Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Bank Bang, The Wrestler

Bank Bang

Η νέα ταινία του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου είναι και η μέχρι τώρα καλύτερη δουλειά του και συνάμα μια από τις καλύτερες ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου της μετά Safe Sex περιόδου. Ο Χαραλαμπόπουλος υποδύεται έναν μισθωτό νέο που τα πράγματα στη ζωή του δεν πάνε ακριβώς στο καλύτερο... χάνει τη δουλειά του, είναι μόνος του, ζει μακριά από τον τόπο του και ο μοναδικός αδερφός του (ο Μιχάλης) είναι μεγάλο λαμόγιο, μόνο που επειδή δεν το' χει καταλήγει συνέχεια να βρίσκεται σε μπελάδες. Κάπως έτσι και τα δυο αδέρφια βρίσκονται κάποια στιγμή με ένα πιστόλι στον κρόταφο να πρέπει να μαζέψουν γρήγορα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προκειμένου να ξεπληρώσουν τα χρέη του Μιχάλη στον τοπικό μαφιόζο. Πιάνουν δουλειά σε ένα γραφείο κηδειών, αλλά διαπιστώνουν ότι έτσι δεν πρόκειται να μαζέψουν τα χρήματα αρκετά σύντομα. Έτσι, αποφασίζουν με την προτροπή του Μιχάλη να συμπληρώσουν το εισόδημά τους ληστεύοντας τράπεζες. Όταν όμως ο πρωταγωνιστής θα ερωτευτεί μια κοπέλα που δουλεύει ως ταμίας σε μια από αυτές, τα πράγματα περιπλέκονται. Κυρίως επειδή η κοπέλα τυγχάνει να είναι μυστική αστυνομικός “βαλτή” σε αυτή τη θέση προκειμένου να εξαρθρωθεί η συμμορία που ληστεύει τις τράπεζες...

Ακολουθεί μια παρέλαση από απολαυστικές, απάλευτες καταστάσεις. Ένας νεκροθάφτης με πολιτικές φιλοδοξίες που στις αφίσες του κάνει surfing πάνω σε φέρετρα. Ένας παππούς (ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ο Κώστας Βουτσάς στο ρόλο) με αυτοκτονικό ιδεώδες. Δυο διεφθαρμένοι gay αστυνομικοί (Σκιαδαρέσης – Ιατρόπουλος). Ωστόσο, η ταινία δε βασίζεται σε αυτά τα κωμικά ευρήματα, ούτε στις εκάστοτε ατάκες. Όλα αυτά απλά βοηθούν και σερβίρονται πάνω σε ένα καλό σενάριο που υπηρετείται από καλούς διαλόγους και ερμηνείες που στο σύνολό τους κρίνονται συμπαθείς. Βασικά, μου θύμισε αρκετά το έπος “The Κόπανοι” του Γιώργου Κωνσταντίνου (η καλύτερη, μεγαλύτερη, μακρύτερη, πιο cult Ελληνική ταινία της 10ετίας του '80!!!) αλλά και κομμάτια από τη σειρά “Στο παρά πέντε”. Επίσης η ερμηνεία του Χαραλαμπόπουλου φέρνει κατά καιρούς στο μυαλό Jim Carrey, τουλάχιστον στα πιο ήρεμά του, κάτι που φυσικά μόνο ως αρνητικό δεν μπορεί να εκληφθεί.

Η επιτυχία που έκανε ήταν μεγάλη και δέχτηκε ιδιαίτερα θετικές κριτικές από τον τύπο. Τι να πρωτοεπαινέσεις? Κατ΄ αρχήν (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!) είναι μια Ελληνική ταινία που θυμίζει κινηματογράφο και ΟΧΙ μακροσκελές επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς. Έχει αληθινά κινηματογραφικά standards σαν προίκα. Στήσιμο, φωτογραφία, φίλτρα, καλούς διαλόγους, πρωτότυπο (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!) σενάριο, cult καταστάσεις. Χωρίς δήθεν ατάκες, τηλεοπτικές τσιρίδες και βωμολοχίες, κάνει όμορφο, λεπτό χιούμορ και σε αφήνει με χαμόγελο στα χείλη ενώ ταυτόχρονα έχει ένα γλυκόπικρο aftertaste... όπως εξάλλου όλες οι μεγάλες κωμωδίες. Αξιολογότατη και άκρως επαγγελματική προσπάθεια, αν μη τι άλλο αξίζει να το δεις και να το υποστηρίξεις. Μακάρι να είχαμε και άλλες Ελληνικές ταινίες σαν και δαύτη.

The Wrestler

Ο Darren Aronofsky είναι απλά ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της γενιάς του. Μετά το περσινό αριστούργημα The Fountain ξαναχτυπά και κάνει όλο τον κόσμο να μιλά για αυτόν. Γράφτηκαν πολλά για το The Wrestler σε περιοδικά και ιστοσελίδες και υποθέτω ότι μετά από όλο αυτό το ντόρο δεν έχω κάτι καινούριο να σας πω. Οπότε θα μείνω στα βασικά. Είναι ταινιάρα. Μεγαλύτερο προσόν της, κυριολεκτικά ένας πολιορκητικός κριός που σπάει τα φράγματα και τα τείχη στο κεφάλι σου, είναι ο πρωταγωνιστής. Η δραματική, λυρική, παραμορφωμένη φιγούρα του Mickey Rourke αποτελεί μια εικόνα που βίαια σφηνώνεται και κατοικοεδρεύει στο μυαλό σου. Η υποτονική, σχεδόν ντροπαλή του ερμηνεία είναι σχολή από μόνη της και τον έχρισε υποψήφιο για Oscar. Μέγιστη αδικία που δεν το πήρε, αλλά η Ακαδημία φημίζεται εξάλλου για τις άδικες αποφάσεις της. Δεν περίμενα και δεν υπήρχε περίπτωση το The Wrestler να βραβευτεί γιατί πολύ απλά είναι υπερβολικά σκληρή για αυτάκια των φραγκάτων φρακοφορεμένων που βγάζουν τις αποφάσεις.

Η παρακμή και η σαπίλα που κυριαρχούν στη ζωή του Παλαιστή δεν είναι παρά ένας καθρέφτης της εκφυλισμένης Αμερικανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας, της σκάρτης ανθρώπινης φύσης. Πρακτικά η ταινία είναι ένα σύνολο από συρραμένες σκηνές, ένας αφαιρετικός ζωγραφικός πίνακας, που μιλά για τα όνειρα που πέθαναν, τη νοσταλγία, την αναπώληση του παρελθόντος σαν πολυτέλεια αυτών που δεν έχουν μέλλον. Αλλά επίσης μιλά για το άφθαρτο του πνεύματος, για τη ρομαντική ομορφιά του να παλεύεις, να αγωνίζεσαι για κάτι στη ζωή, ακόμα και αν αυτό είναι μάταιο και από χέρι χαμένο.

“Πώς καταντήσαμε Λοχία”
και συνάμα
“Όσοι με το Χάρο 'γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη”

Κάτι τέτοιο τραγουδά, στη δική της γλώσσα, μέσα από τα πληγιασμένα χείλη του πρωταγωνιστή της η ταινία. Όχι, δεν είναι το καλύτερο, ούτε το πιο βαθυστόχαστο έργο του Aronofsky. Αλλά είναι συγκλονιστικά ανθρώπινο, αφοπλιστικά άμεσο (και το λιγότερο βαρετό από όλα τα άλλα!). Υποδειγματική (υπήρχε εξάλλου περίπτωση να είναι αλλιώς?) η σκηνοθεσία και το μοντάζ, κάνουν το δίωρο της ταινίας να κυλά ομαλά, δίχως ίχνος κοιλιάς. Κερασάκι στην τούρτα το απίστευτο Soundtrack από rock, heavy metal, poser επιτυχίες της 10ετίας του '80. Όσο να'ναι, όταν βλέπεις τον θηριώδη Rourke σαν Randy “the Ram” να μπαίνει στο ring και στα ηχεία σου παίζει το “Balls to the Wall” των θεών Accept, ε, το προσκύνημά σου το κάνεις.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

My Bloody Valentine, Τσίου

My Bloody Valentine

Remake της ομώνυμης – άγνωστης σε μένα – παλιότερης ταινίας, το My Bloody... είναι ένα slasher αριστούργημα που θα κατευχαριστήσει τους φαν του είδους. Χωρίς να ανακαλύπτει τον τροχό ή να κάνει κάτι το πρωτοποριακό, ξεχωρίζει γιατί υπηρετεί το είδος στο οποίο ανήκει, με πρωτοφανή αξιοπιστία, ποιότητα και ευλάβεια. Δε γράφω περίληψη σεναρίου ούτε τίποτα άλλο σχετικό με την πλοκή, όχι για να μη δώσω spoilers, αλλά γιατί η ιστορία του είναι ακριβώς ό,τι θα περιμένατε από ένα καλό slasher τύπου Scream, Haloween κλπ. Με άλλα λόγια, την ξέρετε ήδη.

Αλλά εδώ θα βρείτε όλες τις αρετές των slasher στον υπερθετικό βαθμό. Ετοιμαστείτε για ΚΟΥΒΑΔΕΣ καλού gore, ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ γυμνές γυναίκες να τρέχουν πανικόβλητες (υπέροχα βυζιά, άψογα αποτριχωμένα “γατάκια”, έπαινος, τιμή και δόξα στο σκηνοθέτη!!!), επιτηδευμένα χαζούλικους χαρακτήρες, μοντέρνα, σφιχτή γκαζωμένη σκηνοθεσία και ερμηνείες που χωρίς να είναι οσκαρικές, ωστόσο μια χαρά την κάνουν τη δουλειά τους. Ωστόσο, οι συντελεστές της ταινίας δεν αρκούνται σε αυτά. Όσο η ώρα κυλά, η αγωνία μεγαλώνει και το suspense δίνει και παίρνει μέχρι το τέλος του έργου. Με την υπόσχεση για sequel και την εύφημο μνεία από όλα τα εξειδικευμένα περιοδικά και ιστοσελίδες του είδους, δε μπορώ παρά να αδημονώ για το επόμενο χτύπημα του My Bloody Valentine!

Τσίου

Συζητήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και απέκτησε το δικό της φανατικό κοινό και ένα cult status. Σε μια έρημη λόγω 15Αύγουστου Αθήνα, ο τζάνκι που αυτοσυστήνεται Τσίου, προσπαθεί να βρει τη δόση του. Στην πορεία θα πέσει πάνω σε σουρεάλ καταστάσεις, “ό,τι να'ναι” άτομα, συννενόηση τσιμέντο και άλλα τόσα. Το δυνατό χαρτί της ταινίας είναι η αμεσότητα και η εναλλακτική της οπτική. Ένα θέμα που οποιαδήποτε άλλη ταινία ή θα το παρουσίαζε με σοβαρό ως δραματικό τρόπο, ή στον αντίποδα, θα το καννιβάλιζε με καφρίλες και χοντράδες, εδώ αντιμετωπίζεται με ανάλαφρο χιουμοριστικό τρόπο, που χαρίζει περιστασιακά χαμόγελα, χωρίς ωστόσο να το γελοιοποιεί. Κορυφή οι ατάκες και ο πρωταγωνιστής που είναι ένα ζωντανό καρτούν από μόνος του.

Όλα αυτά μπορεί να αρκούν για να χαρίσουν στο “Τσίου” ένα όνομα, οστόσο δε φτάνουν από μόνα τους για να το κάνουν πραγματικά καλή ταινία. Το “χύμα” είναι πρώτη και σημαντικότερη επιταγή του, κάτι που το κάνει “χαριτωμένο”, ιδιαίτερα στα μάτια ενός νεανικού κοινού, αλλά δεν κρύβει την προχειρότητα και τον έκδηλο ερασιτεχνισμό που υπάρχει πίσω από αυτό. Μονότονα, γκρίζα πλάνα, τραβηγμένα με απλή κάμερα στο χέρι, χωρίς την παραμικρή καλλιτεχνική επεξεργασία (εκτός από ένα απλώς διεκπαιρεωτικό μοντάζ). Επαναλαμβανόμενες, βαρετές σκηνές που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν σε μια πλοκή που έτσι και αλλιώς δεν υπάρχει. Ερμηνείες άστα να πάνε. Ουσιαστικά το “Τσίου” αποτελείται από μια τεράστια “κοιλιά” με ελάχιστα σεναριακά υποστηλώματα για να τη στηρίζουν. Δείτε το, αλλά με επιφύλαξη. Κάποιοι από εσάς θα το αγαπήσουν, κάποιοι θα το αντιπαθήσουν, άλλοι θα αδιαφορήσουν. Αλλά αυτό δεν είναι εξάλλου το κύριο χαρακτηριστικό που ορίζει μια cult ταινία?

Good Luck Chuck, Slumdog Millionaire

Good Luck Chuck – Ένας για Όλες (Ελ. Υπότιτλος)

Μια από τις πρώτες προσπάθειες της Jessica Alba (είναι το μαναράκι που σε έκανε να παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα την πρώτη σκηνή στο μπαρ του Sin City) να εξαργυρώσει τη φήμη που της πρόσφεραν κάποιες επιτυχημένες συμμετοχές της σε γνωστές ταινίες, είναι αυτή η (τύπου) ρομαντική κωμωδιούλα. Ο Chuck είναι ο πιο τυχερός και συνάμα ο πιο άτυχος άντρας στον κόσμο. Αφενός του έχει βγει η φήμη του “γουρλή”, όποια γυναίκα κοιμηθεί μαζί του θεωρείται σίγουρο ότι θα βρει μετά από αυτόν, τον άντρα της ζωής της. Ωστόσο η ατυχία του έγκειται στο ΜΕΤΑ. Δηλαδή ότι δεν πρόκειται ποτέ να είναι ο ίδιος άντρας της ζωής μιας κοπέλας. Στην αρχή δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα και πέφτει με τα μούτρα στον πατσά. Όταν όμως γνωρίζει μια κοπέλα που τη θεωρεί την τέλεια για αυτόν, την ερωτεύεται σφόδρα και τα πράματα γίνονται πίζουλα. Γιατί ξέρει ότι αν το urban legend που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του είναι αληθινό, όταν κοιμηθεί με αυτήν, τότε θα της τύχει να γνωρίσει τον ιδανικό άντρα που ΔΕΝ θα είναι αυτός.

Αν μη τι άλλο, το ταινιάκι έχει πρωτότυπο σενάριο που χαρίζει αρκετές κωμικές σκηνές, ιδιαίτερα εκεί που διάφορες γυναίκες αντιμετωπίζουν τον πρωταγωνιστή καθαρά σαν αντικείμενο. Έχει την καφρίλα του και μερικές ένδοξες ατάκες και φάσεις που καθαρά ΔΕΝ ανήκουν σε στο genre της ρομαντικής κωμωδίας (τύπου: “Η γκόμενα είναι τόσο καυτή που θα μπορούσα να τραβήξω μαλακία ακόμα και με τη μαστογραφία της!”). Αν προσθέσεις και τις μπόλικες χορταστικές ερωτικές σκηνές και τα δεκάδες ζευγάρια αφράτα λαχταριστά βυζάκια που θα παρελάσουν στην οθόνη σου, το “Good Luck Chuck” φαντάζει σαν ιδανική επιλογή για ένα ανάλαφρο και διασκεδαστικό δίωρο.

Ωστόσο στη συνέχεια κάνει κοιλιά και στο φινάλε του υποκύπτει στα κλισέ και τις συμβάσεις που καταβαράθρωσαν το είδος. Το τελευταίο μισό της ταινίας κυριολεκτικά υπάρχει μόνο για να σε κάνει να βαρεθείς και να ξενερώσεις. Ο πρωταγωνιστής είναι απλά αδιάφορος και η Alba στην κωμωδία δεν το'χει. Από ένα σημείο και μετά κάθε υποψία σεναρίου και λογικής συνοχής πάει περίπατο και έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις αποσπάσματα συρραμμένα μεταξύ τους αντί για κανονική ταινία. Κορυφαία ταινία στο υπο-είδος της κάφρικης ρομαντικής κωμωδίας παραμένει το “There's Something About Mary”. Προτίμησέ το, κι ας το έχεις ξαναδεί.

Slumdog Millionaire

Ένας φτωχομπινές Ινδός που προέρχεται από τις περίφημες παραγκούπολεις συμμετέχει στο γνωστό “Ποιός Θέλει Να Γίνει Εκατομμυριούχος” και με την απόδοσή του εκπλήσσει τους πάντες. Ξέρει όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις και είναι ένα βήμα πριν την τελική δοκιμασία που θα του αποφέρει ένα αστρονομικό ποσό. Τη νύχτα πριν τον τελικό συλλαμβάνεται λόγω υποψίας ότι με κάποιο τρόπο έχει κλέψει τις απαντήσεις και μεταφέρεται στα υπόγεια του αστυνομικού τμήματος. Με αφορμή την κατάθεση της ιστορίας του στον αστυνομικό, η ταινία μας ξετυλίγει το νήμα της ζωής του και τις ιδιαίτερες συνθήκες που του “έμαθαν” τις απαντήσεις στα ερωτήματα του παιχνιδιού.

Δεν υπάρχουν πολλά πράματα να γράψω για αυτή την ταινία. Ύστερα από ένα πρωτοφανή ντόρο στον τύπο παγκοσμίως και με 8 βραβεία oscar στο ενεργητικό της, λίγα – σχεδόν τίποτα – έχουν μείνει που να ΜΗΝ εχουν ειπωθεί. Δεν θα βρείτε στην καμαριέρα πολλά κοινωνικά έργα. Για την ακρίβεια, είναι ελάχιστα τα σχετικά reviews. Δε βλέπω τέτοιες ταινίες, ο τομέας μου έγκειται περισσότερο σε καφροstuff, εκτός και αν θεωρώ ότι το συγκεκριμένο έργο είναι κάτι το πραγματικά ιδιαίτερο, το αληθινά σημαντικό. Και το Slumdog Millionaire είναι ταινιάρα, όπως και να το πάρεις. Σκηνοθεσία, σενάριο, soundtrack λάμπουν μέσα από μια low budget για τα χολυγουντιανά δεδομένα παραγωγή και αποδεικνύουν ότι ακόμα και στη σημερινή εποχή της μοναρχίας των κομπιουτερικών εφφέ και των ψηφιοποιημένων εκρήξεων, αυτό που κάνει μια ταινία πραγματικά σημαντική είναι η καρδιά που κρύβει μέσα της, η δύναμη της ιστορίας και η τέχνη της αφήγησης αυτής.

Όπως κάθε τι που γίνεται πολύ γνωστό, έτσι και εδώ έχουν γραφτεί υπερβολές και πολλά πράγματα έχουν παραποιηθεί. Το Slumdog... δεν είναι τέλειο. Δεν του λείπουν τα ελαττωματάκια του, ούτε και πρόκειται για την καλύτερη ταινία που έχετε δει στη ζωή σας. Οι ερμηνείες είναι μέτριες και στο φινάλε υιοθετεί κάποια κλισέ και συμβάσεις που καλύτερα θα ήταν αν τα είχε αποφύγει. Χίλιες φορές καλύτερες είναι κάποιες ταινίες του Polanski, του Aronovsky και τόσων άλλων. Ωστόσο, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει και σε τελική ανάλυση να στέκεται επάξια δίπλα στα υπόλοιπα αριστουργήματα του είδους είναι η ασύγκριτη ανθρωπιά του. Οι σκηνές του συγκλονίζουν, αναστατώνουν, κάποιες από αυτές θα τις θυμάσαι για πάντα. Και ο Danny Boyle χρήζεται μέσα από αυτές άνετα ως ένας από τους πιο σημαντικούς εν ζωή σκηνοθέτες.