Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Superclasico (Μπουένος Άιρες σ’αγαπώ)



Μάστορας : Ole Christian Madsen
Παίχτες : Mikael Bertelsen, Anders W. Berthelsen, Jamie Morton
Με δυο λογάκια :
O Christian είναι ένας οινοπώλης στα πρόθυρα οικονομικής και ψυχολογικής κατάρρευσης. Αποφασίζει να πάρει τον γιο του και να κάνει ένα ταξίδι στο Buenos Aires για να βρει την γυναίκα του που που τους εγκατέλειψε και να ξαναγεφυρώσει το χάσμα μεταξύ τους. Εν τω μεταξύ, εκείνη είναι έτοιμη να παντρευτεί έναν πολύ νεότερο, πλουσιότερο, γοητευτικότερο και πολύ επιτυχημένο ποδοσφαιριστή...


Αναλυτικότερα :
Δανός μάστορας, που γενικώς είναι γνωστός – αν και όχι σε μένα. Αλλάζοντας από το σύνηθες ρεπερτόριό του των καλοστημένων δραματικών ταινιών, ο Ole Christian Madsen με το “SuperClásico” επιχειρεί μια πολύ πιο χαλαρή, ταξιδιάρικη και σουρεαλιστική προσέγγιση... έχοντας σαν αποτέλεσμα μια πολύ πρωτότυπη όσο και παράξενη ταινία. 


Τι είναι λοιπόν το SuperClásico? Δράμα; η θεματολογία του θα μπορούσε να είναι είναι σαφέστατα δραματική. Μια οικογένεια διαλύεται, ο πρωταγωνιστής είναι ένα ψυχολογικό ράκος και ο γιος του είναι ένας έφηβος που γενικώς ζει στον κόσμο του, με πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Όμως, δραματικό ΔΕΝ είναι.


Είναι κωμωδία; κωμικά στοιχεία υπάρχουν άφθονα. Εντάξει, όχι αστεία με κλανιές, αλλά ένα λεπτό εγκεφαλικό χιούμορ που δουλεύει κυρίως μέσω των καλά δουλεμένων στερεοτύπων και του σουρεαλισμού των καταστάσεων. Και δουλεύει. Παρόλα αυτά, κωμωδία δεν είναι.

Περισσότερο θα έλεγα ότι το περιεχόμενο της ταινίας συνταιριάζει περισσότερο με τον πολύ λανθασμένα μεταφρασμένο Ελληνικό υπότιτλο : είναι μια ταξιδιάρικη εμπειρία που μέσα από μια λεπτή ισορροπία γλυκόπικρων καταστάσεων αποπειράται να συνεπάρει τον θεατή σε ένα γοητευτικό σκονισμένο οπτικοακουστικό ταξίδι. Σαν βιβλίο του οποίου ο συγγραφέας δεν ενδιαφερόταν σχετικά με το ΤΙ γράφει, αλλά περισσότερο με τον ΤΡΟΠΟ που το γράφει.

Τα πανέμορφα τοπία της Αργεντινής παντρεύονται αρμονικά με μουσικές και όμορφες ερμηνείες. Το love story συναντάει το καμένο χιούμορ και την μελαγχολία σε ένα πολύ ιδιαίτερο μείγμα με πολλή γεύση και ταμπεραμέντο. Σχεδόν θυμίζει (στην ατμόσφαιρά του) τα “Vicky Cristina Barcelona” και “Lost in Translation”.

Το θέμα μου : είναι ακριβώς ότι το περιεχόμενο, η ουσία των πραγμάτων πάσχει. Το ταξίδι τελικά δεν προσφέρει την αναμενόμενη κάθαρση στον πληγωμένο ήρωα και είναι δύσκολο να συμπαθήσεις (παρά τις προσπάθειες για το αντίθετο) μια μάνα που εγκαταλείπει στην ψύχρα το παιδί της για να στύβει καλογυμνασμένα εξωτικά τεκνά. Ακόμη και ο πολύπαθος πατέρας, δεν μπορεί να μην σκεφτείς ότι δεν τα ήθελε και αυτού ο πισινός του, ή ότι δεν είναι ένα χαμένο κορμί που στο κάτω κάτω ποτέ δεν πάλεψε για το γάμο του και ίσως και να μην του αξίζει. Και όσο για τον γιο... αυτός κι αν είναι άστα να πάνε. Αμφιλεγόμενοι (για να μην πω αντιπαθείς) χαρακτήρες και μια πλοκή που οδηγεί στο... πουθενά, δεν είναι και η καλύτερη συνταγή για να βγάλεις ικανοποίηση από τον θεατή στο τέλος της ταινίας σου, παρά τις όποιες αναμφισβήτητες σκηνοθετικές αρετές σου...

Πόσα πιάνει; 3 / 5  

Δεν υπάρχουν σχόλια: