτή που πολύ απλά δεν μπορεί να σταθεί δίπλα της και να χειριστεί τον αβυσσαλέα απρόβλεπτο όσο και ελκυστικό χαρακτήρα της. Και τελικά, ένας καχύποπτος επιθεωρητής της αστυνομίας (αγνώριστος στα νιάτα του ο Harvey Keitel) να ξεμπλέξει το κουβάρι.

Και καθώς η ιστορία ξετυλίγεται με σχεδόν αυθόρμητους ρυθμούς και οι παράξενες λεπτομέρειες κατακλύζουν το θεατή, γίνεται ολοένα και πιο θολό το ποιός τελικά είναι ο θύτης, ποιός είναι το θύμα και πώς ΟΝΤΩΣ έχουν τα γεγονότα, καθώς υπονοείται ότι πολλά (αν όχι όλα) από αυτά βλέπονται με την “υποκειμενική” ματιά του εκάστοτε τραγικού ήρωα, παρά με μια πιο παραδοσιακή αντικειμενική θέαση. Η μεθυστική μουσική από τους Jarrett, Tom Waits, The Who, Billie Holiday, Harry Partch και τόσους άλλους, υπνωτίζει πολύπλευρα τις αισθήσεις και παράγει ένα σχεδόν παραισθησιογόνο και αναμφίβολα άνευ προηγουμένου αποτέλεσμα.

Ρεζουμέ :
Κάτσει καλά. Μιλάμε για ογκόλιθο. Παρόλα αυτά, οι αργοί ρυθμοί και η φλου αντιμετώπιση των πραγμάτων προφανώς δεν θα είναι ελκυστική για τον καθένα.


Πόσα πιάνει; δεν γίνεται να βαθμολογηθεί. Τελείως υποκειμενικά, 4,5/5

Classics : Videodrome (1983)

Μάστορας : David Cronenberg
Παίχτες : James WoodsSonja SmitsDeborah Harry 
Με δυο λογάκια :
Ο ιδιοκτήτης ενός μικρού τηλεοπτικού σταθμού που εξειδικεύεται σε φτηνά προγράμματα χαμηλού επιπέδου ψυχαγωγίας, ανακαλύπτει ένα μυστηριώδες πρόγραμμα που υπόσχεται να αλλάξει τα δρώμενα της τηλεόρασης αλλά και της ανθρώπινης φύσης για πάντα...
Τα Θετικά :
φάντασία και σκηνές πέραν κάθε προηγούμενου. Αυτή η ταινία δεν έχει καμία σχέση με ότι μπορεί να έχεις δει, είναι σχολή από μόνη της και καμιά άλλη δεν τόλμησε ούτε και κατάφερε να την αντιγράψει, ή έστω να την πλησιάσει
Τα Αρνητικά :
είναι Cronenberg. Με άλλα λόγια, ή τον αγαπάς, ή τον μισείς. Κάποιες σκηνές θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο ακραίες, είναι σαν να έπεσε κάπου ψαλίδι στο μοντάζ, ή ο μάστορας να συγκρατήθηκε. Απότομο φινάλε, θέλαμε κι άλλο...


Αναλυτικότερα :
οκέυ, πάμε προσεκτικά εδώ γιατί εξερευνούμε ένα από τα ιερά δισκοπότηρα του cult κινηματογράφου. H πιο περιβόητη – για πολλούς και η καλύτερη – δουλειά του μεγάλου David Cronenberg, ένα από τα πιο δύσκολα και ενίοτε δυσάρεστα έργα του και σίγουρα το πιο πρωτότυπο. Και πάνω από όλα – το Videodrome είναι 100% δικό του παιδί, σενάριο, σκηνοθεσία, τα πάντα όλα. Φιλμαρισμένο την εποχή που το VHS και το Betamax βρίσκοταν σε πόλεμο σχετικά με το ποιό θα στεφτεί πιο δημοφιλές μέσο αναπαραγωγής, δεν μπορώ καν να σκεφτώ τι αντίκτυπο μπορεί να είχε αυτή η ταινία στον ανυποψίαστο θεατή που 30 (!!!) χρόνια πριν την έβαζε στο βίντεό του. Επώδυνα προφητικό για την εποχή μας, ακόμη και σήμερα χρόνια μπροστά, δεν είναι τυχαίο ότι κανείς μέχρι τώρα δεν συζήτησε καν να ξαναγυρίσει αυτό το καλτ αριστούργημα. Δεν το έχει ανάγκη. Εδώ, ο Cronenberg δεν αγγίζεται από μοντέρνα χέρια, γιατί είναι ήδη πολύ μπροστά ακόμη και για τα δεδομένα του σήμερα.

Εξαιρετική η επιλογή του μεγάλου James Woods που σηκώνει την ταινία ερμηνευτικά στους ώμους του και τρελαίνεται απολαυστικά στο φακό, ενώ η απάνθρωπη (ή μήπως υπερανθρώπινη) συνωμοσία γύρω του εξυφαίνεται. Ακόμη και τα απίστευτα που βλέπεις στα τελευταία 30 λεπτά της ταινίας, γίνονται πιστευτά γιατί πολύ απλά ο πρωταγωνιστής καταφέρνει να σε πείσει ότι έτσι απλά όντως έτσι έχουν τα πράματα. Γιατί όντως, τα πράματα που συμβαίνουν εδώ είναι απλώς απερίγραπτα. Οι μεταμορφώσεις των προσώπων και της πραγματικότητας είναι τόσο απίστευτες που χωρίς πλάκα, ακόμη και να σας περιέγραφα χαρτί και καλαμάρι κάθε σκηνή, κάθε διάλογο της ταινίας και πάλι δεν θα σας είχα προετοιμάσει επαρκώς για το θέαμα που θα δείτε. Αισθητική αποκρουστική και συνάμα ανεξήγητα ελκυστική, ιστορία κανένας όρος δεν μπορεί να την χαρακτηρίσει, πάει τον σουρεαλισμό πολλά βήματα πιο μπροστά.

Ρεζουμέ :
ογκόλιθος του καλτ. Αν είναι να δεις 3 καλτ ταινίες όλες κι όλες σε όλη σου τη ζωή, ε, η μια πρέπει να είναι αυτή


Πόσα πιάνει; 5 / 5 ακατέβατα. Long live the new flesh!

Jack the Giant Slayer (Τζακ, ο κυνηγός γιγάντων)

Μάστορας : Bryan Singer
Με δυο λογάκια :
Το βασίλειο κινδυνεύει όταν ο Jack, ένας αφελής νέος αγρότης ανοίγει την πύλη μεταξύ του κόσμου μας και του μυστικού βασιλείου των γιγάντων.
Τα Θετικά :
πολύχρωμος και όμορφος κόσμος φαντασίας
Τα Αρνητικά :
τίποτα περισσότερο πέραν τούτου. Είναι απλώς μια συμπαθητικούλα ταινία φαντασίας


Αναλυτικότερα :
το Jack the Giant Slayer είναι μια οπτικά εντυπωσιακή ταινία, μάλλον προορισμένη περισσότερο για μικρές ηλικίες. Αυτό από μόνο του δεν είναι απαραίτητα κακό. Το κακό είναι ότι είναι κάπως... άγευστο έως αδιάφορο. Την ιδέα του spin off ενός κλασικού παραμυθιού (στην προκειμένη περίπτωση τον Τζακ και τη Φασολιά) την έχουμε ξαναδεί και πολύ πρόσφατα (στο αφάνταστα καλύτερο, OZ) και είναι ένα σαφώς καλοδεχούμενη. Ο Nicholas Hoult (του "Warm Bodies") στον πρωταγωνιστικό ρόλο δίνει μια συμπαθητικούλα ερμηνεία, αλλά τίποτα περισσότερο. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι αυτή τη στιγμή είναι από τα πιο καυτά και ανερχόμενα ονόματα του χώρου, αλλά το παλικάρι ακόμη δεν μπορεί να σηκώσει στους ώμους του το βάρος μιας ταινίας. Πολύ μεγαλύτερα ονόματα, όπως του Ewan McGregor σπαταλώνται σε ασήμαντους ρόλους. Συμπαθής η ιδέα του θρησκευτικού τάγματος που προστατεύει τα φασόλια και το στέμμα και η όλη συνωμοσία πίσω από αυτά τα κειμήλια. Αδύναμο και αδιάφορο το ρομάντζο του Jack με την Princess Isabelle (πολύ όμορφη η Eleanor Tomlinson αλλά...μέχρι εκεί), που ψάχνει να βρει την δική της περιπέτεια στη ζωή. Λίγες καλές σκηνές (όπως η πρώτη συνάντηση με γίγαντα) δυστυχώς δεν επαναλαμβάνονται. Και ο τίτλος είναι παραπλανητικός : ο Jack the Giant Slayer ουδέποτε σκοτώνει γίγαντες και τις πολύ λίγες φορές (νομίζω 2) που αυτό γίνεται είναι μάλλον λόγω... ατυχήματος.

Βασικά, όσοι με διαβάζουν καιρό μάλλον καταλαβαίνουν που το πάω. Όταν βαριέμαι να γράψω ένα review, φαντάσου πόσο αδιάφορο μου φάνηκε αυτό που είδα. Και είναι κρίμα, γιατί και καλούς ηθοποιούς έχει και εντυπωσιακές τεχνικές προδιαγραφές (και μερικά από τα πιο όμορφα τοπία φαντασίας που έχεις δει) – αν και τα γραφικά των ίδιων των γιγάντων είναι αδέξια, δεν σε πείθουν για την “ρεαλιστικότητά” τους και θυμίζουν παλιότερες εποχές. Αλλά εν κατακλείδι, το αδιάφορο σενάριο, η διεκπαιρεωτική σκηνοθεσία και οι αδύναμες ερμηνείες υποβιβάζουν το Jack the Giant Slayer σε μια ταινιούλα που μόνο οι... σχολικές ηλικίες θα απολαύσουν – και που ακόμη και αυτές έχουν πολύ καλύτερα πράματα να δουν.


Πόσα πιάνει; / 5 

Evil Dead (Το Πρόσωπο του Κακού)

Μάστορας : Fede Alvarez
Παίχτες : Jane LevyShiloh FernandezLou Taylor Pucci
Με δυο λογάκια :
Ένα βιβλίο μαγείας ανοίγει την πύλη για να επιστρέψουν τα πνεύματα των νεκρών και να καταλάβουν τα πτώματα των ζωντανών. Η αναμέτρηση θα γίνει σε μια απομονωμένη καλύβα στην καρδιά ενός πυκνού δάσους.
Τα Θετικά :
Ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα θρίλερ στον τεχνικό τομέα. Καταπληκτική φωτογραφία. Σπλάττερ σκηνές από τις καλύτερες του είδους
Τα Αρνητικά :
αποτυγχάνει να πιάσει κάποιο βαθύτερο νόημα πέρα από τους κουβάδες αίματος. Η κουνημένη κάμερα ακυρώνει της πιο σκληρές σκηνές. Κραυγαλέα κενά στην πλοκή και αδύναμο φινάλε


Αναλυτικότερα :
Εννοείται μιλάμε για το φετινό remake του κλασικού έπους φαντασίας και τρόμου του Sam Raimi. Για την πρωτότυπη ταινία δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο πέραν ότι είναι μια από τις 3 αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών. Απλά ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ το αυθεντικό Evil Dead και μου είναι δύσκολο να είμαι αντικειμενικός κρίνοντας τον... διάδοχο! Κατ' αρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι ΔΕΝ είμαι ενάντια στα remake. Απεναντίας. Και για να είμαι ειλικρινής, ανέκαθεν μου έκανε παράξενο γιατί το συγκεκριμένο remake άργησε τόσο πολύ. Εδώ έχουν ξαναγυρίσει τα απίστευτα μπάζα, γιατί όχι μια από τις πιο κλασικές ταινίες τρόμου όλων των εποχών; ίσως γιατί, σε αντίθεση με πολλές σύγχρονες αλλά και ακόμη πιο μοντέρνες ταινίες, το ορίτζιναλ Evil Dead είναι ακόμη φρέσκο, γερνά όμορφα και αρμονικά σαν καλό κρασί. Αλλά ας μην μακρυγορούμε και να περάσουμε στο δια ταύτα.

Να λέμε τα πράματα με το όνομά τους : αυτή είναι μια πολύ προσεγμένη ταινία. Στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, η καλύτερη θριλερική φωτογραφία που είδα τα τελευταία χρόνια, καταπληκτικά σκηνικά. Ακόμη και οι ερμηνείες, είναι πολύ καλύτερες από όσο θα περίμενα! Και σαφώς πολύ μπροστά για ταινία του είδους. Το σεναριακό τέχνασμα της κοπέλας που η παρέα της την πάει στην καρδιά του δάσους για να την βοηθήσει να αποτοξινωθεί από τα ναρκωτικά είναι εξαιρετικά καλοδεχούμενο, όπως και οι στρώσεις ιστορίας που υπάρχουν πίσω από τις προβληματικές σχέσεις των 2 αδερφιών που πρωταγωνιστούν στην ταινία. Βασικά, όσο παράξενο και αν ακούγεται, αυτή θα ήταν μια πολύ καλύτερη ταινία αν ΔΕΝ έφερε τον τίτλο Evil Dead και απλά έφτιαχναν ένα πρωτότυπο σενάριο που να αγκαλιάζει αρμονικά τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους και να τους επιτρέψει να αναπτυχθούν και να αναπνεύσουν ελεύθερα μέσα σε ένα σκηνικό ταινίας τρόμου. Γιατί, όλα τα άσχημα της ταινίας ξεκινούν από το σημείο που όλα τα παραπάνω καλά στοιχεία “συμμαζεύονται” προκειμένου να γυριστεί μια ταινία που πάνω από όλα πρέπει να φέρει αυτό το βαρύ όνομα.

Η εισαγωγή του βιβλίου γίνεται βεβιασμένα και ο τρόπος που καλούνται τα κακά πνεύματα τελείως παράλογος. Δηλαδή, έλεος, βρίσκεις ένα βιβλίο από την... κόλαση και το πρώτο πράμα που κάνεις είναι να επικαλείσαι τα όσα αναφέρει εκεί μέσα, γιατί έτσι; και από εκεί και πέρα, όλα κυλούν απλώς διεκπαιρεωτικά. Το κακό πνεύμα καταλαμβάνει τα σώματα των ζωντανών, μεταμορφώνοντάς τα σε απεχθείς νεκροζώντανους και για την επόμενη ώρα η ταινία μας κερνάει κάποιες εξαιρετικές σπλάτερ σκηνές και ακόμη περισσότερες που καταστρέφονται από την κουνημένη κάμερα που σε συνδυασμό με το σκοτάδι δεν σου επιτρέπει να δεις τίποτα. Κάπου εκεί, δυο από τους deadites (η μαυρούλα και η ξανθιά) εμ... ξεχνιούνται στον γενικό χαμό, ο πρωταγωνιστής ακυρώνεται και αλλάζει στο άσχετο για τα τελευταία 5 λεπτά της ταινίας και το αναμενόμενο φινάλε όπου θα επέλθει η αποκάλυψη των νεκρών μπορεί να έχει την εντυπωσιακή αισθητική ενός καλού βίντεοκλιπ, αλλά είναι μια μεγάλη απογοήτευση.

Ρεζουμέ :
ίσως και να καταφέρει να εντυπωσιάσει το νεαρότερο ηλικιακά κοινό που δεν έχει δει το αυθεντικό Evil Dead. Μια προσπάθεια με πολλά καλά στοιχεία, αλλά που εν τέλει προτίμησε να κολυμπήσει στην σπλάττερ επιφάνεια παρά να τολμήσει να εξερευνήσει να βάθη του ψυχολογικού τρόμου που έκαναν το παλιό Evil Dead αξεπέραστο.


Πόσα πιάνει; 3,5 / 5