Η νέα ταινία του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου είναι και η μέχρι τώρα καλύτερη δουλειά του και συνάμα μια από τις καλύτερες ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου της μετά Safe Sex περιόδου. Ο Χαραλαμπόπουλος υποδύεται έναν μισθωτό νέο που τα πράγματα στη ζωή του δεν πάνε ακριβώς στο καλύτερο... χάνει τη δουλειά του, είναι μόνος του, ζει μακριά από τον τόπο του και ο μοναδικός αδερφός του (ο Μιχάλης) είναι μεγάλο λαμόγιο, μόνο που επειδή δεν το' χει καταλήγει συνέχεια να βρίσκεται σε μπελάδες. Κάπως έτσι και τα δυο αδέρφια βρίσκονται κάποια στιγμή με ένα πιστόλι στον κρόταφο να πρέπει να μαζέψουν γρήγορα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να ξεπληρώσουν τα χρέη του Μιχάλη στον τοπικό μαφιόζο. Πιάνουν δουλειά σε ένα γραφείο κηδειών, αλλά διαπιστώνουν ότι έτσι δεν πρόκειται να μαζέψουν τα χρήματα αρκετά σύντομα. Έτσι, αποφασίζουν με την προτροπή του Μιχάλη να συμπληρώσουν το εισόδημά τους ληστεύοντας τράπεζες. Όταν όμως ο πρωταγωνιστής θα ερωτευτεί μια κοπέλα που δουλεύει ως ταμίας σε μια από αυτές, τα πράγματα περιπλέκονται. Κυρίως επειδή η κοπέλα τυγχάνει να είναι μυστική αστυνομικός “βαλτή” σε αυτή τη θέση προκειμένου να εξαρθρωθεί η συμμορία που ληστεύει τις τράπεζες...
Ακολουθεί μια παρέλαση από απολαυστικές, απάλευτες καταστάσεις. Ένας νεκροθάφτης με πολιτικές φιλοδοξίες που στις αφίσες του κάνει surfing πάνω σε φέρετρα. Ένας παππούς (ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ο Κώστας Βουτσάς στο ρόλο) με αυτοκτονικό ιδεώδες. Δυο διεφθαρμένοι gay αστυνομικοί (Σκιαδαρέσης – Ιατρόπουλος). Ωστόσο, η ταινία δε βασίζεται σε αυτά τα κωμικά ευρήματα, ούτε στις εκάστοτε ατάκες. Όλα αυτά απλά βοηθούν και σερβίρονται πάνω σε ένα καλό σενάριο που υπηρετείται από καλούς διαλόγους και ερμηνείες που στο σύνολό τους κρίνονται συμπαθείς. Βασικά, μου θύμισε αρκετά το έπος “The Κόπανοι” του Γιώργου Κωνσταντίνου (η καλύτερη, μεγαλύτερη, μακρύτερη, πιο cult Ελληνική ταινία της 10ετίας του '80!!!) αλλά και κομμάτια από τη σειρά “Στο παρά πέντε”. Επίσης η ερμηνεία του Χαραλαμπόπουλου φέρνει κατά καιρούς στο μυαλό Jim Carrey, τουλάχιστον στα πιο ήρεμά του, κάτι που φυσικά μόνο ως αρνητικό δεν μπορεί να εκληφθεί.
Η επιτυχία που έκανε ήταν μεγάλη και δέχτηκε ιδιαίτερα θετικές κριτικές από τον τύπο. Τι να πρωτοεπαινέσεις? Κατ΄ αρχήν (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!) είναι μια Ελληνική ταινία που θυμίζει κινηματογράφο και ΟΧΙ μακροσκελές επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Έχει αληθινά κινηματογραφικά standards σαν προίκα. Στήσιμο, φωτογραφία, φίλτρα, καλούς διαλόγους, πρωτότυπο (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!) σενάριο, cult καταστάσεις. Χωρίς δήθεν ατάκες, τηλεοπτικές τσιρίδες και βωμολοχίες, κάνει όμορφο, λεπτό χιούμορ και σε αφήνει με χαμόγελο στα χείλη ενώ ταυτόχρονα έχει ένα γλυκόπικρο aftertaste... όπως εξάλλου όλες οι μεγάλες κωμωδίες. Αξιολογότατη και άκρως επαγγελματική προσπάθεια, αν μη τι άλλο αξίζει να το δεις και να το υποστηρίξεις. Μακάρι να είχαμε και άλλες Ελληνικές ταινίες σαν και δαύτη.
The Wrestler
Ο Darren Aronofsky είναι απλά ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της γενιάς του. Μετά το περσινό αριστούργημα The Fountain ξαναχτυπά και κάνει όλο τον κόσμο να μιλά για αυτόν. Γράφτηκαν πολλά για το The Wrestler σε περιοδικά και ιστοσελίδες και υποθέτω ότι μετά από όλο αυτό το ντόρο δεν έχω κάτι καινούριο να σας πω. Οπότε θα μείνω στα βασικά. Είναι ταινιάρα. Μεγαλύτερο προσόν της, κυριολεκτικά ένας πολιορκητικός κριός που σπάει τα φράγματα και τα τείχη στο κεφάλι σου, είναι ο πρωταγωνιστής. Η δραματική, λυρική, παραμορφωμένη φιγούρα του Mickey Rourke αποτελεί μια εικόνα που βίαια σφηνώνεται και κατοικοεδρεύει στο μυαλό σου. Η υποτονική, σχεδόν ντροπαλή του ερμηνεία είναι σχολή από μόνη της και τον έχρισε υποψήφιο για Oscar. Μέγιστη αδικία που δεν το πήρε, αλλά η Ακαδημία φημίζεται εξάλλου για τις άδικες αποφάσεις της. Δεν περίμενα και δεν υπήρχε περίπτωση το The Wrestler να βραβευτεί γιατί πολύ απλά είναι υπερβολικά σκληρή για αυτάκια των φραγκάτων φρακοφορεμένων που βγάζουν τις αποφάσεις.
Η παρακμή και η σαπίλα που κυριαρχούν στη ζωή του Παλαιστή δεν είναι παρά ένας καθρέφτης της εκφυλισμένης Αμερικανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας, της σκάρτης ανθρώπινης φύσης. Πρακτικά η ταινία είναι ένα σύνολο από συρραμένες σκηνές, ένας αφαιρετικός ζωγραφικός πίνακας, που μιλά για τα όνειρα που πέθαναν, τη νοσταλγία, την αναπώληση του παρελθόντος σαν πολυτέλεια αυτών που δεν έχουν μέλλον. Αλλά επίσης μιλά για το άφθαρτο του πνεύματος, για τη ρομαντική ομορφιά του να παλεύεις, να αγωνίζεσαι για κάτι στη ζωή, ακόμα και αν αυτό είναι μάταιο και από χέρι χαμένο.
“Πώς καταντήσαμε Λοχία”
και συνάμα
“Όσοι με το Χάρο 'γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη”
και συνάμα
“Όσοι με το Χάρο 'γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη”
Κάτι τέτοιο τραγουδά, στη δική της γλώσσα, μέσα από τα πληγιασμένα χείλη του πρωταγωνιστή της η ταινία. Όχι, δεν είναι το καλύτερο, ούτε το πιο βαθυστόχαστο έργο του Aronofsky. Αλλά είναι συγκλονιστικά ανθρώπινο, αφοπλιστικά άμεσο (και το λιγότερο βαρετό από όλα τα άλλα!). Υποδειγματική (υπήρχε εξάλλου περίπτωση να είναι αλλιώς?) η σκηνοθεσία και το μοντάζ, κάνουν το δίωρο της ταινίας να κυλά ομαλά, δίχως ίχνος κοιλιάς. Κερασάκι στην τούρτα το απίστευτο Soundtrack από rock, heavy metal, poser επιτυχίες της 10ετίας του '80. Όσο να'ναι, όταν βλέπεις τον θηριώδη Rourke σαν Randy “the Ram” να μπαίνει στο ring και στα ηχεία σου παίζει το “Balls to the Wall” των θεών Accept, ε, το προσκύνημά σου το κάνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου