Μάστορας : Peter
Jackson
Παίχτες : Martin
Freeman, Ian
McKellen & Richard
Armitage
Με
δυο λογάκια :
Η αναπάντεχη περιπέτεια ενός Hobbit,
του Bilbo Baggins, που ξεκινάει σε ένα
φανταστικό όσο και επικίνδυνο ταξίδι με μια ομάδα νάνων που θα προσπαθήσουν να
ξανακερδίσουν τον θησαυρό αλλά και την πατρίδα που τους στέρησε ο θρυλικός
δράκος, Smaug.
Αναλυτικότερα :
Εντάξει, ζόρικο review. Πώς να κρίνεις
αντικειμενικά κάτι που αυτή τη στιγμή είναι ο πιο φρέσκος και ζωντανός
εκπρόσωπος αυτού που αγαπάς πιο πολύ από όλα (εκτός από την γυναίκα και τον
πρόεδρο!) και φυσικά εννοώ το fantasy, σε όλες του τις
καλλιτεχνικές εκφράσεις; Πώς μπορείς να υποδεχτείς κάτι νέο κόντρα σε μια
κινηματογραφική τριλογία που σε καθήλωσε, σε συγκίνησε, σε πόρωσε, σημάδεψε εν
ολίγοις ένα κομμάτι της ζωής σου;
Ας ξεκινήσουμε με κάποιες γενικότητες που όμως
έχουν και αυτές τη σημασία τους. Ο λατρεμένος Peter Jackson εδώ είχε πολύ πιο δύσκολη δουλειά να κάνει, σε σχέση με την τριλογία
του Lord of the Rings. Και αυτό γιατί, το Lord
είναι υλικό έτοιμο για φιλμάρισμα, λαχταρούσε τόσα χρόνια να βρει μιαν αντάξια
κινηματογραφική μεταφορά (και κατά την γνώμη μου - βρήκε). Το Hobbit
σαν βιβλίο είναι τελείως διαφορετικό. Επειδή δεν είναι μια «κανονική» νουβέλα
φαντασίας, αλλά περισσότερο είναι ένα παραμύθι. Ή αν το θες, ένα παραμυθένιο ταξίδι,
όπου η ομορφιά της πρόζας είναι πολύ πιο σημαντική από το «πεζό» νόημά της. Για
αυτό υπάρχουν – αν το δει κανείς με πιο πεζή σκοπιά – αρκετές τρύπες και
λεπτομέρειες που δεν δένουν στην πλοκή. Αλλά δεν σε νοιάζει, γιατί είναι ένα
πανέμορφο παραμύθι και αυτό αρκεί. Όμως, όχι όσον αφορά μια κινηματογραφική
μεταφορά αξίας πολλών εκατομμυρίων. Η διήγηση στο κάτω κάτω, μπορεί να
υπερκεράσει τα όποια – σκόπιμα ή μη – κενά παίρνοντας φτερά από την φαντασία
του αναγνώστη. Όμως, στην μεγάλη οθόνη, τα πράματα είναι μετρημένα κουκιά, η εικόνα
είναι συγκεκριμένη, το πράμα πρέπει να κυλάει. Αλλιώς βαριέσαι, δεν έχει νόημα.
Τέλως πάντων, αν επεκταθούμε σε αυτό το θέμα, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Η ουσία
είναι μια : για πάρα πολλούς λόγους, το “The Hobbit”
δεν είναι υλικό πρόσφορο για ταινία. Οπότε το μεγάλο στοίχημα για μένα, δεν
ήταν στο να αποδοθεί πιστά το περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά στο αν θα καταφέρει
ο μάστορας να σου περάσει την ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ, το συναίσθημα που διαποτίζει το Hobbit.
Πέτυχε το εγχείρημα;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, σαφέστατα ΝΑΙ.
Υπέροχες εικόνες, μουσικές και τοπία
κατακλύζουν επί τρεις παρά κάτι ώρες το μυαλό σου. Η Μέση Γη ζωντανεύει για
άλλη μια φορά και εδώ ο μάστορας δείχνει μια πολύ πιο ζεστή – σχεδόν ερωτική –
προσήλωση στον πιο αγαπημένο κόσμο φαντασίας όλων των εποχών. Η ταινία
κατακλύζει συναίσθημα, ζεστασιά και αγάπη για τον κύριο – για να μη πω μοναδικό
– πρωταγωνιστή της ταινίας : τον κόσμο της μέσης Γης. Από τις παραμικρές
λεπτομέρειες, τα σκηνικά, το υπέροχο soundtrack, την καταπληκτική
απόδοση των τραγουδιών του βιβλίου, κάτι μαγικό και ανεξήγητο ξυπνάει μέσα σου,
μια μοναδική και σχεδόν βασανιστική αίσθηση νοσταλγίας και πόθου να επιστρέψεις
από την γκρίζα πραγματικότητα, σε ένα μέρος που δεν βρέθηκες και δεν υπήρξε
ποτέ. Και αυτή η αίσθηση κολλάει μέσα σου, την ρουφάνε τα κόκαλά σου, ποτίζει
στις αναμνήσεις του, και αν αυτό δεν είναι ο σκοπός αλλά και το αποτέλεσμα της
καλής τέχνης, ε, δεν ξέρω τότε ποιο μπορεί να είναι. Τα λόγια περιττεύουν. Η
μαγεία – παρά το πείσμα των καιρών – ζει ακόμα.
Από τεχνικής πλευράς, δεν θα δεις καινούρια πράγματα.
Αλλά νομίζω, ούτε
και
χρειάζεται. Σκηνοθεσία, φωτογραφία
και
ερμηνείες, όλα
είναι
οικεία
και
γνωστά
από
την
τριλογία
του
Άρχοντα. Γνωστή,
αγαπημένη και επιτυχημένη συνταγή που δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑΣ λόγος να αλλάξει. Και
επιπλέον μαρτυρία του πόσο πραγματικά καλή ήταν η ορίτζιναλ τριλογία. Τα
στάνταρ της, 9 χρόνια μετά ακόμη εντυπωσιάζουν και παραμένουν αξεπέραστα.
Παραδόξως, το Hobbit είναι – ή τουλάχιστον δείχνει - πιο
φτωχή παραγωγή από την πρώτη τριλογία. Τα εφέ του υπολογιστή είναι σαφέστατα
κατώτερα σε σχέση με εκείνα, 9 χρόνια πριν, ιδιαίτερα όσον αφορά τα φανταστικά
πλάσματα. Τα εξαιρετικά και τεράστια σκηνικά της ορίτζιναλ τριλογίας έχουν
αντικατασταθεί από πολύ μικρότερα και φτωχότερα και πληθώρα κοντινών πλάνων
προσπαθεί να συγκαλύψει την διαφορά. Χάρη στην μαστοριά του σκηνοθέτη, η
(σχετική) φτώχεια της παραγωγής μασκαρεύεται επαρκώς, αλλά δεν ξεφεύγει από το
έμπειρο μάτι. Όπως και να έχει, μικρό το κακό.
Πάμε τώρα στα τρωτά του Hobbit,
που αναμφισβήτητα υπάρχουν. Κάνει κοιλίτσα. Συχνά. Αντί να μας δώσει το
εκατόστό-δεν-ξέρω-και-γω-πόσο πλάνο με τους νάνους να ταξιδεύουν σε λόγγους και
ραχούλες, θα μπορούσε να εστιάσει καλύτερα στους πρωταγωνιστές. Εξαιρετικός ο Martin Freeman στον ρόλο του Bilbo, αλλά λείπει η εις
βάθος εξερεύνηση του χαρακτήρα που οφειλόταν στο σενάριο και την χαρισματική
ερμηνεία του Elijah Wood. Για τους νάνους, ας μην το
συζητήσουμε καλύτερα. 13 πρόσωπα είναι ήδη ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ πάρα πολλά (φιλμικά
μιλώντας) και πέραν από κάποια comic relief χαρακτηριστικά οι 12 εξ αυτών δεν έχουν τίποτα
ουσιαστικό που να τους ξεχωρίζει, ούτε και γίνεται και κάποια απόπειρα να πέσει
λίγο φως στην προσωπικότητα του καθενός, όπως είχε γίνει με τα αντίστοιχα μέλη της
συντροφιάς του Δαχτυλιδιού. Εξαιρώ τον αρχηγό τους, Thorin Oakenshield που
δίνει στην ταινία την απαραίτητη επικούρα. Και όπως και να έχει, ο μάστορας έχει
μπροστά του 2 ακόμη ταινίες για να συμπληρώσει αυτή την έλλειψη που για μένα είναι
το πιο σημαντικό ελάττωμα της ταινίας.
Κάποιες
άλλες μικρολεπτομέρειες χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αλλά χάριν αντικειμενικότητας
πρέπει να ειπωθούν. Η σκηνή της απόδρασης των νάνων από τα goblins είναι
τελείως «πέτσινη» - σαφέστατα το χειρότερο κομμάτι της ταινίας. Γενικά, ο μάστορας
προσπαθεί υπερβολικά να δέσει το Hobbit
με την ορίτζιναλ τριλογία, με τρόπους που
στην πλειονότητά τους είναι χαρισματικοί, αλλά κάποιες φορές απλά είναι περιττοί.
Και – περνώντας στο μήλο της Έριδος – υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά «γεμίσματα»
στην αφήγηση που δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Κάποια από αυτά αν δεν κάνω λάθος, είναι
από το ΣΙΛΜΑΡΙΛΛΙΟΝ και κάποια άλλα είναι καινούριο υλικό του σεναριογράφου και
του σκηνοθέτη. Η οποία φρίκη και οδύνη των τυπολατρών και των απανταχού κολλημένων!
Λοιπόν, χαλαρώστε. Μιλάμε για κινηματογραφική ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ. Αν δεν υπήρχαν αυτές
οι εμβόλιμες σκηνές, θα είχατε 2 ταινίες όπου βλέπεις νάνους να περπατάνε, και
μια τελευταία όπου γίνεται της πουτάνας το μαγκάλι (μιλάω για τη μάχη των 5
στρατιών που αποτελεί βασικά την μοναδική αληθινή σκηνή δράσης του βιβλίου). Το
νέο υλικό είναι σχεδόν πάντα σύμφωνο με το πνεύμα των γραφομένων, δένει ωραία
με το ορίτζιναλ πράμα, και επιπλέον προσθέτει σε προσεκτικές δόσεις την καφρίλα,
την επικούρα αλλά και το comic relief που όλοι
θέλουμε αλλά δεν το μολογάμε (και που – κακά τα ψέματα ΔΕΝ υπάρχει στο βιβλίο).
Όποιος
από εκεί και πέρα θέλει να κάνει το μυαλό του προκρούστη όπου εκεί θα προσπαθήσει
να συγκρίνει την ταινία και να την «τεντώσει» στα μέτρα του βιβλίου (η της προσωπικής
του άποψης σχετικά με το βιβλίο) απλά ας προσπεράσει. Αλλιώς, χάνει τον καιρό
του γκρινιάζοντας σαν γεροντοκόρη και ταυτόχρονα χάνοντας την απόλαυση που
μπορεί να προσφέρει μια από τις ωραιότερες ταινίες φαντασίας όλων των εποχών.
Ρεζουμέ :
Ταξιδιάρικη
διάθεση, παραμυθιάρικη ατμόσφαιρα όπως ήταν μονάχα στην παιδική σου ηλικία, flirt με τον
fanboy που κρύβουμε
όλοι μέσα μας, πανέμορφες εικόνες και ήχοι. Δηλαδή, τι άλλο να ζητήσει κανείς;
ΜΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!!! Χειροκροτώ και αδημονώ. Και για άλλη μια φορά : σε
ευχαριστώ Peter Jackson…
Πόσα πιάνει; 4,5 / 5